«Άκουγα φωνές, βοήθεια μάνα μου πνίγομαι, έβλεπα ανθρώπους να χάνονται στα κύματα»


Συγκλονιστικές μαρτυρίες επιζώντων από το ναυάγιο του «Ηράκλειον» στο οποίο χάθηκαν τουλάχιστον 247 ψυχές. Πώς ένα φορτηγό που δεν ασφαλίστηκε σωστά οδήγησε σε μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές ναυτικές τραγωδίες

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 1966, ώρα 02:00: Το επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο Ηράκλειον πλέει στο Μυρτώο Πέλαγος, έξι μίλια βορειανατολικά από τη βραχονησίδας Φαλκονέρα. Είχε αποπλεύσει με καθυστέρηση από το λιμάνι της Σούδας, στις 19:30 της 7ης Δεκεμβρίου, με προορισμό τον Πειραιά. Καπετάνιος είναι ο Εμμανουήλ Βερνίκος και επισήμως το πλοίο μεταφέρει 264 άτομα (191 επιβάτες, 73 άτομα πλήρωμα).

Βγαίνοντας στο ανοιχτό πέλαγος το «Ηράκλειον» βρήκε θαλασσοταραχή και ανέμους 6-7 μποφόρ. Σταδιακά όμως ο καιρός επιδεινώθηκε και η ένταση των ανέμων έφτασε τα 8-9 μποφόρ (κάποιες αναφορές μιλούν για 10 την ώρα του δυστυχήματος). Το πλοίο έπλεε με 6 μίλια όταν ακούστηκαν δυνατοί θόρυβοι από τον χώρο των οχημάτων. Ένα φορτηγό-ψυγείο με πορτοκάλια χτύπησε με το πίσω μέρος του στον δεξιό καταπέλτη (μπουκαπόρτα στήριξης). Το φορτηγό ήταν ο λόγος και της καθυστέρησης του απόπλου καθώς ήταν το τελευταίο όχημα που φορτώθηκε. Μπήκε κάθετα στον χώρο φόρτωσης με το μπροστά μέρος του να «κοιτάζει» τον αριστερό καταπέλτη. Σύμφωνα με μαρτυρίες το φορτηγό είτε δεν είχε ασφαλιστεί καθόλου είτε είχε δεθεί πρόχειρα και από τους κλυδωνισμούς ελευθερώθηκε.

Η πρόσκρουση άνοιξε τον δεξιό πλευρικό καταπέλτη και το φορτηγό έπεσε στην θάλασσα. Το νερό μπήκε ορμητικά και κατέκλυσε τον χώρο των οχημάτων. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα το πλοίο πήρε μεγάλες κλίσεις με τα κύματα να μεταφέρουν το νερό μέσα του.

Στις 02:06 ο ασυρματιστής εξέπεμψε το πρώτο SOS: «Πορθμείον Ηράκλειον. Αυτήν την στιγμήν ανηρπάγη η πόρτα της δεξιάς πλευράς. Θέσις πλοίου επικίνδυνος». Στις 2.13', μόλις 8 λεπτά από το πρώτο σήμα κινδύνου, ο ασύρματος του Ηράκλειον εξέπεμψε για τελευταία φορά: «SOS! Πορθμείον Ηράκλειον SOS, βυθιζόμεθα! Στίγμα 36.52 βόρειον και 24,8 ανατολικόν! SOS βυθιζόμεθα!». Ακολούθησε σιγή. Το «Ηράκλειον» είχε χαθεί στα νερά του Αιγαίου. Διασώθηκαν μόλις 47 άτομα και ως σήμερα παραμένει άγνωστο πόσα ακριβώς ήταν τα θύματα. Το επίσημο πόρισμα εκδόθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1975 (9 χρόνια μετά το ναυάγιο!) και κάνει λόγο για 247 νεκρούς. Πολλές μαρτυρίες τονίζουν ότι μέσα στο καράβι υπήρχαν άτομα που δεν είχαν καταγραφεί. Κάποιες αναφορές μιλούν για 273 ή 277 θύματα.


«Μόλις βγήκα επάνω εγύρισε το πλοίο»

Ο Γιακουμής Αντωνογιωργάκης ήταν ένας από τους επιζώντες του ναυαγίου. Μιλώντας σε τοπική ιστοσελίδα της Κρήτης (Ρέθεμνος) έχει αφηγηθεί τα όσα έζησε πριν αλλά και την ώρα του ναυαγίου αλλά και τα όσα ακολούθησαν στις δικαστικές αίθουσες. Ο Αντωνογιωργάκης είχε κανονίσει να φύγει με άλλο καράβι αλλά τον έπεισαν φίλοι του να ανέβει στο «Ηράκλειον».

