«Είμαι ένας κατά συρροή δολοφόνος που σκότωσε μόνο μία φορά»: Μια υπόθεση άγριας δολοφονίας εξιχνιάστηκε 30 χρόνια μετά

Η δικαιοσύνη άργησε τρεις δεκαετίες, ωστόσο η επιμονή μιας γυναίκας και η εξέλιξη της τεχνολογίας έφεραν τον δολοφόνο αντιμέτωπο με τις ευθύνες του


Ο Στέφαν Σμερκ θα μπορούσε να έχει γίνει  ένας πετυχημένος… σίριαλ κίλερ. Ο ίδιος λέει ότι αυτό που τον έσωσε και κυρίως έσωσε δεκάδες πιθανότατα ανθρώπους που μπορεί να έμπαιναν στο δρόμο του ήταν η οικογένειά του. Όμως πρόλαβε να αφαιρέσει τη ζωή μιας γυναίκας σε μια έξαρση δολοφονικής μανίας που ο ίδιος δεν μπόρεσε να ελέγξει.

Το έγκλημά του έμεινε ατιμώρητο σχεδόν τρεις δεκαετίες και ο ίδιος νόμιζε ότι την γλίτωσε για πάντα. Χάρη όμως στην επιμονή μιας εθελόντριας και δύο ντεντέκτιβ και χάρη στην εξέλιξη της τεχνολογίας, η δικαιοσύνη ήρθε έστω και καθυστερημένα.

Το άγριο έγκλημα

Η 37χρονη Ρόμπιν Γουόρ Λόρενς, καλλιτέχνιδα και μητέρα, δολοφονήθηκε άγρια ​​στο σπίτι της στο Σπρίνγκφιλντ της Βιρτζίνια το 1994. Για δύο ημέρες, η κόρη της Νικόλ, μόλις 2 ετών τότε, περιφερόταν μόνη της στο σπίτι πριν ανακαλυφθεί το νεκρό σώμα της μητέρας της. Από τότε η αστυνομία δεν κατάφερε να φτάσει ποτέ στα ίχνη του δολοφόνου της.

«Ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο; Γιατί;» είπε η Μαίρη Γουόρ Κάουανς, αδερφή της Ρόμπιν. «Θυμάμαι ότι σκέφτηκα στην κηδεία ότι ο δολοφόνος της Ρόμπιν θα μπορούσε να είναι σε αυτό το δωμάτιο μαζί μας. Δεν ξέραμε ποιος ήταν».

Η Ρόμπιν ήταν μια χαρισματική καλλιτέχνης με πτυχίο καλών τεχνών από το Πανεπιστήμιο Κάρνεγκι Μέλον. Μετά το κολέγιο, ήταν η καλλιτέχνης που επιλέχθηκε για να διαμορφώσει το πρώτο μετάλλιο για το Βραβείο Μη Βίας και Ειρήνης Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ, το οποίο απονεμήθηκε στη Ρόζα Παρκς. Η οικογένειά της δεν μπορούσε να σκεφτεί κανέναν που να είχε κάποιο πρόβλημα μαζί της.


Η Ρόμπιν ήταν παντρεμένη με τον Όλι Λόρενς, ο οποίος τη στιγμή της δολοφονίας της έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι στις Μπαχάμες, καθώς ήταν στέλεχος σε μια αεροπορική εταιρεία.

Στις 20 Νοεμβρίου 1994, η φίλη της Ρόμπιν, Λόρι Λίντμπεργκ, την επισκέφτηκε στο σπίτι της για να ελέγξει αν είναι καλά καθώς δεν την εύρισκε. Μπαίνοντας στο σπίτι αντίκρισε το φρικιαστικό θέαμα με την Ρόμπιν νεκρή και την 2χρονη κόρη της, Νικόλ, να περιφέρεται τριγύρω.

Ο αστυνομικός Μαρκ Γκάρμαν, ο οποίος φωτογράφισε τα στοιχεία στο σπίτι, ανέφερε ότι ο εισβολέας μπήκε από ένα παράθυρο από την πίσω βεράντα, το ίδιο από το οποίο μπήκε μέσα και η φίλη της Ρόμπιν, Λορι Λίντμπεργκ. Πιστεύεται ότι η δολοφονία έγινε δύο μέρες πριν βρεθεί το πτώμα, στις 18 Νοεμβρίου.

Η Ρόμπιν είχε πολλά τραύματα από μαχαίρι και έναν τεράστιο αριθμό αμυντικών τραυμάτων στα χέρια της, τραύματα από μαχαίρι στην πλάτη και στα πόδια της. Είχε κακοποιηθεί στο κρεβάτι της και ήταν φανερό ότι είχε δώσει μάχη για να γλιτώσει.

