Μιλώντας μέσα από τη συχνότητα του ραδιοφώνου «Miles Collines» ο Ζορζ Ρουτζιού καλούσε τους Χούτου να γεμίσουν τους τάφους με σώματα Τσούτσι. Πως ένας Βέλγος δάσκαλος έγινε η φωνή της φρίκης στην αφρικανική χώρα
Στην
Ρουάντα ήταν γνωστός ως «μουζουουνγκού», ο λευκός άνδρας. Δεν μιλούσε
Κινιαρουάντα, ούτε είχε κάποια καταγωγή από την χώρα. Ο πατέρας του ήταν Ιταλός
και η μητέρα του από το Βέλγιο. Ένα παιχνίδι της μοίρας τον έφερε στην Ρουάντα την
εποχή που προετοιμαζόταν η γενοκτονία κι αυτός επέλεξε να γίνει, μέσω του
ραδιοφώνου Miles Collines, ο λευκός κήρυκας του θανάτου. Αυτή είναι η ιστορία του Ζορζ
Ρουτζιού.
O δάσκαλος που
έγινε παράγοντας της Ρουάντας
Γεννήθηκε
τον Οκτώβριο του 1957 στη μικρή βελγική πόλη Βερνιέρ. Ο Ιταλός πατέρας του ήταν
πυροσβέστης και η Βελγίδα μητέρα του δασκάλα. Έχει τρεις μεγαλύτερες αδελφές.
Εργάστηκε ως κοινωνικός λειτουργός βοηθώντας ναρκομανείς και ως δάσκαλος σε ειδικό
σχολείο. Από τις αρχές του 1990 ήρθε κοντά με άτομα που είχαν καταγωγή από την
Ρουάντα και μέσα σε λίγα χρόνια μπήκε σε κύκλους εθνικιστών Χούτου από την αφρικανική
χώρα. Ίδρυσε ένα γκρουπ με θέμα τις σχέσεις Βελγίου-Ρουάντα και άρχισε να
αρθρογραφεί για την πολιτική κατάσταση στη χώρα και τη συμφωνία της Αρούσα
ανάμεσα σε Χούτου και Τσούτσι.
Στη
Ρουάντα ταξίδεψε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1992, για έναν γάμο φίλο του. Σταδιακά
το ενδιαφέρον του για τη χώρα γιγαντώθηκε και στο Βέλγιο εξελίχθηκε σε
σημαντική προσωπικότητα για το ζήτημα της Ρουάντας. Συνδιαλεγόταν με διπλωμάτες
από την αφρικανική χώρα και θεωρούταν εξωτερικός σύμβουλος του προέδρου
Χαμπιαριμάνα.
Το μήνυμα του «μουζουούνγκου»
Από την
άνοιξη του 1993 άρχισε να μιλάει ανοιχτά υπέρ της κυβέρνησης και κατά των Τούτσι
αναρτών του RPF. Μετακόμισε μόνιμα στη Ρουάντα τον Νοέμβριο της
ίδιας χρονιάς και είχε πολλές κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τον πρόεδρο Χαμπιαριμάνα.
Αυτός τον τοποθέτησε στο Radio Libre des Miles Collines, έναν σταθμό
που ξεκίνησε να εκπέμπει στις 8 Αυγούστου 1993 και σταδιακά εξελίχθηκε σε
όργανό προπαγάνδας και θανάτου.
Ο
Ρουτζιού έκανε την 1η του εκπομπή στις 6 Ιανουαρίου 1994. Το γεγονός
ότι μιλούσε μόνο γαλλικά και ήταν λευκός του έδινε κύρος στην ελίτ της Ρουάντας
και την στρατιωτική ηγεσία. Αυτή η αντίφαση του πώς έναν λευκός έγινε αποδεκτός
και υποδείκνυε τι πρέπει να γίνει στη χώρα έγινε αντικείμενο ακαδημαϊκών ερευνών.
