Μια μέρα σαν σήμερα ο ποιητής έβαλε τέλος στη ζωή του. Τι
τον οδήγησε σε αυτή την απόφαση και πώς πέρασε τις τελευταίες του ώρες
Αν η ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη ήταν ένα σπίτι τα παράθυρά
θα ήταν ερμητικά κλειστά. Το φως μάταια θα έψαχνε μια χαραμάδα για να εισβάλει
και η σκόνη θα είχε σκεπάσει σαν πέπλο τα έπιπλα. Στους τοίχους κρεμασμένα ασπρόμαυρα
πορτραίτα ανθρώπων με θλιμμένα μάτια, ανθρώπων που έχουν "φύγει" και
μια αίσθηση πως τούτο το σπίτι ήταν μοιραίο να αμπαρωθεί και να μαραζώσει γιατί
ακόμα και όταν τα παράθυρα ήταν ανοιχτά τα μάτια παρέμεναν θλιμμένα.
Το έργο του Καρυωτάκη δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες
και αν τα ποιήματα είναι το καθρέφτισμα της ψυχής των ποιητών τότε το τέλος του
ήταν προδιαγεγραμμένο.
"Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρίσω"
γράφει στη "Δικαίωσις" και νιώθεις ότι δεν
χρειάζεται να μάθεις πολλά για τον χαρακτήρα του, νιώθεις ότι αυτός ήταν ο
δρόμος του. "Πώς μπορείς άλλωστε να ξεχωρίσεις έναν ποιητή από τα ποιήματα
του;" θα ρωτούσε, με τόνο επιπληκτικό,
κάποιος.
Ίσως όμως ο Κώστας Καρυωτάκης δεν ήταν ο καταθλιπτικός, ο
απαισιόδοξος, ο εραστής του θανάτου. Ίσως όταν το απόγευμα της 21ης Ιουλίου
1928 έβαλε τέλος στη ζωή του δεν ικανοποίησε κάποια παρανοϊκή έλξη για το
θάνατο αλλά έκανε μια κίνηση μελετημένη για να αποφύγει ένα φρικτό τέλος.
«Οι δουλεύτρες της
αμαρτίας»
Όπως πολλοί νέοι της εποχής του ο Καρυωτάκης επισκεπτόταν
οίκους ανοχής. Τις "δουλεύτρες της αμαρτίας" όπως χαρακτηριστικά είχε
γράψει. Εκεί προσβλήθηκε από σύφιλη. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο ποιητής έμαθε
ότι έχει προσβληθεί κάποια στιγμή μέσα στο 1922. «Σύμφωνα με όλες τις
ενδείξεις, το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει πως έχει σύφιλη. Είναι η
εποχή της ερωτικής σχέσης του με την Πολυδούρη, μιας σχέσης που ο Καρυωτάκης
διακόπτει απότομα, αναστατωμένος από την ανακάλυψη της μοιραίας αρρώστιας που τρέχει
ανίατη στις φλέβες του. Τον Φεβρουάριο του 1923 δημοσιεύει στον Νουμά το
τετράστιχο: «Στον τεφρό πέρα ορίζοντα η αγάπη μου αχνοσβήνει./ Οι φίλοι
αποτραβήχτηκαν, για πάντα, οι τελευταίοι. / Σ΄ όλα έκλεισα την πόρτα μου, κ΄
έρημος έχω μείνει/ τώρα που ακούω το θάνατο στις φλέβες μου να ρέει».
Λίγο αργότερα θα δημοσιεύσει το ποίημα «Τραγούδι
παραφροσύνης», που θα συμπεριλάβει ως «Ωχρά σπειροχαίτη» στο Ελεγεία και
Σάτιρες. Το τρομερό μυστικό εξομολογείται
στη Μαρία Πολυδούρη, η οποία και του απαντά στις 12.10.1922 με ένα
γράμμα αποκαλυπτικό, τόσο για τα συναισθήματά της απέναντί του όσο και για τη
δική του αντίδικη μοίρα: «Ω! αν ήξερες πόσο κακό μου κάνει να σκέπτομαι πως συ,
το ευγενικό και εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη
στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου…πόσο κακό
μου κάνει…πόσο κακό!» αναφέρει η Χριστίνα Ντουνιά, μελετητήρια του έργου του.
