Ο καταδικασμένος έρωτας των κρεματορίων του Άουσβιτς



Η συγκλονιστική ιστορία μιας αγάπης που άνθισε ανάμεσα στο θάνατο που βασίλευε στο Άουσβιτς και κατάφερε να επιβιώσει 75 χρόνια μετά


Στο στρατόπεδο του Άουσβιτς για πέντε ατελείωτα χρόνια λίγα πράγματα θύμιζαν ότι υπήρχαν άνθρωποι τριγύρω. Η αγριότητα και ο θάνατος επισκίαζε τα πάντα και τα ανθρώπινα συναισθήματα έπρεπε να θαφτούν βαθιά για να μπορέσει κανείς να επιβιώσει. Όμως, η αγάπη μπορεί να ανθίσει παντού ακόμα και σε ένα τέτοιο μέρος και τότε η δύναμή της είναι καταλυτική. Αυτή είναι η ιστορία του Νταβίντ και της Έλεν, δύο ανθρώπων που γνώρισαν όλη τη θηριωδία των Ναζί, αλλά μπόρεσαν να επιβιώσουν και να γράψουν μια ιστορία αγάπης με γλυκόπικρο τέλος και μοναδική δύναμη.

Ο Νταβίντ

Ο Εβραίος Νταβίντ Βίσνια ήταν ανήλικος ακόμα όταν έφτασε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Αμέσως του ανατέθηκε εργασία στο «τμήμα πτωμάτων». Η δουλειά του ήταν να μαζεύει από τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα όσους συγκρατούμενούς του έπεφταν πάνω σε αυτά θέλοντας να δώσουν τέλος στο βασανιστήριο των Ναζί. Ο Νταβίντ έπρεπε να σύρει τα πτώματα σε ένα από τα κτίρια του στρατοπέδου απ’ όπου στη συνέχεια τα φόρτωναν σε φορτηγά και τα «εξαφάνιζαν».

Ωστόσο, πολύ σύντομα έγινε γνωστό στο στρατόπεδο ότι ο Νταβίντ ήταν ταλαντούχος τραγουδιστής. Οι Ναζί στρατιώτες λάτρευαν να τον ακούνε και να τους διασκεδάζει και έτσι η μεταχείρισή του ήταν ελαφρώς καλύτερη από των υπολοίπων κρατουμένων. Σύντομα τον μετέφεραν στο τμήμα του στρατοπέδου, το οποίο ονομαζόταν «Σάουνα». Εκεί απολύμανε τα ρούχα των ανθρώπων που έφταναν καθημερινά χρησιμοποιώντας το ίδιο αέριο που χρησιμοποιούνταν και στους θαλάμους αερίων για να σκοτώνουν τους νεοαφιχθέντες, το Ζάικλον Β.

Τη μέρα που συνάντησε την Έλεν ήταν 17 ετών.

Η Έλεν

Η Έλεν Σπίτζερ, ή αλλιώς Ζίπι όπως την αποκαλούσαν οι δικοί της, ήταν από τις πρώτες γυναίκες Εβραίες που έφτασε στο Άουσβιτς τον Μάρτιο του 1942. Έφτασε στο στρατόπεδο από την Σλοβακία, όπου μόλις είχε αποφοιτήσει από μια τεχνική σχολή και θεωρείται ότι ήταν μια από τις πρώτες γυναίκες της χώρας που πήρε πτυχίο ως γραφίστρια. Όμως, στο Άουσβιτς ήταν μια ακόμα από τις 2.000 νεαρές γυναίκες που οδηγούνταν στο αφανισμό.