Κατέληξαν πως εκείνοι που γνώριζαν γαλλικά κι άκουγαν τον Ρουτζιού θεωρούσαν τιμητικό
το γεγονός ότι ένας μορφωμένος Ευρωπαίος ήταν στο πλευρό τους. Οι αναφορές του
σε ευρωπαϊκές πολιτικές θεωρίες, το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε λόγια του
Μακιαβέλι και η κλασική μουσική που έπαιζε του πρόσδιδαν κύρος. Η ελίτ άκουγε
τον «μουζουούνγκου» και τόνιζε, σε όσους δεν τον καταλάβαιναν, πως το μήνυμα
του είναι σωστό.
Ο Ρουτζιού
ξεκίνησε με μονολόγους που μιλούσαν για την ανάγκη επαγρύπνησης απέναντι στην
επιθυμία των Τούτσι να «πάρουν όλη τη δύναμη στα χέρια τους, να καταπιέσουν τους
Χούτου και να πετάξουν τη Δημοκρατία από το παράθυρο». Σταδιακά άρχισε να
χρησιμοποιεί τον όρο «ινιένζι» (κατσαρίδες) για τους Τούτσι, να επιτίθεται
ανοιχτά στους Βέλγους για τις προσπάθειες ειρήνευσης και να στοχοποιεί τον
διοικητή των δυνάμεων του ΟΗΕ στη Ρουάντα, Ρομέο Νταλέρ.
«Τόσο αίμα να τρέχει…»
Μετά
την κατάρριψη του αεροπλάνου του προέδρου Χαμπιαριμάνα, στις 6 Απριλίου 1994,
που σηματοδότησε την έναρξη της γενοκτονίας, ο Ρουτζιού πηγαίνει άμεσα στον
σταθμό «Miles Collines». Μαθαίνει για την φρίκη που εξελίσσεται. Τις εκτελέσεις
πολιτικών, τα οδοφράγματα, τις δολοφονίες. Στη συνέχεια τον μεταφέρουν στο
στρατιωτικό στρατόπεδο «Καμπ Κιγκάλι» όπου του δίνουν στολή, πιστόλι, αυτοκίνητο
κι έναν οδηγό-σωματοφύλακα. Ο Ρουτζιού είναι σημαντικός παράγοντας και η
διοίκηση, η οποία ενορχήστρωσε και διεξάγει πλέον την γενοκτονία, θέλει να τον προστατέψει.
Στις 12
Απριλίου 1994 ο Ρουτζιού είναι στην ομάδα των φιλοκαθεστωτικών δημοσιογράφων στους
οποίους η κυβέρνηση προσφέρει ένα τουρ στο Κινγκάλι. Πλέον γίνεται αυτόπτης μάρτυρας
της φρίκης. Βλέπει τα στοιβαγμένα πτώματα, τα κομματιασμένα παιδιά, τις βιασμένες
και δολοφονημένες γυναίκες. Το Κινγκάλι είναι ένα απέραντο σφαγείο και ο Ρουτζιού
θα πει: «Αυτό που μου προκάλεσε τον μεγαλύτερο τρόμο είναι το αίμα. Τόσο αίμα
να τρέχει, φρέσκο αίμα».
Επέλεξε να γίνει κήρυκας του θανάτου
Επιστρέφοντας
στο «Καμπ Κινγκάλι» ο Ρουτζιού λέει στον διευθυντή του «Miles Collines» όλα όσα είδε.
Εκείνος του δίνει μια επιλογή: Μπορείς να μείνεις και να συνεχίσεις να μας βοηθάς
ή να φύγεις από τη χώρα. Ο Ρουτζιού επιλέγει να μείνει και να γίνει η «λευκή»
φωνή του θανάτου. Μένει στο «Ξενοδοχείο των Διπλωματών» μαζί με τα κορυφαία
στελέχη της κυβέρνησης και παίρνει απευθείας από αυτούς εντολές.
