O αυτόπτης μάρτυρας της Σφαγής της Χίου


Η συγκλονιστική μαρτυρία του Χριστόφορου Καστάνη για μια από τις μεγαλύτερες θηριωδίες στην ιστορία της ανθρωπότητας

«Τους μεν ηλικιωμένους επέρασαν γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως και τας ηλικιωμένας γραίας, την δε κινητήν περιουσίαν αυτών ελεηλάτησαν. Τας δε ωραίας κόρας των και τους τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν. Το αίμα έρρευσε ποταμηδόν …» γράφει για τη Σφαγή της Χίου ο Οθωμανός τοποτηρητής. Βαχίτ πασάς. Δύο αιώνες μετά, τα γεγονότα της 30στής Μαρτίου 1822 παραμένουν έναν μνημείο κτηνωδίας και φρίκης. 42.000 νεκροί και 52.000 σκλάβοι. Το νησί που άκμαζε ερήμωσε μέσα σε λίγες μέρες.

Το ιστορικό πλαίσιο

Στις αρχές του 19ου αιώνα η Χίος διέθετε μία μεγάλη και ακμάζουσα ελληνική κοινότητα που ευημερούσε βασιζόμενη στην καλλιέργεια της μαστίχας. Το  1822 ο πληθυσμός του νησιού ξεπερνούσε τις 100.000.

Με τις φήμες για εξέγερση να φουντώνουν ο σουλτάνος έστειλε στη Χίο τον Βαχίτ πασά με στρατεύματα.

Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, που είχε καταστρώσει ο έμπορος και μέλος της Φιλικής Εταιρίας, Ιωάννης Ράλλης, η εξέγερση θα γινόταν τον Ιούλιο του 1822. Απορρίφθηκε από τις ισχυρές οικογένειες της Χίου με τη σύμφωνη γνώμη του Δημήτριου Υψηλάντη. 

Τελικά τον Μάρτιο του 1822 ο πρώην αξιωματικός του Ναπολέοντα, Αντώνιος Μπουρνιάς αποβιβάστηκε στο νησί με διακόσιους άντρες. Κάλεσε τον οπλαρχηγό Λυκούργο Λογοθέτη (πραγματικό όνομα Γεώργιος Παπλωματάς) να τον στηρίξει.

Ο Μπουρνιάς υπολόγιζε σε βοήθεια και από τα γύρω νησιά αλλά και από την Πελοπόννησο που είτε δεν ήρθε ποτέ, είτε καθυστέρησε σημαντικά. Η μόνη ουσιαστική ενίσχυση ήταν αυτή των Ψαριανών. Με μικρό στράτευμα και διχόνοια μεταξύ Μπουρνιά και Λογοθέτη η εξέγερση ήταν ουσιαστικά καταδικασμένη.

Ο σουλτάνος θεώρησε τη Χίο ιδανική ευκαιρία για να στείλει ένα μήνυμα στους εξεγερμένους Έλληνες. Έστειλε 7.000 στρατιώτες στο νησί υπό την ηγεσία του Καρά Αλί. Οι εξεγερμένοι αντιστάθηκαν ελάχιστα και ακολούθησε η λεηλασία της Χίου και η σφαγή του πληθυσμού της. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Βαχί πασάς έστειλε στην Κωνσταντινούπολη την αναφορά για την ανακατάληψη του νησιού και μαζί της ένα φορτίο με κομμένα κεφάλια και αυτιά.

Η μαρτυρία

Τη σφαγή της Χίου περιέγραψε σαν αυτόπτης μάρτυρας ο Χριστόφορος Πλάτωνος Καστάνης. Ήταν μόλις οκτώ ετών όταν ο Οθωμανικός στρατός αποβιβάστηκε στο νησί. Ζούσε με την εύπορη οικογένειά του στο χωριό Λιβάδια της Χίου.

Αρχικά συνελήφθη από τους Οθωμανούς και πουλήθηκε ως σκλάβος. Δραπέτευσε με τη βοήθεια του Άγγλου πρόξενου και κατέφυγε στο Ναύπλιο. Εκεί θα τον βοηθήσει ο Αμερικάνος γιατρός Σάμουελ Γκρίντλεϊ  Χάου. Θα τον στείλει στη Βοστόνη όπου θα σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Άμχερστ και έπειτα στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.