Η αφήγηση του:

«Πάω στη Σούδα και βρίσκω ένα γνωστό μου τον Αποστόλη το Σταματάκη που ήμασταν μαζί στην αεροπορία και είχε κατάστημα κοντά στην Τράπεζα της Ελλάδος εδώ στο Ρέθυμνο. Μου λέει «Στο ΗΡΑΚΛΕΙΟ θα μπεις;». «Όχι, του λέω, μόνο μη στεναχωράσαι». Για να δεις δηλαδή πως ξεκινά του κερατά η στρατιά. Σα να κάθεσαι εδώ, όπως είμαστε τώρα, και να έρθει ένα ελικόπτερο να σε πάρει που λέει ο λόγος…

Του λέω του Αποστόλη πως θα πάω πάνω πάνω. Είχα πολλούς γνωστούς εκεί. Εγώ έφευγα 21:30, το ΗΡΑΚΛΕΙΟ ήτανε να φύγει στις 19:00. Δεν το αφήνανε να φύγει. Και όχι λόγω κακοκαιρίας. Περιμένανε να έρθουν κάτι ψυγεία. Την ώρα που έβγαινα έξω από το λιμάνι, νά τον Κωσταντή τον Μπιρίκο (σ. Κωστής Μπιρικάκης). Ήξερε ποιος είμαι, ήξερα ποιος είναι, αλλά δεν είχαμε πει «καλημέρα». Είμαστε απλώς κοντοχωριανοί, είχαμε εξ ακοής γνωριμία. «Γεια σου Κωστή» εγώ, «Γεια σου Γιακουμή» αυτός. Βαστούσε ένα τσαντάκι. Αυτός ταξίδευε με το ΗΡΑΚΛΕΙΟ.

Με ψήνει και πάμε πίσω. Πεισματάρης εγώ κι όμως με κατάφερε. Μου λέει «Πάμε πάνω να το δούμε (σ. το ΗΡΑΚΛΕΙΟ);». Του λέω εγώ, «Πάμε! Επαέ είναι κι ο μπαρμπα-Γιάννης, ο Κατσιάς ο γείτονας σου». Τον βρίσκουμε και μου λέει «Α ήρθες ε;». Λέω, «Ναι, μόνο δεν ήρθα». Μας κερνά δύο πορτοκαλάδες, είχα περιθώριο λιγάκι. Φωνάζαν από τα μεγάφωνα. Σπω κάτω εγώ, σπα κι ο Κωστής, και τρέχει και πάει και βγάζει ένα εισιτήριο στο όνομά μου και μου λέει «Γιάε το!». Είχε πληρώσει 144 δραχμές με καμπίνα. Τον ελυπήθηκα και πήγα πάνε και ξαναβρίσκουμε τον μπαρμπα-Γιάννη και του λέμε «Ήρθαμε τελικά».

Ήταν ήσυχος ο καιρός, αλλά είχε κρύο. Κατά τις 8:00 πρέπει να ξεκίνησε το πλοίο. Μόλις μπήκαμε λέω του Μπιρίκο, «Κατές ήντα παραξενιά έχω εδά; Να δω πότε θα ’ρθει το καράβι που ήτανε να μπω». Βγήκαμε απάνω. Στις 21:30 απαντήξαμε το ΦΑΙΣΤΟΣ. Γενικά ήταν ήσυχα…

Κατά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα ακούμε χτύπους δυνατούς από κάτω. Μην το πάρετε ως εγωιστικό, δε φοβήθηκα γιατί έχω εμπειρία από τη θάλασσα. Μετά από μισή ώρα ακούμε κι άλλο χτύπο. Άρχισε και κουνούσε λίγο κατά τις δωδεκάμιση-μια παρά. Σε μόνο μόνο αρχίζει να χτυπά το σήμα κινδύνου.

Σηκώνομαι εγώ με τα εσώρουχα, σηκώνεται κι ο Κωστής. Δύο άτομα ήμασταν σε τετράκλινη καμπίνα. Πετάγομαι στο διάδρομο. Κόσμος έτρεχε πάνω κάτω σε κατάσταση πανικού. Γυρίζω, κοιτάζω τα ρούχα μου και λέω, «να τα βάλω, να μην τα βάλω» και βλέπω τον Μπιρίκο να έχει βάλει το παντελόνι του και το ένα παπούτσι. «Άντε μπρε» του λέω και μου λέει «Κάτσε να ντυθώ». Τον αρπάζω και τον πετώ στο διάδρομο. Βγάνει και το ένα παπούτσι που’ χε βάλει και σπούμε κάτω. Δεν το καλοκάτεχα και το καράβι, αν και με βοήθησε το ό, τι είχαμε μπει την πρώτη φορά.

Ανεβαίνουμε λοιπόν σε ένα πατάρι, από πάνω, άναβαν ακόμη τα φώτα στο καράβι. Την ώρα που διασκελίσαμε τη σκάλα για να βγούμε στο κατάστρωμα έσβησαν τα πάντα! Το μόνο που δεν έσβησαν ήταν οι αστραπές. Μέρα! Εθώριες τον άνθρωπο όπως ήταν! Χοντρές ψιχάλες, χαλάζι, αέρας. Είχε θάλασσα. Η Φαλκονέρα είναι ακριβώς στα μισά του δρόμου. Τον Κωστή τον έχασα μέσα στο διάδρομο. Για να καταλάβετε τι σας λέω. Δυο-τρία μέτρα να ήμασταν πίσω δε θα μιλάγαμε. Μόλις βγήκα εγώ πάνω εγύρισε το πλοίο. Εγώ έσπασα το πόδι μου, ενώ είχε γίνει κομμάτια η πλάτη μου, αφού σύρθηκα στο κατάστρωμα και σφηνώθηκα στην πισίνα μέσα.

