Η ιστορία του Δρ. Ντάνκαν ΜακΝτούγκαλ και του περιβόητου πειράματος των 21 γραμμαρίων που γέννησε έναν από τους πιο ανθεκτικούς μύθους της επιστήμης και της πίστης
Στις αρχές του 20ού
αιώνα, μια εποχή γεμάτη μυστικισμό αλλά και την αυγή της μοντέρνας επιστήμης,
ένας γιατρός από τη Μασαχουσέτη τόλμησε να επιχειρήσει το αδιανόητο: να
αποδείξει με επιστημονικά μέσα την ύπαρξη της ψυχής. Το όνομά του ήταν Ντάνκαν
ΜακΝτούγκαλ. Το πείραμά του –η ζύγιση ανθρώπων τη στιγμή του θανάτου– έμεινε
στην ιστορία ως «τα 21 γραμμάρια», μια ιδέα που στοιχειώνει ακόμη και σήμερα τη
λαϊκή φαντασία.
Το δωμάτιο με τη
ζυγαριά
Ο Δρ. Ντάνκαν
ΜακΝτούγκαλ, γιατρός στη Μασαχουσέτη των αρχών του 20ού αιώνα, πίστευε
ακράδαντα ότι η ψυχή είναι μια πραγματική, υλική οντότητα που κατοικεί μέσα στο
σώμα. Για να αποδείξει αυτή τη θεωρία του ο ΜακΝτούγκαλ έστησε το 1907 το πείραμα
του.
Κατασκεύασε μια ειδική
ζυγαριά-κρεβάτι. Επρόκειτο για μια μεγάλη, τροποποιημένη πλάστιγγα, σχεδιασμένη
να καταγράφει διακυμάνσεις ακόμα και λίγων γραμμαρίων. Επάνω σε αυτή
τοποθετούσε τους ασθενείς του, όλοι στο τελικό στάδιο φυματίωσης. Επέλεξε τη
συγκεκριμένη κατηγορία ασθενών γιατί ήταν εξασθενημένοι, σχεδόν ακίνητοι, άρα
δεν υπήρχε περίπτωση το παραμικρό τράνταγμα να επηρεάσει τη μέτρηση.
Ο αριθμός των ασθενών που
παρακολούθησε ήταν έξι. Σε κάθε περίπτωση, περίμενε την τελευταία αναπνοή.
Κατέγραφε με εμμονή τα κιλά πριν και μετά το θάνατο. Στις περισσότερες
περιπτώσεις, οι ενδείξεις ήταν ασαφείς, γεμάτες θόρυβο και μικροδιακυμάνσεις
που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν. Μόνο σε μία μέτρηση είδε κάτι εντυπωσιακό: την
απότομη απώλεια περίπου 21 γραμμαρίων ακριβώς τη στιγμή του θανάτου.
Αυτό το μεμονωμένο εύρημα
έγινε η βάση της θεωρίας του. Ο ΜακΝτούγκαλ δήλωσε ότι αυτά τα 21 γραμμάρια
είναι η μάζα της ψυχής που εγκαταλείπει το σώμα. Μάλιστα, υποστήριξε ότι η
απώλεια δεν μπορούσε να εξηγηθεί με φυσιολογικούς όρους (όπως ιδρώτας, εκπνοή
αέρα ή εξαέρωση υγρών).
Στη συνέχεια επανέλαβε το
πείραμα σε 15 σκύλους, τους οποίους –σύμφωνα με τις τότε αναφορές– θανατώθηκε ο
ίδιος με δηλητηριώδη αέρια. Εκεί δεν παρατηρήθηκε καμία απώλεια βάρους, γεγονός
που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα ζώα δεν διαθέτουν ψυχή.
Ο ΜακΝτούγκαλ δημοσίευσε
το 1907 την εργασία του στο περιοδικό American Medicine, όπου παρουσίαζε το «πείραμα ζύγισης της ψυχής».
Στο άρθρο του περιέγραφε βήμα προς βήμα τη μέθοδο και τα αποτελέσματα. Σε ένα
από τα χαρακτηριστικά αποσπάσματα, σημείωνε:
«Τη στιγμή του θανάτου
παρατηρήθηκε μια ξαφνική απώλεια βάρους, την οποία δεν μπόρεσα να αποδώσω σε
φυσιολογικούς παράγοντες. Στην περίπτωση ενός ασθενούς, η απώλεια αυτή
μετρήθηκε σε ¾ της ουγγιάς, δηλαδή περίπου 21 γραμμάρια».
