Η ιστορία ενός Έλληνα πολιτικού μηχανικού μετανάστη: Γιατί έφυγα από τη Γερμανία

Όλο και περισσότεροι μετανάστες στη Γερμανία σκέφτονται ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν να μένουν εκεί. Η ιστορία ενός Έλληνα είναι αποκαλυπτική

«Όλα όσα με έκαναν να έρθω στη Γερμανία δεν υπήρχαν πια και κάποια στιγμή σκέφτηκα πως αρκετά – τα παιδιά μου, εάν κάνω κάποια στιγμή, δεν θέλω να μεγαλώσουν σε αυτήν τη χώρα».

Ο Γιάννης Ν. έφυγε από τη Σάμο στα 18 του για να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός στη Γερμανία. Τον προσέλκυσε η φήμη της χώρας για την παροχή ίσων ευκαιριών και την προάσπιση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Το 2020, με ένα μεταπτυχιακό πλέον στα χέρια του, αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του έπειτα από 16 χρόνια. Όσο έμεινε στη Γερμανία, και συγκεκριμένα στην πόλη του Έσεν, εργάστηκε τόσο στον ιδιωτικό τομέα ως υπεύθυνος έργων όσο και τον δημόσιο τομέα, χτίζοντας γέφυρες. Παράλληλα, δοκίμασε την τύχη του και ως ελεύθερος επαγγελματίας.

«Έκανα όλα όσα μπορούσα για να χτίσω τη ζωή μου εδώ, όμως έπεφτα συνεχώς σε εμπόδια», δηλώνει στην DW ο 39χρονος πλέον Γιάννης. Θυμάται μάλιστα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Εργαζόμουν σε ένα εργοτάξιο και ο πελάτης αρνήθηκε να πληρώσει το τελικό τιμολόγιο, αξίας άνω των 100.000 ευρώ. Μου είπε πως "δεν θα σε αφήσω να γίνεις πλούσιος εδώ στη Γερμανία». Ο Γιάννης λέει ότι ήταν ένα σαφές σχόλιο σχετικά με το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν μετανάστης.

Τελικά ακριβώς αυτό το συναίσθημα ότι δεν ήταν ποτέ αποδεκτός, τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως όσο και να προσπαθούσε να ενσωματωθεί, για τους άλλους ήταν πάντα «ο Έλληνας».

«Στην αρχή είσαι ο τεμπέλης Έλληνας στο πανεπιστήμιο, μετά ο διεφθαρμένος Έλληνας στον εργασιακό χώρο. Είμαι περήφανος που είμαι Έλληνας – η όλη νοοτροπία όμως ήταν τελικά τοξική για μένα», δηλώνει.

Οι μετανάστες εγκαταλείπουν την Γερμανία

Η ιστορία του Γιάννη δεν είναι η μοναδική από τη Γερμανία. Σύμφωνα με μια νέα έρευνα του Ινστιτούτου Ερευνών για την Απασχόληση (IAB) της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης πολλοί μετανάστες στη χώρα αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Αυτός είναι και ο λόγος που ένας στους τέσσερις εξετάζει το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει τη χώρα.

Η έρευνα βασίστηκε σε 50.000 μετανάστες που μετακόμισαν στη Γερμανία ηλικίας μεταξύ 18 και 65 ετών, ενώ οι αιτούντες άσυλο, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη αναγνωρισμένο καθεστώς διαμονής στη Γερμανία, αποκλείστηκαν από τη μελέτη.

Οι κυρίαρχοι λόγοι που οι περισσότεροι σκέφτονται ή έχουν αποφασίσει να φύγουν αφορούν την πολιτική και οικονομική κατάσταση στη Γερμανία, την γραφειοκρατία που αντιμετωπίζουν, την φορολογία και φυσικά τις διακρίσεις.

Η έρευνα, που διεξήχθη μεταξύ Δεκεμβρίου 2024 και Απριλίου 2025, έδειξε ότι όσοι είναι πιθανότερο να φύγουν είναι άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, επιτυχημένα και πλήρως ενσωματωμένα στην κοινωνία. Με λίγα λόγια, ακριβώς οι άνθρωποι που χρειάζεται περισσότερο η Γερμανία.

Υπολογίζεται ότι λίγο περισσότερο από το ένα τέταρτο των ανθρώπων που ζουν στη Γερμανία έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο. Περίπου 6,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν έρθει στη χώρα μόνο από το 2015, πολλοί από τους οποίους είναι Σύροι και Ουκρανοί.

Αν δεν είσαι Γερμανός, ζεις σαν φάντασμα

Ο 33χρονος Ούτκου Σεν, μηχανικός ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, εγκατέλειψε επίσης τη Γερμανία έπειτα από τρία χρόνια – επειδή και αυτός ένιωθε παρομοίως περιθωριοποιημένος.

