Όταν ο αυτοκράτορας Χιροχίτο έβαλε την Ιαπωνία στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η νίκη ήταν κάτι αυτονόητο για τον ιαπωνικό λαό. Ο στρατός της χώρας αποτέλεσε ακραίο παράδειγμα προσήλωσης, πείσματος και αυτοθυσίας σε βαθμό παράνοιας με σκοπό να δικαιώσει την επιλογή του... θεού του. Όσες ιστορίες όμως κι αν έχουμε ακούσει για καμικάζι που εφορμούσαν σε αμερικάνικα καράβια, για ακούραστους υπερασπιστές οχυρωμάτων και για χαρακίρι στο όνομα της τιμής καμία δεν πλησιάζει αυτή του Χίρου Ονόντα. Ο "Μεγάλος Πόλεμος" για τον Ιάπωνα αξιωματικό κράτησε 29 χρόνια παραπάνω και σε αντίθεση με τη χώρα του, αυτός δεν παραδόθηκε ποτέ. Συνέχισε να πολεμά περιμένοντας τη διαταγή που θα τον απάλλασσε από τα καθήκοντα του.
Δεν θα παραδοθείς...
Σε ηλικία 20 ετών ο υπάλληλος εμπορικής εταιρίας Χίρου Ονόντα κλήθηκε στον αυτοκρατορικό ιαπωνικό στρατό. Εκπαιδεύτηκε στη συλλογή πληροφοριών, τον ανταρτοπόλεμο και το σαμποτάζ. Στις 26 Δεκεμβρίου 1944 μετατέθηκε στο νησί Λουμπάνγκ των Φιλιππινών με μια ξεκάθαρη εντολή από τον διοικητή του Γιοσίμι Τανιγκούτσι. "Σου απαγορεύεται να σκοτωθείς από το δικό σου χέρι. Μπορεί να πάρει τρία χρόνια, μπορεί πέντε αλλά ό,τι κι αν συμβεί θα επιστρέψουμε για εσένα. Μέχρι τότε, ακόμα και αν έχεις έναν στρατιώτη, θα συνεχίζεις να τον οδηγείς. Μπορεί να χρειαστεί να ζεις με καρύδες. Αν συμβεί αυτό θα ζεις με καρύδες. Σε καμία περίπτωση δεν θα παραδώσεις τη ζωή του εθελοντικά" ήταν η διαταγή και ο Ονόντα δεν την ξέχασε ποτέ.
Στο Λουμπάνγκ ο Ονόντα ενσωματώθηκε σε μια ομάδα που βρισκόταν ήδη στο νησί και γρήγορα κατάλαβε πως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Οι ανώτεροι του εκεί δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει δολιοφθορές σε στόχους (το λιμάνι και το αεροδρόμιο). Στις 28 Φεβρουαρίου του 1945 ο στρατός των συμμάχων αποβιβάστηκε στο νησί και η ιαπωνική ομάδα διασπάστηκε σε γκρουπ των 3-4 ατόμων που κρύφτηκαν στην ζούγκλα.
Η Ιαπωνία δεν γίνεται
να ηττηθεί
Τα περισσότερα γκρουπ εξολοθρεύθηκαν αλλά αυτό του Ονόντα, που αποτελούταν από αυτόν και τους Γουίτσι Ακάτσου, Σιότσι Σιμάντα και Κινσίτσι Κοζούκα, επιβίωσε. Συνέχισαν λοιπόν την δράση τους με δολιοφθορές και σαμποτάζ ενώ έτρωγαν φρούτα και προμήθειες που έκλεβαν από αγρότες της περιοχής. Τον Οκτώβριο του 1945 αφού είχαν σκοτώσει μια αγελάδα σε μια φάρμα βρήκαν ένα φυλλάδιο που έλεγε ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει στις 15 Αυγούστου και τους καλούσε να κατέβουν από το βουνό. Αφού το συζήτησαν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατο η Ιαπωνία να έχει χάσει τόσο σύντομα. Συνέχισαν τη δράση τους ενώ μήνες αργότερα ένα αεροπλάνο έριξε φυλλάδια στην ζούγκλα. Το κείμενο που έφερε την υπογραφή του στρατηγού Γιαμασίτα τους ζητούσε να παραδοθούν. Το θεώρησαν ψεύτικο και με το σκεπτικό «Αν η Ιαπωνία κέρδιζε θα έρχονταν να μας πάρουν, η Ιαπωνία δεν γίνεται να χάσει, οπότε ο πόλεμος συνεχίζεται» απέρριπταν όσες προσπάθειες έγιναν με νέα φυλλάδια που είτε είχαν εικόνες από ιαπωνικές εφημερίδες με τα νέα της ήττας είτε φωτογραφίες και γράμματα από οικογένειες στρατιωτών.
