H Απόβαση στη Νορμανδία μέσα από τις αφηγήσεις αυτών που επέζησαν



Σαν σήμερα, 78 χρόνια πριν η μεγαλύτερη αμφίβια επιχείρηση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε. Αυτή είναι η ιστορία της μέσα από τις μαρτυρίες όσων την έζησαν και κατάφεραν να επιβιώσουν


Τα ξημερώματα της 6ης Ιουνίου 1944 πέντε παραλίες στις ακτές της Νορμανδίας στη βόρεια Γαλλία πλημμύρισαν με χιλιάδες πολεμικά πλοία και αποβατικά σκάφη, τα οποία μετέφεραν 156.000 στρατιώτες (κυρίως 73.000 Αμερικανοί και 83.000 Βρετανο-Καναδοί). Όταν τα πρώτα σκάφη έφτασαν στις ακτές ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε. Στις άγριες μάχες που ακολούθησαν με τους Γερμανούς στρατιώτες υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους πάνω από 10.000 στρατιώτες των συμμάχων. Από αυτούς 4. 414 αναγνωρίστηκαν, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θεωρούνται αγνοούμενοι μέχρι τώρα.

Σήμερα, 77 χρόνια μετά, πολλοί λίγοι άνθρωποι από αυτούς που έζησαν το έπος της απόβασης της Νορμανδίας παραμένουν ζωντανοί και πολύ λιγότεροι μπορούν ακόμα να αφηγηθούν τις ιστορίες τους. Υπολογίζεται ότι λιγότεροι από 2.500 είναι σήμερα ζωντανοί, ενώ ορισμένοι υπολογισμοί κάνουν λόγο για λιγότερους από 1.000.

Η Απόβαση της Νορμανδίας θεωρείται μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες των συμμάχων κατά των Ναζί του Χίτλερ και ουσιαστικά σηματοδότησε την αρχή του τέλους της ναζιστικής μηχανής. Αυτή είναι η ιστορία της μέσα από τις αφηγήσεις των βετεράνων.

«Η θάλασσα ήταν κόκκινη από το αίμα»

Ο Τσάρλς Σέι φέτος ήταν ο μόνος βετεράνος που παρακολούθησε στις 5 Ιουνίου την τελετή μνήμης στην παραλία Καρένταν, μια από αυτές που αποβιβάστηκαν οι στρατιώτες πριν από 77 χρόνια. Και σήμερα, ανήμερα της επετείου, θα είναι ο  μόνος παρών βετεράνος. Λόγω του κοροναϊού τα ταξίδια στη Γαλλία είναι απαγορευμένα για τους υπερήλικες βετεράνους. Ο Σέι μπορεί ακόμα να είναι παρών καθώς ο 96χρονος Ινδιάνος από το Μέιν ζει τα τελευταία χρόνια στην Γαλλία. 

Πριν από 77 όμως χρόνια σε ηλικία μόλις 19 ετών συμμετείχε στην αποβίβαση ως μέλος των νοσηλευτών. Όπως λέει, ο ήχος από τις σφαίρες που σφύριζαν γύρω του εκείνη την ημέρα βρίσκεται μέχρι και σήμερα στα αυτιά του. Ο ίδιος δεν θυμάται πόσους τραυματισμένους άντρες τράβηξε από το νερό στην παραλία Όμαχα (η κωδική της ονομασία). Αμέτρητες φορές βούτηξε στη θάλασσα καθώς έβλεπε άντρες να πνίγονται.


Εφοδιασμένος μόνο με δύο ιατρικά σακίδια, κινούνταν μεταξύ όσων βρίσκονταν ήδη στο έδαφος για να φέρει στη στεριά όσους ζούσαν ακόμα. Όπως λέει δεν θα ξεχάσει ποτέ τη μυρωδιά της καμένης σάρκας, των οχημάτων και του λαδιού από αυτά που έφερνε το αεράκι από τη θάλασσα.

«Η θάλασσα ήταν κόκκινη από το αίμα. Από την αρχή ήταν πολύ δύσκολο για μένα να γίνομαι μάρτυρας τέτοιας σφαγής. Έπρεπε να σπρώξω μακριά από τη σκέψη μου όσα έβλεπα, ώστε να μπορέσω να λειτουργήσω όπως είχα εκπαιδευτεί να κάνω. Τότε μπόρεσα να δράσω αποτελεσματικά και ακόμα να σώσω μερικές ζωές. Ήμουν πάντα περήφανος που ήμουν νοσηλευτής. Είναι ένα μοναδικό προνόμιο», τονίζει σήμερα.

