Στα 70 τους, ο Τζαν και η Ελς ήταν μαζί ήδη για περίπου μισό αιώνα ζώντας μια ευτυχισμένη και γεμάτη ζωή. Στις αρχές Ιουνίου όμως και οι δύο έφυγαν ταυτόχρονα από τη ζωή, όταν δύο γιατροί τους χορήγησαν θανατηφόρο φάρμακο. Η απόφαση ήταν δική τους.
Στην Ολλανδία, η διαδικασία αυτή είναι γνωστή ως διπλή
ευθανασία. Είναι νόμιμη και αν και συμβαίνει σχετικά σπάνια, κάθε χρόνο όλο και
περισσότερα ζευγάρια επιλέγουν να βάλουν τέλος στη ζωή τους ταυτόχρονα με αυτόν
τον τρόπο.
Τρεις ημέρες πριν πεθάνουν οικειοθελώς, ο Τζαν και η Ελς
ταξίδεψαν με το τροχόσπιτό τους σε μια ηλιόλουστη μαρίνα στο Φρίσλαντ, στα
βόρεια της Ολλανδίας. Ήταν ένα ζευγάρι που λάτρευε τα ταξίδια και τις μετακινήσεις
και είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος του έγγαμου βίου του σε αυτοκινούμενο
τροχόσπιτο ή σε σκάφη.
«Προσπαθήσαμε μερικές φορές να ζήσουμε κάτω από μια στέγη, σε
ένα σπίτι», συνήθιζε να λέει αστειευόμενος ο Τζαν, «αλλά αυτό δεν λειτουργούσε
και πολύ για εμάς».
Στα 70 του κάθεται στη θέση του οδηγού του βαν με το ένα
πόδι λυγισμένο, τη μόνη στάση που τον
ανακουφίζει από τους συνεχείς πόνους στην πλάτη του. Η σύζυγός του, η Ελς,
είναι 71 ετών και πάσχει από άνοια. Δυσκολεύεται να διατυπώσει ολοκληρωμένα τις
προτάσεις της.
«Αυτό είναι πολύ καλό», λέει στην ρεπόρτερ του BBC, Λίντα Πρέσλι που τους συνοδεύει,
καθώς σηκώνεται εύκολα και δείχνει το σώμα της. «Αλλά αυτό είναι σε τραγική κατάσταση»,
λέει, δείχνοντας το κεφάλι της.
Ο Τζαν και η Ελς γνωρίστηκαν στο νηπιαγωγείο και από τότε
ήταν αχώριστοι. Είχαν κυριολεκτικά μια σχέση ζωής. Όταν ήταν νέος, ο Τζαν
έπαιζε χόκεϊ στην εθνική ομάδα νέων της Ολλανδίας και στη συνέχεια έγινε
προπονητής. Η Ελς σπούδασε δασκάλα. Αλλά η κοινή τους αγάπη για το νερό, τα
σκάφη και την ιστιοπλοΐα τελικά καθόρισε τα κοινά τους χρόνια και τους έκανε αχώριστους.
Όταν ήταν νεαρό ακόμα ζευγάρι, ζούσαν σε ένα πλωτό σπίτι.
Αργότερα αγόρασαν ένα φορτηγό πλοίο και έφτιαξαν μια επιχείρηση μεταφοράς
εμπορευμάτων στις Κάτω Χώρες.
Το ζευγάρι απέκτησε επίσης ένα γιο (ο οποίος ζήτησε από το BBC να μην κατονομαστεί). Φοίτησε σε σχολείο που έμενε εσωτερικός τις καθημερινές και τα Σαββατοκύριακα τα περνούσε με τους γονείς του. Κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών, ο Τζαν και η Ελς προσπαθούσαν να βρουν μέρη για να ταξιδέψουν με τη δουλειά όλοι μαζί συνήθως κατά μήκος του ποταμού Ρήνου ή στα νησάκια της Ολλανδίας.
Μέχρι το 1999, η επιχείρηση μεταφορών εμπορεύματος είχε γίνει πολύ πετυχημένη. Ο Τζαν όμως αντιμετώπιζε σοβαρούς πόνους στην πλάτη από τη βαριά εργασία που έκανε για περισσότερο από μια δεκαετία. Αυτός και η Ελς μετακόμισαν στη στεριά, αλλά μετά από λίγα χρόνια ζούσαν και πάλι σε ένα σκάφος. Όταν πλέον δεν μπορούσαν να ζουν στο σκάφος αγόρασαν ένα ευρύχωρο τροχόσπιτο.
