Δεκαεπτά χρόνια μετά η υπόθεση της δολοφονίας του υπαλλήλου της Vodafone δεν έχει εξιχνιαστεί αλλά η αλήθεια έχει έρθει στο φως. Ένα έγκλημα με τεράστιες προεκτάσεις
9 Μαρτίου 2005, 7:35π.μ.: Η μητέρα του Κώστα Τσαλικίδη, Γεωργία, βρίσκει τον 39χρονο γιό της απαγχονισμένο στο διαμέρισμα του στον Κολωνό. Είναι κρεμασμένος σε έναν διάδρομο πλάτους εβδομήντα εκατοστών με ένα σχοινί που είχε δεθεί σε έναν σωλήνα του παταριού. Ο αδερφός του Παναγιώτης βρίσκει τη δύναμη και καταγράφει με κάμερα τον χώρο και το παγωμένο πρόσωπο του Κώστα. Δεν έχει αφήσει κάποιο σημείωμα.
Οι αρχές με μια ύποπτη βιασύνη χαρακτηρίζουν την υπόθεση αυτοκτονία και την κλείνουν. Η οικογένεια όμως διατυπώνει από την αρχή τη βεβαιότητα ότι ο θάνατος είναι αποτέλεσμα δολοφονικής ενέργειας και δεν καταθέτει τα όπλα.
Η έρευνα, τα στοιχεία και οι αναλύσεις θα αποδείξουν ότι ο 39χρονος δεν έβαλε τέλος στη ζωή του αλλά δολοφονήθηκε. Δεκαεπτά χρόνια μετά δεν έχει απαντηθεί ακόμα το ερώτημα ποιοι τον σκότωσαν.
Το σκάνδαλο της Vodafone
Στις 4 Μαρτίου 2005 έπειτα από έναν έλεγχο που διεξήγαγε, η Vodafone εντοπίζει παρείσακτο λογισμικό. Ξεκινά έρευνα η οποία αποκαλύπτει πως μέσω ειδικού λογισμικού που είχε εγκατασταθεί στην εταιρία, παρακολουθούνταν την περίοδο 2004-05 περίπου 100 τηλέφωνα με τη χρήση 14-16 καρτοκινητών «τηλεφώνων-σκιών», τα οποία κατέγραφαν τις συνομιλίες. Τα τηλέφωνα μέσω των οποίων γινόταν η παρακολούθηση χρησιμοποιούσαν τις κυψέλες (κεραίες) στις περιοχή Λυκαβηττού, κλινικής Λευκού Σταυρού, Πλατείας Μαβίλη και Πύργου Αθηνών. Τα μισά από αυτά ενεργοποιήθηκαν από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο του 2004, δηλαδή το διάστημα που προηγήθηκε των Ολυμπιακών Αγώνων.
Τα κινητά τηλέφωνα που υποκλέπτονταν ανήκαν στους: Καραμανλής Κωνσταντίνος, Μολυβιάτης Πέτρος, Σπηλιωτόπουλος Σπήλιος, Βουλγαράκης Γιώργος, Παπαληγούρας Αναστάσιος, Βαλληνάκης Γιάννης, Δήμας Σταύρος, Μπακογιάννη Θεοδώρα, Μαραβέλης Δημήτριος, Ιατροπούλου Αικατερίνη, Μεϊντάνη Μαρίνα, Μαρής Γεώργιος, Κόκα Αικατερίνη, Βαλληνδάς Γεώργιος, Φεργάδης Θεόδωρος, Ψυχογιός Γεώργιος, Αγγελάκης Δημήτριος, Χορευτάκη Γλυκερία, Γιαννόπουλος Νικόλαος, Μακρής Κων/νος, Μουρατίδης Αργύριος, Μπαρμπαρούση Δήμητρα, Βιτούνη Δέσποινα, Ρουμπινίδου Μιλάνα, Βουτσίνος Αλέξανδρος, Κακοταρίτης Ιωάννης, Σηφακάκης Ιωάννης, Κουλίδου Αναστασία, Τσιλιμάντος Γρηγόριος, Νικολίνας Ιωάννης, Νότας Αναστάσιος, Σόντις Θεόδωρος, Παυλίδης Πέτρος, Παπαντωνίου Ιωάννης, Πνευματικάκης Εμμανουήλ, Μοκτάρ Ραμζί, Ισκιάρ Αττίλα, Μαλούμ Μοχαμάτ Ουντίν, Αντουλάχ Τζαμάλ, Χουσεΐν Μοχάμετ Σαντίκ, Μοχαμάτ Μείμ, Χουσείν Μοχάμεν, Ιμπραχήμ Αχμάντ Τάρεκ, Καντίρ Αρης, Ταίρ Χερμίζ και Σαντί Αγιούμπι.
