11η Σεπτεμβρίου: Η εξωφρενική απάτη της πιο διάσημης επιζήσασας

 


Η Τάνια είχε επιζήσει από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και η ιστορία επιβίωσης της ήταν η πιο συγκλονιστική. Μόνο που τίποτα δεν ήταν αλήθεια.


«Κοίταξα γύρω μου και έμοιαζε με ταινία τρόμου. Οι άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας και τα εντόσθια των ανθρώπων. Ένιωσα να πνίγομαι. Σκεφτόμουν συνεχώς τον αρραβωνιαστικό μου και τον επικείμενο γάμο μας. Ήθελα να φορέσω εκείνο το λευκό φόρεμα και να ορκιστώ την αγάπη μου σε εκείνον».

Τα λόγια αυτά ανήκουν την Τάνια Χεντ (Tania Head) και περιγράφουν όσα ανέφερε ότι έζησε την ημέρα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Σύμφωνα με την ίδια εκείνη την ημέρα βρισκόταν σε ένα μίτινγκ στον 96ο όροφο του Νότιου Πύργου, όταν είδε να πέφτει στον διπλανό, Βόρειο Πύργο, το αεροπλάνο των American Airlines της πτήσης 11 εκεί όπου βρισκόταν και ο αγαπημένος της. Η μαρτυρία της ήταν μια από τις πιο σοκαριστικές από αυτές που ήρθαν στο φως μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους.

Μόνο που τίποτα από όσα έλεγε δεν ήταν αληθινό.

Μια ιστορία σαν ταινία

Η ιστορία της Τάνια Χεντ από την «ημέρα που άλλαξε τον κόσμο» ξεχώριζε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Είχε αγωνία, ανθρώπους που χάθηκαν μέσα στα συντρίμμια, ήρωες που προσπάθησαν να βοηθήσουν άλλους με κόστος τη δική τους ζωή, μάχη για επιβίωση μέχρι την τελευταία στιγμή, αίμα και έναν έρωτα που θάφτηκε μέσα στους πύργους που κατέρρευσαν. Με λίγα λόγια όλα εκείνα τα στοιχεία που θα έκαναν μια ταινία του Χόλιγουντ άκρως επιτυχημένη.

Η ιστορία της Τάνιας Χεντ, όπως την αφηγήθηκε η ίδια σε ρεπόρτερ, φοιτητές, φίλους και εκατοντάδες επισκέπτες του Σημείου Μηδέν τα χρόνια μετά την επίθεση, ήταν τουλάχιστον ανατριχιαστική.

Στις 8.46 της 11ης Σεπτεμβρίου, το πρώτο αεροπλάνο των τρομοκρατών έπεσε στον Νότιο Πύργο από τους Δίδυμους Πύργους του Παγκοσμίου Εμπορικού Κέντρου στο Μανχάταν της Νέας Υόρκη. Στον 96ο όροφο του Βόρειου Πύργου στην αίθουσα συσκέψεων της τράπεζας Merrill Lynch οι τοίχοι και τα παράθυρα σείστηκαν, ενώ τα φώτα άρχισαν να τρεμοπαίζουν από την ισχυρή δόνηση. Η 26χρονη Τάνια Χεντ, ένα στέλεχος της τράπεζας που έπαιρνε μέρος στη σύσκεψη άκουσε φωνές από τον διάδρομο. Η ίδια και οι συνάδερφοί της κοίταξαν από τα παράθυρα και είδαν μαύρο καπνό και μεγάλες φλόγες να βγαίνουν από το διπλανό κτίριο.

Οι άνθρωποι άρχισαν να ουρλιάζουν, να αγκαλιάζει ο ένας τον άλλον πανικοβλημένοι ή να τρέχουν προς τις πόρτες. Όλοι άρπαξαν τα τηλέφωνά τους και προσπαθούσαν να καλέσουν φίλους και συγγενείς. Η Τάνια παρατήρησε ότι μια μαύρη κηλίδα πετάχτηκε από ένα παράθυρο του Νότιου Πύργου και αμέσως μετά μια άλλη. Αρχικά, νόμιζε ότι είναι κάποιο έπιπλο, ωστόσο σύντομα συμπέρανε ότι ήταν άνθρωποι που έπεφταν από τα παράθυρα. Το μόνο που η ίδια μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι ο άνθρωπος που αγαπούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο βρισκόταν μέσα σε αυτό το φλεγόμενο κτίριο.