Όταν τελείωσε η ιστορία μετά από δύο μήνες ήρθε εδώ ένας λιμενικός και μου ζήτησε να πάω στο λιμεναρχείο να τους πω την εμπειρία μου, να δουν οι άνθρωποι ποιος είμαι. Ένας Καραγιάννης ήταν ο Λιμενάρχης, μου λέει κάποια ονόματα και με ρωτάει αν τους ξέρω, του λέω εγώ πως δεν ήξερα κανέναν τους. «Ξέρεις γιατί σε ρωτάω; Το λιμενικό έχει δικαίωμα να δίνει 3-4 δωρεάν εισιτήρια σε κάθε καράβι. Σε ερωτώ λοιπόν γιατί είχα δώσει σε αυτούς τα ελευθέρας» μου είπε και μου πρότεινε αν θέλω να μου δίνει κι εμένα. Του το αρνήθηκα. Σας το λέω όλο αυτό γιατί ούτε ξέρει κανείς πόσα ακριβώς ήταν τελικά τα θύματα από το ναυάγιο. Είχε μέσα Ατσιγγάννους και άλλους, Χανιώτες Ρεθεμνιώτες, πιο πολλοί ήταν Χανιώτες. Αν δεν ήταν και το ΦΑΙΣΤΟΣ, θα είχε άλλους τόσους.

Δεν είναι επακριβές το νούμερο, αλλά σας λέω ότι δε θα ήταν 500. 46 γλιτώσαμε εμείς, οι τρεις, Ρεθεμνιώτες. Τρία λεπτά υπόθεση ήτανε το βούλιαγμα. Όταν τελείωνε η ιστορία ήρθε μια σχεδία και με πήρε. Την άλλη μέρα που με βρήκανε το βράδυ δεν ήξερα αν ζει άνθρωπος στον κόσμο, ήμουν ολομόναχος, ενώ ο Μπιρίκος, που είχαμε χαθεί, ήταν μαζί με άλλους 5-6. Ήρθαν λοιπόν και με βρήκαν κάποιοι Φιλανδοί εμένα, όπως και τον Μπιρίκο, ένα εμπορικό πλοίο, το οποίο μας πήγε έξω από το λιμάνι του Πειραιά γιατί δεν μπορούσε να μπει μέσα. Έστειλε ο Παύλος Βαρδινογιάννης ένα καραβάκι να μας πάρει, ήταν κι αυτός μαζί. Συνολικά περίπου 20 είχαν μαζέψει οι Φιλανδοί.

Φτάσαμε κατά τις 9:00 στον Πειραιά και μας πήγαν στο Τζάνειο. Ο Μπιρίκος έκαμε 8 μέρες εκεί. Εγώ μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων. Ήρθε ο Παύλος (ο Βαρδινογιάννης) και με πήρε και μου έδωσε ένα εισιτήριο αεροπορικό. Ήρθα εδώ στις 24.

Ο Μπιρίκος με έβαλε μέσα στο ΗΡΑΚΛΕΙΟ. Αλλά το κάτεχε; Το λέω ακόμα και τώρα. Δεν επήρα μεγαλύτερη χαρά που εσώθηκε γιατί η μάνα του δεν είχε άλλον. Στο μεταξύ, η γυναίκα μου είχε ένα μωρό κοπέλι και με άλλο ένα στην κοιλιά όταν συνέβη το ναυάγιο. 10 του μήνα το έμαθε η Βαγγέλα (η σύζυγος του), οι γερόντοι το ήξεραν, είχε βουίξει το Ρέθυμνο…’’

Μετά από 40 μέρες ήταν το πρώτο δικαστήριο. Είναι ακόμα μέγα ερωτηματικό το πώς έγινε το ναυάγιο. Ακούστε να δείτε, δεν έφταιγε η καθυστέρηση. Πάντα ο ανταγωνισμός και ο συναγωνισμός τα κάνει αυτά. Δεν είδατε πως ολόκληρος ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ τράκαρε στο 1,5 μίλι με το παγόβουνο; Αλλά λέει ο καπετάνιος, «Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε με 23 κόμβους, με 19 το πολύ 20 μπορούμε», του λέει όμως ο πρόεδρος «μα θα πάει ο άλλος πιο πρώτος». Έτσι γίνονται κι εδώ.

Μετά από ένα χρόνο ήταν το εφετείο, όπου δίκασαν τα «ποντικάκια». Επιτρέπεται το φορτίο να κάνει τη ζημιά; Επειδή καθυστέρησε το ψυγείο του Μιχάλη του Καστρίτση, μάλωσε στη Σούδα ο Βούλγαρης, ο Λιμενικός με το Μαρκαντωνάκη, τον πράκτορα του πλοίου. Εμείς ήμασταν με τον Κωστή απάνω και του έλεγε του Λιμενικού «δε θα φύγει το καράβι διότι περιμένουμε πελάτες» και του έλεγε ο Λιμενικός, θα φύγεις τώρα, Αλλιώς θα σε διαλύσω!». Δικάστηκαν ο ύπαρχος, ο λοστρόμος και δυο τρεις άλλοι. Αυτοί ήταν τα ποντικάκια. Ο Μαρκαντωνάκης τίποτα.