Συνδικαλιστής και
μάλιστα ενοχλητικός
Ο Καρυωτάκης εργαζόταν στα κεντρικά του Υπουργείου Πρόνοιας
στην Αθήνα. Είχε εμπλακεί στο συνδικαλιστικό κίνημα και μάλιστα εκλέχθηκε Γενικός
Γραμματέας των Δημοσίων Υπαλλήλων της Αθήνας. Δημοσίευε, είτε με την υπογραφή
του, είτε με ψευδώνυμο πληροφορίες για τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και
την αναξιοκρατία στο Δημόσιο με
αποτέλεσμα να συγκρουστεί ακόμα και με τον ίδιο τον υπουργό. Κάπως έτσι ήρθε
και η δυσμενής και αυθαίρετη μετάθεσή του στην Πρέβεζα. Μάλιστα ήταν αρκετοί
εκείνη που ζητούσαν την οριστική του απομάκρυνση από το Υπουργείο. Για να
δικαιολογηθεί η μετάθεση οι ανώτεροι του Καρυωτάκη του πρόσαψαν μια χαλκευμένη
κατηγορία.
"Η κατηγορία τον πίεζε ασφυκτικά τις τελευταίες μέρες
της ζωής του. Σε αυτήν αναφέρονται τα δύο λογοκριμένα αποσπάσματα της
αποχαιρετιστήριας επιστολής του: «Α. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδουν τη
μισώ με ολόκληρο τον χαρακτήρα μου. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την
έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο.
Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Β. Ήμουν άρρωστος».
Η «χυδαία πράξη», που αποδίδεται στον Καρυωτάκη και το
επάγγελμα που την προϋποθέτει θα μπορούσε να είναι, σύμφωνα με τη δική μου
έρευνα των στοιχείων, η μαστροπεία. Οι μαρτυρίες για τις σχέσεις του Καρυωτάκη
με τις «δουλεύτρες της αμαρτίας», για να χρησιμοποιήσω ένα νεανικό του ποίημα, που
θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόσφορο πεδίο εκμετάλλευσης από τους συκοφάντες
του είναι και αρκετές και ενδιαφέρουσες. Συνεπώς καταλήγουμε στο σενάριο της
μαστροπείας; Από τα συμφραζόμενα της επιστολής προκύπτει το συμπέρασμα ότι η
κατηγορία πρέπει να αφορούσε σε μια υποτιθέμενη «ατιμωτική» δραστηριότητα του
Καρυωτάκη, σε ένα «επάγγελμα» για το οποίο όμως δεν ήταν, όπως λέγει ο ίδιος, ο
«κατάλληλος άνθρωπος». Από την άλλη πλευρά γνωρίζουμε ότι ο Καρυωτάκης, όπως
και άλλοι θερμόαιμοι νέοι της εποχής του σύχναζε σε «καφέ σαντάν» και σε οίκους
ανοχής" αναφέρει η Ντουνιά.
Η Πρέβεζα
Ο Κώστας Καρυωτάκης φτάνει στην Πρέβεζα με καράβι στις 18
Ιουνίου 1928. Η θέση εργασίας του ήταν στη Νομαρχία Πρεβέζης, στο Γραφείο
Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, όταν ήταν νομάρχης ο Γεώργιος Π.
Γεωργιάδης. Ως δικηγόρος ο Καρυωτάκης είχε στα καθήκοντά του τη σύνταξη και τον
έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της
Μικράς Ασίας. Νοίκιασε ένα σπίτι στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν
Παζάρ. Σπιτονοικοκυρά του ήταν η Πόπη Λυγκούρη. Το 1981 μίλησε σε ρεπορτάζ του
Φρέντυ Γερμανού για το τέλος του Καρυωτάκη. "Ήταν ένας άνθρωπος ήσυχος,
καλός και ευγενικός. Δεν μιλούσε πολύ. Ένα χαίρεται, ένα αντίο. Τις Κυριακές
συνήθως έμενε κλεισμένος στο δωμάτιο. Δεν έμεινε και πολύ καιρό εδώ. Δεν είχε
παρέες, τίποτα. Να σας πω ότι θαύμαζα τα ρούχα του. Πάντα πολύ
καλοντυμένος" τόνισε.
Μέσα στις πρώτες μέρες τις εργασίας ο Καρυωατάκης φέρεται να
εντόπισε οικονομικές ατασθαλίες του Νομάρχη και ήρθα σε ρήξη μαζί του.
