Η Ίλζε Κοχ κατηγορήθηκε ότι έφτιαχνε αντικείμενα από το δέρμα κρατουμένων. Της προσάπτουν βασανιστήρια και σεξουαλικό σαδισμό. Ότι έδωσε εντολή για δεκάδες εκτελέσεις. Για πόσα από αυτά ήταν ένοχη και που βρίσκεται η αλήθεια μέσα στον μύθο
Στην αγόρευση του ο εισαγγελέας περιέγραψε την Ίλζε Κοχ ως «μια σέξι, διεφθαρμένη γυναίκα που χτυπούσε κρατούμενους, διέτασσε τον ξυλοδαρμός του και εμπορευόταν ανθρώπινο δέρμα».
Ο σύζυγος της Ίλζε, Καρλ Κοχ, ήταν διοικητής του
Μπούχενβαλντ , ενός από τα πρώτα και μεγαλύτερα στρατόπεδα συγκέντρωσης εντός
των συνόρων της Γερμανίας του 1937. Ο Κοχ διοίκηση το στρατόπεδο από τον
Αύγουστο του 1937 έως τον Οκτώβριο του 1941 και στη συνέχεια, θα υπηρετούσε για
λίγο ως διοικητής του Μαϊντάνεκ , ενός άλλου διαβόητου στρατοπέδου
συγκέντρωσης.
Στις 11 Απριλίου 1947, δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση
του στρατοπέδου από τις αμερικανικές δυνάμεις, ξεκίνησαν οι δίκες του
Μπούχενβαλντ. Πραγματοποιήθηκαν σε αίθουσα δικαστηρίου στο στρατόπεδο
συγκέντρωσης του Νταχάου,. Οι δίκες διεξήχθησαν στην κατεχόμενη από τις ΗΠΑ
ζώνη, από αμερικανικά στρατιωτικά δικαστήρια.
Οι Κοχ είχαν αρχικά συλληφθεί το 1943 και δικαστεί
ενώπιον του στρατιωτικού δικαστηρίου των SS. Κατηγορούμενος για υπεξαίρεση και για
την άνευ αδείας δολοφονία τριών κρατουμένων, ο Καρλ Κοχ καταδικάστηκε και
εκτελέστηκε το 1945.
Ωστόσο, η Ίλζε αφέθηκε ελεύθερη λόγω έλλειψης
αποδεικτικών στοιχείων εναντίον της. Οι αμερικανικές δυνάμεις αργότερα την καταδίωξαν
για τη συμμετοχή της σε εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Οι κρατούμενοι αναφέρονταν στην Κοχ ως «διοικήτρια»,
υποδηλώνοντας ένα βαθμό εξουσίας ως σύζυγος του διοικητή. Αλλά η Κοχ πάντα
ισχυριζόταν: «Ήμουν νοικοκυρά. Έχω τρία
παιδιά, η λειτουργία του στρατοπέδου δεν με αφορούσε. Στα μάτια του συζύγου μου,
η κύρια δουλειά μου ήταν να είμαι η μητέρα των παιδιών μας»
Ο Τύπος ανέφερε την Ίλζε ως «Μάγισσα του Μπούχενβαλντ», «Σκύλα του
Μπούχενβαλντ» ή το «Θηρίο του Μπούχενβαλντ». Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα ήταν σαδίστρια,
διεστραμμένη και νυμφομανής.
Ο ιστορικός και συγγραφέας Τόμας Ζαρντίμ, ο οποίος έγραψε
το βιβλίο «Ilse Koch on Trial: Making the Bitch of Buchenwald», υποστηρίζει ότι
οι αναφορές στον Τύπο και οι ιστορίες που κυκλοφορούσαν διαμόρφωσαν τον μύθο της
«Σκύλας του Μπούχενβαλντ»».
Πιστή Ναζί
Η Κοχ γεννήθηκε στη Δρέσδη το 1906, σε οικογένεια
μεσοαστικής τάξης. Η μητέρα της ήταν νοικοκυρά και ο πατέρας της εργάτης. Είχε
μια συνηθισμένη παιδική ηλικία. Άφησε νωρίς από το σχολείο και άρχισε να
εργάζεται στα 15 της. Εντάχθηκε στο ναζιστικό κόμμα το 1932, πολύ νωρίτερα από
τους περισσότερους συνομηλίκους της.