Κάποτε ήταν ένας μόνος του
Η ομάδα συνέχισε να μάχεται και όταν 2-3 φορές δέχθηκαν πυρά πλέον σιγουρεύτηκαν ότι ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει. Την ίδια ώρα οι ντόπιοι ζήτησαν από την Ιαπωνία να στείλει μια ομάδα για να τους εντοπίσει και να βάλει τέλος στη δράση τους. Η ομάδα έφτασε στο νησί αλλά δεν κατάφερε να τους βρει καθώς τους θεώρησαν πράκτορες και κρύφτηκαν πιο βαθιά στη ζούγκλα. Τελικά μετά από πέντε χρόνια ανταρτοπολέμου ήρθε η πρώτη απώλεια με τον Ακάτσου να αποφασίζει να παραδοθεί. Αφού περιπλανήθηκε έξι μήνες στη ζούγκλα τελικά βγήκε σε ένα χωριό και παραδόθηκε. Οι υπόλοιποι θεώρησαν ότι ο Ακάτσου συνελήφθη και έγιναν ακόμα πιο προσεκτικοί. Στις 7 Μαΐου του 1954 ο Σιμάντα σκοτώνεται από πυρά μιας ομάδας που προσπαθούσε να τους εντοπίσει. Έτσι μένουν μόνο δύο, ο Ονόντα και ο Κοζούκα. Για 17 ακόμα χρόνια συνεχίζουν τις δολιοφθορές και τις επιθέσεις στα εχθρικά στρατεύματα. Τον Οκτώβριο του 1972 στην προσπάθεια τους να κάψουν μια σοδειά ρυζιού ο Κοζούκα σκοτώνεται σε ανταλλαγή πυρών με αστυνομικούς των Φιλιππινών και ο Ονόντα απομένει μόνος του.
Ο Ονόντα πριν το
πάντα και τον Απαίσιο Χιονάνθρωπο
Μετά το περιστατικό αυτό η Ιαπωνία στέλνει και πάλι ομάδα να τον βρει αλλά και πάλι αποτυγχάνουν, Ο Ονόντα συνεχίζει την αποστολή του. Ο κόσμος ξεχνάει τον Ιάπωνα έως το 1974 όταν ένας φοιτητής, ο Νόριο Σουζούκι ξεκινάει ένα ταξίδι στο κόσμο για να «να ψάξει να βρει «τον υπολοχαγό Ονόντα, ένα πάντα και τον Απαίσιο Χιονάνθρωπο, μ' αυτή τη σειρά» όπως είπε στους φίλους του. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ο Σουζούκι καταφέρνει το απίστευτο. Εντοπίζει τον Ονόντα και προσπαθεί να τον πείσει ότι ο πόλεμος τελείωσε και πρέπει να παραδοθεί. Αυτός όμως επιμένει και του λέει πως μόνο ο διοικητής του μπορεί να του δώσει τέτοια εντολή.
Βλέποντας ότι ο Ονόντα είναι αμετάπειστος επιστρέφει στην Ιαπωνία με φωτογραφίες του χαμένου αξιωματικού. Η κυβέρνηση εντοπίζει τον διοικητή του Ονόντα, ταγματάρχη Τανιγκούτσι, που πλέον είναι βιβλιοπώλης και στις 9 Μαρτίου 1974 τον στέλνει στο Λουμπάνγκ. Όταν ο Τανιγκούτσι του λέει τα νέα ο Ονόντα είναι συντετριμμένος. Για 29 χρονιά έδινε έναν πόλεμο που είχε τελειώσει, είχε σκοτώσει περίπου 30 άτομα θεωρώντας τους εχθρούς, είχε τραυματίσει πάνω από 100 και είχε προξενήσει μεγάλες καταστροφές.