Ουσιαστικά λοιπόν παρακολουθούταν ολόκληρος ο κυβερνητικός μηχανισμός και κορυφαία μέλη της ΕΥΠ. Η κυβέρνηση ενημερώθηκε στις 10 Μαρτίου και αποκάλυψε το γεγονός στην κοινή γνώμη στις 2 Φεβρουαρίου 2006 σε κοινή συνέντευξη Τύπου. Ο διευθύνων σύμβουλος της Vodafone, Γ. Κορωνιάς καταθέτει ότι η εταιρία ενημέρωσε άμεσα την Κυβέρνηση ενώ υποστηρίζει ότι δεν γνώριζε ότι διέθεταν λογισμικό νόμιμης συνακρόασης. Τόνισε μάλιστα ότι κανείς δεν του ζήτησε να ενεργοποιήσει και πάλι το παράνομο λογισμικό ώστε να εντοπιστούν τα τηλέφωνα που έκαναν την υποκλοπή. Τελικά στη Vodafone επεβλήθη πρόστιμο 73 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο όμως ακυρώθηκε ως παράνομο από την Ολομέλεια του ΣτΕ το καλοκαίρι του 2010.
Ο Μπιλ
Από την αρχή τα στοιχεία υποδείκνυαν υπόθεση κατασκοπείας με ανάμιξη της αμερικανικής πρεσβείας. Από την έρευνα προέκυψε το όνομα του Πέτρος Μάρκου, ο οποίος όπως αποκαλύφθηκε ήταν ο William G. Basil. Κάποιοι τον θυμούνται ως William B.B., ορισμένοι ως Βασίλη Βασιλειάδη και πάρα πολλοί ως «ο Μπιλ από την Κάρπαθο». Έδρασε στην χώρα μας με την ιδιότητα του Β' Γραμματέα Περιφερειακών Υποθέσεων της Αμερικάνικης Πρεσβείας στην Αθήνα, καλυμμένος πίσω από την διπλωματική του ιδιότητα.
Αυτός αγόρασε με τιμολόγιο την 8η Ιουνίου του 2004, τέσσερις τηλεφωνικές συσκευές από την Ακτή Μιαούλη. Στην τέταρτη από αυτές έβαλε κάρτα SIM με στοιχεία συνδρομητή «American Embassy» (αμερικάνικη πρεσβεία) και επικοινωνούσε με άλλες γραμμές (κινητές ή σταθερές) της πρεσβείας, έως το Δεκέμβριο του 2004.
Το 2016 μετά την εισαγγελική εισήγηση της Μαρίας-Σοφίας Βαΐτση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας ο πρώην Αμερικανός πράκτορας παραπέμφθηκε για το αδίκημα της απόπειρας κατασκοπείας, που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, Ο «Μπιλ από την Κάρπαθο» (τον αποκαλούσαν έτσι γιατί έχει εξοχικό στο νησί) εξαφανίστηκε ή όπως θα αναφέρουν πρώην συνεργάτες του «he has gone underground». Επέστρεψε στην Αμερική μαζί με την σύζυγό του (η οποία εργαζόταν επίσης στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ελλάδα). Κάποιες πληροφορίες τον θέλουν να είναι, πλέον στα 70 του, εκπαιδευτής και στρατολόγος της CIA.
Ο Κώστας
Ο Κώστας Τσαλικίδης γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου 1966. Έπιασε δουλειά στη Vodafone το 2001 και τον καιρό που ξέσπασε το σκάνδαλο των υποκλοπών είχε τη θέση του υπευθύνου τεχνολογίας και ανάπτυξης δικτύων της εταιρείας, Σε σχέση επί οκτώ χρόνια με τη σύντροφο του Σάρα, σκόπευαν να παντρευτούν τον Ιούνιο του 2005, τρείς μήνες μετά την «αυτοκτονία» του. Όσοι τον γνώριζαν μιλούν για έναν άνθρωπο ειλικρινή και ευδιάθετο που είχε πάθος με τη συλλογή δίσκων ροκ και παλιών παιχνιδιών.
