Ποιος ήταν πραγματικά ο Άγιος Βασίλης;

 


Άγιος Βασίλης, Άγιος Νικόλαος, Santa Claus, Πατέρας των Χριστουγέννων. Ποια είναι η σχέση όλων αυτών και ποιος είναι τελικά ο ευτραφής ηλικιωμένος ντυμένος στα κόκκινα που σφηνώνει στις καμινάδες μας;

Το βράδυ της 31ης Δεκεμβρίου τα παιδιά στην Ελλάδα έπεσαν στο κρεβάτι τους για να κοιμηθούν ανυπομονώντας να ξημερώσει η πρώτη μέρα της νέας χρονιάς και να βρουν κάτω από το δέντρο τους το δώρο που είχαν ζητήσει από τον Άγιο Βασίλη. Στα όνειρά τους, ο κοντόχοντρος ντυμένος στα κόκκινα άγιος -προστατευμένος από τον κοροναϊό- έκρινε ότι ήταν καλά παιδιά όλο το χρόνο και τους επιβράβευσε με το δώρο που είχαν ζητήσει.

Ο αγαπημένος Άγιος των παιδιών που υποτίθεται ότι ζει όλη τη χρονιά στον Βόρειο Πόλο μπορεί να είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας, ωστόσο βασίζεται σε έναν απόλυτα αληθινό Άγιο της Εκκλησίας και αντίθετα με αυτό που θα φανταζόταν κανείς αυτός δεν είναι ο Άγιος Βασίλειος!

Οι Άγιοι των δώρων

Η ιστορία του άγιου που φέρνει δώρα στα καλά παιδιά ξεκινά πολύ πριν την έλευση του Χριστιανισμού και συνεχίζεται και μετά από αυτόν. Στις παραδόσεις σχεδόν όλων των λαών της Ευρώπης υπήρχε κάποιο μυθικό πρόσωπο, το οποίο αντάμειβε τα μικρά παιδιά με δώρα εφόσον ήταν καλά, κάποια συγκεκριμένη μέρα του χρόνου. Νεράιδες, ξωτικά ή θεοί αναλάμβαναν αυτό το ρόλο.

Στην εποχή των Ρωμαίων, ο αρχαίος θεός Σάτουρνος με τη μακριά λευκή γενειάδα, ο οποίος προστάτευε τους γεωργούς, ήταν αυτός που έφερνε τα δώρα. Προς τιμήν του εορτάζονταν τα Σατουρνάλια, ένα φεστιβάλ στα τέλη Δεκεμβρίου κατά το οποίο οι δούλοι ελευθερώνονταν για μια μέρα και οι άνθρωποι αντάλλασσαν δώρα.

Στην παράδοση των Κελτών, ο καλοκάγαθος γίγαντας Γκαργκάν κουβαλούσε πάντα ένα τεράστιο καλάθι γεμάτο δώρα, η Λα Μπεφάνα στην Ιταλία μοίραζε δώρα στα παιδιά και αποκάλυπτε στις νέες και στους νέους μυστικά σχετικά με το μελλοντικό τους γάμο, αλλά και η γριά Μπαμπούσκα στη ρωσική παράδοση καταδικάστηκε να τριγυρνάει την ημέρα των Θεοφανίων και να μοιράζει δώρα στα παιδιά, επειδή έδωσε λάθος κατευθύνσεις για το δρόμο προς τη Βηθλεέμ.

Τα γερμανικά φύλα στα τέλη Δεκεμβρίου γιόρταζαν το φεστιβάλ Yule στο οποίο βασική μορφή ήταν ο θεός Wodan ή αλλιώς ο θεός Όντιν της σκανδιναβικής μυθολογίας. Αυτός ντυμένος με μια μακριά μπλε κάπα και έχοντας μακριά γκρίζα γένια ανέβαινε στο έλκηθρό του, το οποίο τραβούσαν τα άλογά του, πετούσε στον ουρανό και επισκεπτόταν τους ανθρώπους μοιράζοντας δώρα.

