Απόδραση από το Αλκατράζ: Οι τρεις που τα… κατάφεραν


Τα αδέλφια Άνγκλιν και ο Φρεντ Μόρίς οργάνωσαν και εκτέλεσαν μια κινηματογραφική απόδραση από τον Βράχο. Η τύχη τους μέχρι σήμερα αγνοείται

H ιστορία της πιο διαβόητης απόδρασης από φυλακή ξεκινά με ένα ψεύτικο πιστόλι. Στις 17 Ιανουαρίου 1958, τα αδέλφια Τζον, Κλάρενς και Άλφρεντ Άνγκλιν, εισέβαλαν στην Τράπεζα της Κολούμπια στην Αλαμπάμα. Οι άνδρες χρησιμοποίησαν ένα πλαστικό όπλο για να τρομάξουν τους υπαλλήλους και έφυγαν με πάνω από 18.000 δολάρια, που ισοδυναμούν με 174.000 δολάρια σήμερα. Για τους αδελφούς Άνγκλιν, τρία από τα 14 παιδιά που μεγάλωσαν σε φτωχές περιοχές της Τζόρτζια και της Φλόριντα, ήταν ένα ποσό που άλλαξε τη ζωή τους.

Δεν πρόλαβαν όμως να κάνουν πολλά με τα χρήματα που έκλεψαν. Οι Άνγκλιν εντοπίστηκαν και συνελήφθησαν μόλις πέντε μέρες αργότερα στο Οχάιο, και οι τρεις πήγαν στη φυλακή.

Ο Τζον και ο Κλάρενς κατέληξαν στο Λίβενγουουρθ ένα σωφρονιστικό κατάστημα στο Κάνσας. Εκεί ο Κλάρενς επιχείρησε να δραπετεύσει μπαίνοντας σε ένα τεράστιο κουτί με το οποίο μεταφερόταν το ψωμί. Ο Τζον τον βοήθησε και αργότερα έκαναν και μαζί μια απόπειρα να δραπετεύσουν.

Στον Βράχο

Αυτό το πάθος τους για ελευθερία οδήγησε στη μεταφορά τους στον Βράχο. Το 1960 βρέθηκαν στο Αλκατράζ ένα οχυρωμένο νησί-φυλακή στο Σαν Φρανσίσκο από το οποίο κανείς δεν μπορούσε να δραπετεύσει. Πριν περάσουν δύο χρόνια οι Άνγκλιν και ένα συνεργός τους με το όνομα Φρανκ Μόρις αμφισβήτησαν τη φήμη του «Βράχου».

Μεταξύ του 1934 και του 1963 36 άτομα είχαν επιχειρήσει να δραπετεύσουν από το Αλκατράζ σε συνολικά 14 απόπειρες. Οι περισσότεροι συνελήφθησαν, κάποιους τους πυροβόλησαν και άλλοι έφτασαν ως τη θάλασσα αλλά πνίγηκαν.

Οι Άνγκλιν όμως είχαν αποδείξει ότι είναι αποφασιστικοί και εφευρετικοί. Όταν μάλιστα τους έβαλαν σε διπλανά κελιά και μπορούσαν να επικοινωνήσουν τα πράγματα έγιναν ευκολότερα.

Ένα ακόμα πλεονέκτημα ήταν ο Φρανκ Μόρις. Τα αδέλφια τον είχαν γνωρίσει σε άλλη φυλακή και ήξεραν ότι είναι έξυπνος, αξιόπιστος και με εμπειρία στις αποδράσεις. Το είχε σκάσει ήδη μια φορά από φυλακή στη Λουιζιάνα. Στην τριάδα προστέθηκε και ο Άλεν Γουέστ και όλοι μαζί κατέστρωσαν ένα κινηματογραφικό σχέδιο απόδρασης.