Ο Γκάρμαν λέει ότι ένα από τα πρώτα στοιχεία που ξεχώρισαν ήταν δεκάδες ματωμένα χαρτομάντιλα, σκορπισμένα σε όλο το σπίτι και κοντά στο σώμα της Ρόμπιν. Ο ίδιος πιστεύει ότι τα άφησε εκεί η κόρη της Ρόμπιν, Νικόλ, προσπαθώντας να βοηθήσει τη μητέρα της. Κοντά της υπήρχαν επίσης άδεια μπιμπερό.

«Έχοντας παιδιά ξέρω ότι όταν πεινούσαν, σου έφερναν το μπιμπερό τους. Και αυτό σκέφτομαι... Η Νικόλ θα το πήγαινε στη μαμά, για να της φτιάξει φαγητό», λέει ο Γκάρμαν.

Ωστόσο, το μόνο που είχαν στα χέρια τους οι ερευνητές ήταν ίχνη αίματος σε μια πετσέτα που βρέθηκε στο μπάνιο. Όμως οι αναλύσεις DNA της εποχής δεν οδήγησαν σε καμία ταυτοποίηση, ενώ από το διαμέρισμα δεν έλειπαν χρήματα, κοσμήματα και άλλα ακριβά αντικείμενα οπότε αποκλείστηκε το σενάριο της ληστείας. Παρά τις προσπάθειες, οι αρχές δεν μπόρεσαν να φτάσουν σε κάποιον πιθανό ύποπτο και έτσι σύντομα η υπόθεση «πάγωσε» και έγινε μια από τις πιο σκοτεινές και μυστηριώδεις υποθέσεις ανθρωποκτονίας στη Βιρτζίνια.

Τριάντα χρόνια μετά

Δεκαετίες αργότερα, το 2019, η υπόθεση άνοιξε ξανά μιας και πλέον υπήρχαν μεγάλες εξελίξεις στον τομέα του DNA και τη γενετική γενεαλογία — τη νέα τεχνική που εντοπίζει υπόπτους μέσα από οικογενειακά δέντρα και DNA συγγενών. Με την τεχνική αυτή, αφού βρεθεί ένα πιθανό συγγενικό στίγμα, οι ερευνητές ερευνούν τα γενεαλογικά δέντρα αυτών των συγγενών μέχρι να βρεθεί ένα πιθανό άτομο ενδιαφέροντος — κάποιος που θα είχε την κατάλληλη ηλικία και θα βρισκόταν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή για να διαπράξει το έγκλημα.

Η Parabon NanoLabs, μια εταιρεία τεχνολογίας DNA που συχνά συνεργάζεται με τις αρχές επιβολής του νόμου, δεν είχε μεγάλες ελπίδες για την επίλυση της υπόθεσης χρησιμοποιώντας αυτήν την τεχνική, επειδή οι αντιστοιχίες στη βάση δεδομένων ήταν πολύ απομακρυσμένες.

«Η Parabon μας έδωσε μηδενικό ποσοστό επίλυσης στην υπόθεση», αναφέρει η Μελίσα Γουάλας μια από τους δύο ερευνητές της αστυνομίας του Φέρφαξ που καταπιάστηκαν ξανά με την υπόθεση της Ρόμπιν.

Ενώ η ανάλυσή τους έδειξε ότι ο δολοφόνος της Ρόμπιν πιθανότατα είχε ευρωπαϊκή καταγωγή, ο εντοπισμός του μέσω των συγγενών του αποδείχθηκε σχεδόν αδύνατος.

Μετά από αυτό, οι ερευνητές λένε ότι ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν. Αλλά η Λιζ, μια ερασιτέχνης γενεαλόγος και εθελόντρια στο αστυνομικό τμήμα — η οποία ζήτησε να μην χρησιμοποιηθεί το επώνυμό της — προσφέρθηκε να αναλάβει την υπόθεση στον ελεύθερο χρόνο της δωρεάν.

« Απλώς ένιωσα ότι ήθελα να προσφέρω κάτι πίσω στην κοινότητα. Και πίστευα ότι θα μπορούσα πραγματικά να βοηθήσω στην επίλυση ορισμένων από αυτές τις υποθέσεις», ανέφερε η ίδια μιλώντας στο CBS, το οποίο ετοίμασε ένα ντοκιμαντέρ για την υπόθεση.

Οι ερευνητές έδωσαν στη Λιζ όλα όσα είχε αποκαλύψει η Parabon σχετικά με την εθνικότητα του υπόπτου. Ήταν περίπου κατά 25% Ιρλανδός και κατά 25% ένας συνδυασμός, μεταξύ Άγγλων, Ιταλών και Σκανδιναβών. Σύμφωνα με τα δεδομένα είχε περίπου 1.500 ξαδέρφια τα οποία σχετίζονταν με αυτόν.

