Ο Νίκο Κλο δολοφόνησε ένα άτομο με σκοπό να φάει τη σάρκα του. Εργαζόταν σε νεκροτομείο και χειρουργείο για να κλέβει ανθρώπινη σάρκα και αίμα. Τα όσα αφηγείται προκαλούν ανατριχίλα
Στις αρχές της
δεκαετίας του ’90 η υπόθεση του Νίκο Κλο συγκλόνισε την Γαλλία. Ο 22χρονος συνελήφθη
όταν αποκαλύφθηκε ότι έμπαινε με αντικλείδι σε νεκροτομείο για να φάει ανθρώπινη
σάρκα και να πιεί αίμα. Στο σπίτι του βρέθηκαν κρανία, κόκκαλα και σακούλες με αίμα.
Ο Κλο
ομολόγησε ότι είχε δολοφονήσει τον 34χρονο Τιερί Μπισονιέ για να τον φάει και ο
Τύπος τον αποκάλεσε «Βαμπίρ του Παρισίου» (πάντα το θεωρούσα χαζό, θα πει ο ίδιος).
Καταδικάστηκε
σε 12ετή κάθειρξη αλλά έμεινε στη φυλακή μόλις επτά χρόνια καθώς το δικαστήριο
έκρινε ότι λόγω ψυχιατρικών προβλημάτων δεν μπορούσε να του καταλογίσει πλήρως
την ευθύνη των πράξεων του.
Στα 54 του σήμερα
ο Νίκο Κλο φιλοξενήθηκε στο vidcast «Anything Goes with James English». Μιλώντας
με ανατριχιαστική ειλικρίνεια και ωμότητα για τα όσα έκανε αλλά και όσα
σκεφτόταν, άνοιξε ένα «παράθυρο» στο μυαλό ενός ψυχοπαθούς που έχει αποδεχθεί
ποιος είναι.
Ξεκινώντας μιλάει για τη δύσκολη παιδική του ηλικία αλλά και την πίστη στο ότι είχε μια κλίση στο μακάβριο.
«Γεννήθηκα στο
Καμερούν, ο πατέρας μου ήταν τραπεζίτης και αυτό σημαίνει ότι ταξιδεύαμε πολύ.
Λονδίνο, Γενεύη, Παρίσι. Είχα χαοτική παιδική ηλικία. Από πολύ μικρό με γοήτευε
το μακάβριο. Ο πατέρας μου είχε πολλά βιβλία με τελετές, βουντού κτλ. Ρωτούσα πολλές
ερωτήσεις και ήταν το μοναδικό που μας συνέδεε. Μου έφερνε φωτογραφίες από
ταξίδια του, θυμάμαι τον κήπο της κόλασης στην Ταϊλάνδη. Πιστεύω όμως ότι θα με είχε τραβήξει έτσι κι αλλιώς το
μακάβριο.
Ως παιδί ήμουν
συνεσταλμένος, χωρίς φίλους, μετακομίζαμε συνέχεια. Ήμουν μοναχικός κι ανέπτυξα
μηχανισμούς άμυνας. Ένιωθα απόκληρος. Δεν θυμάμαι καν συμμαθητές μου, ούτε ένα
όνομα. Αυτό λέει πολλά» λέει αρχικά.
Ο Κλο μιλάει για ένα περιστατικό που σημάδεψε για πάντα τη ζωή του και
πιθανότατα έπαιξε μεγάλο ρόλο στο πώς εξελίχθηκε.
«Στα δέκα
μου έπαιζα μπάντμιντον με τον παππού μου. Ξαφνικά έπεσε κάτω, έπαθε εγκεφαλικό
και πέθανε. Στον δρόμο για την κηδεία άκουσα τη μητέρα μου να λέει στη γιαγιά
μου: Τον σκότωσε!
Οι ψυχίατροι
λένε ότι από τότε μου δημιουργήθηκε μια ενοχή αλλά και παράλληλα μια αίσθηση
ότι έχω τη δύναμη να βάλω τέλος σε μια ζωή. Δεν ένιωθα θλίψη. Όταν τον είδα στο
φέρετρο ένιωσα μια παρουσία, σαν να ήταν ο θάνατος δίπλα μου. Από τότε
ακολουθούσα τη σκιά του θανάτου. Ήταν το μοναδικό που είχε σημασία για εμένα,
δεν με άφησε ποτέ. Με αυτό τον τρόπο δεν ένιωθα πια μοναξιά.
