Ο τελευταίος ηγέτης της Ανατολικής Γερμανίας αφηγείται τα γεγονότα της 9ης Νοεμβρίου, όταν το Τείχος του Βερολίνου έπεσε.
Η 9η Νοεμβρίου προμηνυόταν από νωρίς μια δύσκολη μέρα στην Ανατολική Γερμανία. Οι πιέσεις και οι διαδηλώσεις των πολιτών για να τους δοθεί το δικαίωμα των ταξιδιών εκτός της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) συνεχώς εντείνονταν. Τα υπουργεία Εσωτερικών, Κρατικής Ασφάλειας και Δικαιοσύνης εξετάζουν από το πρωί ένα νέο σχέδιο νόμου που θα καταργεί οποιαδήποτε προϋπόθεση για να λάβει κάποιος βίζα. Οι αντιδράσεις μεταξύ των υπουργών για τις λεπτομέρειες είναι πολλές ωστόσο το σχέδιο νόμου φθάνει στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος στις 15:00 και καταλήγει στα χέρια του Γενικού Γραμματέα Έγκον Κρεντς (ΦΩΤΟ).
Ο Κρεντς βρισκόταν στη θέση του Γενικού Γραμματέα της Ανατολικής Γερμανίας μόλις από τις 18 Οκτωβρίου. Είχε διαδεχθεί τον σκληροπυρηνικό Έριχ Χόνεκερ που αρνούνταν κάθε συζήτηση για χαλάρωση των προϋποθέσεων στα ταξίδια εκτός ΛΔΓ. Η πορεία του στη θέση του ως Γενικός Γραμματέας θα είχε τελικά διάρκεια λιγότερη από δύο μήνες, ωστόσο εκείνο το βράδυ δεν το ήξερε ακόμα. Σε λίγες ώρες χάρη στον Κρεντς το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου θα γραφόταν μια από τις πιο σημαντικές σελίδες της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας: η πτώση του Τείχους.
Ο Κρεντς έχοντας πλέον μπει στα 80 του, τρεις δεκαετίες μετά
από εκείνη την βραδιά, λέει ότι η νύχτα της 9ης Νοεμβρίου ήταν η
χειρότερη της ζωής του. Η μαρτυρία του για τις κρίσιμες ώρες εκείνης της
ιστορικής νύχτας που ο κόσμος ξεχυνόταν στους δρόμους του ανατολικού Βερολίνου
για να πάει στο Τείχος και να περάσει στην άλλη πλευρά, ρίχνει φως σε άγνωστες
μέχρι τώρα πτυχές.
9 Νοεμβρίου 1989
Ο Κρεντς εκείνο το μεσημέρι χωρίς να εξετάσει ιδιαίτερα το
σχέδιο του υπό εξέταση ακόμα νόμου που έφτασε στα χέρια του – εξάλλου ήταν ένα
από τα πολλά που έφταναν στο γραφείο του καθημερινά – το έδωσε μαζί με ένα
σχετικό δελτίο τύπου στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος Γκίντερ
Σαμπόφσκι που ετοιμαζόταν εκείνη την ώρα να δώσει συνέντευξη τύπου στους
Ανατολικογερμανούς και τους ξένους δημοσιογράφους.
Η συνέντευξη πραγματοποιούνταν στο Διεθνές Κέντρο Τύπου του
Ανατολικού Βερολίνου και μεταδιδόταν ζωντανά από την τηλεόραση της Ανατολικής
Γερμανίας. Αρχίζει στις 18:00, πριν προλάβει ο Σαμπόφσκι να μελετήσει το
σημείωμα που πήρε από τον Κρεντς. Στις 18:57 και ενώ η συνέντευξη Τύπου
τελειώνει, ο Σαμπόφσκι αναφέρει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε μια νέα
ταξιδιωτική ρύθμιση, η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα
νομοσχέδιο υπό επεξεργασία, και ψάχνοντας τα χαρτιά του διαβάζει δυνατά το
σημείωμα παρουσία δημοσιογράφων στη ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση:
«Αιτήσεις για σύντομα ιδιωτικά ταξίδια προς το εξωτερικό
μπορούν να κατατίθενται χωρίς την επίκληση προϋποθέσεων (λόγοι ταξιδιού,
συγγενικές σχέσεις). Οι άδειες θα δίνονται με σύντομες διαδικασίες. Στις
υπεύθυνες υπηρεσίες δημοτολογίων και έκδοσης διαβατηρίων της Λαϊκής Δημοκρατίας
της Γερμανίας έχει δοθεί εντολή να εκδίδουν βίζες άμεσα, χωρίς πια να
απαιτούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις για μόνιμο εκπατρισμό. Η μόνιμη έξοδος
από τη χώρα μπορεί να πραγματοποιείται από οποιοδήποτε μεθοριακό σημείο
διέλευσης προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία)».