Μέχρι το μεσημέρι της 6ης Ιουνίου, σχεδόν οι μισοί στρατιώτες και αξιωματικοί που ήταν μαζί του ήταν είτε τραυματίες είτε νεκροί. Ο Σέι θυμάται ακόμα ότι έμενε για λίγο στο πλευρό όσων ήταν πολύ σοβαρά τραυματίες και δεν επρόκειτο να τα καταφέρουν σε μια προσπάθεια να τους δώσει μια ανθρώπινη στήριξη. Μέχρι και σήμερα ο ίδιος δεν ξέρει πώς κατάφερε να επιζήσει ο ίδιος. Επτά νοσηλευτές από το τάγμα του σκοτώθηκαν και 24 τραυματίστηκαν. «Πιστεύω πολύ στον πνευματικό τρόπο ζωής. Οι προσευχές της μητέρας μου θα πρέπει να με καθοδήγησαν», αναφέρει.


Το 2017 η Γαλλία τίμησε τον Σέι και τους 175 Ιθαγενείς Αμερικανούς που αποβιβάστηκαν στην Νορμανδία εκείνη την ημέρα με το Μνημείο Τσαρλς Σέι.

«Το μόνο που μπορούσες να ακούσεις ήταν οι πυροβολισμοί και άντρες να ουρλιάζουν σαν ζώα»

Ο Μάθιου Τόνερ από τη Βρετανία επέστρεψε για πρώτη φορά στη Νορμανδία το 2019 σε ηλικία πλέον 93 ετών. Οι αναμνήσεις ήταν ακόμα τόσο έντονες όσο την πρώτη στιγμή. Το 1944 σε ηλικία 18 ετών ήταν ένας από τους χιλιάδες στρατιώτες που αποβιβάστηκαν. Όπως λέει κάποιοι από τους στρατιώτες πέθαναν πριν καν φτάσουν στην ακτή καθώς πνίγηκαν από το βάρος του εξοπλισμού που έφεραν.

«Εμείς είχαμε έναν καπετάνιο που πίστευε ότι πρέπει να πάει τους στρατιώτες όσο πιο κοντά στην ακτή γίνεται. Έλεγε: 'Δεν θέλω να βραχούν οι στρατιώτες μου. Θέλω να τους δώσω μια ευκαιρία να πολεμήσουν αντί να βυθιστούν στη θάλασσα'».


«Εγώ έπρεπε να ανοίξω τις πόρτες αποβίβασης και να βγάλω έξω τα στρατεύματα όσο πιο ασφαλή γίνεται. Μπροστά μας υπήρχε ένα βαρύ οπλοπολυβόλο, η μυρωδιά από καμένη σάρκα και ανθρώπινα μέλη που επέπλεαν στη θάλασσα. Το νερό ήταν κατακόκκινο. Κάποια στιγμή η πόρτα μπλόκαρε από ένα πτώμα που είχε σφηνώσει στους μεντεσέδες και έπρεπε να κατέβουμε για να το απομακρύνουμε. Οι αξιωματικοί μάς φώναζαν εντολές, αλλά δεν μπορούσαμε να τις ακούσουμε. Το μόνο που μπορούσες να ακούσεις ήταν οι πυροβολισμοί και άντρες να ουρλιάζουν σαν ζώα».


Όπως λέει ο ίδιος στα 18 του δεν ένιωθε κάποιο φόβο πριν την αποβίβαση: «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ανησυχούσα. Νομίζω ότι όταν είσαι νέος δεν βλέπεις τον κίνδυνο. Αλλά φυσικά ήταν ανόητο. Δεν πιστεύαμε ποτέ ότι θα συνέβαινε σε εμάς».

Ωστόσο, τα πτώματα των αντρών που είχαν καλύψει την παραλία τον επανέφεραν σύντομα στην πραγματικότητα του πολέμου.

«Με πλήγωσε πραγματικά. Σκεφτόμουν ότι αυτά τα παιδιά θα μπορούσαν να είναι συγγενείς μου ή ο αδερφός μου ή κάποιος φίλος μου. Τότε συνειδητοποίησα πόσο τυχερός ήμουν που στεκόμουν ακόμα όρθιος», καταλήγει.

Συνεχίζοντας και με σπασμένη σπονδυλική στήλη

Ο Ρέι Λάμπερτ για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του δεν ήθελε να μιλά για τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και όσα έζησε. Όμως κάποια στιγμή επέστρεψε στην Νορμανδία, εκει όπου στα 24 του ηγήθηκε μιας μονάδας νοσηλευτών που είχαν ως αποστολή να φροντίσουν τους τραυματίες.

«Συνειδητοποίησα ότι αν δεν πω αυτές τις ιστορίες για τους άντρες μου, αυτοί δεν μπορούσαν να το κάνουν. Ένιωσα ευθύνη και υποχρέωση προς αυτούς να μιλήσω στους ανθρώπους και να τους πω τι έκαναν».


