Ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα όλων των εποχών. Ο πατέρας που σκότωσε τις δύο κόρες του για να εκδικηθεί την πρώην σύζυγο του. Η μητέρα άκουγε σε ζωντανή μετάδοση την εκτέλεση των παιδιών
Τα παιδιά
δεν ήθελαν να πάνε στο ραντεβού με τον πατέρα τους, καθώς μετά απ’ όσα είχαν γίνει
τον φοβούνταν. Ο νόμος όμως υποχρέωνε την μητέρα τους να του τις παραδώσει για την
προκαθορισμένη συνάντηση της εβδομάδας. Η εννιάχρονη Φέιθ γκρίνιαζε και η
εξάχρονη Λίμπερτι κρύφτηκε αλλά η Μαίρη Τζιν Πίρλι τις έπεισε.
Μπήκαν στο
αυτοκίνητο του πατέρα τους και, καθώς αυτό απομακρυνόταν, είχαν κολλήσει τα
πρόσωπα τους στο πίσω τζάμι και χαιρετούσαν τη μητέρα τους.
Ήταν απόγευμα
της 2ας Μαΐου 2001 και σε λίγες ώρες θα
εξελισσόταν ένα από τα φρικτότερα εγκλήματα όλων των εποχών.
Το κτήνος
Ο Τζον Μπατάγκλια
γεννήθηκε το 1955 στην Αλαμπάμα. Ακολούθησε τα βήματα του στρατιωτικού και
κατατάχθηκε στους πεζοναύτες. Γρήγορα όμως αποφάσισε ότι ο στρατός δεν του
ταίριαζε και σπούδασε λογιστής.
Εγκαταστάθηκε
στο Ντάλας του Τέξας όπου γνώρισε τη δικηγόρο Μισέλ Γκέτι με την οποία απέκτησε
μια κόρη, την Κρίστι. Ο Μπατάγκλια ήταν βίαιος και κακοποιητικός. Ένα καταστροφικό
μείγμα κοινωνιοπαθή και ναρκισσιστή.
Όταν η
Γκέτι κατέθεσε αίτηση διαζυγίου και ζήτησε περιοριστικά μέτρα ο Μπατάγκλια
αντέδρασε με οργή. Μιλώντας με ανατριχιαστική χαλαρότητα θα πει για την επίθεση
που έστειλε την Γκέτι στο νοσοκομείο: «Δεν θα το έλεγα επίθεση στη Μισέλ. Την
πλησίασα ενώ περπατούσα στο πεζοδρόμιο και της είπα ότι πρέπει να πάρει αυτό το
μάθημα. Την έπιασα από τον ώμο και τη χτύπησα στο πρόσωπο δύο φορές. Τη πρώτη
στο μάτι και μετά κούνησε το κεφάλι στη λάθος πλευρά και της έσπασα τη μύτη. Έπεσε
κι εγώ έφυγα. Λέει ότι την χτύπησα 20 φορές αλλά ήταν ήδη αναίσθητη όταν έπεσε
στο έδαφος. Με έβαλε στη φυλακή και ήξερε με τα ψέματα που είπε πως μόνο αυτό
θα την έσωζε από το να κάνω τα δόντια της να βγουν από την κωλοτρυπίδα της. Γιατί είναι σκύλα και το άξιζε που την έσπασα στο ξύλο.
Έπρεπε να την έχω σκοτώσει, αφού δεν μπορεί να πάρει ένα μάθημα».
Το 1987 δήλωσε ένοχος για την επίθεση και η τιμωρία του ήταν δύο χρόνια επιτήρησης. Δεν έμεινε ούτε μια μέρα στη φυλακή.
Ο δεύτερος γάμος
Στις αρχές
του 1990 γνώρισε την Μαίρη Τζιν Πίρλι. Παντρεύτηκαν στις 6 Απριλίου 1991 κι
απέκτησαν δύο κόρες, την Φαίθ και τη Λίμπερτι. Για κάποια χρόνια ο Μπατάγκλια φόρεσε
το προσωπείου του καλού οικογενειάρχη. Το 1999 όμως η Πίρλι τον χώρισε λόγω
κακοποίησης. Τα Χριστούγεννα του 1999 ο Μπατάγκλια επισκέφθηκε το σπίτι όπου
ζούσε η Πίρλι και την χτύπησε μπροστά στα τρία παιδιά (την Κρίστι και τις δύο
κόρες τους). Δήλωσε και πάλι ένοχος και η τιμωρία, ήταν για μια ακόμα φορά δύο
χρόνια επιτήρησης.