Η σύσκεψη
Οι πληροφορίες μιλούν για μια «θυελλώδη» σύσκεψη στα κεντρικά γραφεία της Vodafone στο Χαλάνδρι, στις 8 Μαρτίου 2005 μια ημέρα πριν βρεθεί νεκρός ο Κώστας Τσαλικίδης. Ήταν παρών στη σύσκεψη και έφυγε προβληματισμένος.
Εκείνη την ημέρα το κακόβουλο λογισμικό αφαιρείται με εντολή του τότε διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας Γιώργου Κορωνιά. Χάνεται έτσι η ευκαιρία η ΕΥΠ να οδηγηθεί στους πράκτορες που οργάνωσαν την μαζική υποκλοπή.
Η μνηστή του Τσαλικίδη αποκαλύπτει πως της είχε εκμυστηρευτεί, ότι φοβάται ότι «μπορεί να κλείσει η Vodafone». Τον Φεβρουάριο του 2005 της είχε πει ότι πρέπει να φύγει από την εταιρία «γιατί είναι ζήτημα ζωής και θανάτου». Μάλιστα είχε υποβάλει παραίτηση η οποία δεν έχει δεκτή. Οι γνώσεις και η θέση του Τσαλικίδη οδηγούν στο λογικό συμπέρασμα ότι είχε αντιληφθεί ακριβώς τι συνέβαινε.
Κανόνιζε διακοπές
Το απόγευμα της 8ης Μαρτίου, λίγες ώρες πριν βρεθεί νεκρός, ο Τσαλικίδης πέρασε από τον φούρνο στο ισόγειο του σπιτιού του, αγόρασε γλυκά και μάλιστα ζητά από τον ιδιοκτήτη να του δώσει τη συνταγή από το γλυκό που αγόρασε. Στις 21:30 μίλησε με τη σύντροφό του στο τηλέφωνο και της μετέφερε την ανησυχία του, γιατί η μητέρα του είχε πυρετό. Στις 23:00 ξαναμίλησε με τη μνηστή του και την καληνύχτισε με κάθε φυσικότητα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας ο Τσαλικίδης φαίνεται να είναι συνδεδεμένος με το λάπτοπ του στο δίκτυο της εταιρίας και στέλνει μάλιστα κάποια email. Η Vodafone υποστηρίζει ότι τα back-up αρχεία εκείνης της νύχτας έχουν σβηστεί και δεν υπάρχουν στοιχεία για τη δραστηριότητα του Τσαλικίδη στο δίκτυο της.λ
Τίποτα πάντως δεν δείχνει άνθρωπο που σκοπεύει να βάλει τέλος στη ζωή του. Ο Τσακιλίδης ήταν πιεσμένος αλλά σε καμία περίπτωση απελπισμένος. Το πρωί θα βρεθεί κρεμασμένος στον διάδρομο έξω από το μπάνιο του.
Η αρχική... βιαστική έρευνα μιλάει για αυτοκτονία χωρίς όμως τα στοιχεία να συνηγορούν σε κάτι τέτοιο. Όταν βρέθηκε νεκρός το πρόσωπο του ήταν γαλήνιο και το σώμα του δεν είχε μώλωπες κάτι που δεν συνάδει με άτομο που απαγχονίστηκε. Οι σπασμοί σε έναν τόσο μικρό χώρο θα είχαν δημιουργήσει σημάδια από χτυπήματα και η έκφραση του προσώπου θα ήταν διαφορετική. «Ο αδελφός μου Κώστας βρέθηκε από τη μητέρα μου Γεωργία Τσαλικίδη περί ώρα 07.30 π.μ. απαγχονισμένος έξωθεν του λουτρού. Ο αδελφός μου το προηγούμενο βράδυ είχε αναφέρει στην αρραβωνιαστικιά του για τον υψηλό πυρετό της μητέρας του, που τον ανησυχούσε και ότι έπρεπε να κάνει εξετάσεις. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μαρτυρία, τίποτε δεν έδειχνε ότι επρόκειτο για ένα αποχαιρετιστήριο τηλεφώνημα. Άλλωστε, ένας άνθρωπος που ανησυχεί για την υγεία της μητέρας του δεν θα δεχόταν να τον βρει το επόμενο πρωί σε αυτήν την κατάσταση» ανέφερε χαρακτηριστικά ο αδελφός του Παναγιώτης.