Άγιος Νικόλαος… έρχεται

Η ιστορία του κοκκινοντυμένου Άγιου Βασίλη ή αλλιώς Santa Claus ξεκίνησε από τον γνωστό Άγιο Νικόλαο της Εκκλησίας, του Μικρασιάτη επίσκοπου από τα Μύρα που πέθανε στις  6 Δεκεμβρίου 343.

Ο μετέπειτα Άγιος Νικόλαος χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος των Μύρων  και από αυτή τη θέση πάλεψε έντονα για την προστασία των φτωχών και των απόρων ιδρύοντας νοσοκομεία και διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Την ίδια στιγμή – σε μια εποχή διωγμών για τους Χριστιανούς- και ο ίδιος υπέστη βασανιστήρια την εποχή του Διοκλητιανού και έμεινε πολλά χρόνια στην φυλακή μέχρι που ο Μέγας Κωνσταντίνος υπέγραψε το διάταγμα της Ανεξιθρησκίας με το οποίο απελευθερώθηκαν όλοι οι Χριστιανοί. Ο Άγιος Νικόλαος επέστρεψε στη θέση του Αρχιεπισκόπου  από την οποία υπήρξε προστάτης των φτωχών, ενώ έδινε και δώρα σε παιδιά και απόρους, συνήθως στα κρυφά χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Λέγεται μάλιστα πως χάρισε όλη την περιουσία του στους φτωχούς, ενώ πολλές ιστορίες δημιουργήθηκαν γύρω από το όνομά του. Μια από τις πιο γνωστές λένε ότι έσωσε τρεις φτωχές αδερφές τις οποίες ο πατέρας τους ετοιμαζόταν να πουλήσει ως σκλάβες ή πόρνες χαρίζοντάς τους ένα μεγάλο ποσό για προίκα ώστε να παντρευτούν.


Η δράση αυτή  του Αγίου Νικολάου τον μετέτρεψε σε έναν από τους πιο σεβαστούς και αγαπητούς Αγίους  της Εκκλησίας κάτι που γιγαντώθηκε μετά τον θάνατό του. Αναγνωρίστηκε από όλους τους Χριστιανούς ως προστάτης των παιδιών αλλά και των ναυτικών καθώς πολλά από τα θαύματά του συνδέονταν με τους ανθρώπους της θάλασσας. Η μέρα του θανάτου στις 6 Δεκεμβρίου θεσπίστηκε ως η ημέρα εορτασμού του Αγίου κάθε χρόνο και η μέρα αυτή θεωρούνταν παραδοσιακά τυχερή, ενώ ήταν ιδανική για αγοραπωλησίες ή για να παντρευτεί κάποιος. Θεωρείται ότι την εποχή της Αναγέννησης, ο Άγιος Νικόλαος ήταν ο πιο δημοφιλής και αγαπητός άγιος στην Ευρώπη.  Ήδη από την εποχή  του Μεσαίωνα το βράδυ της παραμονής της εορτής του Αγίου ήταν παραδοσιακά μια μέρα που τα «καλά» παιδιά ανταμείβονταν με δώρα για την συμπεριφορά τους.

Ωστόσο, μετά την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, οι Άγιοι έχασαν την σημασία τους.  «Αυτό ήταν προβληματικό», αναφέρει ο ιστορικός Τζέρι Μπόουλερ, συγγραφέας του βιβλίου «Santa Claus: A Biography». «Συνεχίζεις να αγαπάς τα παιδιά σου, αλλά ποιος θα τους φέρνει τώρα δώρα;», αναφέρει.

Η «δουλειά» συχνά ανατέθηκε στον μικρό Ιησού που γεννιόταν τα Χριστούγεννα. Έτσι, ο Μαρτίνος Λούθηρος αποφάσισε να μεταφέρει την παράδοση των δώρων από τις 6 Δεκεμβρίου στην παραμονή των Χριστουγέννων ώστε να δώσει μια ακόμα εορταστική νότα στην γιορτή και δημιούργησε την φιγούρα του «Christkindl», του μικρού Χριστούλη, που φέρνει τα δώρα στα καλά παιδιά.