Η αποτυχημένη
προσπάθεια
Ο Καρυωτάκης είναι πλέον καταρρακωμένος. Γνωρίζει πως η
σύφιλη (εκείνη την εποχή) σημαίνει σταδιακός εκφυλισμός, ψυχιατρείο και
βασανιστικός θάνατος. Αρκετοί ποιητές πριν από αυτόν είχαν πεθάνει με αυτό τον
τρόπο. Η κατηγορίες που του πρόσαψαν και η μετάθεση στην Πρέβεζα επιβαρύνει την
κατάσταση.
Αποφασίζει λοιπόν να βάλει τέλος στη ζωή του. Η πρώτη του
προσπάθεια έγινε στις 20 Ιουλίου 1928 σε μια θαλάσσια περιοχή έξω από την πόλη,
στο Μονολίθι. Βγάζει τα ρούχα και προχωρά μέσα στη θάλασσα. Για περίπου δέκα
ώρες δίνει μάχη με τον εαυτό του ο οποίος δεν του επιτρέπει να αφήσει τα
εγκόσμια. «Καὶ γιὰ ν' ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν
ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα
ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ
καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ
δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου» γράφει στο υστερόγραφο
της τελευταίας του επιστολής, αναφερόμενος σε εκείνη την προσπάθεια.
Τα κύματα θα τον βγάλουν στη θέση Μύτικας κι εκεί θα αρχίσει
να ζητά βοήθεια, έχοντας πλέον παραιτηθεί από την προσπάθεια να βάλει τέλος στη
ζωή του. Τις φωνές του ακούει ο βοσκός Ταξιάρχης Νίτσας. "Φώναζε συνέχεια
βοήθεια. Του απάντησα και μου είπε ότι θέλει να βγει έξω. Δεν τον έβλεπα
καθόλου. Του φώναζα μόνο και ακολούθησε την φωνή μου μέχρι που βγήκε στην άκρη.
Ήταν εντελώς γυμνός. Μου είπε ότι θέλει να τον πάω στα ρούχα του. Μου έδειξε το
μέρος που έπεσε και πήγαμε. Κρύωνε πολύ. Ψάξαμε για τα ρούχα και δεν τα βρήκαμε
πουθενά. Του είπα να πάω να του φέρω δικά μου και αρνήθηκε. Μου λέει: Να
κάτσουμε εδώ να ξημερώσει και θα βρούμε τα δικά μου ρούχα. Ρώτησα 2-3 φορές το
όνομα του και δεν μου το έλεγε" αναφέρει ο Νίτσας στον Φρέντυ Γερμανό.
Μια βυσσινάδα πριν το
τέλος
Το πρωί της 21ης Ιουλίου ο Καρυωτάκης επιστρέφει στο δωμάτιο
του. Έχει βρει τα ρούχα του καθώς όσοι τον είδαν είπαν ότι ήταν καλοντυμένος ως
συνήθως. Θα μείνει στο δωμάτιο για μερικές ώρες πριν τελικά βγει.
"Έφυγε όπως όλες τις ημέρες. Ήσυχος όπως πάντα. Με τα
ωραία του τα ρούχα και έφυγε για πάντα. Άφησε πίσω μόνο δύο βαλίτσες, μια
μεγάλη δερμάτινη και μια μικρούλα. Βιβλία δεν είχε, μόνο χαρτιά. Πολλά χαρτιά,
λευκά χωρίς γραμμές. Έγραφε πολλές ώρες, ακόμα και τις νύχτες με την λάμπα. Δεν
ξέραμε ότι ήταν ποιητής. Μου έχει δώσει μάλιστα ο υπάλληλος της Νομαρχίας
κάποια από τα χαρτιά που είχε αφήσει εκεί αλλά δεν ήξερα τι ήταν και τα έσκισα.
Δεν τα φύλαξα" λέει η Πόπη Λυγκούρα.
Η ώρα είναι μια το μεσημέρι και ο Καρυωτάκης κατευθύνεται
στο οπλοπωλείο του Αναγνωστόπουλου. Ο γιος του ιδιοκτήτη είναι στο μαγαζί και
θυμάται: "Μπήκε ένας κύριος και εζήτησε ένα περίστροφο. Του δείξαμε τους
τύπους και επέλεξε το Browning.