Ο Τζαν υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στην πλάτη του το
2003, αλλά η κατάστασή του δεν βελτιώθηκε. Είχε σταματήσει μια βαριά αγωγή με
παυσίπονα και δεν μπορούσε πλέον να εργαστεί, αλλά η Ελς εξακολουθούσε να
διδάσκει. Μερικές φορές μιλούσαν για την ευθανασία. Ο Τζαν είχε πει στην
οικογένειά του ότι δεν ήθελε να ζει με τόσο αφόρητους πόνους και τη δυσκολία
στη μετακίνηση που του προκαλούσαν. Περίπου εκείνη την εποχή το ζευγάρι έγινε
μέλος της NVVE - της οργάνωσης των Κάτω Χωρών για το «δικαίωμα στο θάνατο».
«Αν παίρνεις πολλά φάρμακα, ζεις σαν ζόμπι», έλεγε ο Τζαν.
«Έτσι, με τον πόνο που έχω και την ασθένεια της Ελς, νομίζω ότι πρέπει να το
σταματήσουμε αυτό».
Όταν ο Τζαν έλεγε «να το σταματήσουμε», εννοούσε «να σταματήσουμε
να ζούμε».
Το 2018, η Ελς πήρε σύνταξη. Τα πρώτα σημάδια άνοιας άρχισαν
να κάνουν την εμφάνισή τους, αλλά άργησε να επισκεφθεί γιατρό - ίσως επειδή
είχε δει τον πατέρα της να εκφυλίζεται και τελικά πεθαίνει από Αλτσχάιμερ. Έφτασε
όμως στο σημείο που τα συμπτώματά της δεν μπορούσαν να αγνοηθούν.
Όταν τον Νοέμβριο του 2022 διαγνώστηκε με άνοια, η Ελς έφυγε
γρήγορα από το ιατρείο μόνη της, αφήνοντας πίσω τον σύζυγο και τον γιο της.
«Ήταν έξαλλη - σαν ταύρος», θυμάται ο Τζαν. Αφού η Ελς έμαθε
ότι η κατάστασή της δεν μπορούσε να βελτιωθεί, εκείνη και ο Τζαν μαζί με τον
γιο τους, άρχισαν να συζητούν για τη διπλή ευθανασία: να πεθάνουν και οι δυο μαζί.
Η ευθανασία στην Ολλανδία
Στην Ολλανδία, η ευθανασία και η υποβοηθούμενη αυτοκτονία
είναι νόμιμες εάν κάποιος που βιώνει αφόρητο σωματικό ή ψυχολογικό πόνο χωρίς
πιθανότητες βελτίωσης υποβάλει ο ίδιος το αίτημά του. Στη συνέχεια ωστόσο το
αίτημα θα πρέπει να αξιολογηθεί από γιατρούς και να επιβεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει
προοπτική βελτίωσης καθώς και ότι ο πόνος είναι πράγματι αφόρητος και δεν
μπορεί να του δοθεί παρηγορητική θεραπεία. Κάθε άτομο που ζητά υποβοηθούμενο
θάνατο αξιολογείται από δύο γιατρούς - ο δεύτερος ελέγχει την αξιολόγηση που
κάνει ο πρώτος.
Το 2023, 9.068 άνθρωποι πέθαναν από ευθανασία στην Ολλανδία-
περίπου το 5% του συνολικού αριθμού των θανάτων. Υπήρχαν μάλιστα 33 περιπτώσεις
διπλής ευθανασίας, δηλαδή 66 άτομα. Πρόκειται για περίπλοκες περιπτώσεις που
γίνονται ακόμη πιο περίπλοκες αν ένας από τους συντρόφους πάσχει από άνοια, καθώς
μπορεί να υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητά του να δώσει τη
συγκατάθεσή του.
«Πολλοί γιατροί δεν θέλουν καν να σκέφτονται ότι θα πρέπει
να κάνουν ευθανασία σε έναν ασθενή με άνοια», λέει η Δρ Ροζμαρίν βαν Μπρούχεμ,
γηριατρός και ηθικολόγος στο Ιατρικό Κέντρο Εράσμους, στο Ρότερνταμ.