Ο δημοσιογράφος Ρικάρντο Έρμαν από το ιταλικό πρακτορείο
ANSA τον ρωτά: «Πότε τίθεται σε εφαρμογή αυτή η ρύθμιση;». Ο Σαμπόφσκι φανερά
αποδιοργανωμένος απαντά φυλλομετρώντας τα χαρτιά του: «Αυτή η ρύθμιση τίθεται
σε εφαρμογή... απ’ όσο ξέρω... αμέσως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς καθυστέρηση».
Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα λεπτά για να βγει ο κόσμος της Ανατολικής
Γερμανίας στους δρόμους και να αρχίζει να γκρεμίζει το τείχος.
«Η χειρότερη νύχτα της
ζωής μου»
«Ήταν η χειρότερη νύχτα της ζωής μου», είπε ο Κρεντς
μιλώντας στο BBC πριν από έναν χρόνο, στην επέτειο των 30 ετών από την Πτώση
του Τείχους. «Δεν θα ήθελα να το ζήσω ξανά. Όταν οι πολιτικοί στην Δύση λένε
ότι εκείνη η μέρα ήταν μια γιορτή για τους πολίτες, τους καταλαβαίνω. Αλλά εγώ
ανέλαβα όλη την ευθύνη. Σε μια τόσο φορτισμένη συναισθηματικά στιγμή, αν
κάποιος είχε σκοτωθεί εκείνο το βράδυ, θα μπορούσαμε να είχαμε οδηγηθεί σε μια
στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων», τονίζει.
Ο τελευταίος ηγέτης της Ανατολικής Γερμανίας, Έγκον Κρεντς,
μίλησε ακόμα και στην γερμανική εφημερίδα Berliner Zeitung για εκείνες τις
δραματικές στιγμές. Όπως λέει όταν ο κόσμος άρχισε να συρρέει κατά χιλιάδες στο
Τείχος ο ίδιος δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε καθώς δεν είχε παρακολουθήσει την
συνέντευξη Τύπου του Σαμπόφσκι. Όπως λέει ο Κρεντς, το λάθος του Σαμπόφκσι ήταν
ότι είπε πως η οδηγία θα ίσχυε άμεσα, ενώ ο σκοπός ήταν να ισχύσει από την επομένη,
την 10η Νοεμβρίου.
Ο Έγκον Κρεντς αναφέρει ότι εκείνη τη νύχτα προσπαθούσε να
συντονίσει τις κινήσεις του με τον υπουργό Άμυνας, αλλά δεν μπορούσε να τον
βρει. «Δεν υπήρχαν τότε κινητά». Ακολούθησε τηλεφώνημα του Έριχ Μίλκε, που ζητούσε
κι αυτός να μάθει τι επρόκειτο να γίνει. Στις προθέσεις του Κρεντς δεν ήταν η
χρήση βίας. «Θέλαμε ούτως ή άλλως να ανοίξουμε τα σύνορα την επόμενη, δεν
θέλαμε να προκαλέσουμε άλλη μια σύγκρουση με τον λαό».
«Με πήρε τηλέφωνο ο Έριχ Μίλκε, ο υπουργός Εθνικής Ασφάλειας
(Στάζι) και μου είπε ότι μεγάλη μάζα ανθρώπων κατευθύνεται στα σύνορα και με
ρωτούσε πώς θα αντιδρούσαμε. Εγώ δεν παρακολούθησα τη συνέντευξη τύπου του
Σαμπόφκσι, γιατί εκείνη τη μέρα προετοιμάζαμε στην Κεντρική Επιτροπή την
ταξιδιωτική οδηγία, στην οποία αναφερόταν. Δεν ήταν ένα κομμάτι χαρτί της CIA ή
της KGB ή μιας άλλης μυστικής υπηρεσίας. Ήταν μια ανακοίνωση τύπου, στην οποία
είχε τεθεί εμπάργκο δημοσίευσης μέχρι την επομένη το πρωί. Ο Σαμπόφκσι έπρεπε
μόνο να εξηγήσει την πρόθεσή μας. Κάτι που δεν έκανε. Η πρόωρη ανακοίνωση της
ημερομηνίας οδήγησε εκείνη τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της οποίας εμείς έπρεπε
να κάνουμε τις απαραίτητες προετοιμασίες για το άνοιγμα των συνόρων σε μια
εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση. Χάρη στη νηφαλιότητα των μεθοριακών φρουρών,
που εφάρμοσαν πιστά την εντολή μου, που είχα δώσει πολύ νωρίτερα, ώστε να μην
κάνουν χρήση όπλων απεφεύχθη κλιμάκωση με απρόβλεπτες συνέπειες», αναφέρει.
