Ένας Χριστιανός στην αγχόνη για προσβολή του Μωάμεθ

 

Στο Πακιστάν ένας 47χρονος καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού μετά την κατηγορία του αφεντικού του ότι προσέβαλε τον προφήτη του Ισλάμ. Τι υποστηρίζει ο ίδιος

Ο Ασίφ Περβάιζ βρίσκεται στις φυλακές του Πακιστάν από το 2013. Το έγκλημά του είναι ότι είναι Χριστιανός σε μια βαθιά μουσουλμανική χώρα και τώρα πρόκειται να πληρώσει γι’ αυτό με την ζωή του.

Ο 37χρονος Ασίφ ανήκει στην μικρή μειονότητα των Χριστιανών του Πακιστάν, η οποία στοχοποιείται πολύ συχνά από τους αυστηρούς θρησκευτικούς νόμους που ισχύουν στη χώρα. Το 2013 κατηγορήθηκε για «βλασφημία» κατά του προφήτη Μωάμεθ με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στη φυλακή. Τώρα, ένα δικαστήριο στην Λαχόρη τον καταδίκασε γι’ αυτόν τον λόγο σε θάνατο.

Η υπόθεση

Η σύλληψη του Ασίφ ήρθε ύστερα από καταγγελία του εργοδότη του σε μια βιοτεχνία καλσόν όπου δούλευε. Ο εργοδότης του κατήγγειλε στις αρχές ότι ο Ασίφ Περβάιζ  του είχε στείλει βλάσφημα μηνύματα στο κινητό του, στα οποία μιλούσε υποτιμητικά για τον προφήτη Μωάμεθ. Η βλασφημία έναντι του Μωάμεθ τιμωρείται με θάνατο στο Πακιστάν, όπου επικρατεί το σούνι Ισλάμ, η μορφή του πιο αυστηρού και ακραίου Ισλάμ.

Στη δίκη  ο Περβάιζ υποστήριξε ότι ο πρώην εργοδότης του προχώρησε σε αυτές τις καταγγελίες αφού ο 37χρονος αρνήθηκε να απαρνηθεί την χριστιανική του πίστη και να προσχωρήσει στο Ισλάμ. Εξαιτίας των πιέσεων που δεχόταν ο Περβάιζ υπέβαλλε την παραίτησή του από τη βιοτεχνία, ωστόσο λίγο αργότερα κατηγορήθηκε από το αφεντικό του και συνελήφθη.

«Αρνήθηκε τις κατηγορίες και υποστήριξε ότι ο αυτός ο άντρας προσπαθούσε να τον προσηλυτίσει το Ισλάμ», ανέφερε ο δικηγόρος του Ασίφ, Σαΐφ-ουλ-Μαλούκ

Ο πρώην εργοδότης του, Μοχάμεντ Σαΐντ Κόχερ, από την πλευρά του αρνήθηκε ότι προσπαθούσε να προσηλυτίσει τον Ασίφ, σύμφωνα με τον δικηγόρο του, Γκουλάμ Μουστάφα Τσάουντχρι.

«Είπε αυτά τα πράγματα, γιατί δεν είχε άλλο τρόπο να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Γι’ αυτόν τον κατηγόρησε ότι προσπάθησε να του αλλάξει την πίστη», ανέφερε ο Τσάουντχρι συμπληρώνοντας ότι ο Κόχερ έχει πολλούς χριστιανούς εργαζόμενους στη βιοτεχνία του ωστόσο κανείς δεν τον έχει κατηγορήσει για προσηλυτισμό.

Το δικαστήριο της Λαχόρης, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, κατέληξε στην καταδίκη του Ασίφ. Η ποινή του θα είναι ο θάνατος, στον οποίο θα οδηγηθεί αφού μείνει πρώτα τρία χρόνια στην φυλακή ως τιμωρία για την «λάθος χρήση του τηλεφώνου» για την αποστολή προσβλητικών μηνυμάτων. Στη συνέχεια θα «κρεμαστεί από το λαιμό του μέχρι να πεθάνει», αναφέρει η δικαστική απόφαση. Παράλληλα, θα πρέπει να πληρώσει πρόστιμο 50.000 πακιστανικές ρουπίες, δηλαδή περίπου 250 ευρώ.

Ο δικηγόρος του Ασίφ λέει ότι τώρα θα προχωρήσει σε έφεση κατά της απόφασης, ωστόσο είναι αμφίβολο αν αυτή τελικά θα αναιρεθεί.

Ο νόμος περί βλασφημίας

Το Πακιστάν είναι μια από τις μεγαλύτερες μουσουλμανικές χώρες. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον το 96% των πολιτών της είναι μουσουλμάνοι με ένα συντριπτικό ποσοστό που κυμαίνεται από 75 έως 95% να ανήκουν στο σούνι Ισλάμ. Οι σουνίτες μουσουλμάνοι δίνουν έμφαση στην σούνα, δηλαδή την παράδοση του προφήτη Μωάμεθ, ενώ χαρακτηρίζονται για την  επιμονή στην πιστή τήρηση των γραφών του Κορανίου.