Πρώτος μάρτυρας στη δίκη ήταν ο ύπαρχος, ο οποίος λέει «Ο καπετάν Μανώλης (Βερνίκος) ήταν πολύ εγωιστής. Πάμε στις 00:00 και του λέμε ότι κινδυνεύει το καράβι και ταξιδεύει με ανοιχτή μπουκαπόρτα». Δεν πα να γεμίσει το καράβι νερά. Και τί έγινε; Μπαίνουν από τη μια, βγαίνουν από την άλλη. Όταν τα στεγανά από κάτω, τα τετράγωνα είναι σωστά δεν πα να βρέχει;

Το καράβι ήτανε κακοσασμένο. Κι αποδείχθηκε αυτό. Όταν έρχεται ο μετασκευαστής στο δικαστήριο και λιποθυμά κάθε 3-4 λεπτά, όταν έρχεται ο υπάλληλος που έδωσε το δάνειο στον Τυπάλδο και αγοράσανε το πλοίο από τις Ινδίες και λιποθυμά κι αυτός, διακόπτεται το δικαστήριο, ξαναδιακόπτεται το δικαστήριο και γίνεται αυτό μια βδομάδα, ε κάτι σημαίνει. Με λίγα λόγια, ο μετασκευαστής και ο υπάλληλος του ΕΤΒΑ, όταν τους έκαναν καίρια ερωτήματα λιποθυμούσαν.

Το καράβι αποδείχθηκε στο δικαστήριο ότι το πήραν μόνο με δωροδοκίες. Πλήρωναν μόνο για να πάρουν τα χαρτιά. Ένα πράγμα μόνο να σκεφτούμε. Έρχεται ένας ανώτατος αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού, ο Ναύαρχος Ανδρικόπουλος και βγαίνει στην έδρα και λέει, «Κύριε Πρόεδρε, το 1962 υπηρετώ στην επιθεώρηση εμπορικών πλοίων. Κατεβήκαμε με τον τότε Υπουργό να κάνουμε έλεγχο σε τρία καράβια των αδερφών Τυπάλδου και δε μας επετράπη η είσοδος από τον κατηγορούμενο», που ήταν ο πρώτος ανιψιός των Τυπάλδων, ο Κόκκινος, ο γενικός διευθυντής της ακτοπλοΐας των Τυπάλδων. Μόνο αυτά, για μένα παιδιά μου, λένε πολλά. Επίσης, σε λίγη ώρα καήκαν και τα δύο καράβια του Τυπάλδου στο λιμάνι μέσα, το ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ και το ΚΡΗΤΗ.

Επίσης, εκείνες τις μέρες και μπορείτε να ρωτήσετε και τον Μπιρίκο, βρέθηκε ένας Ιταλός που μπορούσε να δώσεις στοιχεία και εξαφανίστηκε κι αυτός. Έφταιγε η αμέλεια και οι κακοτεχνίες. Τέσσερα καράβια είχε τότε η Κρήτη και πνίγηκε το ένα. Γιατί έγινε αυτό; Απαντήστε. Από εκεί που βούλιαξε (στη Φαλκονέρα) περνούνε όλα τα πλοία. Πάντα πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχει ανθρώπινο λάθος. Χωρίς λάθος δε γίνεται…».

«Με έσωσαν τα ζάρια»

Ο Μίμης Γεωργακάκης, από τον Πλατανιά Κυδωνίας, ήταν επίσης ένας από τους επιζώντες. Όταν επιβιβάστηκε στο «Ηράκλειον» ήταν 24 ετών. Μιλώντας για το ναυάγιο τονίζει:

«Eκατοντάδες άνθρωποι χάθηκαν άδικα εκείνη τη μέρα. Πολύ περισσότεροι, απ’ όσοι δηλώθηκαν τότες στα επίσημα κιτάπια. Ντα μόνο οι γύφτοι που ήταν στο γκαράζ του πλοίου ξεπερνούσαν τους 150. Αλλά καλύτερα να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το καράβι έφευγε στις 8 το βράδυ. Εκείνη τη μέρα με το ίδιο καράβι, το «Ηράκλειον», ημερήσιο δρομολόγιο, πήγα στον Πλατανιά στο σπίτι μου, πλύθηκα, πήρα δυο αλλαξιές εσώρουχα, τότε φορούσαμε τα μακρά σώβρακα, τις φανέλες και πάω πάλι στο λιμάνι.

Έξω από το πλοίο ήταν ένας παπάς και του ’λεγε η κόρη του, ήταν δεν ήταν δέκα χρονών, ότι δεν μπαίνει στο καράβι. Με τα πολλά της αμπώχνει ο παπάς ένα παλαμίδι και του λέω εγώ: Γιάντα μωρέ χτυπάς την κοπελιά; Ποιος είσαι συ μωρέ; μου λέει. Ο Ζαχάρης ο Καλαϊτζάκης, ο παλιός λιμενάρχης, δεν ξέρω άνε ζει ακόμη, τον ρώτησε το ίδιο πράμα. Γιατί, του απαντά ο παπάς, δε θέλει να μπει μέσα στο καράβι. Και πού είναι το πρόβλημα; Να το «Φαιστός» είναι απέναντι. Πράγματι, ο παπάς πήρε την κόρη του και πήγε στο άλλο πλοίο, αγνοώντας ότι το κοριτσάκι τού είχε σώσει ουσιαστικά τη ζωή. Η κοπελιά φοβότανε γιατί το καράβι ήταν ολόμαυρο, μαύρη μπογιά βαμμένο και είχε μόνο μια άσπρη γραμμή. Ήταν πραγματικά σαν τάφος.