Ο Έγκον Κρεντς αποκαλύπτει και ένα τηλεφώνημα που πήρε το
μεσημέρι εκείνης της ημέρας από τον τότε αντιπρόεδρο του Σοσιαλδημοκρατικού
κόμματος Γιοχάνες Ράου (σσ. αργότερα έγινε πρόεδρος της Γερμανίας) και που σε
εμπιστευτικό κλίμα τον ρωτούσε τι σχεδίαζαν με τα ταξίδια. «Σκέφτηκα», λέει ο
Κρεντς, «εάν τώρα πεις, ότι θα μιλήσουμε γι’ αυτό στην Κεντρική Επιτροπή, τότε
ο Ράου θα τηλεφωνήσει στον Βίλι Μπραντ και οι πολίτες της ΛΔΓ θα μάθουν τα νέα
μέσω της Δύσης. Δεν το ήθελα. Ήθελα να το μάθουν οι πολίτες της ΛΔΓ από εμάς».
«Η Σοβιετική Ένωση μας
πρόδωσε»
Ο Έγκον Κρεντς μέχρι και σήμερα νιώθει προδομένος από την στάση
του Γκορμπατσόφ και της Σοβιετικής Ένωσης. Όπως λέει στο BBC μια εβδομάδα πριν από την πτώση του
Τείχους είχε πάει στη Μόσχα και είχε συναντηθεί με τον Σοβιετικό ηγέτη (ΦΩΤΟ). Το λάθος
του όπως λέει είναι ότι πίστεψε τον Γκορμπατσόφ.
«Ο Γκορμπατσόφ μου είπε ότι η Σοβιετική Ένωση έβλεπε την Ανατολική Γερμανία ως αδερφή της και ότι οι Σοβιετικοί μετά τους δικούς τους αγαπούσαν περισσότερο από όλους τους Ανατολικογερμανούς. Οπότε τον ρώτησα: ‘Βλέπετε ακόμα τον εαυτό σας ως πατρική φιγούρα της ΛΔΓ; ‘ Αυτός μου απάντησε: ‘Φυσικά, Έγκον. Αν υπονοείς μια πιθανή επανένωση της Γερμανίας, αυτό δεν υπάρχει σαν σχέδιο’, μου απάντησε. Τότε νόμιζα ότι ήταν ειλικρινής. Αυτό ήταν το λάθος μου», τονίζει.
Στην ερώτηση του δημοσιογράφου του BBC, Στιβ Ρόζενμπεργκ, αν νιώθει ότι η
Σοβιετική Ένωση τους πρόδωσε απαντά μονολεκτικά: «Ναι».
Θεωρητικά η Σοβιετική Ένωση με τις στρατιωτικές της δυνάμεις
εγκατεστημένες στη Γερμανία, είχε κάθε δικαίωμα να υπερασπιστεί την τετρασέλιδη
Συμφωνία των Τεσσάρων Συμμάχων για το Βερολίνο, η οποία υπεγράφη στις 3
Σεπτεμβρίου του 1971 στον αμερικανικό τομέα. Ωστόσο, δεν συνέβη τίποτα τέτοιο.
«Στις 10 Νοεμβρίου μού τηλεφώνησε ο σοβιετικός πρέσβης
Βιάτσεσλαβ Κοτσεμασόφ για να μου πει ότι η Μόσχα ανησυχούσε πολύ για τις
εξελίξεις στα σύνορα και ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν υπέρ του ανοίγματος των
συνόρων ανάμεσα στις δύο χώρες, όχι όμως στο Βερολίνο, γιατί ήταν υπόθεση των
Συμμάχων και εμείς δεν είχαμε δικαίωμα να το κάνουμε. Με παρακάλεσε να στείλω
μήνυμα στον Γκορμπατσόφ, κάτι που έκανα. Δύο ώρες αργότερα μου τηλεφώνησε ο
Κοτσεμασόφ για να μου πει ότι ο Γκορμπατσόφ μας έδινε συγχαρητήρια που ανοίξαμε
τα μεθοριακά φυλάκια στο Τείχος. Μπορείτε να φανταστείτε, τι έγινε εκείνη την
ώρα στο κεφάλι μου; Μέσα σε δύο ώρες από την πρωτεύουσα της συμμαχικής χώρας,
δυο αντικρουόμενα μηνύματα. Τότε αναρωτήθηκα, ποιος κάνει κουμάντο στη Μόσχα; Ο
Γκορμπατσόφ; Ο κρατικός μηχανισμός; Η κρατική ασφάλεια; Ο στρατός; Δεν μου ήταν
τότε σαφές ότι ο Γκορμπατσόφ διαπραγματευόταν για εμάς με τη Δύση πίσω από τις
πλάτες μας», αναφέρει ο Έγκον Κρεντς στην Berliner Zeitung.