Καθώς άρχισε να τρέχει προς την έξοδο προσπαθούσε να καταλάβει αν το γραφείο του βρισκόταν στους ορόφους που είχαν τυλιχθεί στις φλόγες. Ο αρραβωνιαστικός της, ο «Μεγάλος Ντέιβ» όπως ήταν γνωστός σε όλους, ήταν σύμβουλος στην εταιρία συμβουλευτικών υπηρεσιών Deloitte. Εργαζόταν στον 100ο όροφο.

Αυτή και ο Ντέιβ είχαν γνωριστεί τον Φεβρουάριο του 1999, λίγο καιρό αφού αυτή είχε φτάσει στη Νέα Υόρκη από την Βαρκελώνη της Ισπανίας απ’ όπου καταγόταν. Τώρα ζούσαν μαζί στο διαμέρισμά τους στο πλούσιο προάστιο του Μανχάταν, Upper East Side, μαζί με το Γκόλντεν Ριτρίβερ τους που είχαν ονομάσει Έλβις και σχεδίαζαν τον γάμο τους για τον Οκτώβριο. Προσπαθώντας να φτάσει στην έξοδο, η Τάνια προσευχόταν ώστε το γραφείο του Ντέιβ να ήταν πάνω από το σημείο της βόμβας ή της έκρηξης φυσικού αερίου ή του οτιδήποτε ήταν αυτό που προκάλεσε την καταστροφή.

Οι άντρες ασφαλείας του Πύργου τούς ζητούσαν να επιστρέψουν στα γραφεία τους και να παραμείνουν ψύχραιμοι, αλλά κανείς δεν τους έδινε σημασία. Το ασανσέρ δεν σταματούσε στον 96ο όροφο που βρισκόταν η ίδια και έτσι η Τάνια χρησιμοποίησε τις σκάλες για να φτάσει ως τον 78ο όροφο, όπου βρισκόταν το μεγάλο ανοιχτό λόμπι. Ξέπνοη από τις πολλές σκάλες έφτασε στο λόμπι και κατευθύνθηκε στο «ασανσέρ εξπρές» που θα την κατέβαζε αμέσως στον 44ο όροφο. Μαζί της ήταν και η βοηθός της, η Κριστίν.

Το ασανσέρ ήταν γεμάτο κόσμο και κατάλαβε ότι δεν υπήρχε πιθανότατα να μπουν άμεσα σε αυτό, ενώ ο πανικός που επικρατούσε έκανε την κατάσταση ακόμα πιο επικίνδυνη για όλους. Ένας κοστουμαρισμένος άντρας την έσπρωξε στην άκρη φωνάζοντας: «Εδώ δεν είναι ο Τιτανικός κυρίες μου, δεν πηγαίνουν οι γυναίκες και τα παιδιά πρώτοι». Άλλοι συμπεριφέρονταν πιο ήρεμα ζητώντας να μπουν όλοι στη σειρά και σύντομα έξω από κάθε ασανσέρ σχηματίστηκαν ουρές που θύμιζαν μεγάλα φίδια.

Περιμένοντας, η Τάνια έβγαλε το κινητό της και προσπάθησε να καλέσει τον Ντέιβ. Το πρωί είχαν χωρίσει τσακωμένοι, ένας ανόητος καβγάς αλλά ο πρώτος στη σχέση τους. Ήταν τόσο χαζό: αυτός ήθελε να πάρει ένα συμβολικό δώρο στη μητέρα του για τα γενέθλια της και η Τάνια επέμενε να την βγάλουν για δείπνο. Τώρα ήθελε να του πει ότι δεν είχε σημασία, πως οτιδήποτε θα τον έκανε ευτυχισμένο θα ήταν σωστό. Ωστόσο, δεν μπορούσε να τον βρει.

Περιμένοντας στα ασανσέρ, η Τάνια ήξερε ότι δεν θα συναντούσε ξανά τον Ντέιβ αν δεν έβγαινε από το κτίριο. Προσπαθούσε να παραμείνει ήρεμη εστιάζοντας στην αναπνοή της, όταν μια γυναίκα φώναξε: «Κι άλλο αεροπλάνο». Η Τάνια είδε το φτερό από το αεροπλάνο των United Airlines της πτήσης 175 να σκίζει σαν μαχαίρι το κτίριο ακριβώς από πάνω της. Γυαλιά και συντρίμμια γέμισαν τον αέρα σαν χαρτοπόλεμος. Γύρισε και είδε ότι η βοηθός της, η Κριστίν, που βρισκόταν δίπλα της είχε αποκεφαλιστεί.