«Όμως η δυνατότητα ενός μωρού να μεταφέρει δώρα είναι περιορισμένη και επίσης δεν είναι καθόλου τρομακτικό», αναφέρει ο Μπόουλερ. «Έτσι, το μωρό Ιησούς συχνά απέκτησε έναν τρομακτικό βοηθό, ο οποίος κουβαλούσε τα δώρα και απειλούσε τα παιδιά όταν δεν είχαν την σωστή συμπεριφορά για να τα επισκεφτεί ο μικρός Χριστός».

Αρκετές από αυτές τις τρομακτικές φιγούρες των γερμανικών φύλων βασίστηκαν στον Άγιο Νικόλαο, ο οποίος δεν ήταν πια άγιος αλλά ο τρομακτικός βοηθός. Έτσι, δημιουργήθηκε ο Ru-klaus (Σκληρός Νικόλαος), Aschenklas (Νικόλαος των Σταχτών) και ο Pelznickel (Εξαγριωμένος Νικόλαος). Όλοι αυτοί περίμεναν σωστή συμπεριφορά από τα παιδιά διαφορετικά αυτά κινδύνευαν με ξύλο ή απαγωγές.

Πάντως, την Ολλανδία, το Βέλγιο και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά, η μέρα του Αγίου Νικολάου διατήρησε την σημασία της και ο Sinterklaas σταθερά έφερνε τα δώρα στα παιδιά είτε στις 6 Δεκεμβρίου είτε την παραμονή των Χριστουγέννων. Στα ίδια πρότυπα, οι Άγγλοι δημιούργησαν τον «Father Christmas» (Πατέρας των Χριστουγέννων) από τον 16ο αιώνα και την εποχή του Ερρίκου του 8ου. Μιας και πλέον οι Προτεστάντες Άγγλοι δεν γιόρτασαν τον Άγιο Νικόλαο καθώς απέρριψαν όλους τους αγίους δημιούργησαν την φιγούρα του Πατέρα των Χριστουγέννων, ενός ηλικιωμένου άντρα ντυμένου με πράσινο ή κόκκινο παλτό με γούνα, που επισκέπτεται τα παιδιά το βράδυ των Χριστουγέννων. Με τον ίδιο τρόπο και στην Γαλλία δημιουργήθηκε ο Père Noël.

Όπως είναι ήδη φανερό ο σημερινός Άγιος Βασίλης με την κόκκινη  αμφίεση που επισκέπτεται τα παιδιά έχει πολλά κοινά τόσο με τον Άγιο Νικόλαο όσο και με τον Πατέρα των Χριστουγέννων και ακόμα και με το έλκηθρο του θεού Όντιν. Το μόνο που έμενε ήταν  να «συναντηθούν» όλες αυτές παραδόσεις ώστε να δημιουργηθεί μια νέα. Κι αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο στο μέρος όπου συναντήθηκαν όλοι οι πολιτισμοί της Ευρώπης: τον Νέο Κόσμο της Αμερικής.

Η δημιουργία του Santa Claus

Όπως μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτό το αγγλικό όνομα του Άγιου Βασίλη «Santa Claus» δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια παράφραση του ολλανδικού ονόματος Sinterklaas.

Οι Ολλανδοί μετανάστες που έφτασαν στην Αμερική και κυρίως στο Νέο Άμστερνταμ (σήμερα Νέα Υόρκη) έφεραν μαζί τους και τις παραδόσεις τους. Ήδη τον Δεκέμβριο του 1773 και ξανά το 1774, εφημερίδα της Νέας Υόρκης αναφέρει ότι ομάδες ολλανδικών οικογενειών συγκεντρώθηκαν για να τιμήσουν την επέτειο του θανάτου του Αγίου Νικολάου. Το 1804 ο Τζον Πίνταρτ στην  ετήσια συγκέντρωση του συλλόγου New York Historical Society μοίρασε ξυλογραφίες με τη μορφή του Αγίου Νικολάου. Το φόντο της εικόνας περιελάμβανε οικείες εικόνες του αγίου και κάλτσες γεμάτες παιχνίδια και φρούτα, κρεμασμένες πάνω από ένα τζάκι.