Περιγράφοντας τον πρώτο του χρόνο στο Βερολίνο λέει ότι ήταν σαν «μήνας του μέλιτος». Όμως, ο Σεν εξηγεί στην DW πως σύντομα συνειδητοποίησε ότι η ζωή στη Γερμανία μπορεί να είναι πολύ δύσκολη για κάποιον που δεν έχει πολύ καλές γνώσεις γερμανικών.

«Ως Τούρκος ένιωθα πάντα σαν πολίτης δεύτερης κατηγορίας. Σκεφτόμουν ότι για να γίνω μέρος της γερμανικής κοινότητας θα χρειαστώ δεκαετίες– ή πως αυτό ίσως να μη συνέβαινε και ποτέ», λέει ο Σεν. Ο ίδιος ανέβασε μάλιστα και βίντεο στα τούρκικα στο YouTube, μιλώντας για τα καθημερινά περιστατικά διακρίσεων στη Γερμανία. Το βίντεο είχε μεγάλη απήχηση, συγκεντρώνοντας περίπου 500.000 προβολές.

Στο βίντεο, ο Σεν παρομοίασε τη ζωή στη Γερμανία με τον ρόλο που παίζει ο Μπρους Γουίλις στην ταινία «Η έκτη αίσθηση»: «Υπάρχει μία ζωή εκεί έξω ξέχωρη από εσένα, στην οποία δεν ανήκεις. Περιφέρεσαι σαν φάντασμα. Οι άλλοι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται καν πως υπάρχεις και δεν μπορείς να συνδεθείς με κανέναν».

Εγκαταλείποντας τη Γερμανία ο Σεν μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου η ζωή του ήταν πολύ πιο εύκολη, επειδή μπορούσε να επικοινωνήσει στα αγγλικά. «Σε αντίθεση με τη Γερμανία, οι Βρετανοί είναι γενικά πιο ανοιχτοί. Αποδέχονται τους ξένους και τις διαφορετικές κουλτούρες. Δεν βίωσα καθόλου διακρίσεις εδώ. Και αυτό με έκανε να αισθανθώ μέρος της κοινωνίας και να την αγαπήσω», εξηγεί ο Σεν.

Τα άπταιστα γερμανικά δεν βοηθούν πάντα

Από την άλλη, σύμφωνα με την Καλίνα Βελίκοβα από τη Βουλγαρία, ακόμα και να μιλάει κάποιος άπταιστα γερμανικά, δεν σημαίνει πως θα είναι εύκολη η ενσωμάτωσή του στη Γερμανία.

Η Βελίκοβα, 35 ετών, έζησε εννέα χρόνια στη Βόννη σπουδάζοντας και δουλεύοντας στον τομέα της κοινωνικής εργασίας. Αρχικά λέει ότι αισθανόταν περιθωριοποιημένη ήδη από τα φοιτητικά της χρόνια, παρ' ότι μιλούσε άψογα γερμανικά.

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσος χρόνος χρειάστηκε για να με αποδεχθούν – ακόμα και ως συμφοιτήτρια. Μιλούσα σε κάποιον τη μία μέρα και την άλλη έκαναν σαν να μην με ξέρουν καν. Και αυτό δεν είναι κάτι που γίνεται στη Βουλγαρία», λέει η Βελίκοβα.

Καθώς τα χρόνια περνούσαν, αυτό το διαρκές αίσθημα κοινωνικής περιθωριοποίησης άρχισε να την επηρεάζει. «Άρχισα να γίνομαι πιο ψυχρή. Ένιωθα πως παθαίνω μία αλλεργία με τη Γερμανία – και δεν το ήθελα αυτό».

Το 2021 η Βελίκοβα αποφάσισε να φύγει από τη Βόννη και να επιστρέψει στη Σόφια, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. «Εδώ υπάρχουν φυσικά επίσης δυσκολίες στην καθημερινότητα», λέει. «Συνολικά όμως η ποιότητα ζωής μου έχει βελτιωθεί – παρ' όλο που δουλεύω περισσότερο και βγάζω λιγότερα χρήματα».

Η Γερμανία πρέπει να βρει μία χρυσή τομή

Ο οικονομολόγος Κρίστιαν Ντούστμαν, διευθυντής του Ινστιτούτου RF για την Οικονομία και το Μέλλον της Εργασίας στο Βερολίνο, τονίζει πάντως πως οι γλωσσικές δεξιότητες αποτελούν παράγοντα-κλειδί για την ενσωμάτωση.  Τονίζει ότι αυτό είναι σημαντικό όχι μόνο για την αγορά εργασίας και τις επιχειρήσεις, αλλά και για τους ίδιους τους μετανάστες.