Καθώς οι τοίχοι άρχισαν να καταρρέουν, η Τάνια μαζεύτηκε σε μια γωνία και σκέφτηκε: «Ελπίζω να πεθάνω γρήγορα και να μην πονέσω». Αμέσως μετά λιποθύμησε.

Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της, τα πάντα γύρω της είχαν τυλιχθεί στις φλόγες και ένας άντρας με ένα κόκκινο μαντίλι τυλιγμένο γύρω από το πρόσωπό του την χτυπούσε με ένα σακάκι. Του φώναξε να σταματήσει και τότε κατάλαβε ότι αυτό που έκανε ήταν ότι προσπαθούσε να σβήσει την φωτιά που έκαιγε στο χέρι της. Ο άντρας την βοήθησε να σηκωθεί και τότε συνειδητοποίησε έντρομη ότι το χέρι της είχε σχεδόν αποκοπεί και κρεμόταν μόνο από τον τένοντά της. Το στήριξε με το άλλο χέρι της και χρησιμοποίησε την τσέπη της σαν ένα πρόχειρο υποστήριγμα.

Ακουμπώντας στον άντρα με την κόκκινη μπαντάνα, η Τάνια προσπάθησε να περάσει μέσα από τα συντρίμμια. Ένας άντρας σύρθηκε προς αυτούς μέσα από τον καπνό και έδωσε κάτι στην Τάνια. Ήταν μια βέρα. «Σε παρακαλώ, δώσε αυτό στην σύζυγο μου», της είπε ξέπνοα. «Θα την βρω και θα της τη δώσω», του υποσχέθηκε. Ένα νέο μεγάλο σύννεφο καπνού τους έπνιξε και όταν η ατμόσφαιρα καθάρισε λίγο ο άντρας δεν ήταν πουθενά.

Ο σωτήρας της Τάνιας με την κόκκινη μπαντάνα της είπε ότι μια από τις σκάλες ήταν ακόμα άθικτη. Καθώς πλησίαζαν προς την έξοδο διάφοροι άνθρωποι τους προσπερνούσαν, άλλοι καμένοι και άλλοι προσπαθώντας να ανασάνουν. Η Τάνια ένιωσε να την κατακλύζει ένα κύμα πανικού: «Φοβάμαι», άρχισε να λέει μέσα από τα αναφιλητά της, αλλά ο άντρας της έδινε κουράγιο: «Μπορείς να τα καταφέρεις».

Κατέβηκε περίπου 50 ορόφους από τις σκάλες πριν λιποθυμήσει τελικά εξαντλημένη από την κούραση και την απώλεια αίματος. Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της αυτή τη φορά είδε από πάνω της έναν πυροσβέστη.

«Θα φύγουμε μαζί από εδώ», της είπε και την βοήθησε να κατέβει τους υπόλοιπους 20 ορόφους.

Όταν βγήκαν από το κτίριο, τα πάντα ήταν καλυμμένα με τοξική σκόνη και καπνό και το έδαφος άρχισε να σείεται. Οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις φωνάζοντας ότι ο Πύργος από τον οποίο είχε μόλις βγει καταρρέει. Ο πυροσβέστης που της έσωσε την ζωή, την εμπιστεύτηκε στα χέρια ενός συναδέρφου του, ο οποίος πρόλαβε και την έκρυψε κάτω από ένα πυροσβεστικό όχημα και την κάλυψε με το σώμα του καθώς ο Πύργος κατέρρεε.

Προσπαθώντας να αναπνεύσει μέσα στην ατμόσφαιρα που είχε γεμίσει με μαύρη σκόνη, η Τάνια ένιωσε ότι ο πυροσβέστης της έβαλε στο πρόσωπο μια μάσκα οξυγόνου και αυτή άρχισε να ανασαίνει. Το σώμα του βρισκόταν πάνω στο δικό της και οι δυο τους θάβονταν ζωντανοί. Μετά από αυτό δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα.