Στη συνέχεια θα εργαστεί ως μεταφραστής, τυπογράφος και καθηγητής. Θα γράψει βιβλία και θα δώσει ομιλίες, πολλές από αυτές για την Ελλάδα και τη Χίο. Συχνά θα φοράει την τοπική ενδυμασία. Θα παντρευτεί Αμερικανίδα και θα ζήσει μόνιμα στη Μασαχουσέτη. Θα επιστρέψει προσωρινά στην ανεξάρτητη Ελλάδα και θα εντοπίσει μέλη της οικογένειας του στο Ναύπλιο.

Το 1851 στις ΗΠΑ εξέδωσε βιβλίο με την ιστορία της Επανάστασης στη Χίο και την περιπέτειά του με τον τίτλο «The Greek exile, or a narrative of the captivity and escape of Christoforus Plato Castanis ...». Το βιβλίο, μαζί με άλλες εργασίες του Καστάνη, μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις «Επικοινωνίες» στα ελληνικά με τον τίτλο «Ο Έλληνας εξόριστος».  

Μεταξύ άλλων στη μαρτυρία του για τη σφαγή αναφέρει:

«Ξημέρωνε 11 Απριλίου 1822, Μεγάλη Τρίτη. Μέρα προσευχής και νηστείας. Η μητέρα μου ξύπνησε εμένα και τ’ αδέλφια μου από τα χαράματα για να πάμε στην Παναγία τη Λατομίτισσα. Από εκείνη την εκκλησία είχαμε θέα των στενών της Χίου, απέναντί μας ήταν τα παράλια της Μικράς Ασίας. Στη διάρκεια της λειτουργίας, λίγο πριν ξημερώσει, ένας πανικόβλητος διάκος μας είπε ότι είδε την Οθωμανική αρμάδα να πλησιάζει το νησί. Η εκκλησία αντήχησε από τα ουρλιαχτά του τρόμου. Οι περισσότεροι έτρεξαν αμέσως να σώσουν τις οικογένειές τους, άλλοι έφυγαν προς τα βουνά και κάποιοι άλλοι, μάταια, παρακάλεσαν να τους δεχτούν τα Προξενεία. Ο ιερέας μας ευλόγησε και διέκοψε τη λειτουργία. Έμεινε μόνος στην εκκλησία για να παρακαλέσει τον Θεό να μας λυπηθεί. Η μάνα μου μας μάζεψε και έτρεξε στο Αγγλικό προξενείο. Ο πρόξενος ήταν οικογενειακός μας φίλος που μας είχε υποχρέωση. Η μητέρα μου γονάτισε μπροστά του και τον ικέτευσε να προστατέψει τα αθώα της βλαστάρια. Δίστασε αλλά τελικά μας δέχθηκε. Το σπίτι του ήταν γεμάτο από ντόπιους Καθολικούς και Έλληνες από τα Επτάνησα. Αναγκαστήκαμε να εγκατασταθούμε στον στάβλο μαζί με τρεις άλλες μεγάλες οικογένειες. Ο χώρος ήταν πολύ μικρός, στενός, σκοτεινός και στρωμένος με βότσαλα. Εκεί θα κοιμόντουσαν τις επόμενες ημέρες 35 ψυχές. Έμελλε να γίνει και ο τάφος κάποιων από αυτούς. Την ώρα που η μάνα μου μας πήγαινε στο προξενείο, είδα για πρώτη φορά την τεράστια αρμάδα να πλησιάζει στο νησί με την αιματοβαμμένη σημαία να ανεμίζει από το απαλό αεράκι. Επτά μεγάλα ιστιοφόρα έπλεαν μπροστά μας σαν γιγάντια θαλάσσια τέρατα. Ακολουθούσαν 26 φρεγάτες και κορβέτες και αναρίθμητα μικρότερα πλοία.

