Ο γιατρός που έγινε δεξί χέρι του Μπιν Λάντεν και... φιλόσοφος της τρομοκρατίας. Ποιος ήταν ο γιατρός που εξελίχθηκε σε ηγετική μορφή της αλ Κάιντα και ιδεολογικό καθοδηγητή
Εδώ και λίγες ώρες ο θρυλικός αρχηγός της αλ Κάιντα μετά τον Οσάμα Μπιν Λάντεν είναι πλέον νεκρός. Ο Αϊμάν αλ-Ζαουάχρι που υπηρέτησε για χρόνια ως υπαρχηγός του Μπιν Λάντεν και ήταν ο κύριος διοργανωτής επιχειρήσεων
και υπεύθυνος στρατηγικής, σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας πολύ καλά
οργανωμένης επίθεσης με drone από τις ΗΠΑ. Όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος Τζο
Μπάιντεν η επίθεση πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 31 Ιουλίου στην πρωτεύουσα του
Αφγανιστάν, την Καμπούλ, και ο 71χρονος αρχηγός της αλ Κάιντα εξοντώθηκε
οριστικά.
Μετά τη δολοφονία του Οσάμα μπιν Λάντεν από τις ΗΠΑ το 2011,
ο αλ-Ζαουάχρι βρισκόταν στην ηγεσία της τρομοκρατικής οργάνωσης. Ωστόσο, καθώς
δεν ήταν ιδιαίτερα χαρισματικός και δεδομένου του ανταγωνισμού με το Ισλαμικό
Κράτος φαίνεται ότι δεν κατάφερε να εμπνεύσει ποτέ την εκπόνηση σημαντικών επιθέσεων στη
Δύση.
Όπως αναφέρει το Reuters, τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Μπιν Λάντεν, σκοτώθηκαν αρκετοί συνεργάτες του αλ-Ζαουάχρι κατά την διάρκεια αμερικανικών αεροπορικών επιδρομών αποδυναμώνοντας την ικανότητα του βετεράνου Αιγύπτιου τρομοκράτη να οργανώνει και να συντονίζει διεθνείς επιχειρήσεις. Μάλιστα, παρακολουθούσε την Αλ Κάιντα να παραγκωνίζεται ήδη από την περίοδο των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης το 2011, οι οποίες ξεκίνησαν κυρίως από ακτιβιστές της μεσαίας τάξης και διανοούμενους που αντιτίθενται σε απολυταρχικά καθεστώτα.
Παρά τη φήμη του ως άκαμπτος και μαχητικός, ο αλ-Ζαουάχρι κατάφερε
να δημιουργήσει και να συντηρήσει χαλαρά συνδεδεμένες ομάδες σε όλο τον κόσμο
που μπόρεσαν να ισχυροποιηθούν και να πυροδοτήσουν τεράστιες εξεγέρσεις. Άλλωστε
μερικές από αυτές είχαν τις ρίζες τους στην αναταραχή που γιγαντώθηκε μετά την
Αραβική Άνοιξη.
Η βία αποσταθεροποίησε αρκετές χώρες σε όλη την Ασία, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Αλλά οι μέρες που η Αλ Κάιντα ήταν το κεντρικό δίκτυο τρομοκρατών, το οποίο είχε επιτεθεί στις ΗΠΑ την 11η Σεπτεμβρίου 2001, είχαν παρέλθει προ πολλού. Αντίθετα, οι τρομοκρατικές δράσεις επέστρεψαν σε συγκρούσεις σε τοπικό επίπεδο, καθοδηγούμενες από ένα μείγμα τοπικών προβλημάτων και υποκινούμενες από διάφορα τζιχαντιστικά δίκτυα που χρησιμοποιούσαν πλέον τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το πλουσιόπαιδο που
έγινε τρομοκράτης
Ο αλ-Ζαουάχρι δεν γεννήθηκε στις φτωχογειτονιές του Καΐρου,
όπως άλλοι που έλκονταν από ένοπλες ομάδες, οι οποίες κήρυσσαν τη μάχη για ευγενείς
σκοπούς. Γεννήθηκε το 1951 από μια επιφανή οικογένεια του Καΐρου και ήταν
εγγονός του μεγάλου ιμάμη του Αλ Αζχάρ, ένα από τα σημαντικότερα τζαμιά του
Ισλάμ. Μεγάλωσε στο εύπορο προάστιο Μααντί του Καΐρου και ήταν γιος
καθηγητή φαρμακολογίας.