Αρχικά, της ανατέθηκαν εργασίες κατεδάφισης στο μικρότερο υπό-στρατόπεδο του Μπιρκενάου. Επρόκειτο για μια από τις πιο εξοντωτικές εργασίες και η Έλεν ήταν συνεχώς υποσιτισμένη, ενώ έπρεπε να παλεύει με τον τύφο, την μαλάρια και την διάρροια. Αυτό τελικά που την έσωσε ήταν μια καμινάδα, η οποία κατέρρευσε πάνω της. Ούτε αυτή δεν μπόρεσε να την σκοτώσει, ωστόσο την τραυμάτισε σοβαρά στην πλάτη. Μέσα από τις γνωριμίες που είχε κάνει , χάρη στην ικανότητά της να μιλά γερμανικά, τις γνώσεις της στη γραφιστική και από καθαρή τύχη, η Έλεν μπόρεσε τελικά να μετατεθεί σε μια δουλειά γραφείου.

Αρχικά, η δουλειά της ήταν να αναμειγνύει κόκκινο χρώμα σε σκόνη με βερνίκι και να ζωγραφίζει μια κόκκινη γραμμή στις φόρμες των γυναικών κρατουμένων. Ωστόσο, σύντομα απέκτησε κι άλλες αρμοδιότητες και άρχισε να καταγράφει όλες τις αφίξεις γυναικών στο στρατόπεδο, όπως ανέφερε η ίδια σε μια μαρτυρία της το 1946 στον ψυχολόγο Ντάβιντ Μπόντερ.

Το 1943 δούλευε μαζί με μια άλλη Εβραία γυναίκα σε ένα γραφείο όπου ήταν υπεύθυνη για την οργάνωση των αρχείων των Ναζί, ενώ κατέγραφε το μηνιαίο πλάνο εργασιών των υπόλοιπων κρατούμενων. Οι νέες της αυτές αρμοδιότητες της έδιναν μεγαλύτερη ελευθερία. Μπορούσε συχνά να κάνει μπάνιο και δεν χρειαζόταν να φορά το κλασικό περιβραχιόνιο με το αστέρι του Δαυίδ. Μάλιστα, χάρη στις γραφιστικές της γνώσεις μπόρεσε να φτιάξει ένα τρισδιάστατο μοντέλο του στρατοπέδου, ενώ βρήκε τρόπο να επικοινωνεί με τον αδερφό της που είχε μείνει πίσω στην Σλοβακία μέσα από κωδικοποιημένες καρτ ποστάλ.

Ωστόσο, η Έλεν δεν συνεργάστηκε ποτέ με τους Ναζί, ούτε ανέλαβε ποτέ να εποπτεύει τους άλλους κρατούμενους και να τους καταδίδει αν έκαναν κάτι αντίθετο στους κανόνες. Αντίθετα, πολλές φορές χρησιμοποίησε τη θέση της για να αλλάξει τα αρχεία και να βοηθήσει κρατούμενους αναθέτοντάς τους ελαφρύτερες εργασίες από αυτές που είχαν επιλέξει οι Ναζί ή να τους σώσει από το θάνατο. Συνεργαζόταν ακόμα με αντιστασιακές οργανώσεις αποκαλύπτοντας σημαντικές πληροφορίες.

Τη μέρα που συνάντησε τον Νταβίντ ήταν 25 ετών.

Ο Νταβίντ και η Έλεν

Ο Νταβίντ είδε για πρώτη φορά την Έλεν στα κρεματόρια του Άουσβιτς το 1943. Στην πραγματικότητα αυτή τον είχε δει πρώτη και είχε ζητήσει από έναν συγκρατούμενό τους και κοινό τους γνωστό να τους συστήσει. Ο Νταβίντ λέει ότι η Έλεν έμοιαζε σα να μην ήταν από εκείνο το μέρος. Ήταν πολύ καθαρή και περιποιημένη, φορούσε παλτό και μύριζε πολύ ωραία. Ακόμα πιο περίεργο ήταν το γεγονός ότι μια γυναίκα βρισκόταν εκτός της γυναικείας περιοχής του στρατοπέδου και μιλούσε με έναν άντρα κρατούμενο.

