Νέες έρευνες δείχνουν ότι οι ιστορικοί είχαν υποτιμήσει το ρόλο της γυναίκας στην διαμόρφωση των προϊστορικών κοινωνιών
Η ιστορία που έχει επικρατήσει είναι γνωστή: Ο άντρας ήταν
ανέκαθεν ο κυνηγός και η γυναίκα ως αδύναμη έμενε πίσω στο σπίτι μαγειρεύοντας
και μεγαλώνοντας τα παιδιά.
Η θεωρία των ανθρωπολόγων προτείνει ότι το κυνήγι ήταν ο
κύριος μοχλός της ανθρώπινης εξέλιξης και ότι οι άνδρες κυνηγούσαν αποκλείοντας
από αυτήν τη δραστηριότητα τις γυναίκες. Σύμφωνα με την εν λόγω θεωρία, οι
πρόγονοι των ανθρώπων είχαν καταμερίσει τις εργασίες τους με βάση τις
βιολογικές διαφορές μεταξύ αντρών και γυναικών κι έτσι τα αρσενικά εξελίχθηκαν
για να κυνηγούν και να παρέχουν και τα θηλυκά οδηγήθηκαν να μεγαλώνουν τα
παιδιά και να ασχολούνται με τις οικιακές υποχρεώσεις. Η θεωρία αυτή υποθέτει
επίσης ότι τα αρσενικά είναι σωματικά ανώτερα από τα θηλυκά και ότι η
εγκυμοσύνη και η ανατροφή των παιδιών μειώνουν ή εξαλείφουν την ικανότητα του
θηλυκού να κυνηγήσει.
Ο Άντρας ο Κυνηγός έχει κυριαρχήσει στη μελέτη της
ανθρώπινης εξέλιξης για σχεδόν μισό αιώνα και έχει διαποτίσει τη λαϊκή κουλτούρα.
Τον συναντάμε σε διοράματα μουσείων και στις εικόνες των σχολικών βιβλίων, σε
κινούμενα σχέδια και σε ταινίες μεγάλου μήκους. Ωστόσο, μια καινούργια μελέτη
τώρα υποδεικνύει ότι όλη αυτή η αντίληψη που κυριαρχούσε ως τώρα ίσως είναι
λάθος.
«Διορθώνοντας» την
ιστορία
Όταν η Κάρα Όκομποκ ήταν μικρό παιδί, συχνά αναρωτιόταν για
τις εικόνες σε ταινίες, βιβλία, κόμικς και κινούμενα σχέδια που απεικόνιζαν προϊστορικούς
άνδρες και γυναίκες. Ο άντρας ήταν πάντα ο κυνηγός με το δόρυ στο χέρι που
συνοδευόταν από μια «γυναίκα συλλέκτη» με ένα μωρό δεμένο στην πλάτη της και
ένα καλάθι με σπόρους στο χέρι.
«Αυτό ήταν που όλοι είχαν συνηθίσει να βλέπουν», δήλωσε η Όκομποκ.
«Αυτή ήταν η υπόθεση που όλοι είχαμε στο μυαλό μας και που απεικονιζόταν στα
μουσεία φυσικής ιστορίας».
Σήμερα, η Όκομποκ είναι πλέον επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα
Ανθρωπολογίας και διευθύντρια του Εργαστηρίου Ανθρώπινης Ενέργειας στο
Πανεπιστήμιο της Νοτρ Νταμ και ως ανθρωπολόγος βιολόγος μελετά τη φυσιολογία
και τα προϊστορικά στοιχεία. Μέσα από τη μελέτη της ανακάλυψε ότι πολλές από
αυτές τις αντιλήψεις για τις πρώτες γυναίκες και τους άνδρες δεν ήταν αρκετά
ακριβείς.
Βασιζόμενες τόσο σε φυσιολογικά όσο και σε αρχαιολογικά
στοιχεία, η Όκομποκ, και η ερευνητική της συνεργάτης, Σάρα Λέισι, ανθρωπολόγος
με εξειδίκευση στη βιολογική αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Ντέλαγουερ,
δημοσίευσαν πρόσφατα τις μελέτες τους που αναιρούν την άποψη ότι η γυναίκα ήταν
η αδύναμη και ο άνδρας ο κυνηγός.
Η καθηγήτρια Κάρα Όκομποκ τονίζει ωστόσο πως «αντί να τη
βλέπουμε ως τρόπο διαγραφής ή επανεγγραφής της ιστορίας, οι μελέτες μας
προσπαθούν να διορθώσουν την ιστορία που έσβησε τις γυναίκες από αυτό».
