«Πώς το ποδόσφαιρο με έσωσε από τη γενοκτονία στη Ρουάντα»


Η εκπληκτική ιστορία επιβίωσης του «Τότο». Ο νεαρός τερματοφύλακας έφτασε μια ανάσα από τον θάνατο αλλά τον έσωσε ένα φωτογραφικό άλμπουμ και το ποδόσφαιρο.


Ο Ερίκ Μουράνγουα Γιουτζίν είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους που μπορεί  κυριολεκτικά να πει ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα θέμα ζωής και θανάτου. Την πρώτη μέρα της γενοκτονίας στη Ρουάντα, στις 7 Απριλίου 1994, στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι του με σκοπό να σκοτώσουν όλη την οικογένεια. Ήταν Τούτσι και... έπρεπε να πεθάνουν. Ο 19χρονος όμως τότε Ερίκ επιβίωσε γιατί λίγες εβδομάδες πριν η ομάδα του είχε βγάλει τον κόσμο της Ρουάντα στους δρόμους. Όχι όμως για να σκοτώσουν αλλά για να πανηγυρίσουν ξεχνώντας για λίγο τις φυλετικές διαφορές. Αυτή είναι η ιστορία του «Τότο».

6 Απριλίου 1994

«Τότε έπαιζα στην Ραγιόν Σπορτς. Μια από τις μεγαλύτερες ομάδες της χώρας. Ήμουν τερματοφύλακας. Το απόγευμα της 6ης Απριλίου πήγαμε για προπόνηση στο στάδιο Μουμένα στο Κιγκάλι. Σποραδικά ακούγονταν εκρήξεις κάτι το οποίο πλέον είχα συνηθίσει. Δεν είχαμε ιδέα ότι εκείνη την ημέρα καταρρίφθηκε το αεροπλάνο με τον πρόεδρο Χαμπιαριμάνα και θα γινόταν η χειρότερη στην ιστορία της Ρουάντα» τονίζει.

Λίγες εβδομάδες πριν ο «Τότο», όπως τον αποκαλούσαν, και οι συμπαίκτες του πανηγύριζαν μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ποδοσφαίρου της χώρας. «Η ομάδα μας έπαιξε στο Κύπελλο Κυπελλούχων της Αφρικανικής Ομοσπονδίας και αποκλείσαμε την Ελ Χιλάλ από το Σουδάν η οποία θεωρείται ένας από τους γίγαντες στη ήπειρο μας. Είχαμε χάσει το πρώτο ματς στο Σουδάν με 1-0. Στον επαναληπτικό το στάδιο ήταν γεμάτο. Κερδίσαμε με 4-1 και περάσαμε στον δεύτερο γύρο. Η κοινωνία της Ρουάντα ήταν διαλυμένη. Αυτή η νίκη όμως τους έκανε όλους να ξεχάσουν τις διαφορές τους και να γιορτάσουν όλοι μαζί τη νίκη σαν ένας λαός.

Ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή και για λίγες ώρες η Ρουάντα είχε ενωθεί. Χούτου και Τούτσι πανηγύριζαν μαζί. Εκείνο το παιχνίδι θα είχε κομβική σημασία για την υπόλοιπη ζωή μου».

«Ξύπνησα από εκρήξεις και πυροβολισμούς»

Η γενοκτονία ξεκίνησε μέσα σε λίγες ώρες από τη δολοφονία του Χαμπιαριμάνα. Από τις πρώτες πρωινές ώρες της 7ης Απριλίου στήθηκαν οδοφράγματα σε όλο το Κιγκάλι όπου ελέγχονταν οι ταυτότητες (οι οποίες ανέφεραν τη φυλή, Χούτου ή Τούτσι). Ομάδες στρατιωτών εισέβαλαν σε σπίτια και εκτελούσαν ολόκληρες οικογένειες.