Μια μέρα μετά, στις 11 Νοεμβρίου του 1989 ο Έγκον Κρεντς
έλαβε τηλεφώνημα από τον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, που τον ευχαρίστησε για το
άνοιγμα των συνόρων. «Για Πτώση του Τείχους ούτε λόγος».
Τριάντα χρόνια μετά, ο Έγκον Κρεντς παραδέχεται ότι μετανιώνει
για κάτι ακόμα. Όπως λέει ήταν λάθος το γεγονός ότι δεν πήγε κι αυτός εκείνη τη
νύχτα στο Τείχος. «Θα ήταν μια ένδειξη ότι είχαμε τη σταθερή πρόθεση για ένα
διαρκές άνοιγμα των συνόρων και θα ήταν μια ηθική βοήθεια για τους μεθοριακούς
φύλακες, αλλά δεν μπορούσα να εγκαταλείψω το γραφείο μου», αναφέρει.
«Ως πολιτικός που πρέπει να δρα, έχει πολλά που πρέπει
κανείς να σταθμίσει. Τα δικά μου περιθώρια αποφάσεων εκείνο το βράδυ ήταν πολύ
περιορισμένα. Είτε θα προχωρούσαμε με τη βοήθεια των σοβιετικών φίλων μας, είτε
θα αφήναμε τα πράγματα ελεύθερα να εξελιχθούν», τονίζει.
Η ζωή μετά
Ο Έγκον Κρεντς υπό το
βάρος των εξελίξεων τελικά παραιτήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1989, πριν προλάβει να
συμπληρώσει δύο μήνες στην ηγεσία της Ανατολικής Γερμανίας. Ο άλλοτε «πρίγκιπας
του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της ΛΔΓ», όπως τον χαρακτήριζαν, αναγκάστηκε
να αποσυρθεί, ενώ το 1990 το Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, το οποίο ιδρύθηκε
το 1989 ως συνέχεια του ΕΣΚ τον διέγραψε
σε μια προσπάθεια «κάθαρσης».
Επτά χρόνια μετά την επανένωση της Γερμανίας, το 1997, ο Κρεντς
καταδικάστηκε σε φυλάκιση 6,5 ετών ως συνυπεύθυνος για τον θάνατο
αντιφρονούντων που επιχείρησαν να εγκαταλείψουν την Ανατολική Γερμανία. Η ποινή
του επιβεβαιώθηκε τελεσίδικα το 1999 και ο Κρεντς παρέμεινε στη φυλακή από το
2000 ως το 2003. Για το υπόλοιπο της ποινής του τού δόθηκε αναστολή. Ο ίδιος
λέει πως νιώθει αδικημένος γι’ αυτήν την απόφαση καθώς κανείς δεν είπε ποτέ ότι
υπό την εξουσία του έπεσε το τείχος και μάλιστα χωρίς να υπάρξει αιματοκύλισμα.
Σήμερα, ο Κρεντς ζει στις ακτές της Βαλτικής θάλασσας στη
Γερμανία. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο Ψυχρός Πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ, ωστόσο
γίνεται πλέον με διαφορετικές μεθόδους. Όπως λέει η Ρωσία είναι πολύ τυχερή που
έχει πλέον τον Πούτιν, ύστερα από μια σειρά αδύναμων ηγετών όπως ο Γκορμπατσόφ
και ο Γιέλτσιν.
Ο Κρεντς δεν θέλησε να αναμειχθεί ξανά στην πολιτική, ωστόσο μοιράζεται την άποψή του για τα πολιτικά δρώμενα της χώρας του. Όπως λέει ο κίνδυνος για τη σημερινή Γερμανία δεν προέρχεται από την κληρονομιά της ΛΔΓ, αλλά από τους ναζί και τους νεοναζί. Μάλιστα, αντιτίθεται σθεναρά στη θεωρία των δύο δικτατοριών, σύμφωνα με την οποία για τους Ανατολικογερμανούς μετά τους ναζιστές ακολούθησε η «κόκκινη δικτατορία». «Αποτελεί μια τεράστια προσβολή για εκατομμύρια πολίτες της ΛΔΓ. Οι ιδρυτές της είχαν μια βαθιά αντιφασιστική στάση».
Στην ερώτηση αν το Τείχος του Βερολίνου θα έπρεπε να πέσει νωρίτερα απαντά: «Εκ των υστέρων θα ήταν εύκολο να συμφωνήσω με αυτό. Αλλά αυτά τα σύνορα δεν ήταν μόνο μεταξύ δύο Γερμανιών. Ήταν τα εξωτερικά σύνορα του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ήταν η πρώτη γραμμή άμυνας του σοβιετικού στρατού, ήταν οικονομικά σύνορα ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και το Συμβούλιο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (COMECON). Και τελικά ήταν το σύνορο μεταξύ δύο συστημάτων».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ τι λέει ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ για την πτώση του τείχους.