Ο ίδιος υπογράμμιζε ότι
οι υπόλοιπες μετρήσεις ήταν ασαφείς ή αλλοιώθηκαν από τεχνικά προβλήματα,
ωστόσο επέμενε ότι αυτό το ένα «καθαρό» περιστατικό έδινε επαρκείς ενδείξεις
για την ύπαρξη ψυχής με μετρήσιμη μάζα.
Η αναφορά του στον έλεγχο
με τα ζώα ήταν ακόμη πιο κατηγορηματική:
«Δεκαπέντε σκύλοι
θανατώθηκαν, και σε καμία περίπτωση δεν καταγράφηκε απώλεια βάρους τη στιγμή
του θανάτου. Εξ αυτού συνάγεται ότι τα ζώα δεν διαθέτουν ψυχή όπως ο άνθρωπος».
Η δημοσίευση προκάλεσε
αίσθηση, και πολύ γρήγορα βρήκε τον δρόμο προς τις εφημερίδες. Οι New York Times, στο φύλλο της 11ης
Μαρτίου 1907, κυκλοφόρησαν με τον πρωτοσέλιδο τίτλο:
Στο ρεπορτάζ, το οποίο
αναπαράχθηκε σε εφημερίδες σε όλη την Αμερική, γινόταν εκτενής περιγραφή του
πειράματος. Οι Times τόνιζαν ότι «ο γιατρός της Μασαχουσέτης ισχυρίζεται πως απέδειξε με
αριθμούς ότι η ψυχή είναι μια πραγματική ουσία που εγκαταλείπει το σώμα». Το
δημοσίευμα σημείωνε μεν ότι το δείγμα ήταν μικρό, αλλά η ίδια η τολμηρή ιδέα
—ότι η ψυχή μπορεί να ζυγιστεί— ήταν αρκετή για να γοητεύσει και να διχάσει το
κοινό.
Από εκείνη τη στιγμή, το
όνομα του ΜακΝτούγκαλ συνδέθηκε άρρηκτα με τα «21 γραμμάρια», ακόμα κι αν η
επιστημονική κοινότητα σχεδόν ομόφωνα χαρακτήρισε το πείραμα ανεπαρκές και
μεθοδολογικά ελαττωματικό.
Οι αντιδράσεις
Τη δημοσίευση του
πειράματος και των συμπερασμάτων του ΜακΝτούγκαλ ακολούθησαν αντιδράσεις κι
άρθρα που αμφισβητούσαν τα πάντα: Από το μικρό δείγμα μέχρι την έλλειψη
αυστηρού ελέγχου των συνθηκών.
Η επιστημονική κοινότητα
δεν εντυπωσιάστηκε. Συνάδελφοί του σημείωσαν ότι οι αλλαγές βάρους μπορούσαν να
προκύψουν από φυσιολογικούς λόγους, όπως
η συρρίκνωση των πνευμόνων, η διαφυγή αέρα από το σώμα ή η απώλεια υγρών. Ένας
γιατρός από τη Βοστώνη έγραψε σαρκαστικά: «Αν η ψυχή έχει βάρος, τότε πρέπει να
διαθέτει και όγκο· μήπως να την αναζητήσουμε με μικροσκόπιο;».
Η ανθρώπινη διάσταση
Πέρα όμως από τα νούμερα
και τις επιστημονικές αναλύσεις, υπάρχει και η σιωπηλή πλευρά. Οι ασθενείς που
συμμετείχαν στο πείραμα ήταν ετοιμοθάνατοι, άνθρωποι με φυματίωση που δεν είχαν
ελπίδα. Έζησαν τις τελευταίες τους στιγμές πάνω σε μια ζυγαριά, με γιατρούς να
παρακολουθούν αν θα «χαθούν γραμμάρια».
Η εποχή του
μυστικισμού
Για να κατανοήσουμε βέβαια
τον ΜακΝτούγκαλ, πρέπει να δούμε την εποχή του. Οι αρχές του 20ού αιώνα ήταν
γεμάτες με πειράματα που σήμερα μοιάζουν αλλόκοτα: πνευματιστικές συνεδρίες,
φωτογράφιση «αύρας», μελέτες για τηλεπάθεια. Η επιστήμη προσπαθούσε να αγγίζει τη
μεταφυσική.
