Η λειτουργία που διακόπηκε κατά τη διάρκεια της Άλωσης έμεινε ως θρύλος για αιώνες. 466 χρόνια μετά, ένας Έλληνας ιερέας τόλμησε να τη συνεχίσει μέσα στην Αγιά Σοφιά
Στις 29 Μαΐου 1453 η Βασιλεύουσα καταρρέει. Τα οθωμανικά
στρατεύματα εισβάλλουν στην Κωνσταντινούπολη και καταστρέφουν τα πάντα στο πέρασμά
τους. Σύμφωνα με τον θρύλο, τη στιγμή
που συνέβαιναν όλα αυτά, στην Αγιά Σοφιά οι Χριστιανοί τελούσαν την τελευταία τους
λειτουργία ως ελεύθεροι άνθρωποι. Η λειτουργία αυτή δεν ολοκληρώθηκε όμως ποτέ
καθώς οι Οθωμανοί μπήκαν στο ναό. Ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής ήταν ο νικητής και ο ιερός χώρος
άλλαξε μορφή και μετατράπηκε από χριστιανικό ναό σε μουσουλμανικό τέμενος.
Ο θρύλος για την τελευταία λειτουργία στην Αγιά Σοφιά που
έμεινε στην μέση- είτε συνέβη όντως είτε όχι -αποτέλεσε όλους τους επόμενους αιώνες
μια σπίθα μνήμης και ιστορικής νοσταλγίας.
Στην πραγματικότητα όμως η τελευταία λειτουργία στην Αγιά
Σοφιά δεν ήταν αυτή. Πραγματοποιήθηκε
466 χρόνια μετά, από έναν ατρόμητο ιερέα από την Κρήτη που αψήφησε τον κίνδυνο
και δεν δίστασε να φορέσει το πετραχήλι του, ώστε να ψάλλει ξανά στην Ωραία
Πύλη της εκκλησίας.
Η πραγματική τελευταία λειτουργία
Σχεδόν πέντε αιώνες μετά, ο κόσμος είναι πλέον τελείως
διαφορετικός. Βρισκόμαστε στο 1919 και ο Α’ Παγκόσμιος μόλις είχε λήξει. Η
Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει υποστεί βαριά ήττα και οι Σύμμαχοι ορίζουν ότι η
Κωνσταντινούπολη θα βρίσκεται πλέον σε ένα ιδιότυπο καθεστώς. Ήταν η στιγμή που
η «Μεγάλη Ιδέα» για την δημιουργία της μεγάλης Ελλάδας των δύο ηπείρων και των
πέντε θαλασσών βρισκόταν στις βλέψεις και το μυαλό όλων.
Στο πλαίσιο αυτό τον Ιανουάριο του 1919, στην υπό συμμαχική
επίβλεψη Κωνσταντινούπολη, βρίσκονται αγκυροβολημένα στα νερά του Βοσπόρου
μεταξύ άλλων και τα μεταγωγικά «Tigre» και «Normandie» που μεταφέρουν στην
Ουκρανία δύο μεραρχίες του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, με σκοπό να ενισχύσουν
τις δυνάμεις του Ρώσου Τσάρου Νικόλαου που πολεμούσε τους επαναστάτες
Μπολσεβίκους. Ως αντάλλαγμα, η χώρα μας θα λάμβανε ευνοϊκή μεταχείριση σχετικά
με τα αιτήματά της για την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία στη Διάσκεψη
Ειρήνης των Παρισίων, που θα ακολουθούσε μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου.
Οι Έλληνες που έφτασαν με τα δύο μεταγωγικά πλοία στην
Κωνσταντινούπολη αντίκρισαν μπροστά τους την Αγιά Σοφιά να στέκει αγέρωχη, αλλά
να λειτουργεί ως τέμενος.
Ανάμεσα στους στρατιώτες βρισκόταν και ο αρχιμανδρίτης
Ελευθέριος Νουφράκης, από τις Αλώνες Ρεθύμνου, ο στρατιωτικός ιερέας του 34ου
Συντάγματος, γνωστός και ως Παπα-Λευτέρης.
Ο διοικητής του 34ου Συντάγματος Πεζικού, Χρήστος Τσολακόπουλος, έδωσε κάποια στιγμή άδεια σε μια ομάδα πέντε αξιωματικών -μεταξύ των οποίων και ο Ελευθέριος Νουφράκης- να βγουν από το πλοίο, ώστε να επισκεφθούν τον τοποτηρητή του θρόνου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Μητροπολίτη Προύσσης Δωρόθεο. Η ομάδα αποφάσισε να κάνει πρώτα όμως μια στάση στη μεγάλη εκκλησία. Η θέα του Ναού έκανε τον παπα-Λευτέρη να ριγήσει και αποφάσισε ότι δεν θα αρκούνταν απλώς να τη βλέπει. Ήθελε να τελέσει λειτουργία μέσα στον ναό, την ίδια που σύμφωνα με τον θρύλο έμεινε κάποτε στη μέση.
Παραβιάζοντας τα πρωτόκολλα, μαζί με την υπόλοιπη ομάδα
αξιωματικών έφτασαν στην Αγιά Σοφιά, που τότε λειτουργούσε ως τζαμί. Σύμφωνα με
τις μαρτυρίες, ο ιερέας μπαίνοντας έκανε το σταυρό του και είπε: «Εισελεύσοµαι
εις τον οίκον Σου, προσκυνήσω προς Ναόν Αγιόν Σου εν φόβω...».
Με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις, ο ιερέας εντόπισε
τον χώρο στον οποίο κάποτε βρισκόταν το Ιερό και η Αγία Τράπεζα, βρήκε ένα
τραπεζάκι, το τοποθέτησε σ’ εκείνη τη θέση, άνοιξε την τσάντα του, έβγαλε όλα
τα απαραίτητα για τη Θεία Λειτουργία– φανερό ότι είχε σχεδιάσει τα πάντα από
πριν- φόρεσε το πετραχήλι του και ξεκίνησε.