Αν και θεωρητικά η ανεξιθρησκεία στη χώρα είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, δεν είναι σπάνιες οι διακρίσεις κατά των διαφόρων θρησκευτικών μειονοτήτων που ζουν στη χώρα, όπως οι Χριστιανοί, οι Σιχ, οι Ινδουιστές και οι μουσουλμάνοι Αχμάντι, οι οποίοι θεωρούνται αίρεση. Υπολογίζεται ότι από το 1947 ο πληθυσμός των θρησκευτικών μειονοτήτων έχει μειωθεί από 23% στο 3,7%.

Ένας βασικός νόμος στο σύστημα του Πακιστάν είναι αυτός περί βλασφημίας. Η οποιαδήποτε υποτιμητική αναφορά στον προφήτη Μωάμεθ μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο δικαστήριο, το οποίο έχει δικαίωμα να του επιβάλλει ακόμα και την θανατική ποινή, ή αυστηρές ποινές σε περίπτωση προσβολής του Ισλάμ, του Κορανίου ή ανθρώπων που θεωρούνται άγιοι. Ωστόσο, οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν πολλές φορές κατηγορήσει τις αρχές ότι χρησιμοποιούν αυτόν τον νόμο εναντίον των μειονοτήτων με εκδικητικό τρόπο, ενώ έχουν καταγραφεί περιπτώσεις στις οποίες Μουσουλμάνοι έχουν οδηγήσει κάποιον στο δικαστήριο με αυτήν την κατηγορία για προσωπικές αντιπαλότητες. Εξάλλου, στον πακιστανικό νόμο δεν υπάρχει πρόβλεψη για δίωξη κάποιου εξαιτίας ψευδών κατηγοριών κάτι που δίνει τη δύναμη στον οποιοδήποτε να κατηγορήσει χωρίς αποδείξεις όποιον θέλει.

Υπολογίζεται ότι αυτή τη στιγμή τουλάχιστον 80 άνθρωποι βρίσκονται στην φυλακή με κατηγορίες περί βλασφημίας, ενώ οι μισοί από αυτούς αντιμετωπίζουν ισόβια ή θανατική ποινή, σύμφωνα με την Επιτροπή για την Διεθνή Θρησκευτική Ανεξαρτησία των ΗΠΑ (USCIRF).

Νεκροί και χωρίς δίκη

Στο Πακιστάν ορισμένες φορές δεν χρειάζεται κάποιος να καταδικαστεί από το δικαστήριο σε θάνατο για να χάσει τη ζωή του. Σύμφωνα με το  Al Jazeera από το 1990 έχουν δολοφονηθεί τουλάχιστον 77 άνθρωποι που σχετίζονταν με υποθέσεις βλασφημίας. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κατηγορηθεί είτε οι ίδιοι χωρίς ωστόσο ακόμα να έχουν δικαστεί, είτε κάποιος συγγενείς τους. Όταν κάποιος κατηγορείται για βλασφημία είναι πολύ πιθανό να δολοφονηθεί πριν φτάσει στη δίκη ή να λιντσαριστεί από το πλήθος. Οι απειλές και οι επιθέσεις κατά του ίδιου και της οικογένειάς του είναι επίσης συχνό φαινόμενο. Παράλληλα, έχουν καταγραφεί και δολοφονίες δικηγόρων και δικαστών που είχαν αναλάβει τέτοιες υποθέσεις.

Μόλις τον Ιούλιο, ένας Αμερικανός πολίτης πακιστανικής καταγωγής δολοφονήθηκε από έναν 15χρονο, ο οποίος εισέβαλε μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, όπου ο πρώτος δικαζόταν με κατηγορίες περί βλασφημίας. Ο έφηβος Φαϊζάλ Καν πυροβόλησε έξι φορές τον Ταχίρ Νασίμ, ο οποίος είχε κατηγορηθεί για βλασφημία επειδή άνηκε στην θρησκευτική μειονότητα των Αχμάντι, την οποία οι σουνίτες έχουν αποκηρύξει. Ο Καν είπε στη συνέχεια ότι ο θεός τον είχε διατάξει να σκοτώσει τον αιρετικό και η κοινωνία τον παρουσίασε ως «ήρωα» και «ιερό πολεμιστή» επειδή υπερασπίστηκε την πίστη του, ενώ πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις στις οποίες ζητούσαν την αθώωσή του (ΦΩΤΟ).



Ο Νασίμ, ο οποίος έμενε μόνιμα στο Ιλινόις των ΗΠΑ, ταξίδεψε το 2018 ως το Πακιστάν και μόλις έφτασε εκεί συνελήφθη επειδή θεωρητικά αποκάλεσε τον εαυτό του «προφήτη» με την υπόθεσή του να εκδικάζεται πριν από δύο μήνες (Στο Ισλάμ δεν αναγνωρίζεται άλλος προφήτης μετά τον Μωάμεθ). Πριν το δικαστήριο προλάβει να εκδώσει απόφαση, ο 15χρονος σουνίτης μουσουλμάνος αποφάσισε να πάρει το νόμο στα χέρια του. Όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, ο Νασίμ είχε γεννηθεί σε οικογένεια Αχμάντι, ωστόσο είχε αποκηρύξει την συγκεκριμένη θρησκεία και είχε ασπαστεί τον σουνιτισμό.