Γυρίσαμε στην πόλη περνώντας ανάμεσα από αναρίθμητα κουφάρια. Ο ποταμός Αρμένης είχε κοκκινίσει από το αίμα και τα κουφάρια που έπλεαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την εικόνα. Ξεκίνησε ο βομβαρδισμός. Η γη σείστηκε από τις οβίδες που μας έριχναν τα πλοία. Σ’ αυτές προστέθηκαν και εκείνες που μας έριχναν οι Τούρκοι που ήταν κλεισμένοι στο Κάστρο. Πήραν τα πρώτα σπίτια φωτιά που διαδόθηκε αμέσως από σπίτι σε σπίτι. Ο ουρανός σκοτείνιασε, άκουγες μόνο ουρλιαχτά. Οι Τούρκοι, έστρεφαν τα καλοφτιαγμένα, από Ευρωπαίους τεχνίτες, κανόνια τους όπου έβλεπαν να συγκεντρώνεται κόσμος και αθώες οικογένειες που έκλαιγαν και παρακαλούσαν να τους λυπηθούν. Οι κραυγές των γονιών που έχασαν τα παιδιά τους και οι στριγγλιές των ετοιμοθάνατων πνίγονταν μόνο από τον συνεχή κανονιοβολισμό. Ο στόλος που είχε έρθει να μας βοηθήσει από τη Σάμο, 40 πλοία, μόλις η τουρκική αρμάδα πλησίασε, άνοιξε τα πανιά του και μας εγκατέλειψε. Δεν έσωσε κανένα μας, μόνο τους δικούς τους στρατιώτες και μερικούς φίλους τους. 

Και να φανταστεί κανείς ότι εκείνη την ημέρα οι Τούρκοι φοβήθηκαν να αποβιβαστούν γιατί νόμιζαν ότι οι Έλληνες στρατιώτες τους περίμεναν, είχαν, τάχα, στήσει ενέδρες. Μόνο καμιά 20αριά Τούρκοι που οι καθολικοί τους είχαν κρύψει στο νεκροταφείο για να μην τους σφάξουν οι Σαμιώτες, τόλμησαν και βγήκαν από την κρυψώνα τους, μπήκαν στο Λεπροκομείο και έσφαξαν όλους όσους βρήκαν εκεί. Όταν έφυγαν ένα αυλάκι από αίμα ξεχείλιζε από το κατώφλι του νοσοκομείου. Όταν νύχτωσε σταμάτησαν τα κανόνια, ησύχασαν τα πάντα. Αλλά οι Χιώτες πέρασαν το βράδυ μέσα σε τρομακτική αβεβαιότητα για τη μοίρα που τους περίμενε. 

Πολλοί πίστευαν ότι αν παραδοθούμε και τους δώσουμε πίσω τους αιχμαλώτους που είχαμε στα χέρια μας, θα λυπόντουσαν τουλάχιστον τις γυναίκες και τα παιδιά. Κάποιοι έλπιζαν ότι οι ξένοι Πρόξενοι θα εμποδίσουν την τουρκική θηριωδία, θα τους εμποδίσουν να χύσουν τόσο αθώο αίμα. Όλες αυτές οι προσδοκίες, όμως, ήταν εντελώς αβάσιμες. 

Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή, την ώρα που χάραζε ο ήλιος, οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν. Ακούσαμε τον Ιμάμη από τον μιναρέ να τους καλεί, προσευχήθηκαν και ζήτησαν την ευλογία του Αλλάχ για όσα επρόκειτο να κάνουν. Γονάτισαν τρεις φορές για να προσκυνήσουν και φίλησαν το αγνό χώμα της Χίου, μολύνοντάς το. Στράφηκαν τότε προς την ανατολή, επικαλέστηκαν τον Μωάμεθ, ευχαρίστησαν τον Αλλάχ και έβγαλαν τα γιαταγάνια τους από τα θηκάρια. Χωρίστηκαν σε τμήματα, θυσίασαν κριάρια και έβαψαν τις σημαίες τους με το αίμα. Το σύνθημα της επίθεσης δόθηκε. Όρμησαν εναντίον μας ουρλιάζοντας και πυροβολώντας. Μπήκαν στην πόλη. Άκουγες μόνο τα τσεκούρια να σπάνε τις πόρτες, τα θύματα να στριγγλίζουν, τις φλόγες να καίνε, τους τοίχους των σπιτιών να γκρεμίζονται. 