Η Πίρλι
κατέθεσε άμεσα αίτηση διαζυγίου το οποίο βγήκε τον Αύγουστο του 2000. Ο
Μπατάγκλια συνέχισε να την απειλεί με αποτέλεσμα η πρώην πλέον σύζυγος του να
ζητήσει τη φυλάκιση του και να χάσει το δικαίωμα να βλέπει τα παιδιά χωρίς τη
συνοδεία τρίτου ατόμου.
Η Πίρλι
απέδειξε ότι ο Μπατάγκλια έχει παραβιάσει τους όρους της επιτήρησης και την
Πρωτομαγιά ο υπεύθυνος αστυνομικός τον πήρε τηλέφωνο ενημερώνοντας τον πως θα
φυλακιστεί. «Δώστε μου μια μέρα να δω τα παιδιά και θα έρθω» του απάντησε ο
Τζον Μπατάγκλια.
Το έγκλημα
Το απόγευμα
της 2ας Μαΐου ο Μπατάγκλια πήρε τις δύο κόρες του. Θεωρητικά θα πήγαιναν για
φαγητό σε ένα κοντινό mall. Αυτός όμως της πήγε
στο διαμέρισμα του.
Τηλεφώνησε
στην Πίρλι κι ανάγκασε τη Φέιθ να της πει: «Γιατί θέλεις ο μπαμπάς να πάει στη
φυλακή;». Στη συνέχεια η Πίρλι άκουσε την κόρη της να φωνάζει: «Όχι μπαμπά. Σε
παρακαλώ όχι. Μην το κάνεις».
Με την πρώην
σύζυγο του στη γραμμή ο Τζον Μπατάγκλια πυροβόλησε και σκότωσε τις δύο κόρες τους.
Η Φέιθ προσπάθησε να ξεφύγει και την πέτυχε όταν ήταν κοντά στην πόρτα. Την
Λίμπερτι την πυροβόλησε ενώ προσπαθούσε να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι. Ενώ
ψυχορραγούσαν τις εκτέλεσε με μια σφαίρα στο κεφάλι. Η Φέιθ είχε δεχθεί
συνολικά τρεις πυροβολισμούς και η Λίμπερτι πέντε. Βρέθηκαν και οι δύο ανάσκελα
μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Στη
συνέχεια ο Μπατάγκλια πήρε το ακουστικό και είπε στην πρώην σύζυγο του: Merry fucking Christmas (Καλά γαμημένα Χριστούγεννα).
Αναφερόταν
στην επίθεση του τα Χριστούγεννα του 1999 και τη μήνυση που του είχε κάνει.
Σε
αλλόφρων κατάσταση η μητέρα των κοριτσιών έκλεισε το τηλέφωνο και επικοινώνησε
με την αστυνομία. Πριν φύγει από το διαμέρισμα ο Μπατάγκλια άφησε ένα μήνυμα
στον τηλεφωνητή του: «Καλή νύχτα μικρά μου μωρά. Ελπίζω να αναπαύεστε σε ένα
διαφορετικό μέρος. Σας αγαπώ. Ελπίζω να μην είχατε καμία σχέση με τη μητέρα σας.
Ήταν μοχθηρή, κακιά και ηλίθια. Θα είστε ελεύθερες από αυτή. Σας αγαπώ παρά
πολύ. Ήσασταν πολύ γενναία κορίτσια. Πολύ γενναία. Λίμπερτι ήσουν τόσο γενναία.
Σε αγαπώ τόσο πολύ. Αντίο».
Μετά το
διπλό έγκλημα ο Μπατάγκλια βγήκε με μια φίλη του για ποτό και στη συνέχεια πήγε
κι έκανε ένα τατουάζ στο αριστερό του χέρι. Τριαντάφυλλα τυλιγμένα με
συρματόπλεγμα. Λίγες ώρες μετά θα εντοπιστεί και θα συλληφθεί, αφού πρώτα
επιτέθηκε στους αστυνομικούς. Στο διαμέρισμα του βρέθηκαν τα πτώματα των δύο
κοριτσιών και 16 όπλα.
Μιλώντας σε
συνέντευξη που έδωσε μέσα από τη φυλακή θα πει:
«Προσπάθησα
να είμαι καλός πατέρας για την Λίμπερτι και τη Φέιθ. Όταν η Μαίρη Τζιν έκανε
αίτηση διαζυγίου ήξερα ότι θα με προδώσει. Αυτή η προδοσία πιθανότατα θα μας οδηγούσε
όλους στον θάνατο.
Η μητέρα τους
τα έστειλε να μου πουν ότι θα πάω στη φυλακή κι έμαθα ότι μου αφαιρέθηκε το
δικαίωμα να έχω όπλο.
