Η άνοδος της Γιουγκονοσταλγίας



Το δύσκολο παρόν έχει οδηγήσει πολύ κόσμο στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας να νοσταλγεί την περίοδο της Ομοσπονδίας. Κάποιοι μιλούν για πραγματισμό και κάποιοι άλλοι για ρομαντισμό

H 27η Απριλίου 1992 θεωρείται επισήμως ως η ημέρα διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Τριάντα χρόνια μετά μια νοσταλγία για το παρελθόν σαρώνει τις περισσότερες από τις χώρες που ήταν μέρος της Ομοσπονδίας. «Ήμασταν μια ισχυρή, περήφανη χώρα. Ζούσαμε όμορφα και δεν μας έλειπε τίποτα. Τώρα είμαστε πολλές μικρές και φτωχές χώρες που έχουμε χάσει την αξιοπρέπεια μας. Οι νέοι μας μεταναστεύουν και οι ηλικιωμένοι δεν έχουν τη φροντίδα που τους αξίζει» λένε όσοι υπήρξαν πολίτες της «Γιουγκοσλαβίγια».  

Σαν πυρκαγιά που φουντώνει η «Γιουγκονοσταλγία» κερδίζει συνέχεια νέους… οπαδούς. Ο ναός της είναι το μαυσωλείο του Τίτο, του ιδρυτή της σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας.  Περιελάβανε έξι δημοκρατίες, Σερβία, Κροατία, Βοσνία & Ερζεγοβίνη, Σλοβενία, Μαυροβούνιο και Σκόπια (η τωρινή Βόρεια Μακεδονία), συν δύο αυτόνομες περιοχές, το Κόσοβο και τη Βοϊβοντίνα.

Από τον Τίτο στον εθνικισμό και τη φρίκη

Με το σύνθημα «ενότητα και αδελφοσύνη» ο κροατικής καταγωγής Τίτο κατάφερε, για δεκαετίες,  να παραμερίσει εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές και να δημιουργήσει μια εθνική συνείδηση. «Δεν είμαστε Σέρβοι, Κροάτες ή Σλοβένοι. Είμαστε Γιουγκοσλάβοι» δήλωναν εκατομμύρια άνθρωποι με περηφάνια. Η χώρα του Τίτο έκανε τον υπαρκτό σοσιαλισμό να μοιάζει όχι απλά εφαρμόσιμος αλλά ένα σύστημα που μπορεί να προσφέρει στον λαό ευτυχία και ευημερία. Υπό το πρίσμα του σημερινού ακραίου καπιταλισμού αυτή η άποψη ενισχύεται.

Μετά τον θάνατο του όμως, το 1980, η ραγδαία άνοδος του εθνικισμού δημιούργησε ένα άλλο αφήγημα. Οι ηγέτες της Ομοσπονδίας με πρώτους τους Μιλόσεβιτς και Τούτζμαν υποστήριξαν ότι ο Τίτο (φωτό κάτω) ανάγκαζε τους λαούς να ζήσουν μαζί παρά τη θέληση τους. Εθνικιστικές παραισθήσεις μεγαλείου κυρίεψαν τις δύο ισχυρότερες χώρες (Σερβία, Κροατία) και με την παρέμβαση τρίτων (Γερμανία, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και εξτρεμιστές μουσουλμάνους) η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας μετατράπηκε στη μεγαλύτερη σύγχρονη τραγωδία στην ιστορία της Ευρώπης.