Ένα περίστροφο πλακέ. Στη συνέχεια μας ζήτησε να του δείξουμε τον τρόπο
λειτουργίας και το κάναμε. Το πήρε και έφυγε. Μετά από ένα χρονικό διάστημα δύο
ωρών επέστρεψε εκνευρισμένος λέγοντας ότι το όπλο δεν λειτουργεί. Ο πατέρας
μου, ο οποίος τον γνώριζε, του λέει κύριε Καρυωτάκη ξεχάσατε να βγάλετε την
ασφάλεια. Όταν πλέον έφυγε ο πατέρας μου, λόγω πείρας, με έστειλε να τον
ακολουθήσω και να τον φωνάξω. Του φάνηκε πολύ περίεργο που ήθελε να
χρησιμοποιήσει άμεσα το περίστροφο. Όπως εγώ χτύπησα στο πόδι με ένα γυαλί από
κάποια σπασμένη βιτρίνα κι έτσι δεν μπόρεσα να τον ακολουθήσω και να του
μιλήσω".
Στη συνέχεια ο Καρυωτάκης πηγαίνει στην περιοχή Βρυσούλα και
σε ένα μικρό παραλιακό καφενείο που υπήρχε εκεί (το όνομα του ήταν "Ο
Ουράνιος Κήπος"). Τον υποδέχεται ο Ηρακλής Ντούσιας, μικρός αδελφός του
ιδιοκτήτη.
"Δεν είχε κόσμο το καφενείο. Μπήκε μέσα και η πρώτη
εντύπωση που μου έκανε ήταν ότι ήταν καλοντυμένος. Μου παράγγειλε μια βυσσινάδα
και μου ζήτησε και τσιγάρα. Είχε μόνο χύμα τσιγάρα και του έδωσα περίπου δέκα.
Στο τέλος μου ζήτησε και μια κόλλα χαρτί, του έδωσα μια από τετράδιο. Έπινε τη
βυσσινάδα του, κάπνιζε και έγραφε. Μετά από δέκα λεπτά περίπου σηκώθηκε να με
πληρώσει και να φύγει. Μου έδωσε ένα χαρτονόμισμα των 75 δραχμών. Με κατάπληξε
το γεγονός ότι δεν ήθελε ρέστα. Η αξία του ποτού και των τσιγάρων δεν ήταν πάνω
από 5-6 δραχμές" αναφέρει.
Στη συνέχεια ο ποιητής θα κατευθυνθεί σε μια συστάδα
ευκαλύπτων. Ήταν η θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, σε απόσταση περίπου 400 μέτρων από το
καφενείο. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε πυροβολώντας την
καρδιά του. Ήταν 16:30 το απόγευμα και ήταν μόλις 32 ετών. Το πτώμα του θα
βρεθεί λίγο μετά και η χωροφυλακή θα τραβήξει μια φωτογραφία. Ο Καρυωτάκης με
το ψαθάκι του για μαξιλάρι κείτεται νεκρός στο χώμα.
Η επιστολή
Στην τσέπη του κουστουμιού του βρέθηκε επιστολή που ανέφερε
τα εξής:
«Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό
μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ
προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες,
νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ.
Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ
κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει
γι' αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.
Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν
δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα
ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν
ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι
μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ' αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.
Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν
ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια
μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.
Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν
οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος
Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας»
Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν' ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν
κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα
ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο,
χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε,
ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου».
Κ.Γ.Κ.
Εραστής του θανάτου ή
πραγματιστής;
Μετά την αυτοκτονία του, κυρίως λόγω των όσων έγραψε ο
βιογράφος του Χ. Σακκελαρίδης ο Καρυωτάκης απέκτησε την εικόνα το διαταραγμένου
καταθλιπτικού ο οποίος ουσιαστικά ακολούθησε μια λογική, για την κατάσταση του,
πορεία. Η Χριστίνα Ντουνιά αλλά και άλλοι μελετητές του έργου και τη ζωής του
ποιητή τονίζει ότι πρέπει να εξετάζουμε με καχυποψία την εκδοχή που έχει δώσει
η οικογένεια του. Η ερωτική ζωή του Καρυωτάκη και η ασθένεια του ήταν κάτι που
ήθελαν να αποσιωπήσουν.
«Ο Καρυωτάκης κατά τη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής του
στην Πρέβεζα θα πρέπει να ενημερώθηκε αρμοδίως για τη σοβαρή κατηγορία εις
βάρος του. Οι ψυχικές του αντιστάσεις ήταν ήδη εξασθενημένες από τις
συναισθηματικές και τις επαγγελματικές απογοητεύσεις. Αν προσθέσουμε και τη
μόνιμη απειλή της αρρώστιας του, αυτή η τελευταία καταδίωξη τον έφερε
περισσότερο παρά ποτέ «στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου». Το δεύτερο
λογοκριμένο απόσπασμα της επιστολής «ήμουν άρρωστος», κλείνει ουσιαστικά το πρώτο
και σημαντικότερο μέρος της απολογίας του.