Ο Λάμπερτ γεννήθηκε στην Αλαμπάμα των ΗΠΑ και είδε την ένταξη στο στρατό σαν μια οικονομική διασφάλιση. Την ημέρα της απόβασης, ο ίδιος λέει ότι μπορούσες να δεις στρατιές από πλοία μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου. Φτάνοντας στην ακτή ο Λάμπερτ είπε στους άντρες που ηγούνταν να μείνουν όσο περισσότερο μπορούν μέσα στο νερό κατά την απόβαση: «Μπορούσες να δεις τις σφαίρες που έριχναν οι Γερμανοί να πέφτουν σαν χαλάζι μέσα στο νερό», αναφέρει.

Τη στιγμή που η πόρτα του πλοίου κατέβηκε, ο Λάμπερτ χτυπήθηκε από μια σφαίρα. «Πέρασε μέσα από το δεξί μου χέρι και κατέστρεψε το κόκαλο, ενώ αιμορραγούσα αρκετά», θυμάται. Δεν υπήρχε ωστόσο τίποτα άλλο να κάνει πέρα από το να συνεχίσει ή να μείνει εκεί και να πεθάνει. Παρά το τραύμα του, ο Λάμπερτ δεν σταμάτησε να πηγαίνει από στρατιώτη σε στρατιώτη για να βοηθήσει όσους περισσότερους μπορούσε. Κάποια στιγμή ξαφνικά κάτι δυνατό χτύπησε το πόδι του και το άνοιξε μέχρι το κόκαλο. Τοποθέτησε μόνος του ένα τουρνικέ στο πόδι του και έκανε στον εαυτό του μια ένεση μορφίνης, ενώ προσπαθούσε να πει σε έναν άλλο νοσηλευτή να πάρει τη θέση του.


«Ουρλιάζαμε επειδή από όλο αυτόν τον θόρυβο και τα βλήματα δεν μπορούσε να ακούσεις τίποτα. Και τότε μια σφαίρα πέρασε κατευθείαν μέσα από το κεφάλι του άλλου νοσηλευτή». Ο Λάμπερτ συνέχισε παρά το τραύμα του. Επέστρεψε στο νερό και προσπάθησε να σώσει και άλλους τραυματίες. Τότε όμως ένα αποβατικό πλοίο κατέβασε την πόρτα του και τον χτύπησε. Ένα μέρος από τη σπονδυλική στήλη του Λάμπερτ έσπασε και τον έστειλε στον βυθό της θάλασσας. Ευτυχώς όμως, η πόρτα ανέβηκε ξανά και ο ίδιος βρέθηκε και πάλι στην επιφάνεια και τελικά κατάφερε να μπει σε ένα άλλο πλοίο, αφού πήρε μαζί του και έναν άλλο τραυματία στρατιώτη. Οδηγήθηκε σε νοσοκομείο και έτσι κατάφερε να επιζήσει, αφού είχε βοηθήσει δεκάδες άλλους να επιζήσουν. Προς τιμήν του στο σημείο της αποβίβασής του έχει στηθεί ένας βράχος – μνημείο που φέρει το όνομά του.

«Οι Γερμανοί πυροβολούσαν κατευθείαν στο ψαχνό»

Ο Λέον Γκοτιέ ήταν ένας από τους πρώτους στρατιώτες που πάτησε το πόδι του στη Νορμανδία στις 7.20 το πρωί της 6ης Ιουνίου 1944. Η μονάδα του που αποτελούνταν από Γάλλους κομάντος αποβιβάστηκε στην παραλία που είχε πάρει την κωδική ονομασία Sword. Η απόβαση ήταν σχετικά εύκολη, ωστόσο λίγο πιο πέρα πίσω από τους λόφους τους περίμεναν βαριά οπλισμένοι ναζί στρατιώτες.

 «Οι Γερμανοί πυροβολούσαν κατευθείαν στο ψαχνό. Το ζήτημα ήταν να φτάναμε όσο πιο γρήγορα γινόταν στις οχυρωματικές τους θέσεις. Όσο πιο πολύ πλησίαζες τόσο μικρότερο γινόταν το πεδίο βολής», λέει σήμερα ο κ. Γκοτιέ.

Ο 98χρονος σήμερα βετερανός δεν μπορεί να ξεχάσει τους συμπολεμιστές του στο πλευρό των οποίων έδωσε και ο ίδιος την μάχη κατά του ναζισμού.

«Ήταν ο Ντόσον, ο συνταγματάρχης Ντόσον, που ήταν μαζί μας. Μας έδωσε μια απόσταση 20 μέτρων και μετά έλεγε μετά εσύ, μετά εσύ, επιστρέφετε σπίτι, είσαι ο πρώτος. Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που επιστρέφαμε στην πατρίδα μας την Γαλλία. Ήμασταν πρόθυμοι. Το θέλαμε πολύ. Ήμασταν εθελοντές. Όλοι οι κομάντο ήταν εθελοντές. Εάν κάποιος ήθελε να φύγει απλά θα μπορούσε να το πει και κανείς δεν θα μπορούσε να τον εμποδίσει», ανέφερε ο ίδιος.