Τα οιστρογόνα και το
σώμα της γυναίκας
Οι δύο ερευνήτριες εξήγησαν ότι οι προϊστορικές γυναίκες ήταν
αρκετά ικανές να εκτελέσουν το επίπονο σωματικό έργο του κυνηγιού και ήταν
πιθανό να κυνηγούσαν με επιτυχία για παρατεταμένες χρονικές περιόδους.
Από μεταβολικής σκοπιάς, εξήγησε η Όκομποκ, το γυναικείο
σώμα στην πραγματικότητα είναι πιο κατάλληλο για δραστηριότητες που απαιτούν
αντοχή, «κάτι που ήταν πολύ σημαντικό στην πρώιμη εποχή του κυνηγιού, γιατί θα
έπρεπε να εξουθενώσουν τα ζώα πριν καταφέρουν να τα σκοτώσουν».
Δύο βασικοί παράγοντες που συνεισφέρουν σε αυτόν τον
ενισχυμένο μεταβολισμό είναι οι ορμόνες και στην περίπτωση των γυναικών τα
οιστρογόνα και η αδιπονεκτίνη, οι οποίες συνήθως υπάρχουν σε υψηλότερες
ποσότητες στο γυναικείο σώμα από ό,τι στο ανδρικό. Αυτές οι δύο ορμόνες βοηθούν
το γυναικείο σώμα να ρυθμίσει τη γλυκόζη και το λίπος, μια λειτουργία που είναι
βασική στην αθλητική απόδοση.
Τα οιστρογόνα, συγκεκριμένα, βοηθούν στη ρύθμιση του
μεταβολισμού του λίπους αναγκάζοντας το σώμα να χρησιμοποιεί το αποθηκευμένο
λίπος του για ενέργεια πριν εξαντλήσει τις αποθήκες υδατανθράκων. «Δεδομένου
ότι το λίπος περιέχει περισσότερες θερμίδες από ό,τι οι υδατάνθρακες δίνει μια
βραδύτερη, πιο αργή καύση», εξήγησε η Όκομποκ. «Αυτό σημαίνει ότι μπορείς να
συνεχίσεις να κινείσαι περισσότερο με την ίδια ενέργεια και να καθυστερήσει η
κούρασή σου».
Τα οιστρογόνα προστατεύουν επίσης τα κύτταρα του σώματος από
βλάβες κατά τη διάρκεια της έκθεσης σε υψηλές θερμοκρασίες που προκαλούνται από
ακραία σωματική δραστηριότητα. «Το οιστρογόνο είναι πραγματικά ο αφανής ήρωας
της ζωής, στο μυαλό μου», αναφέρει η Όκομποκ. «Είναι τόσο σημαντικό για την
καρδιαγγειακή και μεταβολική υγεία, την ανάπτυξη του εγκεφάλου και την
αποκατάσταση τραυματισμών».
Η αδιπονεκτίνη από την άλλη ενισχύει επίσης τον μεταβολισμό
του λίπους ενώ παράλληλα εξοικονομεί τον μεταβολισμό των υδατανθράκων και των
πρωτεϊνών, επιτρέποντας στο σώμα να παραμείνει δυνατό για εκτεταμένες
περιόδους, ειδικά για μεγάλες αποστάσεις. Με αυτόν τον τρόπο, η αδιπονεκτίνη
είναι σε θέση να προστατεύει τους μύες και να τους διατηρεί σε καλύτερη
κατάσταση για συνεχή άσκηση, εξήγησε η Όκομποκ.
Παράλληλα, η ίδια η δομή του γυναικείου σώματος είναι ένα
άλλο στοιχείο που έδινε το πλεονέκτημα στις προϊστορικές κυνηγούς όσον αφορά
την αντοχή και την αποτελεσματικότητα, διαπίστωσαν οι Όκομποκ και Λέισι.
«Με την τυπικά ευρύτερη δομή των ισχίων τους, οι γυναίκες
είναι σε θέση να περιστρέφουν τους γοφούς τους, ανοίγοντας περισσότερο τα
βήματά τους», διευκρίνισε η Όκομποκ. «Όσο μεγαλύτερα βήματα μπορεί να κάνει
κάποιος, τόσο λιγότερο καταπονείται μεταβολικά και μπορεί να φτάσει μακριά πιο
γρήγορα.
«Όταν κοιτάζεις την ανθρώπινη φυσιολογία με αυτόν τον τρόπο,
μπορείς να σκεφτείς τις γυναίκες ως τους μαραθωνοδρόμους, ενώ τους άντρες τους δυνατούς
που σηκώνουν μεγαλύτερα βάρη».
Τα αρχαιολογικά
ευρήματα «μιλούν»
Αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι
προϊστορικές γυναίκες όχι μόνο υφίσταντο τραυματισμούς ανάλογους με αυτούς που
πάθαιναν οι άντρες κατά το κυνήγι, αλλά και ότι ήταν μια δραστηριότητα που ήταν
συνήθης σε αυτές.