Πριν μπορέσει να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Νταβίντ διαπίστωσε ότι είχαν μείνει μόνοι τους και όλοι οι υπόλοιποι κρατούμενοι που πριν λίγο βρίσκονταν γύρω τους είχαν εξαφανιστεί. Οι δυο τους κανόνισαν να συναντηθούν ξανά μια εβδομάδα μετά στους στρατώνες μεταξύ των κρεματορίων 4 και 5.

Η μέρα έφτασε και η Έλεν είχε φροντίσει να δημιουργήσει μια αυτοσχέδια «σκάλα» από ρούχα κρατούμενων. Ο Νταβίντ σκαρφάλωσε και βρήκε την Έλεν σε έναν ευρύχωρο μέρος μεταξύ εκατοντάδων ρούχων αρκετό για να χωρέσει τους δυο τους. «Δεν είχα καμία ιδέα για το τι, το πότε, το πού. Αυτή μου έμαθε τα πάντα», θυμάται σήμερα ο Νταβίντ στα 93 του χρόνια.

Ήταν η πρώτη φορά από δεκάδες που θα ακολουθούσαν ακόμα μέχρι να τελειώσει ο εφιάλτης. Συναντιούνταν στο γνωστό σημείο μια φορά τον μήνα και παρά τον φόβο που ένιωθαν μήπως τους ανακαλύψουν ανυπομονούσαν κάθε φορά για την επόμενη συνάντηση.

Λίγο πιο μακριά, οι συγκρατούμενοί τους κρατούσαν τσίλιες, με αντάλλαγμα τρόφιμα που τους έφερνε η Έλεν, για την περίπτωση που κάποιος στρατιώτης των Ναζί πλησιάσει. Για πολλούς μήνες, αυτές οι συναντήσεις ήταν η μοναδική διαφυγή από την απόλυτη παράνοια και τον θάνατο που κυριαρχούσε γύρω τους.

Στις συναντήσεις τους που κρατούσαν από μισή ως μια ώρα δεν μιλούσαν πολύ. Όταν όμως μιλούσαν ο καθένας θυμόταν το παρελθόν του. Ο Νταβίντ της αποκάλυψε ότι ο πατέρας λάτρευε την όπερα και του μετέδωσε την αγάπη για το τραγούδι. Όλη του η οικογένεια όμως είχε χαθεί στο γκέτο της Βαρσοβίας. Η Έλεν αγαπούσε και αυτή την μουσική, ενώ έπαιζε πιάνο και μαντολίνο. Σε μια από τις συναντήσεις τους του έμαθε ένα αγαπημένο της ουγγρικό τραγούδι που ο Νταβίντ δεν ξέχασε ποτέ.

Παρά τον θάνατο που κάλυπτε τα πάντα, οι δυο τους δεν σταμάτησαν να ονειρεύονται. Σχεδίαζαν να επιβιώσουν και να χτίσουν μαζί μια νέα ζωή, όταν θα τελείωναν όλα αυτά. Ένα απόγευμα του 1944 κατάλαβαν ότι πιθανότατα συναντιούνταν για τελευταία φορά. Οι πληροφορίες για το τέλος των Ναζί ήταν όλο και πιο έντονες και οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου είχαν ήδη ξεκινήσει να εξαφανίζουν τα αποδεικτικά στοιχεία για τις φρικαλεότητές τους, ενώ μετέφεραν αλλού τους περισσότερους κρατούμενους. Ο Νταβίντ και η Έλεν ήξεραν ότι θα χωριστούν ωστόσο συμφώνησαν να συναντηθούν μετά το τέλος του πολέμου σε ένα δημοτικό κέντρο της Βαρσοβίας. Ήταν μια υπόσχεση που έδωσαν και οι δύο.

Τελικά, θα περνούσαν 72 χρόνια πριν καταφέρουν να βρεθούν ξανά.