Ωστόσο, σε ηλικία 15 ετών ασπάστηκε τον ισλαμικό
φονταμενταλισμό καθώς εμπνεύστηκε από τις επαναστατικές ιδέες του Αιγύπτιου
συγγραφέα Σαγίντ Κουτμπ, ενός Ισλαμιστή που εκτελέστηκε το 1966 με την
κατηγορία ότι προσπάθησε να ανατρέψει το καθεστώς.
Άνθρωποι που σπούδασαν με τον αλ-Ζαουάχρι στην Ιατρική Σχολή
του Πανεπιστημίου του Καΐρου τη δεκαετία του 1970, τον περιγράφουν ως έναν
ζωηρό νεαρό που πήγαινε σινεμά, άκουγε μουσική και αστειευόταν με φίλους.
«Όταν βγήκε από τη φυλακή ήταν ένα εντελώς διαφορετικός
άνθρωπος», είπε ένας γιατρός που σπούδασε με τον αλ-Ζαουάχρι, και αρνήθηκε να
αναφερθεί το όνομά του.
Η πρώτη φορά που ο κόσμος άκουσε γι’ αυτόν ήταν όταν βρέθηκε
μέσα σε ένα κλουβί σε μια δικαστική αίθουσα μετά την δολοφονία του Αιγύπτιου
προέδρου Ανουάρ αλ Σαντάντ, το 1981.
«Έχουμε θυσιαστεί και είμαστε ακόμα έτοιμοι για περισσότερες
θυσίες μέχρι τη νίκη του Ισλάμ», φώναξε ο Ζαουάχρι φορώντας το λευκό μανδύα
του, καθώς και οι άλλοι κατηγορούμενοι εξαγριωμένοι από τη συνθήκη ειρήνης του
Σαντάτ με το Ισραήλ φώναζαν συνθήματα.
Από το κλουβί της αίθουσας του αιγυπτιακού δικαστηρίου, ο αλ-Ζαουάχρι μίλησε στον
διεθνή Τύπο, λέγοντας ότι οι μαχητές υπέφεραν από άγρια βασανιστήρια,
συμπεριλαμβανομένων μαστιγωμάτων και επιθέσεων από άγρια σκυλιά στη φυλακή.
«Συνέλαβαν τις συζύγους, τις μητέρες, τους πατεράδες, τις
αδερφές και τους γιους για να ασκήσουν ψυχολογική πίεση σε αυτούς τους αθώους
κρατούμενους», είχε πει.
Ο αλ-Ζαουάχρι εξέτισε ποινή φυλάκισης τριών ετών για παράνομη κατοχή όπλων, αλλά απαλλάχθηκε από τις κύριες κατηγορίες. Συγκρατούμενοι του εκτιμούν πως αυτές οι συνθήκες ριζοσπαστικοποίησαν περαιτέρω τον αλ-Ζαουάχρι και τον οδήγησαν στον μονοπάτι που ακολούθησε προς την παγκόσμια τζιχάντ.
Ο αλ-Ζαουάχρι ήταν χειρουργός στο επάγγελμα και γι’ αυτό
είχε αποκτήσει το ψευδώνυμο «Ο Γιατρός» κι έτσι μετά την αποφυλάκισή του πήγε
στο Πακιστάν όπου εργάστηκε με την Ερυθρά Ημισέληνο περιθάλποντας ισλαμιστές
αντάρτες μουτζαχεντίν που είχαν τραυματιστεί κατά τις μάχες με τις σοβιετικές
δυνάμεις στο Αφγανιστάν.
Εκείνη την περίοδο γνώρισε και τον Οσάμα μπιν Λάντεν, τον
πλούσιο Σαουδάραβα που είχε ενταχθεί στην αφγανική αντίσταση.
Αναλαμβάνοντας την ηγεσία της Ισλαμικής Τζιχάντ στην Αίγυπτο
το 1993, ο Ζαουάχρι ήταν ηγετική φυσιογνωμία σε μια εκστρατεία στα μέσα της
δεκαετίας του 1990 για την ανατροπή της αιγυπτιακής κυβέρνησης και τη δημιουργία
ενός «καθαρού» ισλαμικού κράτους. Στην προσπάθεια αυτή πάνω από 1.200 Αιγύπτιοι
σκοτώθηκαν. Οι αιγυπτιακές αρχές εξαπέλυσαν άγριες επιθέσεις κατά της Ισλαμικής
Τζιχάντ μετά από την απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ τον
Ιούνιο του 1995 στην Αντίς Αμπέμπα.
Ο γκριζαρισμένος πια και πάντα με λευκά τουρμπάνια αλ-Ζαουάχρι απάντησε δίνοντας εντολή για επίθεση το 1995 στην αιγυπτιακή πρεσβεία στο Ισλαμαμπάντ. Δύο αυτοκίνητα γεμάτα εκρηκτικά πέρασαν από τις πύλες του κτιριακού συγκροτήματος σκοτώνοντας 16 άτομα.