Μετά το
σχολείο ανέπτυξα αυτές τις φαντασιώσεις ότι πηγαίνω σε νεκροταφεία. Άσχημα
πράγματα, μοχθηρά. Ένιωθα ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι εχθρός μου. Πλέον
καταλαβαίνω ότι έχω θέση σε αυτό τον κόσμο».
Ο Κλο αποκαλύπτει ακόμα κάτι που ίσως να διαμόρφωσε την ψυχοσύνθεση
του:
«Στα 12 μου
είχα δει αυτό το περιοδικό στο σπίτι του θείου μου. Είχε φωτογραφίες από το
θύμα του Ισέι Σαγκάουα στο νεκροτομείο. Ο Σαγκάουα ήταν ο Ιάπωνας που σκότωσε
και έφαγε μια φοιτήτρια το 1981 στο Παρίσι. Αλληλογραφούσα για δέκα χρόνια μαζί
του.
Ασπρόμαυρες
αλλά πολύ σκληρές φωτογραφίες του σώματος που το είχε κανιβαλίσει. Μεγάλα
κομμάτια κρέατος έλειπαν. Αυτό είχε τεράστια επίδραση σε εμένα. Άρχισα να έχω
αυτές τις φαντασιώσεις να δαγκώνω, να κόβω σάρκα με τα δόντια μου.
Μετά στη Νέα
Υόρκη γνώρισα αυτή την κοπέλα σε ένα μαγαζί με είδη μαύρης μαγείας η οποία με μύησε
στο λεγόμενο blood-play. Σεξ δηλαδή με αίμα.
Εκείνη την
εποχή δούλευα περιστασιακά και σε χειρουργείο. Είχα πρόσβαση λοιπόν και στη
τράπεζα αίματος. Άλλαζα ταμπέλες και κατάφερνα να παίρνω 2-3 σακούλες με αίμα
την εβδομάδα. Ένιωθα ότι με το να πίνω το αίμα άλλων ανθρώπων έπαιρνα δύναμη. Μερικές
γουλιές ήταν αρκετές.
Μιλώντας
για τη δολοφονία και πώς έφτασε να τρώει σάρκα και να πίνει αίμα αφηγείται:
Δούλεψα
πρώτα σε νεκροτομείο στο Παρίσι. Δεν χρειαζόταν κάποια ιδιαίτερη εκπαίδευση. Εκεί
έμαθα να κάνω νεκροψίες, να ντύνω πτώματα, τα πάντα. Στην αρχή ήθελα να γίνω
ταριχευτής αλλά δεν ήταν εύκολο.
Εκεί όμως έπρεπε
να συνεργαστώ με κάποιους αλλά για τόσο μισάνθρωπο σαν κι εμένα ήταν δύσκολο.
Σχεδίαζα πώς θα τους δολοφονήσω. Έμπαινα σε ένα πολύ σκοτεινό μονοπάτι. Υπήρχε
χάος στο μυαλό μου. Εμμονικές σκέψεις που με ακολουθούσαν όλη την ημέρα.
Σκεφτόμουν να σκοτώνω ανθρώπους. Αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο των κατά συρροή
δολοφόνων. Έχω επικοινωνήσει με πολλούς serial killers και μου έχουν πει
το ίδιο. Δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν αυτή την εμμονή να σκοτώσουν.
Για εμένα
ξεκίνησε από παιδί. Στα 12 μου κουβαλούσα μαχαίρια στο σχολείο και σκεφτόμουν
να ακολουθήσω έναν συμμαθητή μου και να τον μαχαιρώσω. Δεν υπήρχε λόγος γι’
αυτό, ήταν η εμπειρία που ήθελα να νιώσω. Καθαρή ψυχοπάθεια. Ξεκινάς με κάποιες
σκέψεις και σταδιακά σε κατακλύζει.
Μετά στο
στρατό σκεφτόμουν να πυροβολήσω κόσμο και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο
σχεδίαζα να ανέβω με ένα όπλο στον πύργο και να ρίχνω στους συμφοιτητές μου. Με
πυροδοτούταν άτομα που δεν συμπαθούσα.