Την ώρα που ξεκίνησε η επίθεση η μητέρα μου ήταν στο πηγάδι για να γεμίσει τις στάμνες. Δεν το περίμενε ότι η απόβαση θα γίνει τόσο νωρίς. Επειδή θα έπρεπε να μείνουμε αποκλεισμένοι μέσα στο προξενείο θεώρησε ότι για να μπορεί να μας συντηρήσει θα πρέπει να επιστρέψει στο χωριό μας και να φέρει πίσω όσα κοσμήματα αλλά και πολύτιμα σερβίτσια ήταν κρυμμένα στο σπίτι της γιαγιάς μου. Ανέθεσε στη αδελφή μου τη Μαρούκα να μας προσέχει και να μας διαβάζει προσευχές μέχρι να γυρίσει. Αμέσως μόλις έφυγε, η γειτονιά αντήχησε από τον εχθρό που πλησίαζε. Φοβόμουν τόσο πολύ για τη ζωή της που αποφάσισα να βγω κι εγώ από το Προξενείο και να τρέξω να σώσω αυτήν στην οποία όφειλα την ύπαρξή μου. Δεν θα δίσταζα να θυσιάσω και τη ζωή μου ακόμα για τη μάνα μου. 

Μόλις έφτασα βρήκα την πόρτα κλειδωμένη. Άρχισα να χτυπώ και να φωνάζω. Μόλις αναγνώρισε τη φωνή μου, άνοιξε την πόρτα φωνάζοντας «Γιε μου! Γύρνα πίσω αμέσως!». Δεν την υπάκουσα. Μπήκαμε στο πατητήρι όπου είχαμε κρυμμένους τους θησαυρούς μας. Έβαζε στον κόρφο της τα κοσμήματα και γέμισε ένα καλάθι επίχρυσα και επάργυρα σερβίτσια. Εγώ πήρα ένα κουτί γεμάτο κοσμήματα. Ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε όταν ακούσαμε τους Τούρκους έξω από την πόρτα μας. 

Άρχισαν να την σπάνε με τα τσεκούρια τους. Η μητέρα μου τρομοκρατημένη μου είπε να την ακολουθήσω. Πήδηξε έξω από το παράθυρο και έτρεξε σαν τον άνεμο προς στο Προξενείο. Μόλις έφτασε λιποθύμησε. Πήγα κι εγώ να κάνω το ίδιο αλλά πάνω στη βιασύνη μου σκόνταψα πάνω σε ένα βράχο, χτύπησα και έχασα τις αισθήσεις μου. Ξύπνησα από μια σφαίρα που σφύριξε δίπλα στο αυτί μου. Ούρλιαξα από τον πόνο και τον τρόμο. Μπροστά μου στεκόταν ένας Τούρκος που κρατούσε το κομμένο κεφάλι ενός γείτονά μας. Το αίμα του έσταζε πάνω μου. – Μη φοβάσαι! Είσαι δικός μου τώρα! 

Με διέταξε να του αποκαλύψω τους υπόλοιπους θησαυρούς μας και το έκανα. Αφού τους εξασφάλισε άρχισε να ψάχνει ολόκληρο το σπίτι. Πυροβολούσε τους καθρέφτες και τα έπιπλα. Άρχισε μετά με το μαχαίρι του να βγάζει τα μάτια από τις εικόνες των αγίων μας και ταυτόχρονα με ανάγκασε να τους καταριέμαι. Μετά έπεσε με φοβερή μανία στη βιβλιοθήκη μας. Έσκισε και κατάστρεψε όλα τα βιβλία. Μετά έβαλε εμένα και τους άλλους αιχμαλώτους του να βάλουν φωτιά και να κάψουν το σπίτι. Φόρτωσε, έπειτα, τα μουλάρια και τους σκλάβους του με το πλιάτσικο και μας έβαλε να πάμε στο πατρικό μου σπίτι που το περίμενε η ίδια μοίρα. 

Η ομάδα στην οποία ανήκαμε αποτελούνταν, εκτός από τους αιχμαλώτους, από καμιά πενηνταριά Τούρκους που τους είχαν φέρει από την Ασία. Αλλά ο αρχηγός ήταν ένας Τούρκος Χιώτης, ο Κατηρτζή. Μπήκαν στην Παναγία την Λατομίτισσα και αφού τη βεβήλωσαν την έκαψαν. Μετά επιτέθηκαν σε ένα μικρό γενοβέζικο οικοδόμημα που είχαν κρυφτεί μέσα αρκετές οικογένειες. Το πολιόρκησαν και του έβαλαν φωτιά. Άντρες και γυναίκες πηδούσαν από τα παράθυρα και σκοτώνονταν. Από τα 100 περίπου άτομα μόνο τρία μπόρεσαν να διαφύγουν. Έκοψαν τα κεφάλια των νεκρών και έψαξαν τα πτώματα που ήταν γεμάτα λίρες και κοσμήματα. Τρία κομμένα κεφάλια τα κράτησαν και μας έβαλαν να τα μεταφέρουμε. Τα κρατούσαμε από τα μαλλιά. Κατευθυνθήκαμε μετά στον Βροντάδο. 