Η φράση αυτή, νομίζω ότι είναι αρκετά πλέον προφανές ότι παραπέμπει στο
αφροδίσιο νόσημα και την επίδραση που είχε στη ζωή του. Η αρρώστια που
στιγματίζει τον ερωτισμό του Καρυωτάκη δεν απειλεί μόνο την υγεία του αλλά και
την υπόληψή του. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο φροντίζουν με τόση
προσοχή οι οικείοι του να αποσιωπήσουν κάθε στοιχείο που θα οδηγούσε σε αυτήν
την αποκάλυψη.
Είναι βέβαιο ότι την αρρώστια του την κρατά μυστική από την
οικογένειά του, μια οικογένεια συντηρητικών παραδόσεων, αλλά και από τον
βιογράφο και φίλο των νεανικών του χρόνων Χ. Σακελλαριάδη. Δεν είναι τυχαίο
λοιπόν ότι τόσο οι δικοί του όσο και ο βιογράφος του αρνούνται να
δημοσιοποιήσουν οτιδήποτε σχετικό και λογοκρίνουν, χωρίς να το δηλώνουν, την
αποχαιρετιστήρια επιστολή. Ακόμα και στην έκδοση των Απάντων του 1966 μεριμνούν
ώστε να απαλειφθούν από το γράμμα της
Πολυδούρη όλες οι σχετικές αναφορές. Το μπαούλο με το προσωπικό αρχείο του
Καρυωτάκη που εξαφανίστηκε, ο δημοσιοϋπαλληλικός του φάκελος που βρέθηκε
λειψός, οι επιλεκτικές πληροφορίες που
μας μεταφέρονται από τον βιογράφο του, όλα δείχνουν ότι επιχειρείται
συστηματικά μια συγκάλυψη στοιχείων. Αυτά τα ελλείποντα στοιχεία δεν εξάπτουν μόνο τη φαντασία των φανατικών
αναγνωστών του Καρυωτάκη, αλλά συνιστούν ενδιαφέρουσα πρόκληση για μια σύγχρονη
βιογραφία του ποιητή» αναφέρει η Ντουνιά.
Όλα λοιπόν συνηγορούν ότι η αυτοκτονία δεν ήταν έκφραση
δειλίας, απαισιοδοξίας ή βαθιάς κατάθλιψης. Ήταν η επιδίωξη ενός αξιοπρεπούς
τέλους από ένα υπερήφανο άνθρωπο που με αυτό τον τρόπο γλίτωσε από τον
εκφυλισμό. Ο Καρυωτάκης δεν γοητευόταν από τον θάνατο, ούτε τον επιζητούσε όπως
υποστηρίζει η βιογραφία του και... φανερώνει το έργο του. Ήθελε απλά να ξεφύγει
από ένα τέλος που ένιωθε ότι δεν του ταίριαζε.
Ο... φαρσέρ
Ίσως καλύτερα από όλους το προφίλ του ποιητή σκιαγράφησε ο
στενός του φίλος Νίκος Νικολαΐδης. Με το ψευδώνυμο Νίκος Λαΐδης δημοσίευσε στις
10 Δεκεμβρίου 1931, στην εφημερίδα "Βραδυνή", ένα κείμενο με
τίτλο «Ο Καρυωτάκης φαρσέρ». Εκεί μεταξύ
άλλων ανέφερε:
«Είναι αλήθεια ότι ο
αγαπητός μας Κώστας είχε -και συχνές μάλιστα- τις ώρες του κεφιού και του
γέλιου, τις ώρες που απέκλειε έξω από την περιοχή της ζωής του τους στίχους και
τη “φιλολογία” και που όχι με πικρό σαρκασμό αλλά με χαρούμενη ειρωνεία και με
γούστο εσατύριζε πρόσωπα και ιδέες. Με τους φίλους που εκτιμούσε και αγαπούσε
κι έκανε παρέα, δεν ήταν καθόλου ο ποιητής των “Υποθηκών” (“Ρίξε το όπλο σου
και σωριάσου πρηνής όταν ακούσεις ανθρώπους”). Αφελής και ανεπιτήδευτος -κι
ανεπιτήδειος- με την καρδιά στο χέρι, χωρίς κακία και χωρίς υπόνοια, με
παιδικήν αγνότητα και καλωσύνη, ήταν απόλυτα ευχάριστος και αρεστός και
περιζήτητος, ανεξάρτητα από κάθε υπολογισμό της ποιητικής του αξίας. Πολλοί από
τους φίλους του δεν είχαν ιδέα ότι ήταν ποιητής κι ούτε βέβαια τον αγαπούσαν
λιγότερο γι’ αυτό (...). Ο Καρυωτάκης δεν εγεννήθηκε και δεν έζησε με τη
διάθεση που είχε μια στιγμή πριν από την τελειωτική βολή που έρριξε κατά του
κροτάφου του και της ποιήσεώς του, αλλά υπήρξε ένας ζωντανός άνθρωπος που ήξερε
την αξία της χαράς της ζωής και που την είχε άλλοτε τραγουδήσει με το νερό που
αναβρύζει, το νερό της Ιπποκρήνης. Ο ηθοποιός Αλέξης Μινωτής τον θυμάται μαθητή
στα Χανιά, ένα ωραίο παιδί, ζωηρότατο, πρώτο στον καυγά και στον πετροπόλεμο.