«Θεωρούμε ότι το κυνήγι που έκαναν οι Νεάντερταλ ήταν μια ‘μάχη’
εξ επαφής. Αυτό σημαίνει ότι οι κυνηγοί θα έπρεπε συχνά να πηγαίνουν κοντά στο
θήραμά τους για να το σκοτώσουν. Ως εκ τούτου, διαπιστώνουμε ότι στα
απολιθώματα τόσο των αρσενικών όσο και των θηλυκών υπάρχουν οι ίδιοι
τραυματισμοί», αναφέρει η Όκομπουκ.
Η ίδια ανέφερε ότι τα τραύματα αυτά μοιάζουν με αυτά που
έχουν όσοι αγωνίζονται στο ροντέο: τραυματισμοί στο κεφάλι και στο στήθος σε
σημεία που μπορεί να τους κλώτσησε το ζώο ή στα άκρα όπου μπορεί να τους δάγκωσε
ή να υπέστησαν κάταγμα. «Βρίσκουμε αυτό το μοτίβο τραυμάτων και τα ποσοστά φθοράς
εξίσου τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες», είπε. «Έτσι είναι φανερό ότι και
οι δύο συμμετείχαν σε κυνήγι μεγάλων θηραμάτων με ενέδρες».
Επιπλέον, υπάρχουν στοιχεία για γυναίκες κυνηγούς από πολύ
νωρίς κατά την περίοδο του Ολόκαινου (10 με 12.000 χρόνια πριν) στο Περού, όπου
οι γυναίκες θάβονταν με κυνηγετικά όπλα.
Το 2008 ένας σκελετός ηλικίας 5.000 ετών που ανακαλύφθηκε σε
έναν τάφο κοντά στη Σεβίλλη της Ισπανίας. Ενώ αρχικά υπέθεσαν ότι άνηκε σε
άντρα επειδή δίπλα του είχαν βρεθεί όπλα για το κυνήγι, περαιτέρω ανάλυση
έδειξε ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για γυναίκα που προφανώς είχε σχέση με
το κυνήγι.
«Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι οι προϊστορικές
γυναίκες εγκατέλειπαν το κυνήγι ενώ ήταν έγκυες, θήλαζαν ή κρατούσαν παιδιά»,
πρόσθεσε η Όκομποκ, «ούτε βλέπουμε στο βαθύ παρελθόν καμία ένδειξη ότι υπήρχε
αυστηρός καταμερισμός εργασίας με βάση τα φύλο».
Το συμπέρασμα, σημείωσε η Όκομποκ, ήταν ότι «το κυνήγι ανήκε
σε όλους, όχι μόνο στους άντρες», ειδικά στις προϊστορικές κοινωνίες όπου η
επιβίωση ήταν αυτό για το οποίο αγωνίζονταν σε μόνιμο βαθμό.
«Δεν υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι σε κάθε ομάδα, ώστε να
εξειδικεύεται ο καθένας σε διαφορετικά καθήκοντα. Όλοι έπρεπε να τα κάνουν όλα
για να επιβιώσουν», τονίζει.
Όλα τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι άντρες και οι γυναίκες της παλαιολιθικής εποχής δεν είχαν διαφορετικούς ρόλους και τομείς εργασίας. Αυτό φαίνεται να άρχισε να αλλάζει μόλις πριν από 12.000 χρόνια με την εμφάνιση της γεωργίας.
Καταπολέμηση της
προκατάληψης
«Αυτή η αποκάλυψη είναι ιδιαίτερα σημαντική στην τρέχουσα στιγμή
της κοινωνίας μας όπου το φύλο βρίσκεται στο επίκεντρο», λέει η Όκομποκ.
«Αυτό που θέλω είναι οι άνθρωποι να μπορούν να αλλάξουν αυτή
την ιδέα περί σωματικής κατωτερότητας των γυναικών που υπάρχει εδώ και τόσο
καιρό», τονίζει.
Σύμφωνα με την Όκομποκ, όταν μιλάμε για την ανακατασκευή του
παρελθόντος προκειμένου να το κατανοήσουμε καλύτερα και να κάνουμε «καλή
επιστήμη» οι επιστήμονες πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί σχετικά με το
πώς οι σύγχρονες προκαταλήψεις μπορούν να επηρεάσουν την ερμηνεία που δίνει
κάποιος για το παρελθόν.
«Πρέπει να αλλάξουμε τις προκαταλήψεις που φέρνουμε μαζί μας
στην έρευνα ή τουλάχιστον να σταματήσουμε και να σκεφτούμε πριν τις εισάγουμε
σε αυτήν», καταλήγει ο Όκομπουκ.