Οι κάτοικοι τον είχαν εγκαταλείψει και είχαν κρυφτεί στον Βολισσό, στη βορειοδυτική Χίο, απέναντι από τα Ψαρά. Μπήκαμε στον Άγιο Γεώργιο και βρήκαμε τον ιερέα να προσεύχεται. Αφού κατέστρεψαν τις εικόνες, έσφαξαν τον παπά και έκαψαν την εκκλησία. Ο ήλιος έπεφτε. Γυρίσαμε στην πόλη περνώντας ανάμεσα από αναρίθμητα κουφάρια. Ο ποταμός Αρμένης είχε κοκκινήσει από το αίμα και τα κουφάρια που έπλεαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την εικόνα. Εκεί που κάποτε γελούσα και έπαιζα, τώρα έκλαιγα σπαρακτικά καθώς έβλεπα τα ακρωτηριασμένα πτώματα ανθρώπων που γνώριζα. Κάθε τόσο συναντούσαμε άλλες ομάδες Τούρκων. Κραύγαζαν χαρούμενα η μία στην άλλη και για να δείξουν τον ενθουσιασμό τους αποκεφάλιζαν αιχμάλωτους. Περνούσαμε δίπλα από τα σπίτια των παιδικών μου φίλων που τώρα ήταν ανθρώπινα σφαγεία. Φτάσαμε στον Κουφό όπου είχαν συγκεντρωθεί όλες οι ομάδες τους για να ξεκουραστούν, να καπνίσουν, να υπολογίσουν τα κεφάλια που κουβαλούσαν οι αιχμάλωτοί τους και πόσα θα τους έδινε ο Πασάς τους ως αμοιβή γι’ αυτά. 

Μάθαμε για μια γυναίκα από τον Βροντάδο, την Ανδρειωμένη. Την βρήκαν με τα τρία παιδιά της και της επιτέθηκαν. Πρόλαβε να σκοτώσει και να τραυματίσει αρκετούς μονάχα με τις πέτρες που τους έριχνε. Την πυροβόλησαν και την πλήγωσαν, την ανάγκασαν να παραδοθεί. Έκοψαν κομματάκια μπροστά στα μάτια της τα δύο μικρότερα παιδιά της. Το τρίτο το κράτησαν για σκλάβο. Μετά της έκοψαν το κεφάλι. Όταν είδαμε να μεταφέρουν το ματωμένο τρόπαιο, μας σηκώθηκε η τρίχα. Η ομάδα μας πήγε στον Άγιο Υπάτιο κι εκεί ο αφέντης μου (ο τούρκος Χιώτης) μάλωσε με τον αρχηγό των Τούρκων εισβολέων από την Ασία για μια πανέμορφη κοπέλα που είχαν αιχμάλωτη. Πάλεψαν και ο άλλος έριξε τον αφέντη μου ζωντανό μέσα σ’ ένα πηγάδι. Του έριξαν από πάνω και πέτρες και τον άφησαν να πεθάνει. Ο νικητής γύρισε προς εμάς και μας απείλησε να μην το πούμε σε κανέναν γιατί το Κοράνι απαγορεύει να χύσεις αίμα μουσουλμάνου. 

Αποφάσισαν τότε να μοιράσουν λάφυρα και αιχμαλώτους «δίκαια», δένοντας τα μάτια τους με ύφασμα και αρπάζοντας ό,τι βρουν μπροστά τους. Τότε κατάφερα να βρεθώ μπροστά σε έναν Τουρκομάνο που μου φαινόταν καλός άνθρωπος. Ευτυχώς με άρπαξε εκείνος, ανήκα πλέον σ’ αυτόν. Ήταν ο δεύτερος αφέντης μου. Είχε νυχτώσει. Πώς να κοιμηθείς ανάμεσα στα αποκεφαλισμένα πτώματα φίλων και συγγενών και με την ανάμνηση της φοβερής σφαγής; Μας κοιτούσαν άγρια, δεν μας επέτρεπαν να μιλάμε ή να κλαίμε. Αλλά όταν τους κατέβαλε η κούραση μπορέσαμε να επικοινωνήσουμε. Αλλά τι να πούμε πέραν του να διηγηθούμε τα φοβερά βάσανά μας και να κλάψουμε τη μοίρα μας; Όταν σιωπήσαμε κουρασμένοι μια αιχμάλωτη καλόγρια άρχισε να προσεύχεται. Η φωνή της μας ανακούφισε, ήμασταν έτοιμοι να δεχθούμε τη μοίρα μας. Ψιθυρίσαμε όλοι μαζί της, «Γεννηθείτω το θέλημά Σου».