Η έρευνα
Τον Ιούνιο του 2005 οι αρχές κλείνουν την υπόθεση με τον χαρακτηρισμό «αυτοκτονία». Υποστηρίζουν ότι δεν βρέθηκαν σημάδια διάρρηξης και έτσι δεν πήραν αποτυπώματα από τον χώρο. Η Vodafone δεν παραδίδει τα αρχεία του υπολογιστή που χρησιμοποιούσε ο Τσαλικίδης στο γραφείο.
Μετά από πιέσεις της οικογένειας και του Τύπου τον Φεβρουάριο του 2006 η υπόθεση περνά στα χέρια εισαγγελέα Ιωάννη Διώτη και μόνο τότε πραγματοποιείται ενδελεχής έρευνα στο διαμέρισμα του 39χρονου. Στο πόρισμα του ο κ.Διώτης ερμηνεύει την υπόθεση ως αυτοκτονία λόγω της πίεσης από την υπόθεση υποκλοπών. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Η αυτοκτονία του Κωνσταντίνου Τσαλικίδη συνδέεται αιτιωδώς με την ήδη αποκαλυφθείσα υπόθεση της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων στην εταιρία Vodafone. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι πολύ ενωρίτερα από την αποκάλυψη της υπόθεσης αυτής, ο Κωνσταντίνος Τσαλικίδης μίλησε για κίνδυνο να κλείσει η εταιρία Vodafone και για την αποχώρησή του ως ζήτημα ζωής ή θανάτου. Οπως βεβαιώνουν οι μάρτυρες Γεώργιος Κορωνιάς, Νικόλαος Μαστοράκης και Νικόλαος Πλεύρης, η εταιρία αυτή δεν αντιμετώπιζε κανένα απολύτως πρόβλημα που να απειλεί την ύπαρξή της. Επομένως το μόνο πρόβλημα που μπορούσε να εννοεί ο Κωνσταντίνος Τσαλικίδης είναι η υπόθεση των “τηλεφωνικών υποκλοπών”. Εξάλλου ο ίδιος δεν αντιμετώπιζε κανένα άλλο σοβαρό πρόβλημα το οποίο να τον οδηγήσει στην αυτοκτονία παρά μόνο το άγχος της εργασίας του, το οποίο, χωρίς εμφανή λόγο, τον οδήγησε στην αποχώρηση, στην επάνοδό του, στην ψυχολογική καταρράκωσή του και τέλος στην προαναγγελθείσα από τον ίδιο εξέλιξη (ζήτημα ζωής ή θανάτου!)».
Με τη συμπλήρωση ενός έτους από τη δολοφονία ο κ.Κορωνιάς καταθέτοντας στη Βουλή υποστηρίζει ότι είχε αναφέρει την υπόθεση του Τσαλικίδη σε συνάντηση του με υπουργούς τον Μάρτιο του 2005. Τον Σεπτέμβριο του 2011 η οικογένεια καταθέτει επισήμως αίτημα να ανοίξει και πάλι η υπόθεση καταθέτοντας στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο θάνατος του 39χρονου δεν θα μπορούσε να είναι αυτοκτονία. Στο αίτημα επικαλείται και την αξιολόγηση των στοιχείων που έγινε, κατ΄εντολήν της από τον ιατροδικαστή του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου Στίβεν Καρτς.
Σύμφωνα με τον Καρς, οι συνάδελφοί του δεν πήγαν ποτέ στη σκηνή της αυτοκτονίας για να ελέγξουν αν τα δεδομένα συνηγορούσαν με την εκδοχή της αυτοκτονίας. «Δεν συνεκτιμήθηκαν τα κρίσιμα δεδομένα του ύψους και του βάρους του θανόντος και της θερμοκρασίας του πτώματος και του δωματίου, ούτε έγινε προσπάθεια καθορισμού της ακριβούς ώρας θανάτου» τονίζει.
Το σημάδι από το σχοινί στον λαιμό του Τσαλικίδη είναι παράλληλα με τους ώμους. Αν είχε κρεμαστεί, τότε έπρεπε να είναι πλαγιαστά, ξεκινώντας από χαμηλά στον λαιμό και καταλήγοντας υπό γωνία στη βάση του κεφαλιού.