Η προετοιμασία

Τον Δεκέμβριο του 1961 η ομάδα άρχισε να χρησιμοποιεί αυτοσχέδια εργαλεία (είχαν φτιάξει ακόμα και ένα μικρό τρυπάνι) για πλατύνει τους αεραγωγούς που υπήρχαν στα κελιά. Την ώρα που δούλευε το τρυπάνι ο Μόρις έπαιζε ακορντεόν για να καλύψει τον ήχο. Ο αεραγωγός οδηγούσε σε έναν διάδρομο από τον οποίο ανέβαινες στην ταράτσα του κτιρίου με τα κελιά.

Μια μεγάλη πρόκληση ήταν και η κατασκευή σχεδίας και σωσιβίων. Το Αλκατράζ βρίσκεται 1,25 ναυτικά μίλια από την ακτή με πολύ ισχυρά ρεύματα μέσα στο νερό. Οι πληροφορίες για καρχαρίες ήταν περισσότερο μια αποτρεπτική φήμη που κυκλοφορούσαν οι αρχές. Οι πιθανότητες να αντιμετωπίσει κάποιος καρχαρία σε αυτή την περιοχή ήταν λίγες. Η σχεδία και τα σωσίβια κατασκευάστηκαν από αδιάβροχα και σωλήνες, τα κουπιά από ξύλο και το ακορντεόν έπαιξε τον ρόλο της τρόμπας.

Επιπλέον η ομάδα έφτιαξε ψεύτικα κεφάλια τα οποία τοποθέτησε στα κρεβάτια για να φαίνεται ότι κοιμούνται. Για τα κεφαλιά χρησιμοποιήθηκε γύψος, σαπούνι, μπογιά και τρίχες από το κουρείο της φυλακής.

Η απόδραση

Μετά από έξι μήνες προετοιμασίας το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή. Ήταν 11 Ιουνίου 1962 όταν τα ψεύτικά κεφάλια τοποθετήθηκαν στα κρεβάτια. Τα αδέλφια Άνγλιν και ο Μόρις πέρασαν από τον αεραγωγό στον διάδρομο. Ο Γουέστ δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει το σκάψιμο, δεν χωρούσε και έμεινε πίσω.

Οι φρουροί πέρασαν και τα κεφάλια τους ξεγέλασαν. Η αποκάλυψη έγινε όταν ξημέρωσε αλλά πλέον οι τρεις άντρες είχαν εξαφανιστεί. Η ακτοφυλακή σάρωσε τα νερά γύρω από τον Βράχο. Βρήκαν κομμάτια από το αδιάβροχο και ένα πακέτο επιστολές κλεισμένο μέσα σε πλαστικό. Αργότερα ένα από τα αυτοσχέδια σωσίβια θα ξεβραζόταν στην ακτή. Οι τρεις δραπέτες όμως δεν εντοπίστηκαν, ζωντανοί ή νεκροί.

Η έρευνα έδειξε ότι ο Μόρις και οι Άνγκλιν ανέβηκαν στην ταράτσα των κελιών. Κατέβηκαν στο ύψος του εδάφους και μετά στην ακτή όπου, με το διαμορφωμένο ακορντεόν, φούσκωσαν τη σχεδία και τα σωσίβια. Όλα συνηγορούν πως είχαν κανονίσει στην ακτή του Σαν Φρανσίσκο να τους περιμένει ένα μικρό σκάφος. Αστυνομικός ανέφερε ότι είδε ένα τέτοιο το οποίο κινούταν χωρίς φώτα. «Μπορούσα να διακρίνω μόνο έναν φακό» θα πει. Το σκάφος εξαφανίστηκε.

Η αστυνομία στράφηκε στον τρίτο αδελφό, τον Άλφρεντ Άνγκλιν ο οποίος κρατούταν σε φυλακή στην Αλαμπάμα. Τον ανέκριναν εντατικά μέχρι που ανακοινώθηκε ότι σκοτώθηκε από ηλεκτροπληξία προσπαθώντας να αποδράσει. Η οικογένεια δεν δέχεται αυτό το σενάριο και υποστηρίζει ότι ο Άλφρεντ πέθανε κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.