Τα ταξίδι του Νταβίντ

Πρώτος έφυγε από το στρατόπεδο ο Νταβίντ σε μια από τις τελευταίες μεταφορές κρατουμένων από το Άουσβιτς. Μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Νταχάου τον Δεκέμβριο του 1944. Κατά τη διάρκεια μιας πεζοπορίας θανάτου από το Νταχάου βρήκε μπροστά του ένα φτυάρι. Το πήρε και χτύπησε έναν φρουρό των SS και άρχισε να τρέχει. Την επόμενη μέρα κρυβόταν σε έναν στάβλο, όταν άκουσε τανκ να πλησιάζουν. Πίστευε ότι ήταν οι Ρώσοι, αλλά όταν βγήκε από την κρυψώνα του ανακάλυψε ότι ήταν Αμερικάνοι.

Ο Νταβίντ δεν μπορούσε να πιστέψει την τύχη του. Από όταν ήταν 10 ετών ονειρευόταν να τραγουδήσει στην όπερα της Νέας Υόρκης. Μάλιστα, πριν από τον πόλεμο είχε γράψει ένα γράμμα στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Φραγκλίνο Ρούσβελτ στο οποίο ζητούσε ειδική βίζα για να μπορέσει να σπουδάσει στην χώρα. Οι δύο αδερφές της μητέρας του ζούσαν στο Μπρονξ από το 1930 και ο ίδιος είχε απομνημονεύσει την διεύθυνσή τους. Όσο ζούσε στο Άουσβιτς η διεύθυνση αυτή και η ελπίδα για ένα ταξίδι στην Αμερική είχε γίνει η καθημερινή του προσευχή που τον βοηθούσε να επιβιώσει.

Οι στρατιώτες της 101ης μοίρας αλεξιπτωτιστών μόλις άκουσαν την ιστορία του σε ένα μείγμα σπασμένων αγγλικών, γερμανικών, γίντις και πολωνικών ενθουσιάστηκαν και σχεδόν τον «υιοθέτησαν». Του έδωσαν φαγητό, μια αμερικανική στολή και ένα όπλο, το οποίο του έμαθαν πώς να το χρησιμοποιεί. Εκείνη την στιγμή αποφάσισε ότι θα άφηνε για πάντα πίσω του την Ευρώπη. «Δεν ήθελα να έχω καμία σχέση με οτιδήποτε ευρωπαϊκό. Έγινα 110% Αμερικανός», αναφέρει.

Οι Αμερικανοί στρατιώτες του έδωσαν το παρατσούκλι «Μικρός Ντέιβι» και αυτός συνέχισε την πορεία του μαζί τους ως μεταφραστής και ως εθελοντής στρατιώτης. Τώρα, η δουλειά του ήταν να συλλαμβάνει αιχμάλωτους πολέμου, να ανακρίνει τους Γερμανούς στρατιώτες και να κατάσχει τα όπλα τους.

«Τα αγόρια μας δεν ήταν και τόσο ευγενικά με τους SS», αναφέρει ο Νταβίντ.

Η μονάδα του προέλασε μέχρι την Αυστρία απελευθερώνοντας τις πόλεις από τις οποίες περνούσαν. Εξαιτίας της πολωνικής του καταγωγής δεν μπορούσε  να γίνει ποτέ κανονικός Αμερικανός στρατιώτης. Ωστόσο, δούλεψε στο ταχυδρομείο του στρατού και παρείχε τις βασικές προμήθειες στους στρατιώτες. Από την στιγμή που βρέθηκε στο πλευρό των Αμερικανών δεν σκέφτηκε ξανά στιγμή να πάει πίσω στην Βαρσοβία, για να συναντήσει την Έλεν. Πλέον, η Αμερική ήταν το μέλλον του.