«Η θέση του σημαδιού», λέει ο Καρς, «είναι πιο συμβατή με στραγγαλισμό απ’ ό,τι με απαγχονισμό». Επίσης «δεν υπήρχαν στοιχεία υποστάσεως, συγκέντρωσης του αίματος στα πόδια, όπως είναι αναμενόμενο μετά από κανονικό απαγχονισμό. Αυτό έρχεται σε αντιπαράθεση με την εκδοχή του απαγχονισμού.
Ίσως είναι πιο σημαντικό ότι ο καθένας περιμένει να δει κάποιο είδος βλάβης στον λεπτό ιστό εντός και κάτω από τον λαιμό. Βλάβες είναι παρούσες στο 1/3 των απαγχονισμών. Δεν βρέθηκαν βλάβες μέσα στον λαιμό, γεγονός που είναι περίεργο. Βλάβη στη συνδεσμολογία των μεγάλων αγγείων του λαιμού είναι σύνηθες εύρημα στον στραγγαλισμό, αλλά αυτή η εξέταση ποτέ δεν διεξάχθηκε».
Ο Βρετανός σημειώνει επιπλέον πως δεν υπάρχουν τραυματισμοί και εκδορές στο σώμα του νεκρού, πράγμα που έπρεπε να ισχύει, αφού ο Τσαλικίδης φυσιολογικά έπρεπε να αυτοτραυματιστεί μετά από επιθανάτιους σπασμούς. Η χροιά του προσώπου του είναι φυσιολογική, «ούτε είχε συμφόρηση, ούτε ήταν ωχρό», ώστε να φαίνεται απαγχονισμός ή στραγγαλισμός. Ο ιατροδικαστής θεωρεί επίσης πως ο κόμπος που έγινε στο σχοινί δεν είναι ένας συνήθης κόμπος που κάνει κάποιος υποψήφιος αυτόχειρας, αλλά ειδικός κόμπος που θέλει γνώσεις. Ο Καρς καταλήγει κατηγορηματικά: «Η υπόθεση της αυτοκτονίας πρέπει μάλλον να αποκλεισθεί και πως εκείνη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση δείχνει κατά πολύ ισχυρότερη, με πιθανότερο μηχανισμό θανάτωσης του Κωνσταντίνου Τσαλικίδη τη χρήση κάποιας τοξικής ουσίας και την, εν συνεχεία, ακούσια απαιώρησή του μετά την εξουδετέρωσή του».
Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει και ο καθηγητής Ιατροδικαστικής Θεόδωρος Βουγιουκλάκης, ο οποίος αντικρούει τον ιατροδικαστή Φίλιππο Κουτσάφτη, ο οποίος είχε διατυπώσει την άποψη πως ο Τσαλικίδης δεν παρουσιάζει ενδείξεις απαγχονισμού γιατί έπαθε ανακοπή ενώ είχε κρεμαστεί. Ο Βουγιουκλάκης γράφει στην έκθεσή του: «Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι πιθανό και μάλιστα σε σημείο ώστε να στηρίξει κάποιος με βεβαιότητα, αφού είναι γνωστό ότι ο ερεθισμός των πνευμονογαστρικών νεύρων απαντάται κυρίως σε περιπτώσεις πίεσης του λαιμού με τα χέρια, κάτι που είναι γνωστό και περιγράφεται στα κλασικά συγγράματα».
Δηλαδή ή ο Τσαλικίδης κρεμάστηκε αφού ναρκώθηκε από κάποιους ή, στην περίπτωση που έπαθε ανακοπή, όπως υποστηρίζει ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσάφτης, αυτό συνέβη γιατί κάποιος τον στραγγάλισε και μετά τον κρέμασε.
Τον Μάιο του 2012 γίνεται η εκταφή του πτώματος του Κώστα Τσαλικίδη, από το νεκροταφείο του Αγίου Βασιλείου στο Περιστέρι, μετά την εντολή που είχε δώσει ο εισαγγελέας Χαράλαμπος Λακαφώσης, στο πλαίσιο της έρευνας που διενεργεί για της συνθήκες θανάτου του.