Μπαίνω στο καράβι, πάω να κάνω ένα μπάνιο με ζεστό νερό και μετά πάω πάνω με τους άλλους οδηγούς. Τότε ήμασταν αγαπημένοι, κάναμε παρέα. Μου λένε, Δημήτρη, θα φάμε; Θα φάμε ρε κοπέλια, απαντώ εγώ, που ήμουν ο βενιαμίν της παρέας των φορτηγατζήδων. Φάγαμε παϊδάκια, ήπιαμε ρετσίνες, τραγουδούσαμε ριζίτικα. Μια στιγμή ο Μανώλης ο Ανδρεαδάκης, Θεός σγχωρέστον, μου λέει: Πλατανιανέ, θα ’ρθεις να παίξουμε ζάρια; Εγώ στη μια τσέπη είχα δικά μου 15 χιλιάρικα, όταν εκείνη την εποχή παίρναμε 8.500 χιλιάδες μισθό. Μπερδεύτηκα, όμως, και βγάζω από την άλλη τσέπη 35 χιλιάρικα που ήταν για να πληρώσω ένα γραμμάτιο.

Οι οδηγοί έπαιζαν ζάρια στο πατάρι που ήταν κάτω από την τουριστική θέση και πάνω από το γκαράζ και από ’κει μπορούσαν να δουν την μπουκαπόρτα του καραβιού. Πάω στο “κουμάρι” και βλέπω ότι άλλοι καθόντουσαν πάνω σε τάκους, άλλοι πάνω σε τενεκέδες με λάδια και άλλοι πάνω σε κλούβες με πορτοκάλια. Λέω, τσούρα μου ένα χιλιάρικο· όχι, μου λένε, θα μπεις όπου σπάσει. Μπαίνω, και όση ώρα κουβεντιάζουμε την ιστορία του ναυαγίου, όχι πάνω από δέκα λεπτά, χάνω και τα 35 χιλιάρικα. Φεύγω, πάω να κοιμηθώ και πριν πέσω στο κρεβάτι, παίρνω να διαβάσω ένα “Ρομάντσο” της εποχής, που είχε απ’ όξω τον Ζαχαρία με τη χοντρή. Διαβάζω, διαβάζω, εγέλουνα και μου λέει ένας οδηγός: Έχασες 35 χιλιάρικα και γελάς βρε αναίσθητε; Τι να κάνω μωρέ του λέω; Το πρωί θα πάω με την όπισθεν στη Θεσσαλονίκη. Ξαφνικά πετώ το “Ρομάντσο” και γαέρνω με τα 15 χιλιάρικα τα δικά μου. Λέω όπου σπάσει, καθίζω κατά τύχη στον ίδιο τάκο και τους παίρνω 95 χιλιάρικα. Αυτό μου έσωσε τη ζωή. όσοι κοιμόντουσαν πνίγηκαν.

Ξέρεις τι είναι να κοιμάσαι και ξαφνικά να ξυπνήσεις και το σώμα σου να είναι οριζόντιο στο ταβάνι της καμπίνας, ενώ τελειώνει τ’ οξυγόνο; Λες, σκότωσέ με να τελειώνουμε. Θυμάμαι ότι οι αστυνομικοί ήταν αλυσοδεμένοι με τους κρατούμενους, όμως, δεν έλυσαν ούτε έναν, γιατί δεν πίστευαν ότι θα βουλιάξει το καράβι. Όσοι γλιτώσαμε ήταν γιατί το μυαλό μας δούλεψε.

Την ώρα που βάνω τα λεφτά μέσα σ’ ένα πορτοφόλι, ανοίγει η μία μπουκαπόρτα». Δεν άνοιξε όμως κανονικά αλλά έφυγε ολόκληρη κάτω στη θάλασσα. Με το που ανοίγει η πόρτα, φεύγουν στη θάλασσα όλοι οι γύφτοι (πάνω από 150) που ήταν στο γκαράζ κι εμείς απού μπορεί κι απάνω του.

Εκεί που παίζαμε τα ζάρια ήταν μια σκάλα κάθετη με έξι – επτά σκαλοπάτια. Την ανεβαίνω και βρίσκομαι στην τουριστική θέση. Πιάνομαι από κάπου και θωρώ -όπως ο πεινασμένος κοιτά ένα πιάτο φαΐ- ότι υπήρχαν δυο κολόνες μέχρι την αριστερή πόρτα απ’ όπου θα μπορούσα να ’βγαινα όξω. Φτάνω τη μια κολόνα, μετά μ’ ένα σάλτο γαντζώνομαι στην άλλη και πολεμώ να φτάσω την πόρτα. Όμως, η πόρτα δεν είχε κανονικό χερούλι, παρά είχε από μέσα ένα στρογγυλό σίδερο, οξυγονοκολλημένο. Βάζω την κεφαλή μου, τα πόδια μου, τα χέρια μου, τα σκώτια μου, ούλα μου και έσπρωχνα την πόρτα. Ανοίγει η πόρτα και την ώρα που πάω να βγω, μου πιάνει το χέρι και μου το μαγκώνει. Πιέζω και βγάζω το χέρι μου. Το καράβι κυκλικά είχε κάτι καγκελάκια….