Εκείνη την εποχή, το ναζιστικό κόμμα προσέλκυε τους νέους
επειδή ο φασισμός φαινόταν μια βιώσιμη λύση στη βαθιά οικονομική ύφεση που
ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε οδηγήσει σε φτώχεια πολλές
γερμανικές οικογένειες.
Η ιδέα μιας Άριας κυρίαρχης φυλής βασισμένης στον
αντισημιτισμό άρεσε επίσης στην Κοχ, η οποία θεωρούσε τον εαυτό της ως γνήσια
εκπρόσωπο μιας τέτοιας φυλής. Ο μελλοντικός σύζυγός της, Καρλ Κοχ, συμμεριζόταν
αυτά τα συναισθήματα.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε αφού ο Κοχ συγκέντρωσε στοιχεία
για την Άρια καταγωγή της. Στόχος ήταν να γεννήσει παιδιά καθαρής φυλής και, με
τον Καρλ, απέκτησε τρία. Δύο κόρες και ένα αγόρι, τα οποία μεγάλωσε με τη
βοήθεια υπηρετριών και κρατουμένων στρατοπέδου.
Η Κοχ ζούσε με την οικογένειά της σε μια τριώροφη βίλα
στους χώρους του στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ. Περισσότεροι από 56.000
άνθρωποι πέθαναν εκεί από πείνα, βασανιστήρια, ασθένειες και εκτελέσεις.
Οι εκτελέσεις των κρατουμένων του Μπούχενβαλντ, γράφει ο
Ζαρντίμ, έγινε με διάφορες μορφές «Πυροβολισμοί, απαγχονισμοί, θανάτωση με
αέρια, σωματικές τιμωρίες, πειράματα κατακράτησης τροφής και άρνηση ιατρικής
περίθαλψης».
Η Κοχ δικάστηκε για το γεγονός ότι όχι μόνο ήξερες τι
συνέβαινε αλλά συμμετείχε.«Θα ήταν εύκολο για μένα να αποκτήσω πλαστά έγγραφα
και να ζήσω κάπου με ψεύτικο όνομα. Θα ήταν επίσης εύκολο για μένα να
μεταμφιεστώ. Δεν είχα κανέναν απολύτως λόγο να εξαφανιστώ. Ποτέ δεν σκέφτηκα
την πιθανότητα να δικαστώ» έγραψε η ίδια το 1946.
Ο Αμερικανός εισαγγελέας δεν άσκησε δίωξη στην Κοχ και
τους άλλους υπόπτους του Μπούχενβαλντ για «άμεση τέλεση εγκλημάτων πολέμου»,
αλλά για «συμμετοχή σε κοινό σχέδιο» για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου. Οι
αξιωματικοί που αποτελούσαν τα στρατιωτικά δικαστήρια στο Νταχάου ήταν, όπως γράφει
ο Ζαρντίμ, «έντιμοι και ικανοί άνθρωποι», αλλά δεν ήταν δικηγόροι ή
επαγγελματίες νομικοί».
Η πρώτη δίκη
Ντυμένη κομψά και με το κεφάλι ψηλά, η Μαργκαρέτε Ίλζε
Κοχ μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ήταν η μόνη γυναίκα μεταξύ των 31
κατηγορουμένων για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που
διαπράχθηκαν στο Μπούχενβαλντ.
Η νομική θεωρία του «κοινού σκοπού», η οποία αναφέρεται
στη συνενοχή σε ένα ή περισσότερα εγκλήματα, ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο για τη
δίωξη σε υποθέσεις του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως αυτή της Κοχ. Έκτοτε έχει
αναπτυχθεί περαιτέρω από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην
Γιουγκοσλαβία, με την ονομασία «κοινή εγκληματική επιχείρηση».
Η σχετική νομική διάταξη όριζε ότι οποιοδήποτε πρόσωπο
θεωρούνταν ότι έχει διαπράξει έγκλημα εάν «συνδέθηκε με σχέδια ή επιχειρήσεις
που αφορούν την τέλεσή του» ή ήταν «μέλος οποιασδήποτε οργάνωσης ή ομάδας που
συνδέεται με την τέλεση οποιουδήποτε τέτοιου εγκλήματος».