Το 1999, αιγυπτιακό στρατοδικείο καταδίκασε ερήμην σε θάνατο
τον αλ-Ζαουάχρι. Ωστόσο, μέχρι τότε ζούσε ήδη τη σπαρτιατική ζωή ενός μαχητή
ενώ βοήθησε τον Μπιν Λάντεν να σχηματίσει την Αλ Κάιντα. Ένα βίντεο που
προβλήθηκε το 2003 στο Αλ Τζαζίρα έδειχνε τους δύο άντρες να περπατούν σε μια
βραχώδη βουνοπλαγιά, μια εικόνα που οι υπηρεσίες πληροφόρησης της Δύσης ήλπιζαν
να τους δώσει στοιχεία για το πού βρίσκονται, αλλά μάταια.
Η απειλή της
παγκόσμιας Τζιχάντ
Για χρόνια η Δύση θεωρούσε πως ο αλ-Ζαουάχρι κρυβόταν κατά
μήκος των συνόρων μεταξύ Πακιστάν και Αφγανιστάν. Φέτος όμως, Αμερικανοί
αξιωματούχοι ανακάλυψαν ότι η οικογένεια του - η σύζυγος, η κόρη του και τα
παιδιά της- είχαν μετακομίσει σε ένα ασφαλές σπίτι στην Καμπούλ. Στην συνέχεια
αναγνώρισαν τον Ζαουάχρι να βρίσκεται στην ίδια τοποθεσία. Εκεί πραγματοποιήθηκε
και η επιχείρηση εξόντωσής του. Το πρωί της Κυριακής 31 Ιουλίου 2022, ο 71χρονος ηγέτης της αλ-Κάιντα
βγήκε στο μπαλκόνι του σπιτιού για τελευταία φορά. Λίγες στιγμές αργότερα έπεσε νεκρός. Κανείς άλλος δεν
τραυματίστηκε σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές.
Ο αλ-Ζαουάχρι θεωρείται ότι ανέλαβε την ηγεσία της Αλ Κάιντα το
2011, μετά την επιχείρηση των ειδικών δυνάμεων των ΗΠΑ κατά την οποία σκοτώθηκε
ο Οσάμα Μπιν Λάντεν στο κρησφύγετό του στο Πακιστάν. Από τότε είχε καλέσει επανειλημμένα
για μια παγκόσμια τζιχάντ, έχοντας πάντα ένα Ak-47 στο πλευρό του σε όλα τα
βιντεοσκοπημένα μηνύματά του.
Σε έναν επικήδειο για τον Μπιν Λάντεν, είχε υποσχεθεί να
συνεχίσει τις επιθέσεις στη Δύση, επαναλαμβάνοντας τις απειλές του φονευθέντα
πλέον Σαουδάραβα ηγέτη: «Δεν θα μπορέσετε ούτε να ονειρευτείτε ξανά πως είστε
ασφαλείς μέχρι να είμαστε εμείς πραγματικά ασφαλείς και μέχρι να φύγετε από τα
εδάφη των μουσουλμάνων».
Όπως αποδείχθηκε, η ανάδυση του ακόμη πιο σκληροπυρηνικού
Ισλαμικού Κράτους το 2014-2019 στο Ιράκ και τη Συρία τράβηξε την ίδια, αν όχι
πολύ περισσότερο, την προσοχή των δυτικών αντιτρομοκρατικών αρχών.
Ο Ζαουάχρι προσπάθησε συχνά να εξάψει τα πάθη μεταξύ των
μουσουλμάνων σχολιάζοντας σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ευαίσθητα θέματα, όπως
οι πολιτικές των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή ή τις ισραηλινές ενέργειες κατά των
Παλαιστινίων, αλλά ο λόγος του φαίνεται ότι δεν είχε ποτέ τη απήχηση και τον μαγνητισμό του
Μπιν Λάντεν.
Σε πρακτικό επίπεδο, ο αλ-Ζαουάχρι πιστεύεται ότι συμμετείχε σε μερικές από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Αλ Κάιντα, βοηθώντας στην οργάνωση των επιθέσεων του 2001 στους Δίδυμους Πύργους. Παράλληλα, θεωρείται πως έπαιξε κρίσιμο ρόλο και στις βομβιστικές επιθέσεις του 1998 στις αμερικανικές πρεσβείες στην Κένυα και την Τανζανία. Το FBI τον είχε επικηρύξει για 25 εκατ. δολάρια και τον είχε βάλει στη λίστα με τους πλέον καταζητούμενους.