Λέω, Γεωργακάκη ο Θεός να σου συγχωρέσει. Και βγάνω την πλάτη μου προς τον γιαλό, πιάνω το πάνω καγκελάκι και τα πόδια μου ακουμπούν στο κάτω καγκελάκι. Κάνω ένα, δύο, τρία και βουτώ στη θάλασσα. Την ώρα λοιπόν, που εγώ βρέθηκα πενήντα μέτρα μακριά, ακούγονταν εκρήξεις από το καράβι, ενώ άστραφτε ο ουρανός. Με προλαβαίνουν της σβίγας τα ρεύματα στα πόδια, ήμουν, όμως, τυχερός γιατί έκανα μια βουτιά και γλίτωσα. Χαμός. Άκουγα φωνές, βοήθεια μάνα μου πνίγομαι, έβλεπα ανθρώπους να χάνονται στα κύματα. Κολυμπώ, κολυμπώ, ξεφεύγω από τ’ απόνερα κι εκεί που κολυμπούσα, μετά από δυο ώρες ανταμώνουμε και ήμαστε τρεις. Μετά πέντε. Ποιος είσαι εσύ; Ο Δεληγιάννης, ο Μανοσουδάκης από την Αργυρούπολη, ο Κουριδάκης από τις Βουκολιές, ένα κοπέλι από τον Γαλατά, ένα άλλο από τα Σφακιά. Έχουμε μείνει επτά άτομα. Οι περισσότεροι πνίγηκαν, άλλους τους πήραν τα κύματα. Συνεχίζω να κολυμπώ μόνος μου, πια, αφού τα κύματα με παρασέρνουν και αρχίζει να ξημερώνει. Νιώθω στην πλάτη μου ένα βάρος και λέω, Παναγιά μου σκυλόψαρο, θα με φάει. Όμως ήταν άνθρωπος πεθαμένος. Τροζάθηκα και παθαίνω κράμπα στην αριστερή μου γάμπα. Συνεχίζω να κολυμπώ, άκουγα από πάνω μου αεροπλάνα, αλλά δεν μ’ έβλεπαν, αφού ήμουν κατάμαυρος από τις πίσσες.

Βασιλεύει ο ήλιος, εγώ μέσα στο νερό τόσες ώρες δε νιώθω σχεδόν καθόλου τα δεξιά μου άκρα και ξάφνου «ακούω» στην πλάτη μου ένα βάρος και γαέρνω και θωρώ, όσο μπορούσα να δω, ένα βαρέλι λάδι. Πιάνω το βαρέλι και αυτό με βοήθησε, αφού τα κύματα χτυπούσαν πάνω του. Μια δόση ακούω ένα δυνατό θόρυβο. Ήταν ένα φινλανδικό γκαζάδικο, το οποίο περνούσε 35 χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που βούλιαξε το «Ηράκλειον». Με μάζεψαν στις 5.40 το απόγευμα και κατά τύχη ένας από τους ναυτικούς ήταν Έλληνας. Με ρώτησε πώς λέγομαι και εγώ, στη ζάλη μου απάνω, του είπα Μίμης Γεωργιδάκης».

«Την είδα να χάνει τις αισθήσεις της και να πνίγεται»

Ένας ακόμα από αυτούς που επέζησαν ήταν ο Σταύρος Λαγωνικάκης : «Ξεκινήσαμε με καθυστέρηση μισή γιατί περιμέναμε το φορτηγό να έρθει. Δεν το έδεσαν καλά. Είχαμε 8-9 μποφόρ. Το φορτηγό παλαντζάριζε από τη μια πόρτα στην άλλη. Δεν το είχαν δέσει.

Από τα μεσάνυχτα μέχρι περίπου τις 2 το πρωί άκουγα βαρέλια να χτυπούν στα αμπάρια λόγω του έντονου κυματισμού. Ήταν δυο τα μεσάνυχτα όταν στο καράβι μπήκαν κι άλλα νερά και δεν μπόρεσε να επανέλθει στην θέση του. Εγώ κοιμόμουν στο κρεβάτι όταν άκουσα τον συναγερμό. Άλλοι φώναζαν ονόματα, φώναζαν τους δικούς τους βέβαια, άλλος φώναζε βοήθεια. Όταν το καμπανάκι του κινδύνου ήχησε κάθισα στο κρεβάτι και δεν μπορούσα. Έγερνε πολύ και αμέσως λέω βουλιάζουμε. Δεν θα καταλάβαινα ότι το σκάφος βυθιζόταν αν δεν πήγαινα να σηκωθώ και να διαπιστώσω ότι όλα είχαν γυρίσει σχεδόν ανάποδα. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα μέχρι τη σκάλα που ήταν εντελώς όρθια. Μέχρι να φτάσω στο σαλόνι περπατώντας κυριολεκτικά στα τέσσερα τα φώτα έσβησαν. Στο σαλόνι πριν, είχα συναντήσει 4-5 άτομα. Τον Φτενάκη τον χημικό, τον Βαρανάκη που πουλούσε φύλλο για κανταΐφι και άλλα 2-3 άτομα, δεν υπήρχε περίπτωση να τους βρουν γιατί το σαλόνι είχε γεμίσει νερά. Κατάφερα να πιαστώ από την πόρτα και να πεταχτώ έξω. Κρατώντας τα κάγκελα πήγα στο πίσω μέρος του καραβιού.