Η επιστολή και οι φωτογραφίες από τη Βραζιλία

Το 1963 η φυλακή του Αλκατράζ έκλεισε και το 1979 το FBI έβαλε στο αρχείο την υπόθεση της απόδρασης. Δεν είχε εντοπιστεί κάποιο νέο στοιχείο και οι τρεις δραπέτες παρέμεναν άφαντοι. Το 1979 η ιστορία τους έγινε ταινία με πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ. Το ενδιαφέρον για την υπόθεση αναζωπυρώθηκε αλλά δεν προέκυψε κάτι καινούργιο.

Ένα ντοκιμαντέρ του National Geographic, το οποίο μεταδόθηκε το 2011, αποκάλυψε ότι το FBI είχε στοιχεία που μπορεί να συνδέονται με την απόδραση. Μια μπλε Chevrolet είχε κλαπεί και παραλίγο να προκαλέσει ατύχημα. Ένας μάρτυρας κατέθεσε ότι στο αυτοκίνητο επέβαιναν τρεις άντρες. Δύο χρόνια μετά (2013) μια επιστολή έφτασε στο αστυνομικό τμήμα του Σαν Φρανσίσκο. Ο αποστολέας υποστήριζε ότι είναι ο Τζον Άνγκλιν. «Ο Μόρις πέθανε το 2008 και ο αδελφός μου το 2011. Εγώ είμαι πλέον 83 ετών και πάσχω από καρκίνο» έγραφε η επιστολή. Ήταν αδύνατο να αποδειχθεί αν πράγματι την είχε στείλει ο Τζον Άνγκλιν.

Το 2020 ένας ανιψιός των Άνγλιν αποκάλυψε σε μια εφημερίδα του Όλμπανι πως ένα άντρας με το όνομα Φρεντ Μπρίζι τους έδωσε κάποιες φωτογραφίες και υποστήριξε ότι είναι τα αδέλφια που απέδρασαν. Τους είπε ότι συναντήθηκε μαζί τους το 1975 στη Βραζιλία. Στις φωτογραφίες απεικονίζονται δύο άντρες. Αμφότεροι φορούν γυαλιά ηλίου και ο ένας έχει μούσι. Το History Channel έβαλε έναν ειδικό να συγκρίνει τις φωτογραφίες με αυτές των Τζον και Κλάρενς Άνγκλιν. Το τελικό του συμπέρασμα ήταν πως πράγματι πρόκειται για τα δύο αδέλφια. Οι αρχές λένε πως δεν γίνεται από τις συγκεκριμένες φωτογραφίες να βγάλεις ασφαλές συμπέρασμα.

Είναι άγνωστο τι πραγματικά συνέβη στους τρεις δραπέτες. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι θα ήταν αδύνατο να περάσουν από το Αλκατράζ στην ακτή με μια σχεδία, κυρίως λόγω των ρευμάτων. Λίγους μήνες μετά την απόδραση των τριών όμως, τον Δεκέμβριο του 1962 ο κατάδικος Πολ Σκοτ κατάφερε, φορώντας μόνο αυτοσχέδια μπρατσάκια, να φτάσει στην ακτή του Σαν Φρανσίσκο. Η θερμοκρασία όμως ήταν πολύ χαμηλή με αποτέλεσμα να πάθει υποθερμία και να συλληφθεί άμεσα.  

Οι τρεις άντρες θα μπορούσαν λοιπόν να έχουν κάνει το πέρασμα και αν πράγματι κάποιοι τους περίμεναν για να τους βοηθήσουν τότε οι πιθανότητες να επέζησαν είναι πολλές. Αν ζουν σήμερα ο Μόρις θα είναι 96 ετών, ο Τζον 93 και ο Κλάρενς 92.