Το κορίτσι που είπε «όχι» κι άλλαξε την Ιταλία


Η συγκλονιστική ιστορία της Φράνκα Βιόλα. Όταν ο πρώην αρραβωνιαστικός της τη βίασε για να την αναγκάζει να τον παντρευτεί εκείνη αρνήθηκε να υπακούσει και προκάλεσε κοινωνικό σεισμό  

Η Σικελία στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν ένα νησί διχασμένο ανάμεσα στη φτώχεια, την παράδοση και τη βαριά σκιά της Μαφίας. Οι κοινωνικές δομές ήταν βαθιά πατριαρχικές. Η τιμή μιας οικογένειας θεωρούνταν άρρηκτα δεμένη με τη σεξουαλική «ακεραιότητα» των γυναικών της. Στα χωριά, όπως το Άλκαμο της επαρχίας Τράπανι, η ζωή κυλούσε κάτω από την εξουσία των ανδρών και τον φόβο της κοινωνικής κατακραυγής.

Η ιταλική νομοθεσία τότε περιείχε άρθρα που σήμερα φαντάζουν αδιανόητα. Το άρθρο 544 του Ποινικού Κώδικα προέβλεπε ότι αν ο δράστης βιασμού παντρευόταν το θύμα του, το έγκλημα «εξαλείφονταν». Ο λεγόμενος «γάμος αποκατάστασης» (matrimonio riparatore) λειτουργούσε ως κοινωνικός εξαγνισμός. Η γυναίκα «αποκαθίστατο» μέσω του γάμου με τον άνδρα που την είχε ατιμάσει, κι εκείνος γλίτωνε τη φυλακή.

Αυτή η λογική είχε βαθιές ρίζες στις αγροτικές κοινότητες της Νότιας Ιταλίας. Η έννοια της «τιμής» δεν αφορούσε το άτομο, αλλά το σύνολο της οικογένειας. Η ντροπή μιας γυναίκας θεωρούνταν ντροπή των συγγενών της. Ο βιασμός δεν αντιμετωπιζόταν ως έγκλημα κατά της ελευθερίας, αλλά ως προσβολή της «οικογενειακής τιμής».

Η Εκκλησία σπάνια αμφισβητούσε αυτή τη λογική. Οι τοπικές αρχές, οι δικαστές, ακόμη και οι ιερείς, ενθάρρυναν τον «γάμο αποκατάστασης» ως λύση που «αποκαθιστούσε την τάξη». Όποια γυναίκα αντιστεκόταν γινόταν παρία, μια «donna svergognata», χωρίς ντροπή.

Στο Άλκαμο, μια μικρή αγροτική πόλη περίπου 20.000 κατοίκων, το 1965, η φτώχεια, η ανεργία και η επιρροή των μαφιόζικων οικογενειών καθόριζαν τις κοινωνικές ισορροπίες. Εκεί ζούσε η οικογένεια Βιόλα, άνθρωποι εργατικοί, αξιοπρεπείς, με σεβασμό στις αξίες, αλλά μακριά από τη μαφιόζικη νοοτροπία που κυριαρχούσε γύρω τους.

Ο αρραβώνας, η απαγωγή, ο βιασμός

Η Φράνκα Βιόλα, γεννημένη το 1948, μεγάλωσε σε αυτό το περιβάλλον. Όταν ήταν μόλις 15 ετών, αρραβωνιάστηκε τον 23χρονο Φιλίπο Μελόντια, ανιψιό του μαφιόζου Βιτσέντσο Ρίμι. Όταν ο Μελόντι συνελήφθη για κλοπή η οικογένεια Βιόλα αποφάσισε να χαλάσει τον αρραβώνα.

Ο Μελόντια μετανάστευσε για λίγα χρόνια στη Γερμανία αλλά όταν επέστρεψε ήταν φανερό ότι είχε εμμονή με τη Φράνκα. Την παρακολουθούσε και απειλούσε τον νέο της μνηστήρα. Ζητούσε επίμονα να τον παντρευτεί αλλά η κοπέλα απέκλεισε αυτό το ενδεχόμενο.  

Στις 26 Δεκεμβρίου 1965, ο Μελόντια πέρασε από την απειλή στην πράξη. Τις πρώτες πρωινές ώρες μια ομάδα 12 ατόμων εισέβαλε στο σπίτι της οικογένειας Βιόλα. Ήταν οπλισμένοι και στόχος τους ήταν να απαγάγουν την Φράνκα. Χτύπησαν τον πατέρα της και τελικά εκτός από την κοπέλα πήραν μαζί τους και τον 8χρονο Μαριάνο ο οποίος αρνούταν πεισματικά να αφήσει την αδελφή του.