Το 1809 ο Ουάσινγκτον Ίρβινγκ έκανε ακόμα πιο γνωστό τον Sinterklaas, όταν στο βιβλίο του The History of New York ανέφερε τον Άγιο Νικόλαο σαν προστάτη άγιο της Νέας Υόρκης. Τον παρουσιάζει μάλιστα σαν έναν ηλικιωμένο που καπνίζει πίπα και πετά πάνω από τα σπίτια με το ιπτάμενο έλκηθρό του δίνοντας δώρα στα καλά αγόρια και κορίτσια.

Το 1821 ένα ανώνυμο εικονογραφημένο ποίημα με το τίτλο «The Children's Friend» (Ο φίλος των παιδιών) παρουσίασε για πρώτη φορά ό, τι πιο κοντινό στην μετέπειτα φιγούρα του Αγίου που θα συνδεόταν με τα Χριστούγεννα. «Εδώ έχουμε επιτέλους την πρώτη εμφάνιση του Santa Claus. Έχουν πάρει την μαγική φιγούρα του Αγίου Νικολάου που μοιράζει δώρα, του έχουν αφαιρέσει τα θρησκευτικά του χαρακτηριστικά και τον έχουν ντύσει με γούνες όπως φορούσαν οι γερμανικές φιγούρες που έφερναν δώρα στα παιδιά», αναφέρει ο Μπόουλερ.

Αυτή η φιγούρα μοίραζε δώρα στα καλά παιδιά, αλλά είχε μαζί του και ένα μαστίγιο, όπως αναφέρει το ποίημα το οποίο κατηύθυνε στο χέρι του γονιού για να το χρησιμοποιήσει όταν το παιδί του δεν ακολουθούσε τον σωστό δρόμο. Ο ιπτάμενος άγιος πετούσε ένα έλκηθρο που το έσερνε ένας μόνο τάρανδος, ωστόσο μια χρονιά αργότερα όλα θα άλλαζαν.

Το 1822 ο Αμερικανός συγγραφέας Κλέμεντ Μουρ έγραψε το ποίημα «The Night Before Christmas» ή αλλιώς «A Visit From St. Nicholas» για τα έξι παιδιά του. Εκεί υπάρχει η πρώτη περιγραφή του Santa Claus όπως ακριβώς είναι πλέον γνωστός παγκοσμίως. Το ποίημα εκδόθηκε ανώνυμα ένα χρόνο μετά και ο χαρούμενος Άγιος παρουσιαζόταν να πετά με ένα έλκηθρο που το σέρνουν οχτώ τάρανδοι. Στο ποίημα, ο Άγιος Νικόλαος προσγειώνεται στην οροφή του σπιτιού μιας οικογένειας την παραμονή των Χριστουγέννων, κατεβαίνει από την καμινάδα κρατώντας έναν σάκο με δώρα τα οποία και αφήνει στο τζάκι για τα παιδιά.

«Έγινε αμέσως περιζήτητο», αναφέρει ο Μπόουλερ αν και η περιγραφή του Αγίου που βρισκόταν στο ποίημα άφηνε πολλά στην φαντασία. Έτσι, ο Άγιος παρουσιαζόταν με διάφορα χρώματα ρούχων κα σε διάφορα «μεγέθη» από πολύ μικρός μέχρι τεράστιος. Υπάρχει μάλιστα μια απεικόνισή του που μοιάζει ακριβώς σαν τον Τζορτζ Ουάσινγκτον!

Μέχρι το 1845, ένας άλλος παρόμοιος χαρακτήρας που έμοιαζε με τον Άγιο Βασίλη στις ΗΠΑ ήταν ο Kris Kringle, του οποίου το όνομα προερχόταν από το γερμανικό Christkindl. Σε ένα περιοδικό του 1853 που περιγράφονται τα χριστουγεννιάτικα έθιμα των Αμερικανών αναφέρει ότι την παραμονή της γιορτής τα παιδιά κρεμάνε τις κάλτσες τους για «μια σημαντική προσωπικότητα». Το όνομα διαφέρει ανάλογα με την περιοχή: στην Πενσιλβάνια τον αποκαλούν «Krishkinkle», ενώ στην Νέα Υόρκη τον λένε «St. Nicholas» ή «Santa Claus».