Αυτή ήταν η θέση του γιατρού του Τζαν και της Ελς και αυτή η
απροθυμία μεταξύ των γιατρών αντανακλάται στα στοιχεία της ευθανασίας. Από τους
χιλιάδες που πέθαναν το 2023 με ευθανασία, μόλις οι 336 είχαν άνοια. Πώς
αξιολογούν λοιπόν οι γιατροί τη νομική απαίτηση για τον «αβάσταχτο πόνο» σε
ασθενείς με άνοια;
Για πολλούς με άνοια πρώιμου σταδίου, η αβεβαιότητα για το
πώς μπορεί να εξελιχθούν τα πράγματα μπορεί να τους οδηγήσει να σκεφτούν να
τερματίσουν τη ζωή τους, εξηγεί η Δρ βαν Μπρούχεμ.
«Δεν θα μπορώ να κάνω τα πράγματα που θεωρώ σημαντικά; Δεν
θα αναγνωρίζω πλέον την οικογένειά μου; Εάν μπορείτε να το εκφράσετε αρκετά
καλά, εάν είναι αντιληπτό τόσο για τον γιατρό που είναι πρόθυμος να κάνει
ευθανασία, όσο και για τον [δεύτερο] γιατρό που ειδικεύεται στη διανοητική
ικανότητα, ο υπαρξιακός φόβος για το τι θα ακολουθήσει μπορεί να είναι ο λόγος,
ώστε ο γιατρός όντως να εξετάσει το ενδεχόμενο της ευθανασίας».
Αφού ο γιατρός τους δεν ήθελε να συμμετάσχει στην ευθανασία,
ο Τζαν και η Ελς απευθύνθηκαν σε μια κινητή κλινική ευθανασίας - το Κέντρο Ειδικών
για την Ευθανασία. Το εν λόγω κέντρο επόπτευσε
περίπου το 15% των υποβοηθούμενων θανάτων πέρυσι στην Ολλανδία και, κατά μέσο
όρο, ικανοποιεί περίπου το ένα τρίτο των αιτημάτων που λαμβάνει.
Στην περίπτωση ενός ζευγαριού που επιθυμεί να τερματίσει τη
ζωή του μαζί, οι γιατροί πρέπει να είναι σίγουροι ότι ο ένας σύντροφος δεν
επηρεάζει τον άλλο.
Ο Δρ Μπερτ Κέιζερ έχει εποπτεύσει δύο περιπτώσεις διπλής ευθανασίας.
Αλλά αναφέρει επίσης ότι γνώρισε ένα άλλο ζευγάρι που επιθυμούσε να πεθάνει
μαζί και υποψιάστηκε ότι ο άντρας εξανάγκαζε τη γυναίκα του. Σε μια περαιτέρω
επίσκεψη, ο Δρ Κέιζερ μίλησε μόνο με τη γυναίκα.
«Είπε ότι είχε τόσα πολλά σχέδια…!» λέει ο Δρ Κέιζερ
εξηγώντας ότι η γυναίκα συνειδητοποιούσε ξεκάθαρα ότι ο σύζυγός της ήταν βαριά
άρρωστος, αλλά δεν ήθελε να πεθάνει μαζί του.
Η διαδικασία της ευθανασίας σταμάτησε και ο άνδρας πέθανε
από φυσικά αίτια. Η γυναίκα του είναι ακόμα ζωντανή.
Ο Δρ Τέο Μπόερ, καθηγητής ηθικής ιατρικής στο Προτεσταντικό
Θεολογικό Πανεπιστήμιο, είναι ένας από τους λίγους ανοιχτά επικριτές της
ευθανασίας στην Ολλανδία και πιστεύει ότι η πρόοδος στην παρηγορητική φροντίδα
συχνά μετριάζει την ανάγκη χρήσης της.
«Θα έλεγα ότι η δολοφονία από γιατρό θα μπορούσε να
δικαιολογηθεί. Ωστόσο, αυτό πρέπει να αποτελεί εξαίρεση», τονίζει.
Αυτό που ανησυχεί τον Δρ Μπόερ είναι ο αντίκτυπος των
περιπτώσεων διπλής ευθανασίας – ειδικά αφού ένας από τους πρώην πρωθυπουργούς
της Ολλανδίας και η σύζυγός του επέλεξαν να πεθάνουν μαζί νωρίτερα αυτό το έτος
και έγιναν πρωτοσέλιδα παγκοσμίως.