Σταδιακά
έγινε πιο περίπλοκο καθώς οι ορμές γίνονταν όλο και πιο αληθινές. Ήδη στο
νεκροτομείο έκοβα κι έτρωγα μικρά κομμάτια ανθρώπινου κρέατος. Στην αρχή ωμά
επί τόπου και μετά τα έπαιρνα στο σπίτι και τα μαγείρευα με διάφορους τρόπους.
Ο στόχος
μου λοιπόν ήταν να κλείσω ραντεβού με κάποιον, να τον σκοτώσω και να φάω τη
σάρκα του.
Είχα ετοιμάσει
την τσάντα με τα εργαλεία μου. Έκλεισα ένα ραντεβού και μόλις μου άνοιξε την
πόρτα τον πυροβόλησα. Είχα όμως ένα 22άρι και χρειάστηκαν πολλές σφαίρες. Μου
πήρε 15 λεπτά.
Έψαξα το
σπίτι για να βρω κάτι που θα τον ενοχοποιούσε, παιδική πορνογραφία για
παράδειγμα. Έτσι θα πίστευαν ότι είναι μια υπόθεση εκδίκησης. Ξαφνικά όμως άκουσα
βήματα και έφυγα.
Ο οικοδεσπότης ρωτάει τον Κλο για τη γεύση της ανθρώπινης σάρκας.
«Ο κόσμος
με ρωτάει συνέχεια για τη γεύση αλλά το θέμα για εμένα δεν ήταν η γεύση. Επειδή
όλοι επιμένουν θα πω ότι είναι κάτι σαν να τρως άλογο. Τότε εγώ έτρωγα ταρτάρ
αλόγου και μοιάζει πολύ. Για εμένα όμως ήταν το αίσθημα, η έξαψη. Με έφτιαχνε.
Από τα
πτώματα έπαιρνε κυρίως κομμάτια από τους κοιλιακούς και το εσωτερικό των
πλευρών, γιατί δεν φαίνονταν. Ήθελα όμως να δοκιμάσω μυς από την πλάτη αλλά θα
το καταλάβαιναν. Έκανα αίτηση λοιπόν για το νεκροτομείο του δήμου όπου πήγαιναν
πτώματα εγκληματιών κτλ. Δεν μου απάντησαν όμως».
Ο Κλο παραδέχεται ότι σκεφτόταν να συνεχίσει τις δολοφονίες: «Δεν σκεφτόμουν τις επιπτώσεις. Μόλις σκότωσα εκείνο τον τύπο και γύρισα σπίτι σχεδίαζα να το κάνω και πάλι. Ήμουν απογοητευμένος που δεν έκανα όσα ήθελα. Τόσο απλό, είναι μια ορμή. Σκέφτεσαι ότι θα μπορούσε να είναι καλύτερο, ότι κάτι έλειπε. Αναζητούσα κάποιον άλλο».
Για τη σύλληψη του και τη φυλακή τονίζει:
«Με
απέλυσαν από το νεκροτομείο όταν αρνήθηκα να δουλέψω full-time στο χειρουργείο.
Είχα όμως το κλειδί και πήγαινα όταν έλειπα. Σχεδίαζα να πάω ένα πρωί και να τους
σκοτώσω όλους αλλά με συνέλαβαν καθώς άφησα στοιχεία στο νεκροτομείο και
κατάλαβαν ότι πήγαινα εκεί.
Είχα
διαβάσει πολλά βιβλία ψυχιατρικής και ψυχολογίας και ήξερα ότι αν τους πω συγκεκριμένα
πράγματα θα θεωρήσουν ότι δεν είμαι απολύτως υπεύθυνος για όσα έκανα. Τους έλεγα
για παράδειγμα ότι μου μιλούσαν τα πτώματα στο νεκροτομείο, κάτι που δεν ήταν
αλήθεια. Η αλήθεια ήταν ότι ήθελα τη σάρκα και το αίμα. Ήμουν κοινωνιοπαθής.