Παράλληλα, ο Ντούστμαν πιστεύει πως το αίσθημα των μεταναστών ότι δεν είναι ευπρόσδεκτοι, δεν αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνο της Γερμανίας. «Εάν γινόταν μία παρόμοια έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι απαντήσεις πιθανότατα δεν θα ήταν τόσο διαφορετικές», δηλώνει.

Επιπλέον, ο Ντούστμαν υπογραμμίζει πως όσο περισσότερους μετανάστες υποδέχεται μία χώρα, τόσο περισσότερη «ανησυχία» προκαλεί το γεγονός αυτό στον εγχώριο πληθυσμό.

Μια μελέτη του 2024 από το Ίδρυμα Bertelsmann διαπίστωσε ότι η ανησυχία του κοινού για τη μετανάστευση στη Γερμανία βρίσκεται σε άνοδο — μια τάση που αντικατοπτρίζεται στην αυξανόμενη υποστήριξη προς το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το οποίο εκμεταλλεύτηκε τις ανησυχίες για τη μετανάστευση στις εκλογές του Φεβρουαρίου 2025 στη Γερμανία με αποτέλεσμα να γίνει το δεύτερο ισχυρότερο κόμμα.

Πολλοί άνθρωποι στη Γερμανία ανησυχούν ολοένα και περισσότερο για τις πιθανές αρνητικές συνέπειες της άφιξης μεταναστών στη Γερμανία, όπως το αυξανόμενο κόστος για το κράτος πρόνοιας, η έλλειψη στέγασης στις αστικές περιοχές και οι αυξανόμενες προκλήσεις στο σχολικό σύστημα.

Κατά τον Ντούστμαν «η πολιτική πρέπει να κινηθεί με πολλή προσοχή, ώστε αφ' ενός να μην φέρει στα όριά του τον ντόπιο πληθυσμό-το οποίο με τη σειρά του θα περιορίσει την απήχηση των ακροδεξιών λαϊκιστικών κομμάτων- και αφ' ετέρου να κάνει τους μετανάστες να νιώθουν πως αποτελούν σημαντικό κομμάτι της οικονομίας και της κοινωνίας».

Aν. Πενολίδης: «Η λύση είναι η περισσότερη εκπαίδευση»

Ενώ η πολιτική πρέπει να βρε ένα τρόπο με τον οποίο θα εξισορροπηθεί η κοινωνική συνοχή αλλά και η πιο ανοιχτή κοινωνία, ο Αναστάσιος Πενολίδης πιστεύει ότι η πραγματική αλλαγή πρέπει να είναι πιο βαθιά. Ο υπεύθυνος των καταυλισμών προσφύγων, που μετακόμισε πριν από επτά χρόνια στη Γερμανία, εξηγεί πως η εκπαίδευση της κοινωνίας ευρύτερα είναι καθοριστική για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν τους μετανάστες.

«Περισσότερη πολιτική και κοινωνική εκπαίδευση, νέοι θεσμοί για την καταπολέμηση φαινομένων όπως ο ρατσισμός και χαμηλότεροι φόροι για τους πολίτες με χαμηλό εισόδημα», αναφέρει, αναλύοντας τα μέτρα που θεωρεί ως απαραίτητα.

Ο Πενολίδης προσθέτει πως ο ίδιος δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα οικονομικά, παρ' ότι τόσο εκείνος όσο και η κοπέλα του εργάζονται με πλήρες ωράριο. Όπως παρατηρεί οι υψηλοί φόροι για τους πολίτες που δεν είναι παντρεμένοι και δεν έχουν παιδιά είναι άδικοι και αποθαρρυντικοί.

Ο 33χρονος αναφέρει ακόμα πως έχει σκεφτεί το ενδεχόμενο να επιστρέψει στην Ελλάδα, από τη μία πλευρά λόγω της διαφορετικής φορολογικής πολιτικής, από την άλλη επειδή συνεχίζει να βιώνει συστημικό ρατσισμό. Ο Αναστάσιος Πενολίδης όμως δεν χάνει την ελπίδα του. Εάν υπάρξει ουσιαστική αλλαγή, θέλει να μείνει στη Γερμανία και να κάνει οικογένεια. Αυτό όμως εξαρτάται όχι μόνο από την υιοθέτηση καλύτερων πολιτικών, αλλά και από μια βαθύτερη αλλαγή στο πώς αντιμετωπίζει και υποστηρίζει η εγχώρια κοινωνία τους ανθρώπους που επιλέγουν να αποκαλούν τη Γερμανία σπίτι τους.