Το παιδί απελευθερώθηκε λίγες ώρες αργότερα όμως ο Φράνκα μεταφέρει στην απομονωμένη αγροικία της αδελφής του Μελόντια, κοντά στο χωριό Καστελβετράνο.

Εκεί επί οκτώ μέρες ο Μελόντια βίασε την κοπέλα επανειλημμένα, επιδιώκοντας να τη «μολύνει» στα μάτια της κοινωνίας ώστε να μην μπορεί να τον απορρίψει.

Σύμφωνα με τη μετέπειτα μαρτυρία της ίδιας, που δημοσιεύθηκε το 1966 στην La Stampa, ο Μελόντια της υποσχέθηκε ότι αν δεχόταν να τον παντρευτεί, όλα θα «ξεχνούνταν». «Μου είπε πως, αν τον παντρευόμουν, όλα θα τελείωναν. Θα έλεγε ο κόσμος ότι έκανα λάθος και θα με συγχωρούσαν. Μα εγώ ήξερα πως δεν ήθελα πια να ζω έτσι», θα πει αργότερα η Φράνκα Βιόλα.

Σίγουρος ότι η κοπέλα δεν θα αντισταθεί ο Μελόντι επικοινώνησε με την οικογένεια της και τους πρότεινε «paciata». Να συμφιλιωθούν δηλαδή μέσα ενός «γάμου αποκατάστασης». Ο πατέρας της Φράνκα προσποιήθηκε ότι συναίνει ενώ συνεργαζόταν με τις τοπικές αρχές.

Η κοπέλα απελευθερώθηκε και στις 2 Ιανουαρίου 1966 ο Μελόντια και οι συνεργοί του συνελήφθησαν.

Με τη στήριξη της οικογένεια της η Φράνκα επέμεινε και πήγε την υπόθεση σε δίκη. Μέλη της τοπικής κοινωνίας και συγγενείς του Μελόντια προσπάθησαν να την αποτρέψουν. Απείλησαν τους Βιόλα και μάλιστα έκαψαν μια αποθήκη και το οινοποιείο  που τους ανήκε. Η οικογένεια δεν λύγισε και ζήτησε την τιμωρία του Μελόντια και των συνεργών του.

«Εγώ δεν είμαι ιδιοκτησία κανενός»

Η δίκη ξεκίνησε το 1966 στο Δικαστήριο του Τράπανι, υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας.

Η υπεράσπιση του Μελόντια (φωτό πάνω) προσπάθησε να παρουσιάσει τη Φράνκα ως συναινετική στη φυγή. Ισχυρίστηκαν πως τον είχε ακολουθήσει «από αγάπη» και πως ο «γάμος» τους ήταν αποτέλεσμα μιας στιγμής πάθους.

Η κατηγορία, αντίθετα, υποστήριξε ότι η κοπέλα υπέστη βίαιη απαγωγή και επαναλαμβανόμενους βιασμούς, επισημαίνοντας τα τραύματα στο σώμα της και τις μαρτυρίες των γειτόνων που είδαν τους ενόπλους να εισβάλλουν στο σπίτι της οικογένειας.

Η κατάθεση της Φράνκα Βιόλα συγκλόνισε. «Εγώ δεν είμαι ιδιοκτησία κανενός. Ούτε ο γάμος, ούτε η τιμή μου, ούτε η ζωή μου μπορούν να εξαγοραστούν. Δεν θέλω να παντρευτώ τον άνθρωπο που με βίασε» τόνισε μεταξύ άλλων.

Ο εισαγγελέας, αναφερόμενος στη σημασία της υπόθεσης, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Αυτή η δίκη δεν αφορά μόνο έναν άνθρωπο. Αφορά έναν νόμο που δίνει άδεια στον εγκληματία να εξαγνιστεί με έναν γάμο. Αν η κοινωνία θέλει να είναι δίκαιη, πρέπει να ακούσει αυτή τη γυναίκα.»

Στις 10 Δεκεμβρίου 1966, το δικαστήριο καταδίκασε τον Φιλίπο Μελόντια σε έντεκα χρόνια κάθειρξη (αργότερα μειώθηκε σε δέκα), ενώ οι συνεργοί του έλαβαν μικρότερες ποινές.