Το ταξίδι της Έλεν

Η Έλεν ήταν ένας από τους τελευταίους κρατούμενους του Άουσβιτς που έφυγαν ζωντανοί. Στάλθηκε σε ένα στρατόπεδο για γυναίκες στο Ράβενσμπρουκ και στη συνέχεια στο Μάλτσοου πριν την στείλουν σε μια πορεία θανάτου. Αυτή και μια φίλη της κατάφεραν να δραπετεύσουν βγάζοντας την κόκκινη ρίγα στις στολές τους. Έτσι, μπόρεσαν να αναμειχθούν με τον ντόπιο πληθυσμό και να ξεφύγουν.

Με τον Κόκκινο Στρατό να καταλαμβάνει τα εδάφη από τους Ναζί, η Έλεν μπόρεσε να επιστρέψει στην Μπρατισλάβα στο πατρικό της σπίτι. Οι γονείς της και όλα της τα αδέρφια είχαν πεθάνει, εκτός από ένα. Μέχρι σήμερα δεν είναι απόλυτα γνωστό τι έκανε μέχρι το τέλος του πολέμου. Σύμφωνα με την ιστορικό Ατίνα Γκρόσμαν που είχε μιλήσει με την Έλεν, ήταν στο αντιστασιακό κίνημα Bricha και βοηθούσε Εβραίους να περάσουν τα σύνορα και να ταξιδέψουν κρυφά από την ανατολική Ευρώπη στην Παλαιστίνη.

Η Έλεν κατέληξε κάποια στιγμή στο πρώτο χώρο φιλοξενίας μόνο για Εβραίους στην αμερικανοκρατούμενη ζώνη της Γερμανίας, Feldafing, όπου την άνοιξη του 1945 ζούσαν περίπου 4.000 επιζήσαντες. Το απίστευτο είναι ότι σε αυτό το κέντρο, ο Νταβίντ πήγαινε πολύ συχνά μεταφέροντας προμήθειες, χωρις να ξέρει ότι βρισκόταν τόσο κοντά στην Έλεν.

Λίγο μετά την άφιξή της στο Feldafing, η Έλεν παντρεύτηκε τον Έργουιν Τιχάουερ, έναν αξιωματικό των Ηνωμένων Εθνών και αρχηγό της αστυνομίας του χώρου φιλοξενίας. Λόγω της θέσης του συζύγου της και η ίδια μπόρεσε να ανελιχθεί και βοηθούσε στη διανομή τροφίμων στους πρόσφυγες, ενώ φρόντιζε ιδιαίτερα τις έγκυες γυναίκες. Το φθινόπωρο του 1945 βρισκόταν στο πλευρό του συζύγου της όταν οι στρατηγοί Ντ. Αϊζενχάουζερ και Τζ. Πάτον επισκέφτηκαν το χώρο.

Τα χρόνια που ακολούθησαν η Έλεν και ο σύζυγός της ταξίδεψαν σε ολόκληρο τον κόσμο με αποστολές του ΟΗΕ, ώστε να βοηθήσουν σε ανθρωπιστικές κρίσεις από το Περού και τη Βολιβία ως την Ινδονησία. Η Έλεν συνέχισε να μαθαίνει περισσότερες γλώσσες και χρησιμοποιούσε τις γνώσεις της στη γραφιστική για να βοηθάει ανθρώπους που είχαν ανάγκη, ειδικά έγκυες γυναίκες και νέες μητέρες.

Τελικά, το ζευγάρι των Τιχάουερ κατέληξε στις ΗΠΑ, αρχικά το Τέξας και τελικά το 1967 στη Νέα Υόρκη. Στο διαμέρισμά τους, η Έλεν μίλησε πολλές φορές σε ιστορικούς για όσα έζησε, ωστόσο η ίδια δεν έδωσε ποτέ ομιλίες καθώς απεχθανόταν την ιδέα της εμπορευματοποίησης του ολοκαυτώματος, όπως ανέφερε στους ιστορικούς με τους οποίους μιλούσε.