Είναι μια αλήθεια τραγική ότι ο κρότος της σφαίρας που έθεσε
τέρμα στην πονεμένη ζωή του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, του καλύτερου ποιητή
ανάμεσα στους νέους, εξύπνησε στους Έλληνες διανοούμενους το όψιμο ενδιαφέρον
για τον ποιητήν αυτόν που ατύχησε στη ζωή του, όσο ευτύχησε στην τέχνη του και
στη ‘’μετά θάνατον’’ ζωή της ποιήσεώς του. Ο σεμνός αυτός νέος με την αθόρυβην,
μπορεί να πει κανένας, εμφάνιση και την αθόρυβη περπατησιά, που επήγαινε τοίχο
– τοίχο στο δρόμο του και στη ζωή του, λες και φυλαγόταν να μην αγγίξει κανένα
και να μην τον αγγίξει κανένας, σα να ήθελε να φυλάξει αυτή τη ζωή, για να την
διαθέσει ο ίδιος, μοναχός του, όταν θα το έκρινε και θα το αποφάσιζε, στο
θάνατο, εφρόντισε να φύγει από τον κόσμο, ακριβώς τη στιγμή που φοβήθηκε ότι
δεν θα μπορούσε, μοιραία πια, να περάσει απαρατήρητος, τη στιγμή που η έξοδός
του από την αίθουσα της ζωής δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς να προκαλέσει την
προσοχή. Ο Καρυωτάκης έκανε την ηρωική του έξοδο προτού να κινδυνεύσει να μπει
στον πειρασμό να χαρεί τη ζωή της φήμης του, που γεννιόταν. Εκοίταζε να φύγει
μιαν ώρα αρχύτερα, μόνο και μόνο για το ‘’ασκανδάλιστον’’. Γιατί φοβήθηκε ότι
θα βρισκόταν μια στιγμή στη θέση του ανθρώπου, που ενώ νομίζει ότι είναι μόνος
του, σε μιαν ερημιά, το πολύ – πολύ μαζί με το Θεό και αφήνεται στον πόνο του,
στη χαρά ή στο σαρκασμό του, άξαφνα, γυρίζοντας το κεφάλι, βλέπει ότι χίλιοι
περίεργοι, που είχαν στο μεταξύ μαζευτεί εν αγνοία του, έχουν κάνει κύκλο γύρω
του και τον παρακολουθούν με γούστο ή με μια προσβλητική, με μιαν αδιάκριτη
συμπάθεια. Και κοίταξε να φύγει μακριά από την ενοχλητικήν αυτή περιέργεια. Α,
πώς φθονούσε τη στιγμή εκείνη την τύχη των ‘’άδοξων ποιητών των αιώνων’’, που
τους είχε αφιερώσει την ωραία μπαλάντα του, τη δημοσιευμένη στον βραβευμένο από
το Φιλαδέλφειο τόμο των “Νηπενθών’. Μα ήταν πια αργά. Οι ‘’μελλούμενοι καιροί’’
δε θα πούνε ποιος ‘’άγνωστος ποιητής’’ έγραψε τη μπαλάντα στους άδοξους. Ο
Καρυωτάκης θα είναι όχι απλώς γνωστός, θα είναι δοξασμένος».