Έτσι, η Κοχ επρόκειτο να δικαστεί όχι επειδή είχε
κοινωνική θέση εντός του ναζιστικού συστήματος ή επειδή είχε σκοτώσει κάποιον η
ίδια, αλλά επειδή γνώριζε για τη συντονισμένη εγκληματική επιχείρηση που εξελισσόταν
το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ. Δικάστηκε λοιπόν γιατί γνώρισε τι
ακριβώς συνέβαινε στο στρατόπεδο αλλά και την εθελοντική και ενεργό συμμετοχή
της.
Η Κοχ έζησε μια πολυτελή ζωή, βασισμένη στις παράνομες
δραστηριότητες του συζύγου της, οι οποίες ήταν εκτός νόμου ακόμη και στο
πλαίσιο της ναζιστικής Γερμανίας. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι εκτελέσεις 50.000
ανθρώπων στο Μπούχενβαλντ «δεν ήταν παράνομες σύμφωνα με το εθνικοσοσιαλιστικό
σύστημα».
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έγιναν κάτι περισσότερο από
απλά εργοστάσια θανάτου. Έγιναν κέντρα όπου τρόφιμα και άλλα πολύτιμα
αντικείμενα μπορούσαν να βρουν τον δρόμο τους προς τη μαύρη αγορά. Ο Κοχ και οι
συνεργάτες του έστησαν ένα παράνομο εμπόριο ειδών πολυτελείας που παράγονταν
από κρατούμενους. Γι’ αυτό εκτελέστηκε.
Στις δίκες του 1947, ο Αμερικανός εισαγγελέας Ντένσον
περιέγραψε την Κοχ ως «όχι γυναίκα με τη συνήθη έννοια, αλλά ως ένα πλάσμα από
κάποιον άλλο βασανισμένο κόσμο», καθιστώντας την ένα ισχυρό σύμβολο των
ναζιστικών εγκλημάτων.
Μάρτυρες ισχυρίστηκαν ότι «φορούσε ρούχα που είχαν
επιλεγεί σκόπιμα για να προκαλούν τους κρατούμενους». Την κατηγόρησαν ότι
μαστίγωνε κρατούμενους επειδή τολμούσαν να την κοιτάξουν και ότι είχε «επιθυμία
να κατέχει ορισμένα αντικείμενα φτιαγμένα από ανθρώπινο δέρμα», όπως αμπαζούρ,
ένα εξώφυλλο για ένα οικογενειακό άλμπουμ φωτογραφιών και γάντια.
Διάφορα αντικείμενα φτιαγμένα από ανθρώπινο δέρμα
βρέθηκαν στο Μπούχενβαλντ όταν αυτό απελευθερώθηκε, αλλά δεν μπορούσε να
αποδειχθεί καμία σχέση με την Κοχ. Οι ισχυρισμοί αυτοί εναντίον της Κοχ
κρίθηκαν «ψευδείς» από τις δικαστικές αρχές.
Τα ΜΜΕ όμως υιοθέτησαν απόλυτα την εικόνα της κτηνώδους
Κοχ και σκιαγράφησαν ένα προφίλ το οποίο το κοινό «κατανάλωνε» με μανία. Οι
φήμες και οι εικασίες είχαν επικρατήσει πλήρως ενώ ευλόγως κανείς δεν πίστεψε
τον ισχυρισμό της Κοχ ότι «δεν γνώριζε τίποτα» για το στρατόπεδο συγκέντρωσης
και τη μεταχείριση των κρατουμένων του.
Στις 14 Αυγούστου 1947, η Κοχ καταδικάστηκε σε ισόβια
κάθειρξη από το αμερικανικό στρατιωτικό δικαστήριο. Εκείνη την εποχή, ήταν επτά
μηνών έγκυος στο τέταρτο παιδί της, τον Ούβε, το οποίο συνέλαβε με συγκρατούμενο
στο κελί της στη φυλακή στο Νταχάου. Αυτό τροφοδότησε περαιτέρω δημοφιλείς
ιστορίες για την «ακόρεστη όρεξη της για σεξ».