Η απόφαση θεωρήθηκε σταθμός. Ήταν η πρώτη φορά που ένα ιταλικό δικαστήριο δεν αναγνώρισε την ισχύ του άρθρου 544 για «γάμο αποκατάστασης» ύστερα από βιασμό.

Μετά τη δίκη

Ο Φιλίπο Μελόντι αποφυλακίστηκε το 1976 και στις 13 Απριλίου 1978 εκτελέστηκε από τη Μαφία. Δεν επέστρεψε ποτέ στη Σικελία.

Η Φράνκα Βιόλα, μετά τη δίκη, προσπάθησε να ξαναχτίσει τη ζωή της μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Τον Δεκέμβριο του 1968, σε ηλικία 21 ετών, παντρεύτηκε τον λογιστή Τζιουζέπε Ρουίζι. Ήταν ο παιδικός της έρωτας.

Μετά τον γάμο τους ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ τους κάλεσε σε ιδιωτική συνάντηση ενώ ο πρόεδρος της Ιταλίας, Τζιουζέπε Σαραγκάτ τους έστειλε δώρο. Το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά (δύο αγόρια κι ένα κορίτσι) και ζουν μέχρι σήμερα στο Αλκάμο.  

Επίλογος

Η υπόθεση της Φράνκα Βιόλα δεν έμεινε απλώς ένα νομικό γεγονός — έγινε σύμβολο κοινωνικής αφύπνισης για μια χώρα που ακόμα πάλευε να ισορροπήσει ανάμεσα στην παράδοση και τη σύγχρονη δημοκρατία.

Η υπόθεση μιας νεαρής Σικελιάνας, που αρνήθηκε να «ξεπλύνει» τη ντροπή της με γάμο, ήρθε να κλονίσει τη θεμελιώδη λογική του «onore» της «τιμής» που θεωρούσε τη γυναίκα φορέα ηθικής υπόληψης του άνδρα ή της οικογένειας.

Με την άρνηση να παντρευτεί τον βιαστή της η Φράνκα Βιόλα έγινε πρωταγωνίστρια ενός πολιτισμικού σεισμού. Μια πράξη ατομικής ανυπακοής μπορούσε να μετατραπεί σε κοινωνικό φαινόμενο.

Το 1969, ο σκηνοθέτης Νταμίνο Νταμιάνι παρουσίασε την ταινία La moglie più bella (“Η πιο όμορφη σύζυγος”), εμπνευσμένη από τη ζωή της Φράνκα.

Η πρωταγωνίστρια, Όρνιλα Μούτι, υποδύθηκε μια νεαρή γυναίκα που αρνείται τον «γάμο αποκατάστασης» και αντιστέκεται στη μαφία του χωριού της. Η ταινία, αν και τροποποιημένη για λόγους ασφαλείας, βασίστηκε στενά στα γεγονότα και έφερε την ιστορία στο διεθνές κοινό.

Για χρόνια, οργανώσεις γυναικών και φεμινιστικά κινήματα επικαλούνταν το όνομά της στις πορείες και στα συνθήματά τους, απαιτώντας την κατάργηση του άρθρου 544 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο επέτρεπε στον βιαστή να αποφύγει τη φυλάκιση εφόσον παντρευόταν το θύμα.

Το άρθρο αυτό καταργήθηκε τελικά το 1981, δεκαπέντε χρόνια μετά τη δίκη της Φράνκα.

Την ίδια χρονιά καταργήθηκε και το άρθρο 587, που προέβλεπε μειωμένες ποινές για «φόνο λόγω τιμής». Ήταν μια διπλή νίκη,  μια νομοθετική αναγνώριση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απέναντι στην παλιά, ανδροκρατούμενη τάξη πραγμάτων.

Το 2014 ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, Τζόρτζιο Ναπολιτάνο τίμησε την Φράνκα «για την προσφορά της στην προάσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών και του κράτους δικαίου». Μετά από εκείνη την εκδήλωση θα πει: «Δεν ήθελα να αλλάξω τον κόσμο. Ήθελα μόνο να υπερασπιστώ τον εαυτό μου.»

«Η Φράνκα Βιόλα δεν ήταν επαναστάτρια με πρόθεση. Ήταν μια γυναίκα που είπε ένα μικρό ‘όχι’ και αυτό το ‘όχι’ αντήχησε σε όλη την Ιταλία» θα γράψει η Corriere della Sera.