«Τις πρώτες πρωινές ώρες της 7ης Απριλίου ξύπνησαν από εκρήξεις και πυροβολισμούς. Ακούγονταν σε κάθε σημείο του Κιγκάλι. Δεν ήξερα τι συνέβαινε. Άνοιξα το ραδιόφωνο και άκουσα για το αεροπλάνο του προέδρου. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν απόλυτη σύγχυση σε σημείο που δεν μπορώ να την περιγράψω. Στο ραδιόφωνο έλεγαν ότι υπάρχει εντολή από την κυβέρνηση να μείνουμε όλοι στα σπίτια μας. Η γειτονιά μου γέμισε στρατιώτες που έμπαιναν στα σπίτια λέγοντας ότι ψάχνουν για όλα. Περίπου πέντε από αυτούς μπήκαν στο δικό μας σπίτι. Ούρλιαζαν. Ήταν πολύ τρομακτικό, ακόμα και σήμερα ακούω τις κραυγές τους. Είχαν έρθει να μας σκοτώσουν» θυμάται.

Η φωτογραφία

Τους ανάγκασαν να ξαπλώσουν μπρούμυτα στο πάτωμα. «Περιμέναμε απλά να μας σκοτώσουν. Έψαχναν όλο το σπίτι και πετούσαν τα πράγματα βρίζοντας μας. Ένα από τα πράγματα που βρήκαν ήταν ένα φωτογραφικό άλμπουμ. Τους τράβηξε την προσοχή και ένας από τους στρατιώτες με ρώτησε "ποιοί είναι αυτοί στις φωτογραφίες". Του είπα ότι είναι οι συμπαίκτες μου και είδα το πρόσωπο του να αλλάζει όταν συνειδητοποίησε ποιος είμαι. Για τα επόμενα δέκα λεπτά μιλήσαμε για ποδόσφαιρο. Λίγο πριν θα έχανα τη ζωή μου. Σίγουρα οι φωτογραφίες με έσωσαν».

Ο Ερίκ τονίζει ότι η γενοκτονία ξεκίνησε από την κυβέρνηση αλλά μέσα σε μικρό διάστημα συμμετείχαν και οι πολίτες. «Στην αρχή ήταν κάτι που είχε σχεδιάσει και υλοποιούσε η κυβέρνηση και ο στρατός. Τις επόμενες εβδομάδες όμως συμμετείχαν και απλοί άνθρωποι. Σε κυνηγούσαν οι γείτονες, οι φίλοι σου και σε κάποιες περιπτώσεις οι συγγενείς σου. Δεν είχες που να κρυφτείς. Κάθε δρόμος είχε ένα οδόφραγμα». Για 100 μέρες η Ρουάντα έγινε μια βιομηχανία θανάτου, τα θύματα ξεπέρασαν τις 800.000.

«Εγώ επέζησα λόγω του ποδοσφαίρου. Ήμουν ο Τότο, ο γκολκίπερ της Ραγιόν και δεν με σκότωσαν. Αυτό όμως που δεν γνώριζα είναι ότι δεν θα έβλεπα ξανά πολλά μέλη της οικογένειας μου και πολλούς φίλους μου. Στις 100 μέρες της γενοκτονίας έχασα πάνω από 35 μέλη της οικογένειας μου. Θείους, θείες, ανιψιές, ανιψιούς και τον 7χρονο αδελφό μου. Ήταν οι διακοπές του Πάσχα και είχε πάει στο σπίτι ενός εξάδελφου μας. Όταν ο ΟΗΕ απέσυρε την αποστολή του δεν υπήρχε κανείς να μας προστατέψει. Ο αδελφός και οι συγγενείς μου βρίσκονταν στο νοσοκομείο της Εντερά. Στρατιώτες το περικύκλωσαν και στη συνέχεια σκότωσαν όποιον είχε βρει καταφύγιο εκεί» λέει ο Έρικ.

Κουράγιο και ανθρωπιά

Ο ίδιος επιβίωσε χάρη στη βοήθεια ενός συμπαίκτη του. «Ο Λονζίν Μουνιουρανγκάμπο ήταν αυτός που βοήθησε εμένα και πολλούς άλλους ανθρώπους. Μας προσέφερε προστασία και ελπίδα. Έβγαινε και μας έβρισκε τρόφιμα. Βρήκε τρόπο ώστε να μπορέσουμε να περάσουμε σε μια πιο ασφαλή περιοχή στο Κιγκάλι. Έφτασε στο σημείο ακόμα και να διαπραγματευτεί με τους δολοφόνους. Τους πλήρωσε από την τσέπη του για να μην μας σκοτώσουν.