Καταδικάστηκα
σε 12 χρόνια με μειωμένο καταλογισμό λόγω ψυχιατρικών προβλημάτων. Στη φυλακή
με είχαν πάντα μόνο μου σε κελί. Φοβούνταν ότι θα φάω τον συγκρατούμενο μου. Κάποιες
φορές έπινα το αίμα μου. Μου έστελναν πάρα πολλά γράμματα. Σε κάποια απαντούσα και υπέγραφα με το αίμα μου. Εκεί άρχισα να αλληλογραφώ και με κατά συρροή
δολοφόνους. Για δέκα χρόνια μιλούσα με 30 δολοφόνους. Ένας από αυτούς ήταν και
ο Ρίτσαρντ Ραμίρεζ.
Ο γαλλικός Τύπος τον συνέκρινε με τον Τζέφρι Ντάμερ όμως ο ίδιος τονίζει
ότι υπάρχει μια μεγάλη διαφορά:
«Θυμάμαι
εκείνη την εποχή ότι παρακολουθούσα την υπόθεση του Τζέφρι Ντάμερ αλλά δεν
μπορούσα να ταυτιστώ. Ο Ντάμερ ήταν κοινωνικός, δεν ήταν σαν εμένα. Έβγαινε σε
μπαρ για να βρει θύματα. Ο Τεντ Μπάντι επίσης ήταν πολύ κοινωνικός. Εγώ ήμουν
απολύτως αντικοινωνικός, μοναχικός. Δεν μπορούσα να συνδεθώ με αυτούς τους δολοφόνους,
ήμουν εντελώς διαφορετικός. Όταν επικοινώνησα αργότερα με κατά συρροή δολοφόνους
το επιβεβαίωσα. Ήταν κανονικοί άνθρωποι με κανονικές ζωές κι αυτή την ορμή για
δολοφονία. Δείτε την περίπτωση του ΒΤΚ για παράδειγμα και τη διπλή ζωή που είχε».
Σε ερώτηση για τα κρανία που βρέθηκαν στο σπίτι τους:
«Στα 18 μου
άρχισα να ανοίγω τάφους. Ήθελα τα κρανιά. Να τα έχω στο σπίτι μου. Κάποιες
φορές τους έριχνα αίμα κι έκανα τελετές μαζί τους. Τα γυάλιζα κι είχα φτιάξει
έναν βωμό. Άρρωστο ε;
Περνούσα πολλές
ώρες στα νεκροταφεία. Έμαθα να ανοίγω λουκέτα για να μπαίνω στις κρύπτες.
Καθόμουν εκεί με ένα κερί κι ένα βιβλίο, σαν βαμπίρ. Μου άρεσε η ενέργεια. Μια
φορά έσκαψα τάφο και δεν ήταν καθόλου ευχάριστο».
Μετά την αποφυλάκιση του ο Κλο επιχείρησε να πιάσει και πάλι δουλειά
σε νεκροτομείο:
«Όταν αποφυλακίστηκα
τα μίντια έπεσαν πάνω μου αλλά εγώ ήθελα να κρατήσω χαμηλό προφίλ γιατί σκόπευα
να πιάσω ξανά δουλειά σε νεκροτομείο. Όταν υπάρχει θέληση, υπάρχει τρόπος. Πλαστογράφησα
έγγραφα και μετά από ένα χρόνο βρήκα και πάλι δουλειά σε νεκροτομείο. Με αυτά
τα χαρτιά δούλεψα για πολλά χρόνια. Ήταν θέμα ενέργειας, χρειαζόμουν την ενέργεια
του θανάτου. Δεν έτρωγα σάρκα, ούτε έκλεβα αίμα. Κάποια στιγμή η γαλλική
τηλεόραση έδειξε ένα ντοκιμαντέρ για την περίπτωση μου και με αναγνώρισαν».
Σε ερώτηση για τον σατανισμό αναφέρει:
«Υπάρχουν
πολλά είδη σατανισμού. Εγώ ακολουθούσα τον παραδοσιακό που πιστεύει στον Θεό
και στον σατανά. Πιστεύω στους δαίμονες. Ότι μπορείς να τους πλησιάσεις, να τους
ελέγξεις αλλά και να σε καταλάβουν.
Υπάρχουν
σατανικές σέχτες. Κάποιες το πιστεύουν πραγματικά, κάποιοι το κάνουν ουσιαστικά
για τα όργια. Σε ανώτατο επίπεδο όμως υπάρχουν ομάδες που έχουν μεγάλη επιρροή».