Ο ΜακΝτούγκαλ δεν ήταν
ένας «τσαρλατάνος» αλλά κανονικός γιατρός, βαθιά επηρεασμένος από την επιθυμία
να δώσει επιστημονικό κύρος σε ερωτήματα που βασάνιζαν την ανθρωπότητα: τι
συμβαίνει όταν πεθαίνουμε;
Τα «21 γραμμάρια» στη λαϊκή κουλτούρα
Παρά την κριτική, ο μύθος
ρίζωσε. Η ιδέα ότι η ψυχή «ζυγίζει» 21 γραμμάρια πέρασε σε βιβλία, άρθρα, ακόμα
και σε ταινίες. Έγινε ένα από εκείνα τα κομμάτια «επιστημονικής φαντασίας» που
εντυπώνονται γιατί απαντούν με απλότητα σε ένα αιώνιο μυστήριο. Το φιλμ του του
Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου «21 Grams» (2003), βασίστηκε ακριβώς σε αυτή την ιδέα.
Υπήρξαν παρόμοια
πειράματα;
Αν και κανείς δεν
επανέλαβε το πείραμα με την ίδια μεθοδολογία, υπήρξαν αργότερα μελέτες για το
«πριν και μετά» του θανάτου:
-Η φωτογράφηση της αύρας
(Kirlian photography): Στη δεκαετία του 1930, ο Σοβιετικός ηλεκτρολόγος Σεμιόν Κίρλιαν
ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να αποτυπώσει την «ενέργεια» γύρω από ζωντανούς
οργανισμούς. Οι φωτογραφίες του, με τα χαρακτηριστικά φωτεινά περιγράμματα,
παρουσιάστηκαν ως αποδείξεις της ψυχικής δύναμης του ανθρώπου. Παρότι οι
φυσικοί εξήγησαν το φαινόμενο ως ηλεκτρική εκκένωση, η ιδέα ότι «η ψυχή
φωτογραφίζεται» επιβίωσε στον εσωτερισμό.
-Οι πειραματισμοί με ζώα:
Μεταπολεμικά, ορισμένοι ερευνητές προσπάθησαν να μετρήσουν αλλαγές στο βάρος ή
στην ενεργειακή εκπομπή κατά τον θάνατο ζώων. Κανένα αποτέλεσμα δεν θεωρήθηκε
αξιόπιστο, ωστόσο οι συγκρίσεις με το έργο του ΜακΝτούγκαλ ήταν αναπόφευκτες.
- Στη δεκαετία του 1970,
τμήματα παραψυχολογίας σε πανεπιστήμια όπως το Duke ερεύνησαν φαινόμενα «επιβίωσης μετά θάνατον». Δεν
εστίασαν σε ζυγαριές, αλλά σε πειράματα τηλεπάθειας ή αναφορές επιθανάτιων
εμπειριών. Παρ’ όλα αυτά, οι ερευνητές συχνά ανέφεραν το όνομα του ΜακΝτούγκαλ
ως «προδρόμου».
Έτσι, ενώ κανείς δεν
μπόρεσε να επαναλάβει ή να επιβεβαιώσει το πείραμά του, η ιδέα ότι η ψυχή
μπορεί να αφήνει «ίχνη» παρέμεινε ζωντανή.
Επίλογος
Ο Ντάνκαν ΜακΝτούγκαλ
πέθανε το 1920, χωρίς να καταφέρει να πείσει τους συναδέλφους του. Όμως το
πείραμά του δεν ξεχάστηκε. Τα «21 γραμμάρια» του ΜακΝτούγκαλ δεν αποτέλεσαν
ποτέ αποδεδειγμένο επιστημονικό γεγονός. Ωστόσο, λειτούργησαν ως μια ισχυρή
μεταφορά: η αναζήτηση της ψυχής, η λαχτάρα του ανθρώπου να αποδείξει ότι
υπάρχει κάτι πέρα από τη φθορά του σώματος. Εκατό και πλέον χρόνια μετά, η
ιστορία του συνεχίζει να στοιχειώνει τη φαντασία μας – όχι για την ακρίβεια των
μετρήσεων, αλλά για την αιώνια ανθρώπινη ανάγκη να ζυγίσει το άυλο.
Όπως έγραψε ένας
σχολιαστής πριν μερικά χρόνια: «Ο ΜακΝτούγκαλ απέτυχε ως επιστήμονας, αλλά
πέτυχε ως αφηγητής του πιο ανθρώπινου μυστήριου».