Για καλή μου τύχη όταν έπαιξα την βουτιά, δεν ήταν κάποιο ξύλο ούτε κάποιος στο σημείο για να τον χτυπήσω. Απομακρύνθηκα 10 -12-5 μέτρα, γυρίζω το κεφάλι μου πίσω και το βλέπω τελείως τουμπαρισμένο. Από εκεί άρχισε η περιπέτεια μέχρι που μας βγάλανε. Δεν είδα πολλούς γιατί ήμουν από τους τελευταίους που βγήκα.

Στο νερό με έσωσε ένα κασόνι που βρήκα και πιάστηκα. Δίπλα μου ήταν μια γυναίκα. Είχα παγώσει, δεν καταλάβαινε αν κρατάει το κασόνι ή όχι. Θυμάμαι ήταν αδυνατούλα. Με το ένα χέρι κρατούσα το κασόνι και με το άλλο την αγκάλιαζα για να μην την πάρει το κύμα. Κάποια στιγμή όμως την πήρε αλλά κατάφερα και την έπιασα και την έβαλα πάλι στο κασόνι. Την πήρε όμως ξανά. Ήμασταν εξαντλημένοι. Η γυναίκα πνιγόταν. Προσπάθησα να πάρω να το κασόνι και να την πλησιάσω, δεν μπόρεσα. Πρέπει να ήταν σε μια απόσταση 30-35 πόντων. Την είδα που έχασε τις αισθήσεις της και πνίγηκε. Σκεφτόμουν ότι σε λίγο θα πνιγώ κι εγώ. Μαζί μου ήταν και ο Κουκουνάκης και ο Βελώνης. Τον δεύτερο τον πήρε το κύμα».

«Βλέπαμε έναν-έναν αυτούς που κρατιούνταν να μην αντέχουν και να φεύγουν προς τον βυθό»

Ο Ηλίας Κουκουνάκης, θαλαμηπόλος στο «Ηράκλειον» θυμάται: «Το πλοίο έκανε δρομολόγια από τον Πειραιά στην Κρήτη. Τη μια μέρα πηγαίναμε Χανιά, την άλλη πηγαίναμε στο Ηράκλειο. Η κατάστασή του ήταν άθλια. Θυμάμαι πως λίγο καιρό πριν το ναυάγιο, είχε πάλι πρόβλημα στην μπουκαπόρτα. Είχα κατέβει στα Χανιά για να δω τις αδελφές μου. Έφυγα από το σπίτι τους το απόγευμα και πήγα στο πλοίο για να φύγουμε για Πειραιά. Είχε θάλασσα. Αργήσαμε να φύγουμε περίπου 20 λεπτά γιατί περιμέναμε να φτάσει ένα φορτηγό που μετέφερε πορτοκάλια.

Εκτός από θαλαμηπόλος δούλευα και στο μπαρ του πλοίου. Ο καιρός ήταν κακός, είχε πολλή θάλασσα. Θυμάμαι απέναντι από το μπαρ να βλέπω κάποιους φυλακισμένους, που τότε ταξίδευαν ακόμη δεμένοι με χειροπέδες σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Λίγο πριν τελειώσει η βάρδια μου, είχε έρθει ένας καπετάνιος, που είχε πια βγει στη σύνταξη και ταξίδευε για Πειραιά. Μας έδωσε μάλιστα και κάποια πακέτα τσιγάρα σε όσους δουλεύαμε εκεί.

Την ώρα που κοιμήθηκα έγιναν όλα. Ευτυχώς με ξύπνησαν οι συνάδελφοι που ήταν στην καμπίνα. Σηκώθηκα και αρχίσαμε να τρέχουμε. Μόλις βγήκα στον διάδρομο είδα πως επικρατούσε πανικός. Γυναίκες έτρεχαν με παιδιά στην αγκαλιά, φώναζαν όλοι, οι σειρήνες δεν λειτουργούσαν. Το απόλυτο χάος.