Οι υπόλοιποι αξιωματικοί - που ήδη ήξεραν τι θα κάνει ο παπα-Λευτέρης- αλλά και Έλληνες που βρίσκονταν στο
σημείο δεν δίστασαν να τον ακολουθήσουν και να ψέλνουν τροπάρια και ύμνους. Οι
Τούρκοι που είχαν πάει στο τέμενος για να προσευχηθούν δεν μπόρεσαν να
αντιδράσουν αμέσως καθώς αιφνιδιάστηκαν.
Ο ίδιος ο Παπα-Λευτέρης στο προσωπικό του ημερολόγιο(ΦΩΤΟ), που
σήμερα φυλάσσεται στο τοπικό Μουσείο Αλώνων, γράφει: «Και μόλις εις την Πόλιν
μας εφθάσαμεν αισίως, με μια φωνή ετραβήξαμεν εις το Ναόν οσίως. Η ημέρα ήτο
βροχερή ως και συνεφιασμμένη, μα εμείς απ’ ενθουσιασμόν όλοι μας θεργιεμέοι.
Εχοντες επί κεφαλής τον Λάκωνα Γαργαλίδην, ευθυτενείς τραβήξαμεν πεζή και
διαρρήδην. Ναι!!! Στον Ναόν ετρέξαμε χριστιανικά αμέσως και μέσα ευρεθήκαμεν
χωρίς κανέναν μέσον. Κι εψάλαμεν τα θούρεια, ύμνους και ευχαριστήσεις, στην
πανσοφία του Θεού διά τας προτιμήσεις, να πέσει εις ημάς με ξίφη μας να
μπούμεν, εις τον Ναόν τον θρυλικόν και να προσευχηθούμε».
Μετά τη λειτουργία
Όπως ήταν λογικό, αν και καθυστερημένη, η αντίδραση της τουρκικής
πλευράς ήταν εκρηκτική φτάνοντας σε σημείο να προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο.
Μετά το πρώτο σοκ, Τούρκοι που βρίσκονταν στο ναό άρχισαν να
κινούνται απειλητικά προς τον ιερέα και τους υπόλοιπους Έλληνες.
Η κατάσταση εκτονώθηκε χάρη σε παρέμβαση ενός Τούρκου
αξιωματικού που βρισκόταν στο σημείο, ο οποίος συγκράτησε τον όχλο ανοίγοντας
τον δρόμο για να φύγουν οι Έλληνες με ασφάλεια, αλλά και χάρη σε Άγγλους και
Γάλλους στρατιωτικούς που βρίσκονταν μέσα στην Αγια-Σοφιά. Δεν συνέφερε κανένα –
ούτε την Τουρκία, ούτε τους συμμάχους- ο όχλος να σκοτώσει πέντε Έλληνες και
μάλιστα μέσα στο μνημείο αυτό.
Οι συμμαχικές κατοχικές αρχές της Κωνσταντινούπολης, οι
οποίες δεν ήθελαν να προκληθούν επεισόδια στην Πόλη που έλεγχαν,
διαμαρτυρήθηκαν προς την ελληνική κυβέρνηση με το θέμα να φτάνει ως τον
πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος και επέπληξε δημόσια τον ιερέα. Οι
φήμες πάντως λένε ότι σε κατ’ ιδίαν επικοινωνία τον συνεχάρη και τον επαίνεσε
για την πράξη του.
Αν και το περιστατικό δεν είναι καταγεγραμμένο στα επίσημα ιστορικά
χρονικά, διασώζεται μέσα από τις μαρτυρίες των παρευρισκομένων. Ένας από τους αξιωματικούς
που βρίσκονταν μαζί του διηγήθηκε αναλυτικά την ιστορία στον εγγονό του, κ Αντώνη
Στιβακτάκη (ο οποίος έχει γράψει και βιβλίο αφιερωμένο στον Ελευθέριο Νουφράκη),
ενώ την ιστορία είχε καταγράψει και ο πολεμικός ανταποκριτής της εποχής Κώστας
Μισαηλίδης στα «Πολεμικά φύλλα» του. Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι αξιωματικοί μας
βγάζουν όλοι τα πιστόλια τους, αποφασισμένοι να σκοτωθούν όλοι εκεί μέσα, αν
δεν πρόφταιναν Άγγλοι και Γάλλοι αξιωματικοί να χωρίσουν τους έτοιμους να
πετσοκοπηθούν Έλληνες και Τούρκους».
Ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης συνέχισε σε όλη του τη ζωή να μάχεται και να προσφέρει προς την πατρίδα.
Συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις τόσο στους Βαλκανικούς Πολέμους όσο και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού είχε καρεί ιερομόναχος. Όταν κηρύχθηκε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος το 1940, αν και ο ίδιος ήταν πλέον σχεδόν 70 χρονών παρουσιάστηκε στο Φρουραρχείο των Αθηνών, ζητώντας να τον στείλουν στο μέτωπο. Τελικά κατάφερε να σταλεί στα βουνά τής Βορείου Ηπείρου ως απλός στρατιώτης. Ωστόσο, λίγο αργότερα έπαθε κρυοπαγήματα στα κάτω άκρα και τον ανάγκασαν να επιστρέψει εσπευσμένα στην Αθήνα για να αναρρώσει. Τελικά έφυγε από τη ζωή στις 5/8/1941. Την περιουσία του την κληροδότησε στο Δημοτικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου και στους ανά την Ελλάδα Οίκους και Συλλόγους Τυφλών.