Η Λιζ προσπάθησε επίσης να προχωρήσει στην φαινοτυποποίηση DNA. Αυτό σημαίνει ότι προβλέπουν την εμφάνιση ενός ατόμου από το DNA του, ωστόσο και αυτό είναι άγνωστο αν θα δώσει αποτελέσματα και αν κάποιος θα αναγνωρίσει το άτομο.

Το αποτέλεσμα ήταν αυτό (ΦΩΤΟ), αλλά κανείς γνωστός της Ρόμπιν δεν αναγνώρισε το άτομο.


Η έρευνα σταμάτησε ξανά, αλλά η εθελόντρια γενεαλόγος Λιζ συνέχισε να εργάζεται με τη λίστα των 1.500 ξαδέρφων που είχαν μακρινή συγγένεια με τον ύποπτο. Η Λιζ τελικά είχε εντοπίσει μερικούς από τους προγόνους του υπόπτου στον Καναδά, όπου είχαν εγκατασταθεί. Εκεί βρήκε δύο ξαδέρφια του που δεν είχαν συγγένεια μεταξύ τους.

Η Λιζ λέει ότι αν μπορούσε να καταλάβει πού συνδέονταν αυτά τα δύο γενεολογικά δέντρα, μέσω ενός γάμου, ο ύποπτος θα ήταν απόγονος αυτού του ζευγαριού.

«Και αυτό που ανακάλυψα ήταν ότι αυτή η γυναίκα σε αυτό το δέντρο παντρεύτηκε αυτόν τον άντρα από εκείνο το δέντρο. Και τότε συνειδητοποίησα ότι ο δράστης είναι απόγονος αυτού του ζευγαριού. Μετά από τρεισήμισι χρόνια, η Λιζ είχε επιτέλους ένα στοιχείο, το οποίο την οδηγούσε σε έναν άντρα που ονομαζόταν Στέφαν Σμερκ.

«Ένιωσα ότι αυτός ήταν πραγματικά αυτός. Δεν το ήξερα με βεβαιότητα, αλλά πίστευα ότι ήταν. Και τότε επικοινώνησα με τους ντετέκτιβ», λέει η Λιζ.

Όπως ανακάλυψαν οι ντεντέκτιβ, ο Σμερκ ήταν 52 ετών και προγραμματιστής υπολογιστών στη Νέα Υόρκη, παντρεμένος με μια δικηγόρο με την οποία είχαν δύο παιδιά που φοιτούσαν στο λύκειο. Ζούσαν σε ένα ωραίο σπίτι στα προάστια και δεν είχε ποτέ μπλεξίματα με το νόμο, καθώς δεν είχε λάβει ούτε πρόστιμο για υπερβολική ταχύτητα.

« Σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να είναι αυτός ο τύπος μας», λέει η Μελίσα Γουάλας. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο συνάδερφός της στην έρευνα, ντετέκτιβ Τζον Λονγκ, τα πράγματα άλλαξαν ότι βρήκαν τη φωτογραφία του από το ετήσιο σχολικό λεύκωμα, όταν ο Σμερκ σε ηλικία 16 ετών.


«Έμοιαζε πολύ με το σκίτσο που είχε δημιουργηθεί από το σκίτσο φαινοτύπου και έτσι αποφασίσαμε να το ψάξουμε περισσότερο», λέει ο Λονγκ.

Έτσι, η Γουάλας και ο Λονγκ ταξίδεψαν από την Βιρτζίνια ως τα προάστια Νισκαγιούνα της Νέας Υόρκης και έφτασαν στο σπίτι του Σμερκ στις 7 Σεπτεμβρίου 2023. Ενώ ήταν μόνος στο σπίτι του χτύπησαν το κουδούνι. Του εξήγησαν ότι ερευνούν μια παλιά υπόθεση από την πολιτεία της Βιρτζίνια και θα ήθελαν την συνεργασία του, ώστε να τους δώσει το DNA του.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο Σμερκ δεν είχε καμία αντίδραση: ούτε έκπληξη, ούτε φόβο, ούτε τίποτα. Ήταν πλήρως συνεργάσιμος και το πρόσωπό του έμεινε παντελώς ατάραχο. Όπως λένε συνήθως αυτή η διαδικασία μπορεί να κρατήσει ως και 45 λεπτά καθώς τα άτομα έχουν πολλές ερωτήσεις, αλλά στην περίπτωση του Σμερκ πήραν το DNA και έφυγαν από το σπίτι του μέσα σε πέντε λεπτά.