Η πρώτη της ανάμνηση είναι πλέον στο νοσοκομείο, όπου ξύπνησε καθηλωμένη στο κρεβάτι και διασωληνωμένη. Η πρώτη της σκέψη ήταν ο Ντέιβ. Εκλιπαρούσε τις νοσοκόμες να της πουν τι του έχει συμβεί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να της απαντήσει. Έμαθε την αλήθεια όταν οι γονείς της έφτασαν στο πλευρό της από την Ισπανία. Ο αρραβωνιαστικός της ήταν νεκρός. Ήταν χήρα πριν καν παντρευτεί. Οι γιατροί κατάφεραν να επανασυγκολλήσουν το χέρι της, ωστόσο δεν μπόρεσε να φύγει από το νοσοκομείο πριν από την Ημέρα των Ευχαριστιών τον Νοέμβριο.

Αφού πήρε εξιτήριο αφιέρωσε τους επόμενους μήνες στην προσπάθειά της να βρει την γυναίκα του ανθρώπου που της εμπιστεύτηκε τη βέρα του. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι στο εσωτερικό της βέρας ήταν χαραγμένο το «Για Πάντα». Τα κατάφερε και χωρίς να θελήσει να δώσει έκταση και δημοσιότητα στο θέμα έδωσε στη γυναίκα τη βέρα, ενώ ποτέ δεν αποκάλυψε το όνομα του άντρα.

Η Τάνια δεν μίλησε δημόσια για την ιστορία της παρά μόνο το 2003. Τότε, ο Τζέρρυ Μπόγκατς την προσκάλεσε σε μια συνάντηση της ομάδας που είχε δημιουργήσει, της World Trade Center Survivors' Network (Δίκτυο Επιζώντων του Παγκόσμιου Εμπορικού Κέντρου) τα μέλη της οποίας συναντιούνταν συχνά είτε από κοντά είτε online.

Η ιστορία της Τάνιας σόκαρε τους υπόλοιπους. Κάποιοι είχαν επιζήσει από τις επιθέσεις που στοίχισαν τη ζωή σε τουλάχιστον 3.000 ανθρώπους ή είχαν χάσει κάποιον αγαπημένο, αλλά η Τάνια άνηκε και στις δύο κατηγορίες. Και όχι μόνο. Η Τάνια ήταν μια από τους ελάχιστους-19 για την ακρίβεια- ανθρώπους που είχαν επιβιώσει ενώ βρίσκονταν στους ορόφους πάνω από αυτούς που είχε χτυπήσει το αεροπλάνο.

Η ιστορία της σύντομα την έκανε μια… σταρ ανάμεσα στους 500 περίπου επιζώντες της οργάνωσης, οι οποίοι ένιωθαν πολύ «μικροί» με τις δικές του «φτωχές» ιστορίες. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο ώστε να ψηφιστεί ως πρόεδρος της Οργάνωσης, ένας τίτλος που δημιουργήθηκε ειδικά γι’ αυτή, ενώ ο Μπόγκατς ψηφίστηκε εκτός του προεδρείου. Η Τάνια αφιέρωσε όλο το χρόνο της στο δίκτυο των επιζώντων, οργανώνοντας συναντήσεις, βρίσκοντας ομιλητές και χορηγούς που θα στήριζαν τους επιζώντες, αλλά και δίνοντας ένα μεγάλο μέρος και από τα δικά της χρήματα μιας και προερχόταν από μια πλούσια οικογένεια. Στα επόμενα χρόνια, η Τάνια έγινε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα των επιζώντων με την τραγική της ιστορία να προσελκύει φυσικά και τα φώτα της δημοσιότητας.



Μέσα από την προβολή της κατάφερε να δώσει ένα όνομα στον άνθρωπο με την κόκκινη μπαντάνα που της έσωσε τη ζωή. Ήταν αναμφίβολα ο 24χρονος Γουέλς Ρέμι Κρόουδερ, ένας χρηματιστής και εθελοντής πυροσβέστης, ο οποίος πέθανε όταν ο Νότιος Πύργος κατέρρευσε και έμεινε γνωστός ως «Ο Άνθρωπος με την κόκκινη μπαντάνα». Η οικογένειά του αναγνώρισε τον άνθρωπο της χάρη στο κόκκινο μαντίλι, το οποίο ο Γουέλς το κουβαλούσε πάντα μαζί του από τότε που ήταν έξι χρονών. Σε μια εκδήλωση μνήμης για τον Γουέλς το 2006 (ο Γουέλς αποδεδειγμένα έσωσε τη ζωή σε τουλάχιστον 10 ανθρώπους), η Τάνια ήταν τόσο συναισθηματικά φορτισμένη που ένας φίλος της διάβασε τη δήλωσή της: «Ακόμα και μετά από πέντε χρόνια ακόμα φέρω μέσα μου το βάρος ότι είμαι ζωντανή, ενώ τόσοι άλλοι άνθρωποι χάθηκαν», είπε μεταξύ άλλων.