Τελικά, στα τέλη του 19ου αιώνα ο Άγιος άρχισε να αποκτά την κλασική του μορφή, ντυμένος στα κόκκινα με λευκή γούνα και χοντρούλης. Μεγάλο ρόλο στην επικράτηση αυτής της εμφάνισης έπαιξε ο διάσημος κομίστας, Τόμας Ναστ, ο οποίος θεωρείται πατέρας τού χιουμοριστικού αμερικανικού σχεδίου. Ο γερμανικής καταγωγής Ναστ, ο οποίος κυρίως ασχολούνταν με το πολιτικό κόμικ, εργαζόταν στο Harper’s Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής και κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου (1861-1865) είχε αναλάβει να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν «Ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο» στις 3 Ιανουαρίου 1863, όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς άνδρα, ολοστρόγγυλου και ροδαλού, καλυμμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων. Ο Ναστ δανείστηκε για τη δημιουργία του Αγίου στοιχεία από τη γερμανική λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων, αλλά και την παραδομένη μορφή του πλανόδιου Γερμανού εμπόρου. Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του, ο Ναστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου (κεντρική ΦΩΤΟ).

Σκίτσο του Ναστ από το 1888

Ο νέος ευτραφής Άγιος Βασίλης αντικατόπτριζε πλέον την αφθονία και την ευμάρεια και ήρθε να αντικαταστήσει την αυστηρή και ασκητική μορφή του Αγίου Νικολάου ή των τρομακτικών μορφών που βοηθούσαν τον μικρό Χριστό να μοιράζει δώρα. Ο Santa Claus έτσι ξεκίνησε ένα ταξίδι επιστροφής προς την Ευρώπη αντικαθιστώντας τις τρομακτικές φιγούρες που έφερναν τα δώρα στα παιδιά.

«Αυτό που έκανε ήταν κατά κάποιο τρόπο να εξημερώσει τις ανατριχιαστικές φιγούρες που θύμιζαν χαρακτήρες από τα παραμύθια των αδερφών Γκριμ που προέρχονταν από την εποχή του Μεσαίωνα», αναφέρει ο Μπόουλερ.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η τελική εμφάνιση του Άγιου Βασίλη στα κόκκινα δεν έχει καμία σχέση με την Coca-Cola, όπως πολλοί πιστεύουν. Ο Ναστ είχε ήδη αρχίσει να «ντύνει» τον Άγιο Βασίλη του στα κόκκινα κι έτσι όταν η Coca Cola άρχισε να χρησιμοποιεί την φιγούρα για διαφημιστικούς σκοπούς την δεκαετία του 1930 απλώς «εκμεταλλεύτηκε» μια εικόνα που της ταίριαζε.

Ο δικός μας Άγιος Βασίλης

Ακόμα και στην χώρα μας τα παιδιά όταν περιμένουν τον Άγιο Βασίλη για να τους φέρει τα δώρα έχουν στο μυαλό τους τον γελαστό, ευτραφή κύριο που είναι ντυμένος στα κόκκινα ο οποίος στην πραγματικότητα είναι η μετεξέλιξη του Αγίου Νικολάου. Στη χώρα μας ο Άγιος δεν έρχεται απαραίτητα την παραμονή των Χριστουγέννων αλλά συχνότερα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και γι’ αυτό έχει ονομαστεί Άγιος Βασίλης.

Η διαφοροποίηση αυτή έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι την 1η Ιανουαρίου εορτάζεται από την εκκλησία η γιορτή του Αγίου Βασιλείου καθώς την ημέρα αυτή εκοιμήθη. Στην ορθόδοξη παράδοση της Ελλάδας από πολύ νωρίς το καλό πνεύμα της Πρωτοχρονιάς ταυτίστηκε με τον Μέγα Βασίλειο, τον επίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας, κορυφαίο θεολόγο του 4ου αιώνα και έναν από τους Τρεις Ιεράρχες, προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας.


Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ένας βαθιά μορφωμένος και εξαιρετικά δραστήριος άνθρωπος, ο οποίος είχε βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό ανθρώπους που είχαν ανάγκη, όπως είχε κάνει και ο Άγιος Νικόλαος. Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και είχε λάβει σημαντική μόρφωση, χριστιανική και γενική. Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φιλολογία και φυσική στην Αθήνα και περιόδευσε στην Αίγυπτο, στη Μεσοποταμία, στην Παλαιστίνη και στην Κοίλη Συρία, για να γνωρίσει από κοντά τους ασκητές και να σπουδάσει τον μοναχισμό, που τον γοήτευε πάντα.

Ο Άγιος επέδειξε τεράστιο φιλανθρωπικό έργο βοηθώντας να χτιστούν νοσοκομεία, φτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και γηροκομεία, ενώ φρόντιζε πάντα όσους είχαν την ανάγκη του. Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή Βασιλειάδας, το οποίο αποτελούσε ένα πρότυπο κέντρο περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων.  Παράλληλα, σε μια σειρά από επιστολές του (π.χ. Επιστολές 104, 110, 84, 86, 107-109), φαίνεται ότι προσπαθούσε να λύσει προβλήματα εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου της Μικράς Ασίας, ορφανών, αδικημένων, ασθενών και απόρων και καθιέρωσε τη διανομή αγαθών - τρόφιμα, ρούχα, χρήματα- και κάθε είδους βοήθειας σε φτωχές οικογένειες, άπορους κ.λπ.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μέγας Βασίλειος αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζός μ’ ένα ραβδί στο χέρι, απ’ όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες -σύμβολα δώρων- και περνούσε από διάφορους τόπους. Δεν έφερνε στους ανθρώπους δώρα. Τα δώρα του ήταν περισσότερο συμβολικά: Η ιερατική ευλογία του και η καλή τύχη.

Ο ίδιος, αρκετά ασθενικός, ήταν πάντα αδύνατος με μαύρα μακριά γένια και γελαστός.  Καταπονημένος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 49 χρονών την 1η Ιανουαρίου του 379, ενώ πέθανε πάμφτωχος.

Από τον Μέγα Βασίλειο ξεκίνησε και η παράδοση της βασιλόπιτας της Πρωτοχρονιάς. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Μέγας Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε στην πόλη για να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι τρομαγμένοι ζήτησαν τη βοήθεια του Βασίλειου. Αυτός τους συμβούλεψε να φέρουν ό,τι πιο πολύτιμο έχουν και αφού μάζεψαν πολλά δώρα, κοσμήματα και χρυσά νομίσματα, βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους να συναντήσουν τον Έπαρχο. Η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου καταπράυνε τον Έπαρχο, ο οποίος τελικά δε θέλησε να πάρει τα δώρα.

Όταν όμως προσπάθησαν να μοιράσουν πίσω στους πιστούς τα δώρα που ο καθένας είχε φέρει, ο διαχωρισμός αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολος, καθώς πολλοί είχαν προσφέρει όμοια κοσμήματα και όμοια νομίσματα. Τότε ο Μέγας Βασίλειος διέταξε τους πιστούς να φτιάξουν το απόγευμα του Σαββάτου πίτες και να βάλουν μέσα σε κάθε μία από ένα αντικείμενο. Την επομένη τους τις μοίρασε και, σαν από θαύμα, κάθε ένας βρήκε μέσα στην πίτα αυτό που είχε προσφέρει.

Στην Ελλάδα, ο ορθόδοξος Άγιος Βασίλειος φαίνεται ότι πήρε την μορφή του Αμερικανού Santa Claus περίπου την δεκαετία 1950-1960, όταν οι Έλληνες μετανάστες της Αμερικής άρχισαν να στέλνουν ευχετήριες κάρτες στους συγγενείς τους με την νέα μορφή του Αϊ-Βασίλη.