Βγαίνουμε στο κατάστρωμα και εκεί βλέπω έναν συγγενή μου που μου λέει να πάμε προς την πλώρη. Πιο δίπλα βλέπω τον συναταξιούχο καπετάνιο που είχα γνωρίσει νωρίτερα στο μπαρ να φωνάζει ‘Πέστε όλοι στη θάλασσα, το καράβι θα βουλιάξει, είμαι καπετάνιος και ξέρω’. Εγώ κοιτάζω αριστερά και σκέφτομαι ότι θα ήταν καλύτερο να πάω στην πρύμνη γιατί εκεί ήταν οι καμπίνες των λοστρόμων και των ναυτών και από πάνω βρισκόταν μια τέντα με σίδερα όπου καθόντουσαν και κάπνιζαν το καλοκαίρι. Σκέφτηκα πως αν ανέβω εκεί και δεν βουλιάξει το καράβι θα ερχόταν κάποιος να μας σώσει. Κρατώντας την κουπαστή κινούμαι προς την πρύμνη και βλέπω χειρολαβές στις τέντες. Τις πιάνω και ανεβαίνω. Βρίσκονταν εκεί δύο άτομα. Λίγα λεπτά μετά, ήρθε ένα κύμα και μας πήρε και τους τρεις πολύ μακριά, πετώντας μας στη θάλασσα. Ένιωθα να με πνίγουν τα νερά. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου μια γυναίκα. Την αρπάζω από τα ρούχα και την ακούω να μου λέει ‘μη φοβάσαι, κράτα με, είμαστε κι άλλοι’. Μαζί της, ήταν περίπου 20 άτομα που κρατιόντουσαν από το ξύλο ενός μπαούλου με σωσίβια, το οποίο γύρω του είχε μικρά σκοινάκια. Επειδή όλες αυτές οι χειρολαβές ήταν πιασμένες και δεν ήξερα να κολυμπάω, εμένα με ανέβασαν πάνω στο ξύλο. Όσο περνούσαν οι ώρες, βλέπαμε έναν-έναν αυτούς που κρατιόντουσαν να μην αντέχουν και να φεύγουν προς τον βυθό. Τα αεροπλάνα άρχισαν να πετάνε μόλις ξημέρωσε αλλά δεν μας έβλεπαν. Είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από το ναυάγιο”.

Θυμάμαι τον Παναγιώτη, που τραγουδούσε για να ξεχαστούμε και τον Σταύρο που προσπαθούσε να πιάσουμε την κουβέντα για να αντέξουμε. Μόνο εμείς μείναμε. Ούτε η γυναίκα που με έσωσε άντεξε. Είχε πια περάσει το απόγευμα, όταν ένα από τα πλοία που είχαν σπεύσει στην περιοχή ψάχνοντας για επιζώντες, εντόπισαν τους τρεις ναυαγούς. Πέταξαν σχοινιά και με τράβηξαν στο κατάστρωμα. Θυμάμαι να τους λέω ‘Είναι κι άλλοι εδώ” και μετά λιποθύμησα. Μάζεψαν τους άλλους δύο που άντεξαν και βρήκαν μερικούς ακόμα σε κοντινά σημεία.

Εγώ από το δικαστήριο που ακολούθησε δεν πήρα ούτε μια δραχμή. Πήγαμε μετά από χρόνια στον Πειραιά στην Ακτή Τζελέπη. Και βρήκαμε τον ίδιο τον Τυπάλδο. Κοιτάζει μια λίστα τους λέμε τα ονόματά και μας είπε πως δεν υπάρχει το όνομά μας σε αυτούς που δικαιούνται αποζημίωση. “Έπρεπε να κάνετε δεύτερο δικαστήριο να ζητήσετε χρήματα” μας είπε. Τελικά, ούτε τον μισθό μου δεν μου έδωσε».

*Η κοπέλα που περιγράφουν ο Λαγωνικάκης και ο Κουκουνάκης είναι η 22χρονη φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αλκηστις Αγοραστάκη.

«Το φορτηγό μου δεν ήταν δεμένο καθόλου»

Ο οδηγός του φορτηγού Μιχάλης Καστρίτσης, στην κατάθεση του θα πει ότι έφτασε αργοπορημένος στη Σούδα γιατί δεν είχε ολοκληρωθεί στην ώρα της η φόρτωση των πορτοκαλιών. Σε συνέντευξη του στην τηλεοπτική εκπομπή «Η Μηχανή του Χρόνου» θα αποκαλύψει: «Το αυτοκίνητο δεν ήταν δεμένο καθόλου. Μόνο δύο τάκους είχαν βάλει στα ελαστικά, τίποτα άλλο. Στις πόρτες του πλοίου δεν υπήρχε ασφάλεια, ούτε πεταλούδες που έλεγαν τότε. Είναι ψέματα, ένα απλό συρματόσχοινο κρατούσε την πόρτα, αυτό είναι όλο. Τα βαρέλια πηγαινοέρχονταν και χτυπούσαν πάνω στα αυτοκίνητα και τις καταπακτές. Την πόρτα του πλοίου όμως την άνοιξε το δικό μου φορτηγό. Η αριστερή μπουκαπόρτα δεν άνοιξε γιατί ήταν καλά κολλημένη. Αυτή που την κρατούσε ένα συρματόσχοινο έσπασε. Πέσαμε όλοι στη θάλασσα. Πάλευα δώδεκα ώρες και με μάζεψε το φινλανδικό πλοίο. Δεν αποζημιώθηκα. Ούτε που θυμάμαι πόσα έδωσα για να τραβήξω το φορτηγό από τη θάλασσα. Είχε φτάσει στη Σέριφο. Όταν έφτασα στο λιμάνι μου είπαν ότι θα το κρατήσουν για πραγματογνωμοσύνη. Θα στο δώσουμε αύριο μου είπαν, Τελικά το κράτησαν για δύο χρόνια».

*Το ναυάγιο του «Ηράκλειον» ακολούθησε ένα όργιο αναλγησίας και μεθοδεύσεων. Πολιτικές παρεμβάσεις και νομικά τερτίπια ώστε να μην αποδοθούν ευθύνες και να μην δοθούν αποζημιώσεις.