Μείωση της ποινής και αντιδράσεις
Λίγους μήνες αργότερα, μετά από διάφορες νομικές
ανατροπές, το αίτημά της για μείωση της ποινής έγινε δεκτό. Το δικαστήριο
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν ουσιώδη στοιχεία εναντίον της Κοχ και
μετέτρεψε την ποινή της σε φυλάκιση τεσσάρων ετών.
Δύο δικηγόροι, στους οποίους ανατέθηκε η αναψηλάφηση των
στοιχείων έκριναν ότι «παρά τις ακραίες
πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στο Τύπο τα αρχεία εμπεριέχουν ελάχιστα πειστικά
στοιχεία κατά της κατηγορουμένης. Αναφορικά με τις ευρέως διαδεδομένες
κατηγορίες ότι διέτασσε την εκτέλεση κρατουμένων με τατουάζ για να πάρει το
δέρμα τους το αρχείο είναι εξαιρετικά σιωπηλό. Καταθέσεις κατά της Κοζ βασίστηκαν
σε φήμες και είναι αμφίβολης αξιοπιστίας. Η Κοχ φαίνεται ότι πράγματι χτύπησε κάποιες
φορές κρατουμένους αλλά ούτε τραυματισμός, ούτε θάνατος προέκυψε». Ίδια άποψη είχε
και το «Συμβούλιο Επανεξέτασης Εγκλημάτων Πολέμου». Η Ίλζε Κοχ δεν έδωσε
εντολής εκτέλεσης ούτε ζήτησε τη δημιουργία αντικειμένων από ανθρώπινο δέρμα. Το
συμβούλιο έκρινε ότι η Κοχ καταδικάστηκε βάσει πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν
στο Τύπο και το γεγονός ότι ήταν η μοναδική γυναίκα στο στρατόπεδο δημιούργησε
μια μυθολογία γύρω της.
Ο στρατηγός Κλέι ήταν αυτός που ανακοίνωσε την μείωση της
ποινής αλλά τόνισε ότι η Κοχ θα μπορούσε να δικαστεί από τον γερμανικό νόμο. «Δεν
έχω καμία συμπάθεια για την Ίλζε Κοχ. Ήταν μια γυναίκα διεστραμμένου χαρακτήρα με
άσχημη φήμη. Έκανε πολλά πράγματα για το οποία πρέπει να τιμωρηθεί από τον γερμανικό
νόμο. Εμείς όμως δεν την δικάζουμε γι’ αυτά. Την δικάζουμε σαν εγκληματία
πολέμου με συγκεκριμένες κατηγορίες».
Η ανακοίνωση προκάλεσε οργή. Η λαϊκή αντίληψη για την
περίπτωση της Κοχ και η «διαβολική εικόνα» που σκιαγράφησε ο Τύπος έρχονταν σε
έντονη αντίθεση με «την πραγματικότητα που προέκυψε από το αποδεικτικό αρχείο
και οδήγησε στη μετατροπή της ισόβιας κάθειρξης της», γράφει ο Ζαρντίμ. Οι
αυξανόμενες επικρίσεις για την απόφαση του δικαστηρίου περί επιείκειας ξέσπασαν
σε δημόσιες διαμαρτυρίες.
Κορυφαίες εφημερίδες των ΗΠΑ αναρωτιούνταν πώς μια «σεξουαλικά
ανώμαλη γυναίκα που σκότωσε κρατουμένους για το δέρμα τους» θα αφεθεί ελεύθερη.
Ο Κλέι κατηγορήθηκε έντονα και πολλοί ήταν εκείνη που απαιτούσαν την απομάκρυνση
του. Τελικά το θέμα έφτασε στη Γερουσία η οποία έκρινε ότι η Κοχ πρέπει να
δικαστεί ξανά, αυτή τη φορά από τον γερμανικό νόμο.
Αρκετά χρόνια μετά ο Κλέι θα αποκαλύψει ότι τα
αντικείμενα τα οποία ο Τύπος έλεγε ότι έχουν φτιαχτεί από ανθρώπινο δέμα ήταν
τελικά από δέρμα κατσίκας. «Κυρίως τα εγκλήματα της ήταν κατά του γερμανικού
λαού και όχι εγκλήματα πολέμου. Για αυτά δικάστηκε σε ισόβια».