«Οι
τάφοι περιμένουν να γεμίσουν», «εξαφανίστε τις κατσαρίδες, είναι μια βρομερή
φυλή», «δουλέψτε πιο σκληρά, οι τάφοι δεν έχουν γεμίσει ακόμα», «καλημέρα
σηκωθείτε όλοι και δουλέψτε» προτρέπει τους Χούτου και συγχαίρει τα «παιδιά στα
μπλόκα» για την καλή τους δουλειά. Ζητά να βγάλουν από τη μέση την «μεταμφιεσμένη
κατσαρίδα» Ρομέο Νταλέρ και δίνει ονόματα «κατσαρίδων» που πρέπει να
εξολοθρευθούν. Ο Ρουτζιού και οι συνάδελφοι του στο «Miles Collines» γίνονται η
φωνή της γενοκτονίας. Το «ράδιο θάνατος» θεωρείται υπεύθυνο για χιλιάδες
δολοφονίες.
Διαφυγή και σύλληψη
Τον
Ιούλιο του 1994, με τα θύματα να έχουν ξεπεράσει τις 500.000 (κάποιοι μιλούν ακόμα
και για 800.000), οι Τούτσι αντάρτες του RPF προελαύνουν και είναι ξεκάθαρο ότι σύντομα θα έχουν τον
έλεγχο της χώρας. Στις 14 Ιουλίου ο Ρουτζιού περνάει στο Ζαΐρ (πλέον Δημοκρατία
του Κονγκό) και στη συνέχεια πηγαίνει στην Τανζανία. Τελικά εγκαθίσταται στην
Κένυα όπου γράφει ένα βιβλίο στο οποίο υποστηρίζει ότι το «Miles Collines» δεν έπαιξε
ρόλο στην γενοκτονία. Προσηλυτίζεται στο Ισλάμ και παίρνει το όνομα Ομάρ. Παρότι
προσπαθεί να κρύψει στην πραγματική του ταυτότητα στις 23 Ιουλίου 1997 συλλαμβάνεται
στη Μονμπάσα. Μεταφέρεται σε φυλακή στην Αρούσα της Τανζανίας.
Η δίκη
Η δίκη
του ξεκινά στις 14 Αυγούστου 1997 και δηλώνει αθώος για όλες τις κατηγορίες. Στις
15 Μαΐου 2000 όμως εκπλήσσει τους πάντες ομολογώντας τη συμμετοχή του στη γενοκτονία.
«Παραδέχομαι ότι πράγματι ήταν γενοκτονία και δυστυχώς έλαβα μέρος σε αυτή.
Παραδέχομαι ότι προκάλεσα δολοφονίες και επιθέσεις σε μέλη του πληθυσμού των
Τούτσι με σκοπό την ολική καταστροφή του» θα πει ενώπιον του δικαστηρίου.
Την 1η
Ιουνίου 2000 το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο και του επέβαλλε ποινή 12 ετών. Η
εισαγγελέας, Κάρλα Ντελ Πόντε είχε ζητήσει 20 αλλά δεν εισακούστηκε ενώ η
κυβέρνηση της Ρουάντας διαμαρτυρήθηκε θεωρώντας την ποινή πολύ μικρή.
Ο
Ρουτζιού έμεινε σε φυλακή στην Τανζανία έως τον Φεβρουάριο του 2008 όταν και
μεταφέρθηκε στην Ιταλία. Αποφυλακίστηκε περίπου έναν χρόνο μετά, στις 21 Απριλίου
2009. Τα ίχνη του έχουν χαθεί αν και σύμφωνα με κάποιες αναφορές ζει εκτός
Βελγίου με άλλο όνομα. Είναι πλέον 68 ετών.
«Αν λέγαμε το όνομα σου είχες ουσιαστικά πεθάνει»
Στη τελευταία συνέντευξη που έδωσε, ενώ βρισκόταν ακόμα στην Ιταλία θα πει: «Όταν κάποιος καταδικάζεται για την παρακίνηση σε γενοκτονία είναι κάτι πολύ σοβαρό αλλά το έχω αποδεχθεί καθώς είναι η αλήθεια. Όλοι ήξεραν τι σήμαινε "κατσαρίδες" και τι σημαίνει "δουλεύω". Μεταδίδαμε 24 ώρες την ημέρα. Όλοι ήταν με ένα ραδιόφωνο στο αυτί και μας άκουγαν. Αν λέγαμε το όνομα σου ή την πινακίδα του αυτοκινήτου σου τότε ήταν σαν θανατική καταδίκη. Είχες ουσιαστικά πεθάνει».