Η υπεράσπιση των νόμων περί βλασφημίας παρά την διεθνή κατακραυγή αυξάνεται συνεχώς στο εσωτερικό της χώρας, ενώ ακόμα και πολιτικά κόμματα τον χρησιμοποιούν στις καμπάνιες τους προσελκύοντας με αυτόν τον τρόπο συντηρητικούς ψηφοφόρους. Σύμφωνα μάλιστα με το Al Jazeera τον τελευταίο μήνα έχει σημειωθεί μια ραγδαία αύξηση των υποθέσεων βλασφημίας στη χώρα , ειδικά στην πολυπληθή επαρχία της Πουντζάμπ. Στην πλειονότητά τους, οι τελευταίες αυτές υποθέσεις στοχοποιούν την έτερη μουσουλμανική κοινότητα, αυτή των Σιιτών μουσουλμάνων, η οποία αποτελεί περίπου το 15% του πληθυσμού.

Μια νίκη

Την ίδια στιγμή μια μικρή νίκη συντελέστηκε στην αυστηρά συντηρητική χώρα. Τον Νοέμβριο του 2018, η χριστιανή Πακιστανή Άσια Μπίμπι (ΦΩΤΟ) που κατηγορούνταν για βλασφημία κατά του Μωάμεθ και είχε καταδικαστεί σε θάνατο τελικά αθωώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας.

Η Μπίμπι, μια εργάτρια γης από την επαρχία του Πουντζάμπ, τον Ιούνιο του 2009 καβγάδισε με δυο γειτόνισσές της ενώ δούλευαν στα χωράφια. Αυτές, επικαλούμενες θρησκευτικούς λόγους, αρνήθηκαν να μοιραστούν μαζί της ένα ποτήρι νερό. Όταν οι γυναίκες αφηγήθηκαν το περιστατικό σε έναν ιμάμη της περιοχής, αυτός κατηγόρησε την Άσια Μπίμπι ότι «προσέβαλε» τον προφήτη, κάτι που η ίδια αρνήθηκε από την πρώτη στιγμή. Η Μπίμπι συνελήφθη με κατηγορίες βλασφημίας κατά του προφήτη Μωάμεθ  και τελικά ένας δικαστής την καταδίκασε σε θάνατο, μια ποινή που επικύρωσε και το Ανώτερο Δικαστήριο της Λαχόρης.

Ωστόσο, η υπόθεση της έλαβε παγκόσμια αναγνώριση με την διεθνή κοινότητα να συνασπίζεται σε έναν αγώνα για την αθώωσή της. Στην υπόθεσή της μάλιστα είχε αναφερθεί και ο Πάπας Βενέδικτος καθώς και ο Πάπας Φραγκίσκος με την Μπίμπι να αναδεικνύεται σε σύμβολο του αγώνα για τα δικαιώματα των θρησκευτικών μειονοτήτων. Ωστόσο, στο Πακιστάν η οικογένειά της δεχόταν συνεχώς απειλές για τη ζωή τους και αναγκάστηκαν να κρυφτούν, ενώ ο μουσουλμάνος κληρικός Μαουλάνα Γιουσάφ Κουρέσι επικήρυξε την Μπίμπι λέγοντας ότι θα δώσει 500.000 πακιστανικές ρουπίες σε όποιον την σκοτώσει.


Τελικά, η υπόθεση της έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Πακιστάν το οποίο αθώωσε την γυναίκα τον Οκτώβριο του 2018, εννέα χρόνια μετά την σύλληψή της, υποστηρίζοντας ότι υπήρξαν ανακρίβειες και αντιφάσεις στις καταθέσεις των μαρτύρων. Ωστόσο, η Μπίμπι παρέμεινε για αρκετό καιρό ακόμα σε κράτηση με πλήθος διαδηλωτών στη χώρα να ζητούν την ακύρωση της απόφασης του δικαστηρίου. Όταν τελικά απορρίφθηκε και η τελευταία έφεση κατά της απόφασης του δικαστηρίου, η Μπίμπι εγκατέλειψε το Πακιστάν τον Μάιο του 2019 και βρήκε άσυλο στον Καναδά.

Κατά τη διάρκεια της υπόθεσης της Μπίμπι, δολοφονήθηκε ο δικηγόρος που είχε αναλάβει αρχικά την υπεράσπισή της, ο Σαλμάν Τάσερ, αλλά και ο υπουργός Υποθέσεων της Μειονότητας, Σαχμπάζ Μπάτι, ο οποίος την είχε υπερασπιστεί.