«Ο σκοπός της δεν ήταν να γίνει μια επαγγελματίας επιζήσασα. Η δουλειά της ήταν να είναι ο ιστορικός του ιστορικού. Ήταν πολύ αφοσιωμένη σε αυτό με μια πολύ αντικειμενική, σχεδόν τεχνική αντίληψη όσων συνέβησαν», αναφέρει η ιστορικός δρ Γκρόσμαν που της μιλούσε για χρόνια.

Οι μαρτυρίες της Έλεν ήταν καταλυτικές για την καταγραφή και την αποκάλυψη όσων είχαν συμβεί στην κόλαση του Άουσβιτς. Ωστόσο, παρόλο που μιλούσε για ώρες σε ιστορικούς για όσα έγιναν στο Άουσβιτς ποτέ δεν ανέφερε σε κανέναν τον Νταβίντ Βίσνια.

Προσπάθεια για συνάντηση

Λίγο καιρό μετά το τέλος του πολέμου, ο Νταβίντ έμαθε από έναν κοινό γνωστό ότι η Έλεν είναι ζωντανή και πλέον είναι παντρεμένη με τον Έργουιν Τιχάουερ. Ο ίδιος βρισκόταν στις Βερσαλλίες με τον αμερικανικό στρατό και περίμενε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, οπότε δεν μπόρεσε να ψάξει για την Έλεν, η οποία πια ήταν άλλωστε με κάποιον άλλο.

Τον Φεβρουάριο του 1946 έφτασε πια στη Νέα Υόρκη των ονείρων του, ενώ ηταν 19 ετών. Θέλοντας να καλύψει όσα του είχαν στερήσει οι Ναζί άρχισε να ζει όσο πιο έντονα μπορούσε. Έφευγε με το αυτοκίνητο της θείας του από το Μπρονξ και διασκέδαζε σε πάρτι και χορούς στο Μανχάταν, ενώ σύντομα έπιασε δουλειά ως πωλητής εγκυκλοπαιδειών και έγινε πρωτοψάλτης στην συναγωγή του.
Πολλά χρόνια αργότερα, ο Νταβίντ έμαθε από έναν κοινό τους φίλο ότι η Έλεν ζούσε πλέον στη Νέα Υόρκη. Ο Νταβίντ που είχε μιλήσει στη σύζυγό του για την Έλεν θεώρησε ότι αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συναντήσει ξανά την αγαπημένη του από εκείνα τα χρόνια του θανάτου και να της κάνει την ερώτηση που πάντοτε τον «έτρωγε»:  είχε παίξει η Έλεν κάποιο ρόλο για την επιβίωσή του στο Άουσβιτς;

Ο κοινός τους φίλος κανόνισε μια συνάντηση μεταξύ των δύο σε ένα λόμπι ξενοδοχείου στο Σέντραλ Παρκ. Ο Νταβίντ οδήγησε δύο ώρες από το Λέβιταουν, όπου έμενε, ως το Μανχάταν και την περίμενε.

«Δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ανακάλυψα μετά ότι αποφάσισε πως δεν θα ήταν έξυπνο να συναντηθούμε ξανά. Ήταν πια παντρεμένη. Είχε σύζυγο», αναφέρει ο Νταβίντ.

Τα χρόνια περνούσαν και ο Νταβίντ που πλέον είχε τέσσερα παιδιά και έξι εγγόνια, μάθαινε συνεχώς τα νέα της Έλεν. Τελικά, το 2016 αποφάσισε να προσπαθήσει για μια συνάντηση. Μοιράστηκε την ιστορία τους με την οικογένειά του και ο γιος του επικοινώνησε με την Έλεν και κατάφερε να την πείσει να συναντηθούν.