Ως το 2005, η Τάνια Χεντ είχε γίνει πια το επίσημο πρόσωπο των επιζώντων προσπαθώντας να κάνει γνωστό στον αμερικανικό λαό ότι εκτός από τους ανθρώπους που σκοτώθηκαν υπήρχαν κι αυτοί που επέζησαν και είχαν ανάγκη μεγάλης βοήθειας για τα όσα αντιμετώπιζαν. Ήταν αυτή κυρίως που διοργάνωνε ξεναγήσεις στο σημείο «Μηδέν» όπου κάποτε βρίσκονταν οι Δίδυμοι Πύργοι, ενώ είχε ξεναγήσει εκεί ακόμα και τους δημάρχους της Νέας Υόρκης, Μάικλ Μπούμπεργκ και Ρούντι Τζουλιάνι και του τότε κυβερνήτη Τζορτζ Πατάκι.



Τίποτα δεν… κολλάει

Καθώς τα χρόνια περνούσαν και η Τάνια Χεντ άρχισε να αποκαλύπτει όλο και περισσότερα στοιχεία από την ιστορία της κάποιοι προσεκτικοί παρατηρητές άρχισαν να συνειδητοποιούν περίεργες ανακολουθίες στα όσα έλεγε.

Περιέγραφε στους φίλους της με πολλές λεπτομέρειες την ρομαντική πρόταση γάμου του Ντέιβ και πώς είχε οργανώσει γι’ αυτήν ένα ταξίδι έκπληξη στην Χαβάη όπου έκαναν μια συμβολική, ανεπίσημη τελετή γάμου στην παραλία. Σχεδίαζαν, όπως έλεγε, να παντρευτούν νόμιμα τον Οκτώβριο του 2001 και ζούσαν μαζί με τον σκύλο τους, τον Έλβις. Ωστόσο, όταν φίλοι από την οργάνωση την επισκέπτονταν στο σπίτι της, ο Έλβις ήταν πάντα βόλτα με την υπηρέτριά της. Η Τζανίς Σιλέντο, συνάδελφος της Χεντ, είπε ότι η Τάνια τής είχε πει μια διαφορετική ιστορία για τη ζωή της με τον Ντέιβ – ότι δηλαδή γνωρίζονταν λίγους μόνο μήνες και ότι η οικογένειά του δεν γνώριζε τη σχέση τους. Παλαιότερα, σύμφωνα με την Σιλέντο, η Χεντ τής είχε πει ότι γνώριζε καλά την οικογένεια του Ντέιβ και ότι συζούσαν αρκετό καιρό. Άλλες φορές αποκαλούσε τον Ντέιβ «αρραβωνιαστικό» και άλλες φορές «σύζυγο» και όταν ρωτήθηκε γι’ αυτό είπε ότι είχε προσπαθήσει να επικυρώσει τον γάμο τους μετά θάνατο.

Κάποιοι παρατήρησαν ακόμα ότι τα τραύματά της δεν έμοιαζαν με αυτά ενός ανθρώπου που το χέρι του είχε καεί και σχεδόν κοπεί. Είχε όντως κάποιες ουλές στο χέρι της αλλά όχι αρκετές γι’ αυτά που περιέγραφε ότι είχε πάθει. Άλλοι αναρωτιούνταν γιατί η Τάνια δεν φέρνει ποτέ φίλους ή συγγενείς της στις συναντήσεις τους. Ωστόσο, κανείς δεν ήθελε να τονίσει μπροστά της αυτές τις ανακολουθίες καθώς θα έμοιαζε ανάρμοστο εφόσον είχε όντως περάσει όλα αυτά.

Η αποκάλυψη

Όλη η ιστορία της Χεντ κατέρρευσε όταν οι New York Times δημοσίευσαν το 2007 ένα μακροσκελές ρεπορτάζ για το οποίο είχαν ερευνήσει κάθε πτυχή των όσων έλεγε. Οι ρεπόρτερ της εφημερίδας, Σερτζ Κοβαλέσκι και Ντέιβ Ντάλαπ θέλοντας να κάνουν ένα άρθρο-αφιέρωμα για επιζώντες, διάβασαν την ιστορία της Τάνια και άρχισαν να προβληματίζονται σχετικά με τα όσα έλεγε. Οι υποψίες τους άρχισαν να εντείνονται όταν στην προσπάθειά τους να της πάρουν συνέντευξη, αυτή ακύρωσε τελευταία στιγμή τρεις συναντήσεις τους.