Όσο για τη μετά θάνατο ζωή τονίζει:
Δεν πιστεύω
σε τίποτα. Έχω δουλέψει τόσα χρόνια σε νεκροτομεία και δεν έχω δει απολύτως
τίποτα που να με κάνει να πιστέψω στη μετά θάνατο ζωή. Πολλοί άνθρωποι έχουν
δουλέψει με νεκρούς θα σας πουν το ίδιο. Πιστεύω στο μεταφυσικό αλλά μόνο στην
ενέργεια που έχουν αφήσει άνθρωποι εδώ. Έχω ένα μαχαίρι από το Κονγκό με το
οποίο έκοβαν το λαιμό σε γυναίκες που είχαν απατήσει τους συζύγους τους. Νιώθω
ότι έχει την ενέργεια τους».
Σε ερώτημα ποιος ακριβώς είναι είπε:
Ήμουν ένας κατά
συρροή δολοφόνος υπό κατασκευή. Ο φόνος γίνεται φετίχ, δίνει ένα νόημα στη ζωή
σου. Μια έξαψη που η ζωή δεν μπορεί να σου δώσει. Νιώθεις ότι είσαι πάνω απ’
όλα. Ότι είσαι εσύ εναντίον του κόσμου. Υπάρχουν κι αυτοί που πιστεύουν ότι
έχουν μια αποστολή από τον Θεό και θεωρούν ότι σκοτώνουν για το καλό. Εκείνοι
που εργάζονται στον τομέα της υγείας, οι λεγόμενοι άγγελοι του θανάτου, είναι
μια διαφορετική υπόθεση. Είναι ένα ταξίδι δύναμης. Σαν να είσαι Ρωμαίος
αυτοκράτορας που αποφασίζει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει.
Για τη ζωή του πλέον παραδέχεται ότι δίνει μάχη για να ελέγξει τους δαίμονες
του:
«Όταν όλοι
σε λένε τέρας και στο υπενθυμίζουν συνέχεια δεν υπάρχει θέση για εσένα στην κοινωνία.
Αν σκότωνα ξανά όμως θα τους δικαίωνα. Δεν θέλω να έχουν αυτή τη δύναμη πάνω
μου. Ακόμα είμαι εγώ κατά του κόσμου. Για εμένα είναι μια μάχη ώστε να μην
δικαιώσω αυτούς που με θέλουν πίσω στη φυλακή. Μια μάχη να ελέγξω τους δαίμονες
μου.
Άλλαξα όταν
άρχισα να σκέφτομαι τις επιπτώσεις όχι μόνο σε εμένα αλλά και στην οικογένεια
μου. Είδα τι προκάλεσα και δεν το θέλω ξανά αυτό. Δεν μου δίνει καμία
ικανοποίηση.
Δεν μπορώ
βέβαια να πω ότι έχω και ενσυναίσθηση. Δεν καταλαβαίνω γιατί να σε ενδιαφέρει
κάτι εκτός του κύκλου μου. Δεν νιώθω το αίσθημα της κοινότητας, αδυνατώ να
κατανοήσω εκείνους που στεναχωριούνται για κάτι που έχει γίνει πολύ μακριά.
Με
ικανοποιεί όμως που μεταμορφώθηκα από κάτι χαοτικό και κάτι απρόβλεπτο σε κάτι
θετικό. Μπορώ να μιλήσω με κόσμο που έχει αυτές τις ορμές για φόνο και να τους βοηθήσω να το αντιμετωπίσουν. Τους εξηγώ πως είναι πόλεμος με τον υπόλοιπο
κόσμο. Αν υλοποιήσουν τις φαντασιώσεις θα έχουν νικήσει εκείνοι. Θα σας κλείσουν
για πάντα στη φυλακή. Πρέπει οι φαντασιώσεις να ικανοποιηθούν μέσα από κάτι
άλλο. Ξέρω ότι δεν θα ενταχθώ, θα είμαι πάντα απόκληρος αλλά μπορώ να βοηθήσω
ανθρώπους που είναι σαν κι εμένα».
Κλείνοντας τη συνέντευξη ο Κλο αποκαλύπτει πως πλέον είναι παντρεμένος.