Η νοσταλγία φουντώνει

Με τις νέες γενιές να μην έχουν ζήσει τη φρίκη του πολέμου και τις παλαιές να βλέπουν το νέο σύστημα να μην έχει προσφέρει όσα υποσχόταν η νοσταλγία για τη «Μεγάλη Πατρίδα» έχει φουντώσει. Στη Σερβία το 81% θεωρεί ότι η διάλυση της Ομοσπονδίας ήταν κακή για τη χώρα τους. Στη Βοσνία, η οποία ήταν πάντα η πιο πολυπολιτισμική από τις δημοκρατίες, το 77% συμμερίζεται αυτήν την ιδέα. Ακόμη και στη Σλοβενία, η οποία απέφυγε τα δεινά του πολέμου, ήταν η πρώτη πρώην Γιουγκοσλαβική χώρα που εντάχθηκε στην ΕΕ και θεωρείται ευρέως ως η πιο επιτυχημένη, το 45% εξακολουθεί να λέει ότι η διάλυση ήταν επιζήμια. Υπάρχει βέβαια και η άλλη πλευρά. Στο Κόσοβο, το οποίο η διάλυση και η έξωθεν παρέμβαση μετέτρεψε σε ανεξάρτητο κράτος, μόλις το 10%  λυπάται για τη διάλυση.

Αρκετοί από εκείνους που έχουν «ζήσει» τη Γιουγκοσλαβία από τις αφηγήσεις των γονιών τους και των παππούδων τους έχουν ίσως μια ρομαντική-εξιδανικευμένη εικόνα την οποία ενισχύσει το δύσκολο παρόν που βιώνουν.

Είμαι Γιουγκοσλάβος!

Στα σκαλιά  του μαυσωλείου του Τίτο, ο 18χρονος Μίλος Τόμτσιτς φοράει το καπέλο και το κασκόλ των «πιονέρων», της νεολαίας του Γιουγκοσλάβου ηγέτη. «Ήθελα να δω φωτογραφίες εκείνης της εποχής. Όλοι αγαπούσαν ο ένας τον άλλον» λέει και όταν τον ρωτούν αν νιώθει Σέρβος ή Γιουγκοσλάβος τονίζει χωρίς δισταγμό: «Γιουγκοσλάβος. Η μαμά μου είναι Σέρβα, ο μπαμπάς μου Μαυροβούνιος, η γιαγιά μου Κροάτισσα. Στην πραγματικότητα, η οικογένειά μου είναι από όλη τη Γιουγκοσλαβία»..

Η Λαρίσα Κούρτοβιτς, πολιτική ανθρωπολόγος από το Σεράγεβο η οποία μελετά τη μετα-γιουγκοσλαβική ταυτότητα στη Βοσνία, τονίζει για τον όρο Γιουγκονοσταλγία: «Η νοσταλγία σημαίνει κάτι μελαγχολικό κάτι που σου λείπει. Φυσικά υπάρχει κάτι τέτοιο αλλά από την άλλη έχουμε κι ένα κίνημα νεότερων ανθρώπων που εξετάζουν με κριτική ματιά εκείνη την περίοδο αξιολογώντας τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά της. Υπάρχει μεγάλη εκτίμηση για τη σοσιαλιστική περίοδο και συνδέεται με την οικονομική ανάπτυξη και τις τεράστιες βελτιώσεις στο βιοτικό επίπεδο. Οι αποτυχημένες υποσχέσεις του γιουγκοσλαβικού σχεδίου ωχριούν σε σύγκριση με τον εθνικισμό και τη βία που ακολούθησε».

Το παρελθόν και το μέλλον

Τα περισσότερα κράτη της πρώην Γιουγκοσλαβίας έχουν δει τεράστια οικονομική παρακμή μετά τους πολέμους και μεγάλο ποσοστό της νεολαίας μεταναστεύει για ένα καλύτερο μέλλον. Ιδιαίτερα η Βοσνία και η Σερβία μαστίζονται από πολιτικές διαμάχες και οι υποδομές της σοσιαλιστικής περιόδου αντί να ενισχύονται φθίνουν. Αν και η Κροατία και η Σλοβενία ​​έχουν βρει σχετική σταθερότητα ως μέλη της ΕΕ, οι αιτήσεις άλλων χωρών έχουν παγώσει με πολλούς να αμφιβάλλουν αν θα ενταχθούν ποτέ στην Ένωση.

Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένοι αναρωτιούνται αν το παρελθόν θα μπορούσε να προσφέρει λύσεις για το μέλλον. Η Kούρτοβιτς αναφέρει τα κινήματα για τα δικαιώματα των εργαζομένων που ξεπήδησαν στη Βοσνία την τελευταία δεκαετία, βασισμένα στο παλιό γιουγκοσλαβικό σοσιαλιστικό μοντέλο εργατικής αυτοοργάνωσης. «Αυτό το σύστημα ήταν πολύ συγκεκριμένο για τη Γιουγκοσλαβία», λέει, εξηγώντας την απόκλισή του από τη σταλινική κρατική ιδιοκτησία της βιομηχανίας.

Αν και η Γιουγκοσλαβία ήταν ένα μονοκομματικό κράτος, υπήρχαν σαφείς διαφορές από άλλες χώρες του «σιδηρούν παραπετάσματος». Ο Τίτο ίδρυσε το κίνημα των αδέσμευτων και διατήρησε ισορροπημένες σχέσεις μεταξύ της Δύσης και της ΕΣΣΔ, και οι Γιουγκοσλάβοι πολίτες μπορούσαν να ταξιδέψουν σε οποιαδήποτε περιοχή. Η δύναμη των γιουγκοσλαβικών διαβατηρίων είναι κάτι που αναφέρουν συχνά όσοι νοσταλγούν το παρελθόν.

Επίσης η αντίληψη ότι  μια σχετικά μεγάλη, σεβαστή χώρα έχει διασπαστεί σε πολύ μικρότερα κομμάτια κάνουν τους πολίτες να αισθάνονται ότι ζουν σε μια λιγότερο σημαντική χώρα. Ο Γκέοργκε Πέραλοτς γεννήθηκε στα Σκόπια (τώρα Βόρεια Μακεδονία) το 1989, αλλά σήμερα ζει στην Μπανγκόκ. «Όποτε πρέπει να κάνω κάτι γραφειοκρατικό όπως να ανοίξω έναν τραπεζικό λογαριασμό εδώ, δεν μπορούν ποτέ να βρουν τη Βόρεια Μακεδονία στο σύστημά τους, αλλά μπορούν να βρουν τη Γιουγκοσλαβία» λέει και συνεχίζει: «Αν με ρωτάτε, θα μπορούσαμε ακόμα να επωφεληθούμε από μια ομοσπονδία, ακόμα κι αν δεν είναι η Γιουγκοσλαβία, επειδή είμαστε τόσο μικροί και ασήμαντοι από μόνοι μας».

Πιστεύει ότι αυτό το συναίσθημα είναι κοινό μεταξύ των ανθρώπων της ηλικίας του, που δεν έζησαν ποτέ στην πραγματικότητα κάτω από το παλιό σύστημα. «Όλη μας η υποδομή είναι από εκείνη την περίοδο και τώρα καταρρέει», προσθέτει.

Με τον εθνικισμό να έχει φέρει μόνο δεινά, έχουν εμφανιστεί κινήματα που προωθούν το αντιφασιστικό και αντιεθνικιστικό παρελθόν της περιοχής. Παλιά παρτιζάνικα τραγούδια ακούγονται και πάλι και ιδιαίτερα στη διασπορά η Γιουγκονοσταλγία κερδίζει μόνιμα έδαφος. Μέσω του διαδικτύου οι άνθρωποι ανακαλύπτουν ξεχασμένες πτυχές της κληρονομιάς τους και εστιάζουν στα θετικά εκείνης της περιόδου.

«Η Γιουγκοσλαβία ήταν κάτι διαφορετικό»

Ο Πέτερ Κόρτσνακ, ο οποίος μεγάλωσε στην τότε Τσεχοσλοβακία, κυκλοφόρησε το podcast «Memoring Yugoslavia» το 2020. «Μεγαλώνοντας, η Γιουγκοσλαβία μου φαινόταν παράδεισος», λέει, εξηγώντας ότι πολλοί άνθρωποι που έφευγαν από το τσεχοσλοβακικό καθεστώς δραπέτευαν στη Γιουγκοσλαβία. Οι αντιφρονούντες από άλλες κομμουνιστικές χώρες, όπως η Ρουμανία της εποχής Τσαουσέσκου, έκαναν συχνά το ίδιο.