Πανικοβλημένη από τους ρεπόρτερ κατέφυγε στον δικηγόρο της, ο οποίος ετοίμασε μια δήλωσή της στην οποία αναιρούσε κάποια στοιχεία της ιστορίας της. Η Χεντ υποστήριξε σε αυτή ότι δεν δούλευε στην τράπεζα Merrill Lynch. Αντίθετα εκείνη την ημέρα είχε επισκεφτεί τα γραφεία για να υποβάλλει μια αίτηση εργασίας, αλλά τα αεροπλάνα έπεσαν στους Πύργους. Παράλληλα, υποστήριξε ότι ο Ντειβ δεν ήταν ο αρραβωνιαστικός της και ούτε είχαν σκύλο μαζί. Ωστόσο, είπε ότι έβγαιναν ραντεβού για λίγες εβδομάδες. Ήδη, μεταξύ των επιζώντων οι αμφιβολίες για την ιστορία της Χεντ άρχισαν να γιγαντώνονται καθώς πολλά στοιχεία από αυτά που τους έλεγε ως τότε είχαν αλλοιωθεί ή είχαν παρουσιαστεί υπερβολικά.

Τα πάντα κατέρρευσαν όταν λίγες εβδομάδες μετά, τον Οκτώβριο του 2007, κυκλοφόρησε το άρθρο των New York Times. Όπως αποδείχθηκε η γυναίκα που όλοι γνώριζαν ως Τάνια Χεντ στην πραγματικότητα ονομαζόταν Αλίθια Εστέβε Εάδ (Alicia Esteve Head) και κανένα σημείο της ιστορίας της δεν ήταν αληθινό.

Η Τάνια για πολύ καιρό δεν ήθελε να αποκαλύψει το επώνυμο του φίλου της προσπαθώντας να προστατεύσει αυτήν την προσωπική πληροφορία. Όταν το έκανε τελικά μιλώντας εμπιστευτικά σε έναν φίλο, αυτός είχε διαπιστώσει ότι όντως ο Ντέιβ βρισκόταν στο Βόρειο Πύργο τη στιγμή της επίθεσης και πράγματι δεν είχε επιβιώσει, αν και στην νεκρολογία του δεν γινόταν καμία αναφορά σε κάποια σύντροφο. Ωστόσο, όταν οι ρεπόρτερ προσέγγισαν την οικογένεια και τους φίλους του άνδρα με τον οποίο η Χεντ ισχυριζόταν ότι ήταν αρραβωνιασμένη τούς είπαν ότι ποτέ δεν άκουσαν για κάποια Τάνια Χεντ και ότι ο Ντέιβ δεν θα μπορούσε να έχει αυτήν τη σχέση.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, εκπρόσωπος Τύπου της εταιρείας Merrill Lynch & Company, όπου η κ. Χεντ ισχυριζόταν ότι εργαζόταν την εποχή των επιθέσεων, λέει ότι η εταιρεία δεν έχει προσλάβει ποτέ κάποια Τάνια Χεντ ούτε είχε αίτηση εργασίας από κάποιο τέτοιο άτομο. Στην πραγματικότητα η Merrill Lynch δεν είχε καν γραφεία στους Δίδυμους Πύργους εκείνη την εποχή.

Ως τότε, σχεδόν κανείς δεν την είχε ρωτήσει το όνομα του άνδρα που τής έδωσε τη βέρα του ή του νοσοκομείου όπου νοσηλεύθηκε ή την ταυτότητα των ανθρώπων που συνάντησε στο νότιο πύργο το πρωινό της 11ης Σεπτεμβρίου. Ακόμα και όσοι ρώτησαν δεν πήραν κάποια απάντηση.