Λένε ότι η
Λίμπερτ και η Φέιθ πέθανε από πυροβολισμούς. Δεν θυμάμαι πολλά. Πιστεύω ότι δεν
σκότωσα τις κόρες μου βασικά. Δεν θεωρώ ότι δεν ήταν οι βιολογικές μου
κόρες αλλά μόνο νομικά. Υπάρχει αυτή η διάκριση. Νομίζω ότι ήμουν και υπό την επήρεια
ναρκωτικών όταν το έκανα.
Μετανιώνω
για το πώς επηρέασαν αυτοί οι θάνατοι την άλλη κόρη μου, την Κρίστι αλλά
φαντάζομαι ότι η ζωή της πρώην συζύγου μου επηρεάστηκε επίσης.
Θυμάμαι ότι
τη νύχτα που με συνέλαβαν έκανα τατουάζ στο χέρι μου τα τριαντάφυλλα. Λατρεύω τα τριαντάφυλλα».
Εις θάνατον
Η δίκη του
ξεκίνησε στις 22 Απριλίου 2002. Η δικηγόροι του υποστήριξαν ότι δεν πρέπει να
του επιβληθεί η θανατική ποινή γιατί ήταν διπολικός. Στις 30 Απριλίου όμως το
σώμα των ενόρκων τον καταδίκασε σε θάνατο. Μέσω εφέσεων και αίτημα για
ψυχιατρική επαναξιολόγηση οι δικηγόροι του Μπαντάγλια κατάφεραν να αναβάλουν
την εκτέλεση δύο φορές. Τη δεύτερη μόλις έξι ώρες πριν πραγματοποιηθεί. Σε
συνέντευξη που έδωσε, όταν τον ρώτησαν αν είναι τρελός, θα πει: ««Όχι δεν
πιστεύω ότι είμαι τρελός. Αλλά και πάλι αυτό το είναι Catch-22 γιατί
αν πράγματι ήμουν τρελός πιθανότατα δεν θα ήμουν τρελός». Νομίζω ότι έτσι πάει,
τουλάχιστον στην εκδοχή του Τζόσεφ Χέλερ (συγγραφέας του βιβλίου Catch-22)».
Στις 31
Οκτωβρίου 2017 εκδόθηκε ένταλμα και ορίστηκε η 1η Φεβρουαρίου 2018
ως η ημέρα εκτέλεσης. «Έχω σκεφτεί την τελευταία μου μέρα. Ίσως να κρατάω μια
φωτογραφία του Τσάρλτον Ίστον και να φωνάξω ότι πρέπει να παλέψουμε για το δικαίωμα
της οπλοκατοχής, ίσως να φωνάξω ψηφίστε Τραμπ, ίσως να πω κάτι προσβλητικό για
την πρώην σύζυγο μου. Θα είναι περίεργο αλλά δεν νομίζω ότι θα με τρομάξει. Τι έχω
να φοβηθώ, ξέρω τι θα συμβεί. Εκτός αν τηλεφωνήσουν την τελευταία στιγμή και
πουν όχι μην το κάνετε. Τότε θα σκεφτώ: Γαμώτο πρέπει να το ξαναπεράσω όλο αυτό».
Η εκτέλεση
Το πρωινό της
1ης Φεβρουαρίου 2018 έφτασε η ώρα της εκτέλεσης της ποινής. Η Μαίρη
Τζιν Πίρλι ήταν εκεί. Όταν την είδε ο Μπατάγκλια είπε «Μάλιστα, γεια Μαίρη Τζιν»
και γυρνώντας προς τον φύλακα τόνισε «Θα σας δω όλους αργότερα. Αντίο. Προχώρα
σε παρακαλώ».
Αφού
ξάπλωσε στο κρεβάτι και τον έδεσαν του έγινε η ένεση με το θανατηφόρο κοκτέιλ
φαρμάκων. Άνοιξε τα μάτια και είπε «Είμαι ακόμα ζωντανός;» και λίγο μετά «Ω, να
το νιώθω». Η αναπνοή του σταμάτησε στις 09:40 τοπική ώρα.
Το έγκλημα του Τζον Μπατάγκλια θεωρείται ένα από το πιο φρικτά όλων των εποχών. Ένας πατέρας που εκτελεί τα δύο του κορίτσια για να εκδικηθεί τη σύζυγο του. Στην τελευταία του συνέντευξη θα πει: «Χρειαζόμαστε έναν καλό φασίστα. Μην φοβάστε τη βία, είναι καλή για εσάς. Τρία πράγματα αποτελούν την ύπαρξη μας. Η τέχνη, το γαμήσι και η δολοφονία».