Αλήθεια τελείωσε τριάντα χρόνια πριν;
"Ξαφνικά όλα έγιναν μαύρα. Μια καταιγίδα σηκώθηκε μέσα μου. Ένιωσα βλάκας που ήμουν τόσο προσεκτικός μέχρι τώρα. Το χειρότερο, τι έκανα όλα αυτά τα χρόνια; Σταδιακά η καταιγίδα καταλάγιασε και για πρώτη φορά κατάλαβα. Τα τριάντα μου χρόνια ως αντάρτης του Ιαπωνικού στρατού τελείωσαν απότομα. Αυτό ήταν το τέλος. Τράβηξα το κλείστρο στο όπλο μου και έβγαλα της σφαίρες. Έβγαλα το σακίδιο που πάντα κουβαλούσα και έβαλα το όπλα πάνω. Είναι αλήθεια ότι δεν θα χρησιμοποιήσω πάλι το όπλο μου που το γυάλιζα και το πρόσεχα σαν μωρό όλα αυτά τα χρόνια; Ή το όπλο του Κοζούκα που είχε κρύψει; Αλήθεια τελείωσε τριάντα χρόνια πριν; Αν έγινε έτσι γιατί πέθαναν ο Σιμάντα και ο Κοζούκα; Αν αυτό που συνέβη ήταν αλήθεια, δεν θα ήταν καλύτερα να έχω πεθάνει μαζί τους;» γράφει ο Ονόντα για τη στιγμή που έμαθε ότι ο πόλεμος τελείωσε.
Τελικά 29 χρόνια (10 Μαρτίου 1975) μετά τη λήξη του πολέμου ο υπολοχαγός Ονόντα σε ηλικία 52 ετών βγαίνει από την ζούγκλα φορώντας ακόμη τη στολή του (την οποία είχε καταφέρει να διατηρήσει σε καλή κατάσταση) και φέροντας το ξίφος του. Το τουφέκι του (Αρισάκα τύπου 99) ήταν ακόμα λειτουργικό, ενώ είχε απόθεμα από 500 σφαίρες, αρκετές χειροβομβίδες και το μαχαίρι που του είχε δώσει η μητέρα του το 1944. «Μου είχε πει να αυτοκτονήσω με αυτό αν με αιχμαλώτιζαν» θα αποκαλύψει.
Επτά μήνες μετά σε παρόμοια κατάσταση θα βρεθεί στην Ινδονησία και ο Τερουό Νακαμούρα ο οποίος όμως δεν είχε καμία στρατιωτική δράση για πολλά χρόνια.
Οι άντρες δεν πρέπει
να παραδίδονται ποτέ
Η Ιαπωνία τον υποδέχεται σαν ήρωα ενώ στις Φιλιππίνες ο πρόεδρος Φερντινάντο Μάρκος του δίνει χάρη για τα όσα έκανε. Πληρώνεται κανονικά από τον στρατό για τα 30 χρόνια που έμεινε κρυμμένος στην ζούγκλα και γράφει μια αυτοβιογραφία (No Surrender: My Thirty-Year WarNo Surrender) που έγινε μπεστ-σέλερ. Τον Απρίλιο του 1975 ακολούθησε το παράδειγμα του Ταντάο του μεγαλύτερου αδελφού του, και μετακομίζει στη Βραζιλία όπου ασχολείται με την εκτροφή βοοειδών. Για πολλά χρόνια πηγαινοέρχεται μεταξύ Βραζιλίας και Ιαπωνίας.
Το 1984 μετά την ανάγνωση ενός άρθρου, για μια έφηβη από την Ιαπωνία η οποία είχε δολοφονήσει τους γονείς της, ο Ονόντα επιστρέφει στην Ιαπωνία και ιδρύει το OnodaShizen Juku (Φυσικό Σχολείο Ονόντα). Το 1996 γύρισε στο νησί Λουμπάγκ δωρίζοντας 10.000 δολάρια για το τοπικό σχολείο. Πολλές φορές ρωτήθηκε για το αν νιώθει ότι πρέπει να απολογηθεί στις οικογένειες των ανθρώπων που σκότωσε ενώ ο πόλεμος είχε τελειώσει. Απέφευγε το θέμα και τόνιζε: «Οι άντρες δεν πρέπει να παραδίδονται ποτέ, εγώ δεν το κάνω πότε. Θα το μισούσα να χάσω».
Παρότι ο ίδιος δήλωνε ότι δεν του άρεσε η πολιτική έγινε είδωλο για τους εθνικιστές και τους ακροδεξιούς της Ιαπωνίας. Μάλιστα η σύζυγος του Μάτσι εκμεταλλεύτηκε τη φήμη του και έγινε πρόεδρος Ένωσης Γυναικών που ίδρυσε η ακροδεξιά ομάδα Nippon Kaigi.
Στις 16 Ιανουαρίου 2014, σε ηλικία 91, ετών πέθανε σε νοσοκομείο του Τόκιο. Για πάντα θα αποτελεί ένα ακραίο παράδειγμα προσήλωσης αλλά και φαινόμενο επιβίωσης κάτω από τόσο αντίξοες συνθήκες.