Η Χεντ έλεγε ότι είναι κόρη διπλωμάτη. Η οικογένειά της είναι πράγματι μια εξέχουσα οικογένεια της Ισπανίας, αν και το 1992 ο πατέρας της και ένας αδερφός της είχαν εμπλακεί σε ένα οικονομικό σκάνδαλο που τους οδήγησε για λίγα χρόνια στη φυλακή. Το βιογραφικό της σημείωμα όπως παρουσιάστηκε σε ένα σχολείο όπου θα μιλούσε αναφέρει ότι είναι οικονομικός σύμβουλος και ότι έχει εργαστεί για λογαριασμό γνωστών εταιρειών σε ΗΠΑ, Βρετανία, Αργεντινή, Γαλλία, Σιγκαπούρη και Ολλανδία. Η ίδια έλεγε ότι ξεκίνησε την καριέρα της σαν σύμβουλος της εταιρείας Andersen Consulting. Η Χεντ έχει δηλώσει ότι πήρε πτυχίο από το Χάρβαρντ και μάστερ από το Στάνφορντ, όμως τα δύο πανεπιστήμια δήλωσαν στους New York Times ότι δεν είχαν ποτέ φοιτήτρια με αυτό το όνομα.

Στη μοναδική της δήλωση στην εφημερίδα, η Χεντ αρκέστηκε να πει ότι δεν ζήτησε ποτέ χρηματική αποζημίωση από τις ομοσπονδιακές αρχές για τα όσα είχε περάσει τονίζοντας ότι «Δεν έπραξα κάτι παράνομο».

Στην πραγματικότητα, την ημέρα της επίθεσης η Τάνια ή Αλίσια δεν βρισκόταν καν στη Νέα Υόρκη. Όπως αποκάλυψε η εφημερίδα της Βαρκελώνης,  La Vanguardia, λίγο μετά το άρθρο των New York Times, η γυναίκα βρισκόταν στην πατρίδα της, την Βαρκελώνη καθώς μόλις είχε ξεκινήσει τα μαθήματά της για το πτυχίο μάστερ στο πανεπιστήμιο ESADE. Παράλληλα, σύμφωνα με τα όσα είχε πει η ίδια παλιότερα σε φίλους της το τραυματισμένο χέρι της ήταν αποτέλεσμα ενός τροχαίου ατυχήματος πριν από πολλά χρόνια- σε κάποιους έλεγε ότι το αυτοκίνητο ήταν Ferrari και ότι το οδηγούσε ο σύντροφός της, ο οποίος σκοτώθηκε κάτι που επίσης δεν ίσχυε- αν και σε άλλους είχε υποστηρίξει ότι τα σημάδια προκλήθηκαν όταν έπεσε από ένα άλογο. Σύμφωνα με την La Vanguardia, η Αλίσια Εάδ είχε παρακολουθήσει ανελλιπώς τα μαθήματα ως τον Ιούνιο του 2002 και είχε πει στους συμμαθητές της ότι ήθελε να πάει να δουλέψει στη Νέα Υόρκη.

Υπολογίζεται ότι η Εάδ έφτασε στις ΗΠΑ το 2003, λίγους μήνες πριν ενταχθεί στην οργάνωση των Επιζώντων της επίθεσης.

Όπως αποδείχθηκε τα περισσότερα στοιχεία της ιστορίας της τα είχε συνθέσει από πραγματικές ιστορίες της 11ης Σεπτεμβρίου και ιδιαίτερα από μια συνέντευξη των New York Times με την Λινγκ Γιούνγκ, η οποία εργαζόταν σε μια χρηματιστηριακή εταιρία στον 86ο όροφο του Νότιου Πύργου και η οποία βρισκόταν στο ανοιχτό λόμπι, όταν το αεροπλάνο έπεσε σε αυτόν. Ο Κρόουδερ πράγματι είχε σώσει τη ζωή της Λινγκ.

Μετά την αποκάλυψη της απάτης της, η Τάνια/Αλίσια απλώς εξαφανίστηκε. Από νομικής πλευράς δεν υπήρχε ζήτημα δίωξής της καθώς δεν είχε κάνει τίποτα παράνομο ούτε είχε προσπαθήσει να επωφεληθεί οικονομικά μέσω της ιστορίας της. Αντίθετα, είχε δωρίσει πολλά χρήματα από την προσωπική της περιουσία στην οργάνωση και η βοήθεια που είχε προσφέρει στους επιζώντες ήταν πραγματικά μεγάλη. Ωστόσο, η προδοσία που ένιωσαν όλοι όσοι πίστευαν ότι είναι φίλοι της ήταν κάτι που οι περισσότεροι δυσκολεύτηκαν να την ξεπεράσουν. Ως αποτέλεσμα το δίκτυο των Επιζώντων σύντομα αποδυναμώθηκε.