Η νέα καταδίκη και το τέλος
Η Ίλζε Κοχ συνελήφθη αμέσως μετά την απελευθέρωση της και
κατηγορήθηκε, αυτή τη φορά από τις αρχές της Δυτικής Γερμανίας. Η κατηγορία
ήταν υποκίνηση στη δολοφονία 45 κρατουμένων, συνενοχή σε 135 άλλες δολοφονίες
και μία απόπειρα δολοφονίας. Δικάστηκε στο Άουγκσμπουργκ.
Στις 15 Ιανουαρίου με μια ετυμηγορία 111 σελίδων η Κοχ
καταδικάστηκε σε ισόβια. Κρίθηκε ένοχη για εγκλήματα κατά αλλοδαπών, σωματικές
βλάβες, απόπειρα δολοφονίας και πρόκληση δολοφονιών. Η Κοχ κατέθεσε έφεση η
οποία απορρίφθηκε ενώ δεν έγιναν δεκτές και οι αιτήσεις χάριτος.
Στη φυλακή η Κοχ παρουσίασε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.
Έβλεπε παραισθήσεις πως κρατούμενοι από το στρατόπεδο μπαίνουν στο κελί της και
την κακοποιούν. Την 1η Σεπτεμβρίου 1967 κρεμάστηκε με το σεντόνι της.
Ήταν 60 ετών. Σε σημείωμα που άφησε
έγραψε: «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ο θάνατος για εμένα είναι απελευθέρωση».
Τα παιδία της Ίλζε Κοχ
Η Ίλζε Κοχ απέκτησε τρία παιδιά με τον σύζυγο της. Η κόρη της Γκούντρουμ πέθανε τέσσερις μήνες μετά τη γέννηση της. Ο γιός της Άρβιν αυτοκτόνησε το 1964 και η κόρη της Γκιζέλα πέθανε το 2018. Περιμένοντας τη δίκη στο Νταχάου γέννησε τον γιό της Ούβε. Το παιδί δόθηκε άμεσα σε ορφανοτροφείο και ανακάλυψε την ταυτότητα της πραγματικής του μητέρας όταν ήταν έφηβος. Άρχισα να αλληλογραφεί μαζί της και το 1966 την επισκέφθηκε για πρώτη φορά. Μετά την αυτοκτονία της ο Ούβε επιχείρησε να «γκρεμίσει» τον μύθο που υπάρχει για την μητέρα του. Παρουσίασε στοιχεία και έγγραφα αλλά όπως αποδείχθηκε η μυθολογία γύρω από την «Σκύλα του Μπούχενβαλντ» που έφτιαχνε αντικείμενα από ανθρώπινο δέρμα.
Επίλογος
Ενώ κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Ίλσε Κοχ ήταν ένοχη για
τρομερά εγκλήματα και σίγουρα γνώριζε πολύ καλά τι συνέβαινε στο στρατόπεδο, οι πιο εντυπωσιακές φρικαλεότητες που της
αποδίδονται παραμένουν αναπόδεικτες. Ο Τόμαζ Ζαρντίμ, που έχει ασχοληθεί όσο ελάχιστοι
με την υπόθεση της Κοχ, τονίζει ότι η
μυθολογία έβαλε σε δεύτερη μοίρα την δεύτερη καταδίκη της Γερμανίδας. Τη
συμμετοχή της στα εγκλήματα του Τρίτου Ράιχ. Ήταν μια από τους εκατομμύρια
Γερμανούς πολίτες που υποστήριξαν,
επέτρεψαν και εφάρμοσαν τις ναζιστικές πολιτικές.
«Η γοητεία για την σαδιστική βία και τη σεξουαλική επιβολή
της Κόχ συνεχίζει να ευδοκιμεί στη λαϊκή κουλτούρα. Η Κοχ αποτελεί εύκολο στόχο
λαϊκής καταδίκης για μια γενιά Γερμανών που επιθυμούν να αποστασιοποιηθούν από
τη ναζιστική περίοδο κι από την ευρεία συνενοχή που έφερε το Τρίτο Ράιχ στην
εξουσία» τονίζει ο ιστορικός.