Δολοφόνησε μια γυναίκα το 1976, τον εκτέλεσαν μισό αιώνα μετά


Ο Ρίτσαρντ Τζόρνταν έγινε πλέον ο θανατοποινίτης με τη μεγαλύτερη αναμονή στην ιστορία. Κατάφερε με νομικά τεχνάσματα να αποφύγει την εκτέλεση για περίπου 50 χρόνια

Τον Ιανουάριο του 1976 ο Ρίτσαρντ Τζόρνταν είχε καταστρώσει ένα σχέδιο απαγωγής για να πάρει ένα μεγάλο ποσό σε λύτρα. Ανταλλάσσοντας ένα δίκανο που είχε με 38άρι πιστόλι οδήγησε ως την πόλη Γκαλφπορτ στην πολιτεία του Μισισιπή. Τηλεφώνησε σε μια τράπεζα και ζήτησε να μιλήσει με ένα στέλεχος της. Του είπαν ότι θα τον συνδέσουν με τον Τσαρλς Μάρτερ. Ψάχνοντας το όνομα στον τηλεφωνικό κατάλογο ο Τζόρνταν βρήκε τη διεύθυνση.

Στις 12 Ιανουαρίου 1976 χτύπησε την πόρτα των Μάρτερ και προσποιήθηκε τον υπάλληλο ηλεκτρικής εταιρίας. Στο σπίτι βρισκόταν η Εντβίνα Μάρτερ και ο 3χρονος γιός του ζευγαριού ο οποίος κοιμόταν. Ο σύζυγος της ήταν στην τράπεζα και το δεύτερο παιδί τους, ένα 9χρονο αγόρι, στο σχολείο.

Με την απειλή του όπλου ο Τζόρνταν ανάγκασε την Εντβίνα (φωτό) να μπει στο αυτοκίνητο της. Με τον Τζόρνταν να τη σημαδεύει οδήγησε μέχρι το δάσος Ντε Σότο. Εκεί ο δράστης τη δολοφόνησε με μια σφαίρα στο κεφάλι. Οι αρχές υποστηρίζουν ότι ο Τζόρνταν την εκτέλεσε εν ψυχρώ από μικρή απόσταση. Ο ίδιος κατέθεσε ότι η Εντβίνα προσπάθησε να δραπετεύσει. «Ήθελε να πυροβολήσω πάνω από το κεφάλι της για να την τρομάξω και να σταματήσει αλλά την πέτυχα κατά λάθος» θα πει.

Η σύλληψη

Έχοντας δολοφονήσει την Εντβίνα ο Τζόρνταν πήγε σε ένα τοπικό σινεμά και είδε την ταινία «Death Wish» με τον Τσαρλς Μπρόνσον. Στη συνέχεια τηλεφώνησε στον Τσαρλς Μάρτερ και ζήτησε 50.000 δολάρια λέγοντας του ότι η σύζυγος του είναι μια χαρά και θα την αφήσει.

Ο Μάρτερ ενημέρωσε την αστυνομία και πήγαν μαζί στο σημείο που είχε υποδείξει ο Τζόρνταν. Ο δράστης τους αντιλήφθηκε κι έφυγε. Την επόμενη μέρα επικοινώνησε και πάλι με τον Μάρτερ. Οργισμένος του είπε να μην φέρει και πάλι τους αστυνομικούς και του υπέδειξε ένα νέο σχέδιο. Για αδιευκρίνιστο λόγο αυτή τη φορά έριξε το ποσό στα 25.000 δολάρια.

Το πρωί της 13η Ιανουαρίου ο Μάρτερ άφησε το ποσό σε ένα σημείο δίπλα σε αυτοκινητόδρομο. Οι αρχές είχαν στήσει ενέδρα στον Τζόρνταν και όταν εμφανίστηκε ακολούθησε καταδίωξη με τα αυτοκίνητα.

Ο Τζόρνταν άφησε το όχημα του και διέφυγε όμως συνελήφθη λίγες ώρες μετά όταν πήγε ταξί. Τα χρήματα των λύτρων βρέθηκαν πάνω του και ομολόγησε ότι η Εντβίνα είναι νεκρή. Οδήγησε τις αρχές στο πτώμα της και αρχικά υποστήριξε ότι την πυροβόλησε ο συνεργός του. Τελικά αποδείχθηκε ότι είχε δράσει απολύτως μόνος.

Μισός αιώνας αναμονής

Η πρώτη δίκη έγινε τον Ιούλιο του 1976 και του επιβλήθηκε αυτόματα (λόγω των νόμων στον Μισισιπή) η ποινή του θανάτου. Λόγω όμως μιας απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ ο Τζόρνταν δικάστηκε ξανά το 1977. Η απόφαση ήταν και πάλι «εις θάνατο». Το 1983 επιχείρησε να ρίξει την ποινή αλλά δεν τα κατάφερε.

Μέσα στα επόμενα χρόνια η νομική ομάδα του Τζόρνταν επιχείρησε και πάλι να μετατρέψει την ποινή σε ισόβια χωρίς αναστολή και με διάφορα τεχνάσματα έφτασαν την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο έλαβε την τελική του απόφαση το 2015 (!).

Στη συνέχεια οι δικηγόροι του Τζόρνταν στράφηκαν στο τρόπο εκτέλεσης κι έτσι κέρδισαν μερικά χρόνια ακόμα για τον πελάτη τους. Τελικά τον Οκτώβριο του 2024 ο γενικός εισαγγελέας του Μισισιπή ζήτησε από το ανώτατο δικαστήριο της πολιτείας να ορίσει ημερομηνία εκτέλεσης. Την 1η Μαΐου ανακοινώθηκε ότι ο Ρίταρντ Τζόρνταν θα εκτελεστεί στις 25 Ιουνίου 2025.

Η εκτέλεση

Αφού έφαγε τηγανητές πατάτες, παγωτό φράουλα και ήπιε μπίρα ο Τζόρνταν είπε. «Πρώτα απ’ όλα θέλω σας ευχαριστήσω όλους για τον ανθρώπινο τρόπο που το κάνετε αυτό. Θέλω να απολογηθώ στην οικογένεια του θύματος. Ευχαριστώ τους δικηγόρους μου, αγαπώ τη σύζυγο μου. Θα σας δω στην άλλη πλευρά, όλους σας». Εκτελέστηκε με θανάσιμη ένεση. Στις 06:16 το πρωί της 25ης Ιουνίου 2025 ήταν νεκρός.

Ο Ρίτσαρντ Τζόρνταν ήταν 79 ετών όταν εκτελέστηκε. Χρειάστηκε να περάσει περίπου μισός αιώνας από το έγκλημα του για να εκτελεστεί η ποινή που του είχε επιβληθεί. Αυτό αποτελεί ρεκόρ στην ιστορία των θανατοποινιτών στις ΗΠΑ.