Οι δύο ντεντέκτιβ επέστρεψαν στο ξενοδοχείο τους και πριν προλάβουν να μπουν στα δωμάτιά τους η ντετέκτιβ Μελίσα Γουάλας, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα. Ήταν ο Στέφαν Σμερκ

«Μου λέει: ‘Είμαι στο αστυνομικό τμήμα για να παραδοθώ’», θυμάται η ίδια στην εκπομπή 48 Hours του CBS. «Και του απαντώ: ‘Να παραδοθείς για τι;’ – ‘Να παραδοθώ για τον φόνο’, μου απαντά».

Η ώρα της ομολογίας

Λίγες ώρες μετά το τηλεφώνημα στην Γουάλας, ο Σμερκ βρισκόταν στην ανακριτική αίθουσα της αστυνομίας και αποκάλυψε όλα όσα συνέβησαν το μακρινό 1994.

«Ήξερα ότι θα σκότωνα κάποιον», είπε στους ντετέκτιβ. «Δεν ήξερα ποιον».

Όπως είπε, τη νύχτα της δολοφονίας είχε μπει στο σπίτι της Ρόμπιν τυχαία, χωρίς να τη γνωρίζει, «απλώς επειδή ήθελε να σκοτώσει».

Ο Σμερκ είπε στους ντετέκτιβ ότι τον Νοέμβριο του 1994, ήταν ένας 22χρονος στρατιώτης που υπηρετούσε στο Φορτ Μάγιερ στο Άρλινγκτον της Βιρτζίνια, και τη νύχτα της δολοφονίας έπινε μπύρα και είχε πάρει χάπια εφεδρίνης. Η παρόρμηση να σκοτωώσει κάποιον εκείνο το βράδυ ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε να αντισταθεί. Έτσι, πήρε το αυτοκίνητό του και πήγε στην περιοχή που έμενε η Ρόμπιν απλώς επειδή ήξερε τους δρόμους μιας και είχε επισκεφτεί στο παρελθόν κάποιους συγγενείς του που ζούσαν εκεί.

Τους είπε ότι φόρεσε μια μάσκα του σκι και δερμάτινα γάντια, για να μπει στο σπίτι και να τη σκοτώσει. Όπως είπε εφάρμοσε όσα είχε μάθει στο στρατό, όπου κατατάχθηκε από την επιθυμία του να σκοτώσει.

«Θέλω να σας πω πάντως ότι είναι το μόνο άτομο που έχω σκοτώσει... Είμαι παντρεμένος, έχω παιδιά, αλλά ειλικρινά πιστεύω ότι αν δεν ήταν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, πιθανότατα θα ήμουν κατά συρροή δολοφόνος», είπε στους αστυνομικούς. «Είμαι ένας κατά συρροή δολοφόνος που σκότωσε μόνο μία φορά».

Στην ανάκριση, ο Σμερκ δεν έδειξε μεταμέλεια. Όταν ρωτήθηκε αν ήθελε να πει κάτι στους συγγενείς του θύματος, απάντησε: «Δεν νιώθω τίποτα για την οικογένεια. Λυπάμαι μόνο γιατί ήξερα ότι κάποτε η ελευθερία μου θα επηρεαζόταν».



Η ντετέκτιβ Γουάλας πιστεύει ότι ο Σμερκ ομολόγησε επειδή ήξερε ότι θα τον συλλαμβάναμε και ήθελε να παραδοθεί με τους δικούς του όρους.

Μετά τη σύλληψή του και τη δίκη του δικαστήριο της Βιρτζίνια τον καταδίκασε σε 70 χρόνια κάθειρξη. Θα έχει δικαίωμα για αίτηση αποφυλάκισης το 2037, στα 65 του.

Η οικογένεια της Ρόμπιν δηλώνει ότι η δικαιοσύνη τους έδωσε ανακούφιση, όχι παρηγοριά.

«Βοήθησε να ξέρουμε πως κάποιος βρέθηκε και τιμωρήθηκε», είπε η Μαίρη Γουόρ Κόουανς. «Αλλά δεν τη φέρνει πίσω. Μας στέρησε 30 χρόνια ζωής μαζί της».

Για χρόνια, η αδελφή του θύματος κοιμόταν με τον φόβο πως ο δολοφόνος θα μπορούσε να επιστρέψει.

«Φοβόμουν ακόμα και στο σπίτι μου. Η σκέψη ότι κάποιος άγνωστος μπορεί να μπει και να σε σκοτώσει στον ύπνο σου είναι τρομακτική», είπε.

Ο ντετέκτιβ Τζον Λονγκ συμφωνεί: «Αυτός είναι ο εφιάλτης κάθε κοινότητας. Ο λόγος που λες στους δικούς σου να κλειδώνουν πάντα τις πόρτες. Ήταν ο Μπαμπούλας που όλοι φοβόμαστε».