Στο τέλος μάθαμε την απόφαση του Πασά. Όλοι οι νέοι άνδρες θα εκτελεστούν. Οι γυναίκες και τα παιδιά θα πουληθούν σκλάβοι. Σώθηκα γιατί ήμουν παιδί ακόμα Ξημέρωσε το φοβερό Μεγάλο Σάββατο. Ξεκινήσαμε να περπατάμε ανάμεσα στα πτώματα προς το Κάστρο. Εκεί θα κρινόταν η μοίρα μας. Στο Κάστρο έμεναν χίλιες οικογένειες Τούρκων, προστατευμένες από ένα πανίσχυρο τείχος. Ο Πασάς μας περίμενε για να λάβει τις αναφορές. Οι αξιωματούχοι του κρατούσαν αναλυτικούς λογαριασμούς για να ενημερώσουν το Σουλτάνο. Έδιναν την αμοιβή για κάθε κεφάλι και το κατέγραφαν. Για να μην τους το ξαναπάνε πίσω για να πληρωθούν διπλά, έκοβαν τα αφτιά και τα έριχναν σε ένα βαρέλι. Αυτά τα αυτιά θα τα έστελναν στον Σουλτάνο για να δηλώσουν τον σεβασμό τους και να αποδείξουν την επιτυχία τους. Καμιά φορά αντί να κόψουν τα αυτιά, έριχναν στο βαρέλι ολόκληρο το κεφάλι. Η τιμή αυτή ανήκε στα κεφάλια των επαναστατών, ιδιαίτερα αν ήταν προεστοί, δημογέροντες ή ιερείς. Πέρασαν μπροστά από τον Πασά 12.000 κεφάλια. 

Ο θρήνος του αποχωρισμού ήταν μεγάλος. Μητέρες και αδελφές σπάραζαν καθώς οι Τούρκοι έπαιρναν τους μελλοθάνατους για να τους εκτελέσουν έξω από το Κάστρο, στη δημοσιά. Ήταν τόση η σφαγή που ο Πασάς σύντομα βαρέθηκε να τη παρακολουθεί. Επέστρεψε στο σεράι του και έβγαινε κάθε τόσο να δει αν όλα πήγαιναν καλά. Τα θύματα έπεφταν το ένα μετά το άλλο. Όταν γονάτιζαν, πριν πέσει το σπαθί, προλάβαιναν να φωνάξουν «Μνήσθητί μου Κύριε». Το σπαθί έπεφτε τόσο ξαφνικά που μερικές φορές έβλεπες τη γλώσσα να κουνιέται ακόμα στο κομμένο κεφάλι. Ο Τούρκος τότε έφερνε το σπαθί στο στόμα του και έγλυφε το χυμένο αίμα. Όταν κατάλαβαν τι έκαναν τα θύματα πριν πεθάνουν, οι Τούρκοι βάλθηκαν να τα βασανίζουν. Είτε τα σκότωναν ακαριαία, για να μην προλάβουν να προσευχηθούν στον Κύριο, είτε έπαιζαν μαζί τους, παριστάνοντας ότι θα τους έκοβαν το κεφάλι και σταματώντας το σπαθί λίγο πριν τον σβέρκο. Τους έκαναν μικρές αμυχές και τους άφηναν να βασανίζονται σε θανάσιμη αγωνία. Μερικές φορές βασάνισαν κάποιον και για μια ολόκληρη ώρα πριν τον αποκεφαλίσουν. Όσους δεν αποκεφαλίστηκαν τους περίμενε η σκλαβιά. 