Με τη βοήθεια του έφτασα στο σπίτι ενός φανατικού οπαδού της Ραγιόν. Αυτός οργάνωσε τη μεταφορά μου αρχικά στα αρχηγεία του Ερυθρού Σταυρού και στη συνέχεια στο ξενοδοχείο «Mille Collines» (γνωστό ως Hotel Rwanda). Κάθε δωμάτιο είχε από πέντε έως είκοσι άτομα. Οι κουρτίνες ήταν πάντα κλειστές και δεν κοιτούσαμε από το παράθυρο γιατί φοβόμασταν ότι θα μας πυροβολήσουν. «Μετά το ξενοδοχείο κατάφερα να περάσω σε μια περιοχή που ήλεγχαν οι αντάρτες Τούτσι του RPF » τονίζει.

Ο Λονζίν δεν επέζησε από τη γενοκτονία. Τον σκότωσαν ενώ προσπαθούσε να φύγει από τη χώρα με την Τούτσι σύντροφο του.  «Ήμασταν πάνω από δέκα άτομα στο σπίτι του Μουνιουρανγκάμπο και τελικά μόνο αυτός δεν επέζησε. Δεν ήταν Τούτσι, ούτε καν από αυτούς που υποστήριζαν τους Τούτσι. Ήταν απλά ένας εκπληκτικός άνθρωπος. Διέθετε το κουράγιο και την ανθρωπιά που έλλειψε από τους περισσότερους εντός και εκτός της χώρας σε μια περίοδο που είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη» λέει ο Ερίκ.


«Όσοι επιβιώσαμε πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα συμβεί ποτέ ξανά»

Όταν η γενοκτονία τελείωσε και το RPF του Πολ Καγκάμε ανέλαβε την εξουσία ο Ερίκ γύρισε στο Κινγκάλι. «Παρότι είχα επιζήσει και ο πόλεμος είχε τελειώσει δεν μπορούσα να νιώσω ασφαλής στη χώρα. Σκεφτόμουν ότι οι δολοφόνοι κυκλοφορούν παντού». Τον Ιούνιο του 1996, σε ένα ματς για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου στην Τυνησία, έφυγε και ζήτησε άσυλο. Πρώτα στο Βέλγιο και μετά στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Πλέον ζει στο Λονδίνο και έχει φτιάξει το δικό του ίδρυμα το οποίο, μέσω του ποδοσφαίρου υποστηρίζει τους επιζήσαντες της γενοκτονίας και τις οικογένειες του. Το 2018 χρίστηκε ιππότης για το έργο του.

«Για πολλά χρόνια μετά τη γενοκτονία αναρωτιόμουν "γιατί εγώ;". Τελικά κατάλαβα ότι επέζησα για έναν λόγο. Ο λόγος είναι να χρησιμοποιήσω αυτή την εμπειρία για να χτίσω ένα καλύτερο και πιο ασφαλές μέλλον για την κοινότητα μου, την χώρα μου και γενικότερα τον κόσμο. Όσοι επιζήσαμε πρέπει να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας ώστε οι αγαπημένοι μας να μην χάθηκαν μάταια. Ο μόνος τρόπος να το καταφέρουμε είναι να εξασφαλίσουμε πώς αυτό που τους συνέβη δεν θα συμβεί ποτέ στα παιδιά μας». τονίζει.

Όσο για το ποδόσφαιρο που τελικά του έσωσε τη ζωή λέει: «Για εμένα το ποδόσφαιρο είναι ένα ισχυρό εργαλείο για να αλλάξεις τους ανθρώπους, να τους επηρεάσεις θετικά. Μέσα από το ποδόσφαιρο τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα καταλάβουν τους κινδύνους του διαχωρισμού. Δεν είναι κάτι που μπορείς να το πετύχεις μέσα σε 10 ή ακόμα και 20 χρόνια αλλά είμαι ικανοποιημένος με ό,τι έχουμε πετύχει ως τώρα»