Τον Νοέμβριο του 2014, η οικογένεια Τσαλικίδη προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τρία χρόνια μετά ήρθε μια πρώτη δικαίωση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι έρευνες ήταν ανεπαρκείς και αναποτελεσματικές και οι αρχές βιάστηκαν να κλείσουν την υπόθεση.
Η συγκεκριμένη απόφαση ανάγκασε το ελληνικό κράτος να βγάλει την υπόθεση από το αρχείο. Ο εισαγγελέας Εφετών Γρηγόρης Πεπόνης διεξήγαγε τελικά την τρίτη κατά σειρά έρευνα. Με την ολοκλήρωση της η εισαγγελέας Πρωτοδικών Σωτηρία Παπαγεωργακοπούλου άσκησε κατ’ αγνώστων δραστών ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση για τον θάνατο του 39χρονου. Η υπόθεση πλέον έχει κλείσει.
Επίλογος
Κανείς πλέον δεν αμφισβητεί ότι ο Κώστας Τσαλικίδης δολοφονήθηκε λόγω της υπόθεσης των υποκλοπών. Η έρευνα, οι μαρτυρίες και τα στοιχεία συνθέτουν το σενάριο που οδήγησε στην εκτέλεση του.
Οι αμερικάνικες υπηρεσίες πληροφοριών και το όργανο τους William G. Basil έστησαν τον ιστό της παρακολούθησης με τη συνεργασία στελέχους/στελεχών της Vodafone και πιθανότατα πρώην πρακτόρων της ΕΥΠ (δεν αποκλείεται και η εμπλοκή πολιτικού). Όταν το λογισμικό εντοπίστηκε η αμερικανική ισχύς επέβαλε την αποσιώπηση της υπόθεσης και την προστασία των εμπλεκομένων.
Λόγω θέσης και γνώσεων ο Τσαλικίδης ήξερε λεπτομέρειες για την υπόθεση και ίσως να γνώριζε και ποιος ήταν ο σύνδεσμος του Μπιλ μέσα στην εταιρία. Πιθανότατα πριν την επεισοδιακή σύσκεψη θεωρούταν ήδη αδύναμος κρίκος στη συμφωνία για ομερτά. Οι μυστικές υπηρεσίες έκριναν ότι θα μιλήσει και αποφάσισαν να προχωρήσουν στην εκτέλεση του.
Τουλάχιστον δύο άτομα πήγαν στο διαμέρισμα του και άνοιξαν την πόρτα με τρόπο ώστε να μην υπάρχουν ίχνη διάρρηξης. Στη συνέχεια τον νάρκωσαν με κάποια ουσία η οποία με την πάροδο του χρόνου δεν ανιχνεύεται (ανώνυμη επιστολή μιλάει για την ουσία κουράρε) και τον απαγχόνισαν ώστε να μοιάζει με αυτοκτονία. Μια άδεια βαλίτσα που βρέθηκε στο από κάτω διαμέρισμα από αυτό που έμενε ο Τσαλικίδης (το οποίο είχε ίδια διαρρύθμιση με το δικό του) δημιούργησε υποψίες ότι οι θύτες είχαν κάνει πρόβες για το πώς θα κινηθούν.
Όπως έχει καταγγείλει επισήμως η οικογένεια του Κώστα Τσαλικίδη η ελληνική κυβέρνηση και συγκεκριμένα ο εισαγγελέας Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ο οποίος ανέλαβε προσωπικά την έρευνα, καθυστέρησαν χαρακτηριστικά. Μάλιστα όταν προχώρησαν στην καταγγελία για τον Παπαγγελόπουλο, ο Προκόπης Παυλόπουλος και πρόσωπα του περιβάλλοντος Καραμανλή επικοινώνησαν με την οικογένεια σε μια προσπάθεια να προστατέψουν τον εισαγγελέα ο οποίος κάποια χρόνια μετά θα γινόταν υπουργός στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ.
Οι καθυστερήσεις και ο χαρακτηρισμός της δολοφονίας του Κώστα Τσαλικίδη είναι φανερό πώς βόλευαν τόσο τους δράστες όσο και ένα ολόκληρη σύστημα. Η επιμονή της οικογένειας του όμως τους χάλασε τα σχέδια και σήμερα κανείς δεν δικαιούται να μιλάει ούτε για αυτοκτονία αλλά ούτε και θα επαρκή έρευνα.