«Τον περασμένο χρόνο είδαμε δεκάδες περιπτώσεις διπλής
ευθανασίας και υπάρχει μια γενική τάση να «ηρωοποιούμε» τον θάνατο μαζί», λέει
ο Δρ Μπόερ. «Αλλά το ταμπού γύρω από τη δολοφονία εκ προθέσεως – μοιάζει να
διαβρώνεται, και ειδικά όταν πρόκειται για διπλή ευθανασία».
«Έζησα τη ζωή μου, δεν θέλω πια πόνο»
Ο Τζαν και η Ελς θα μπορούσαν πιθανώς να συνεχίσουν να ζουν
επ' αόριστον στο τροχόσπιτο τους. Νιώθουν ότι μπορεί να πεθαίνουν πολύ πρόωρα;
«Όχι, όχι, όχι – δεν μπορώ να το δω», λέει η Ελς.
«Έζησα τη ζωή μου, δεν θέλω πια πόνο», λέει ο σύζυγός της.
«Η ζωή που ζήσαμε… γερνάμε πια [για αυτό]. Νομίζουμε ότι πρέπει να σταματήσει».
Και υπάρχει και κάτι άλλο. Η Ελς έχει αξιολογηθεί από
γιατρούς που λένε ότι έχει ακόμα την ικανότητα να αποφασίσει μόνη της ότι θέλει
να πεθάνει, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει εάν η άνοια της προχωρήσει κι άλλο.
Τίποτα από αυτά δεν ήταν εύκολο για τον γιο του Τζαν και της
Ελς.
«Δεν θέλεις να αφήσεις τους γονείς σου να πεθάνουν», εξηγεί
ο Τζαν. «Έτσι υπήρξαν δάκρυα. Ο γιος μας μάς είπε ‘Θα έρθουν καλύτερες στιγμές,
καλύτερος καιρός’. Αλλά όχι για μένα», λέει ο Τζαν και η Ελς νιώθει το ίδιο: «Δεν
υπάρχει άλλη λύση».
Την ημέρα πριν από το ραντεβού τους με τους γιατρούς της ευθανασίας,
η Ελς, ο Τζαν, ο γιος τους και τα εγγόνια τους ήταν μαζί. Πάντα πρακτικός, ο Τζαν
ήθελε να εξηγήσει τις ιδιαιτερότητες του τροχόσπιτου, ώστε να μπορέσει ο γιος
του να το πουλήσει ευκολότερα.
«Μετά πήγα μια βόλτα στην παραλία με τη μαμά μου», λέει ο
γιος τους. «Τα παιδιά έπαιζαν, κάναμε αστεία… Ήταν μια πολύ περίεργη μέρα.
Θυμάμαι ότι στο δείπνο το βράδυ δάκρυσα μόνο που μας έβλεπα να βρισκόμαστε όλοι
μαζί σε εκείνο το τελευταίο δείπνο».
Το πρωί της Δευτέρας όλοι συγκεντρώθηκαν στον τοπικό ξενώνα.
Οι καλύτεροι φίλοι του ζευγαριού ήταν εκεί, τα αδέρφια του Τζαν και της Ελς και
η νύφη τους με τον γιο τους.
«Είχαμε δύο ώρες μαζί, πριν έρθουν οι γιατροί», λέει.
«Μιλήσαμε για τις αναμνήσεις μας… Και ακούγαμε μουσική».
Το «Idlewild»
του Travis για την Ελς, και το «Now and Then» των Beatles
για τον Τζαν.
«Το τελευταίο μισάωρο ήταν δύσκολο», λέει ο γιος τους. «Οι
γιατροί έφτασαν και όλα έγιναν γρήγορα – κάνουν αυτό που πρέπει και μετά είναι θέμα
μόνο λίγων λεπτών».
Η Ελς βαν Λίνινγκεν και ο Τζαν Φάμπερ έλαβαν τα θανατηφόρα
φάρμακα από τους γιατρούς και πέθαναν μαζί τη Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024.
Το τροχόσπιτο τους δεν έχει μπει ακόμα προς πώληση. Ο γιος της
Ελς και του Τζαν αποφάσισε να το κρατήσει για λίγο και να πάει διακοπές με τη
γυναίκα και τα παιδιά του.
«Θα το πουλήσω τελικά», λέει. «Πρώτα όμως θέλω να δημιουργήσω
μερικές αναμνήσεις για την οικογένεια».