Ο δικός μου αφέντης με άρπαξε, με έδεσε με ένα σκοινί και με γύριζε στους δρόμους φωνάζοντας: – Πόσο δίνετε γι’ αυτό το ασλάνι [λιοντάρι]; Τότε είδε έναν φίλο του και τον παρακάλεσε να κάνει μια καλή προσφορά. Ικανοποιήθηκε, πληρώθηκε και με παρέδωσε στον τρίτο αφέντη μου. Ήταν ένας Τούρκος από τη Χίο που έμενε στο Κάστρο. Τον έλεγαν Σουλεϊμάν Αγά. Με αγόρασε για 50 γρόσια και ένα κομμάτι αρνίσιο κρέας. Εκείνο το Μεγάλο Σάββατο του 1822 έγινα σκλάβος. Δεν θα με έλεγαν πια Χριστόφορο. Το όνομά μου, το όνομα του σκλάβου, θα ήταν, από εδώ και μπρος Μουσταφά».

Το ποίημα

Το 1828 ο Βίκτορ Ουγκό γράφει το ποίημα «Το Ελληνόπουλο» το οποίο αναφέρεται στην καταστροφή της Χίου από τους Οθωμανούς. Το μετέφρασε ο Κωστής Παλαμάς.

Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.

Η Χίο, τ’ ολόμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,

με τα κρασιά, με τα δεντρά

τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια

και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια

καθρέφτιζε μέσ’ τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,

στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο

κάθεται, σκύβει θλιβερά

το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει

μόνο μια ν’ άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη

μέσ’ την αφάνταστη φθορά.

-Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες

για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ̓χες

για να τα ιδώ τα θαλασσά

ματάκια σου ν ̓ αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι,

και να σηκώσης χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι

με τα μαλλάκια τα χρυσά;

Τι θέλεις, άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω

για να τα πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω

ριχτά στους ώμους σου πλατιά

μαλλάκια που του ψαλλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη,

και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη

και σαν την κλαίουσα την ιτιά;

Σαν τι μπορούσε να σου διώξη τάχα το μαράζι;

Μήπως το κρίνο απ ̓ το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;

Μην ο καρπός απ’ το δεντρί

που μέσ’ στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,

κ’ έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνει

μέσ’ απ ̓ τον ίσκιο του να βγη;

Μη το πουλί που κελαϊδάει στο δάσος νύχτα μέρα

και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;

Τι θες κι απ’ όλα τ’ αγαθά

τούτα; Πες! Τ’ άνθος, τον καρπό; θες το πουλί;

-Διαβάτη,

μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι·

βόλια, μπαρούτη θέλω, να!


Ο πίνακας

Η πιο γνωστή απεικόνιση της σφαγής είναι αυτή του Ευγένιου Ντελακρουά. Χρειάστηκε έξι μήνες για να ολοκληρώσει το αριστούργημα του η «Η Σφαγή της Χίου» το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη στην στο Παρίσι το 1924 κατά τη διάρκεια της φημισμένης έκθεσης τέχνης «Σαλόν».

Ο ζωγράφος γνώρισε τον συνταγματάρχη Ολιβιέ Βουτιέ, έναν υποστηρικτή του Ελληνικού ζητήματος. Ο Βουτιέ θα του διηγηθεί με λεπτομέρειες, ιστορίες από τον πόλεμο στην Ελλάδα. Συγκλονισμένος απ’ όσα άκουσε, ο Ντελακρουά ξεκινά άμεσα να δουλεύει τον πίνακά κάνοντας μελέτες και προσχέδια. Μία από τις πιο συγκινητικές σκηνές, είναι εκείνη της μητέρας με το μωρό που προσπαθεί να αρπάξει το στήθος της, σκηνή παρμένη από μια μαρτυρία του βιβλίου του Βουτιέ.

Ο πίνακας έχει ύψος 4,19 μέτρα και πλάτος 3,54 και πλέον εκτίθεται στο μουσείο του Λούβρου. Θεωρείται μοναδικός για την περίοδο καθώς ο Ντελακρουά επέλεξε να μην δημιουργήσει ένα ηρωικό σκηνικό, όπως συνηθιζόταν τότε. Εστίασε στην απόγνωση των θυμάτων. Αν κάποιος παρατηρήσει τον πίνακα θα δει πως ουσιαστικά οι πρωταγωνιστές του είναι στοιχισμένοι σε δύο πυραμίδες με τι κεντρικές φιγούρες να είναι σκοτεινές.