Μέχρι σήμερα είναι άγνωστο το πού βρίσκεται η Αλίσια Εάδ/Τάνια Χεντ. Σύμφωνα με ένα άρθρο του 2021 της ισπανικής εφημερίδας El Pais, η Εάδ έχει επιστρέψει στην Ισπανία και φαίνεται ότι ζει ακόμα στο σπίτι της οικογένειάς της στην Βαρκελώνη. Πληροφορίες μάλιστα λένε ότι στο παρελθόν έχει απολυθεί από εργασία της στην Ισπανία, όταν αποκαλύφθηκε το παρελθόν της. Παράλληλα, η εφημερίδα El Mundo το 2021 έδωσε μια φωτογραφία της στην οποία απεικονίζεται με μάσκα (ΦΩΤΟ), ενώ στο ρεπορτάζ αναφέρεται ότι η Εάδ ζει με την μητέρα της στην Βαρκελώνη και ότι πρόσφατα άνοιξαν μια εταιρία ανακαινίσεων.


Η εφημερίδα The Independent σε άρθρο της επίσης του 2021 ανέφερε ότι δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει ότι ένα προφίλ στο Linkedin με το όνομα Αλίσια Εστέβες Εάδ αναφέρεται στο ίδιο πρόσωπο. Στο προφίλ πάντως, υπάρχουν πολλά κοινά στο βιογραφικό του με την εν λόγω Εάδ, ενώ δηλώνεται ότι δουλεύει για το Esade Business School και ζει στη Νέα Υόρκη. Το Esade δεν είχε δεχθεί να σχολιάσει σχετικά.

Ακόμα πιο έντονο φως στη δράση και στα ψέματα της "Τάνιας" έριξε το ντοκιμαντέρ του 2012 «The woman who wasn’t there» (Η γυναίκα που δεν ήταν εκεί)  του Άντζελο Γουλιέλμο, ο οποίος μίλησε με ανθρώπους που όλα αυτά τα χρόνια είχαν πιστέψει τα όσα τους έλεγε. Μάλιστα, ο Γουλιέλμο θεωρεί ότι είδε την Τάνια/Αλίσια το 2011 (ΦΩΤΟ από το ντοκιμαντέρ και τη συνάντησή τους) μια φορά στη Νέα Υόρκη να βγαίνει από ένα ξενοδοχείο. Όταν της φώναξε: «Πώς τολμάς; Δεν σκέφτεσαι τους ανθρώπους που έχεις πληγώσει;», η γυναίκα απείλησε να καλέσει την αστυνομία και εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος.


Η Αλίσια Εστέβες Εάδ σίγουρα δεν έκανε ό,τι έκανε για τα χρήματα, ένα κίνητρο που συχνά ωθεί τους ανθρώπους. Η ίδια δεν θέλησε να δώσει ποτέ κάποια απάντηση στο «γιατί» δημιούργησε όλη αυτή τη φανταστική ιστορία, ωστόσο όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι βασικός σκοπός της ήταν να τραβήξει την προσοχή. Όπως φαίνεται πρόκειται για μια κλασική περίπτωση «παθολογικής ψευδολογίας», ενός συνδρόμου το οποίο χαρακτηρίζει ανθρώπους που παρουσιάζουν συγκεκριμένα φανταστικά γεγονότα ως πραγματικότητα.

Συνήθως οι ψεύτικες αυτές ιστορίες παρουσιάζουν αυτόν που τις αφηγείται είτε ως θύμα είτε ως ήρωα και ο βασικός σκοπός είναι να κερδίσει την αποδοχή, την αναγνώριση και την συμπάθεια. Σύμφωνα με τους ειδικούς, ένας άνθρωπος που πάσχει από το σύνδρομο της παθολογικής ψευδολογίας ή μυθομανίας βρίσκεται συνήθως κάπου μεταξύ της ενσυνείδητης εξαπάτησης και της αυταπάτης καθώς δεν συνειδητοποιεί συχνά ούτε ο ίδιος τα κίνητρά του και φαίνεται πρόθυμος να πιστέψει και αυτός τις ιστορίες του.

Το πόσο η Τάνια/Αλίσια πίστεψε πραγματικά κι η ίδια την φανταστική της ιστορία είναι άγνωστο. Περισσότερο από δύο δεκαετίες μετά είναι πιθανό να μην ξέρει ούτε η ίδια την απάντηση…