Ο τρόπος όμως που διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία σόκαρε τον πλανήτη. «Παρακολουθούσα τη βίαιη διάλυση ενώ είχα ζήσει την ειρηνική διάλυση της δικής μου χώρας (Τσεχοσλοβακία). Άρχισα να κάνω συγκρίσεις» λέει ο Κόρτσνακ.

Το podcast του έχει μεγάλη απήχηση και τον έχει συγκινήσει το γεγονός ότι κάποιοι από τους ακροατές του φορτίζονται συναισθηματικά πολύ έντονα. «Πολλοί που λένε ότι για μεγάλη διάστημα ντρέπονταν να πουν τη λέξη Γιουγκοσλαβία. Κάποιοι μου είπαν ότι είναι σαν θεραπεία γι’ αυτούς. Είναι κάτι διαφορετικό για τους Γιουγκοσλάβους. Στη Σλοβακία θα ακούσεις απλά ηλικιωμένους να παραπονιούνται ότι παλιότερα όλα ήταν πιο φθηνά» τονίζει.

Υπερβολικός ρομαντικός;

Ωστόσο, κάποιοι είναι πιο επικριτικοί απέναντι στη Γιουγκονοσταλγία και τονίζουν ότι με την πάροδο του χρόνου εκείνη η περίοδος εξιδανικεύεται και κυριαρχεί ο ρομαντισμός.  Η οικογένεια της Αρνέλα Ίσεριτς είναι από τη Βοσνία και κατέφυγε στις ΗΠΑ, όπου μεγάλωσε κατά τη διάρκεια του πολέμου. «Η εντύπωσή μου ως παιδί ήταν ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν η πιο υπέροχη εποχή και όλα ήταν αρμονικά. Όταν όμως μεγάλωσα, συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν πράγματα σε αυτό που δεν μου άρεσαν» τονίζει μιλάει για την έλλειψη δικαιωμάτων LGBT και την καταστολή της πολιτικής διαφωνίας. Ωστόσο, λέει ότι μπορεί ακόμα να ταυτιστεί με το «πνεύμα» της Γιουγκοσλαβίας. «Όταν ταξιδεύω σε άλλα μέρη της περιοχής, όπως το Μαυροβούνιο ή την Κροατία, νιώθω πάντα ότι συνδέομαι με ανθρώπους. Μπορώ να μιλήσω τη γλώσσα τους και έχουμε παρόμοια κουλτούρα».

Καθώς ο χρόνος περνάει και οι νεότεροι επηρεάζονται λιγότερο άμεσα από το τραύμα του πολέμου, ορισμένοι πιστεύουν ότι γίνεται πιο εύκολο να μιλάς για εκείνη την περίοδο. «Σχεδόν κάθε μέρα, κάποιος ρωτά αν μπορεί να μας πάρει συνέντευξη για τη διατριβή του σχετικά με τη μετα-γιουγκοσλαβική ταυτότητα», λέει η Γιάνα Ντολέτσκι, η οποία ζει στη Βιέννη και διευθύνει ορχήστρα που παίζει παλιά γιουγκοσλαβικά τραγούδια.

«Για πολύ καιρό ήταν ένα κοινωνικά ταμπού θέμα. Αλλά αυτή η γενιά έχει την πολυτέλεια να μην επηρεάζεται από προκαταλήψεις και τραύματα. Πιστεύω ότι η Γιουγκονοσταλγία θα γιγαντωθεί» τονίζει από τη μεριά του ο Μάρκο Μάρκοβιτς, μέλος επίσης της ορχήστρας.