Η συνάντηση

Τον Αύγουστο του 2016 ο Νταβίντ πήρε τα δύο του εγγόνια και πήγε στη συνάντηση με την Έλεν. Σε όλο το ταξίδι μέχρι το Μανχάταν ήταν σιωπηλός. Δεν ήξερε τι να περιμένει. Είχαν περάσει 72 χρόνια από την τελευταία φορά που την είχε δει στο μικρό τους καταφύγιο. Ήξερε ότι η ίδια δεν ήταν καλά στην υγεία της, ήταν άλλωστε πια 98 ετών. Υποψιαζόταν ότι χάρη σε αυτή ήταν ζωντανός αλλά ήθελε να βεβαιωθεί.


Όταν έφτασαν στο σπίτι της, την βρήκαν ξαπλωμένη σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι περιτριγυρισμένη από βιβλία. Ήταν μόνη της από το 1996 που πέθανε ο σύζυγός της και δεν είχαν κάνει ποτέ παιδιά, ενώ την φρόντιζε μια νοσοκόμα. Είχε αρχίσει να χάνει την ακοή και την όρασή της.

Στην αρχή δεν τον αναγνώρισε, αλλά μετά ο Νταβίντ πήγε πιο κοντά της.

«Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Ήταν σαν να επέστρεψε η ζωή σε αυτά. Μας άφησε όλους άφωνους», περιγράφει ο εγγονός του Νταβίντ, Άβι, που ήταν παρών.

Ξαφνικά οι δυο τους άρχισαν να μιλάνε ακατάπαυστα.

«Μου είπε μπροστά στα εγγόνια μου “είπες στη γυναίκα σου τι κάναμε;”», θυμάται ο Νταβίντ και αυτός γελώντας και κουνώντας το κεφάλι της είπε πως ναι!

Της είπε ακόμα για τα παιδιά του, την δουλειά του στον Αμερικανικό Στρατό και η Έλεν του μίλησε για την ανθρωπιστική εργασία της μετά τον πόλεμο με τον σύζυγό της, ενώ θαύμασε την εξαιρετική του αγγλική προφορά. Όπως του είπε δεν περίμενε ότι θα τον δει ποτέ ξανά και ειδικά στη Νέα Υόρκη.

Ο Νταβίντ βρισκόταν ήδη δύο ώρες με την Έλεν και έπρεπε πλέον να την ρωτήσει: «Είχε κάποια σχέση με το γεγονός ότι κατάφερε να παραμείνει ζωντανός μέσα στο Άουσβιτς;»

Η Έλεν σήκωσε το χέρι της και του έδειξε πέντε δάχτυλα. Η φωνή της ήταν δυνατή, η σλοβακική της προφορά έντονη: «Σε έσωσα πέντε φορές από το κρεματόριο», του είπε και ο Νταβίντ έμεινε έκπληκτος αν και ήταν κάτι που ήξερε κατά βάθος.

Οι δυο τους δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά. Πριν από έναν χρόνο, η Έλεν έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 100 ετών. Σε εκείνο τελευταίο απόγευμά τους μαζί, η Έλεν ζήτησε από τον Νταβίντ να της τραγουδήσει. Αυτός άρχισε να της τραγουδά το αγαπημένο της ουγγρικό τραγούδι που του είχε μάθει στο Άουσβιτς. Θυμόταν ακόμα απέξω όλα τα λόγια.

Λίγο πριν φύγει η Έλεν του αποκάλυψε ότι αυτή ήταν πιστή στο ραντεβού τους. «Σε περίμενα», του είπε. Μόλις δραπέτευσε από την πορεία θανάτου, η Έλεν ακολούθησε το σχέδιο. Πήγε στην Βαρσοβία και τον περίμενε. Αυτός όμως δεν εμφανίστηκε ποτέ. Τον αποχαιρέτισε λέγοντας του σιγανά ότι τον είχε αγαπήσει.

*Το κείμενο είναι βασισμένο στο αφιέρωμα της Keren Blankfeld στους New York Times, Lovers in Auschwitz