Η… λευκή πόλη που κήρυξε τον πόλεμο σε μια μαύρη οικογένεια


Μια ακόμα σελίδα ντροπής στην ιστορία των ΗΠΑ. Χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν και κατέστρεψαν το σπίτι της οικογένειας Κλαρκ για να διατηρήσουν το Σίσερο φυλετικά «καθαρό»

Το καλοκαίρι του 1951 μια μετακόμιση προκάλεσε μία από τις πιο βίαιες φυλετικές εξεγέρσεις της μεταπολεμικής Αμερικής. Όχι στο βαθιά ρατσιστικό Νότο των νόμων του «Τζιμ Κρόου», αλλά στο προάστιο Σίσερο του Ιλινόι, μόλις 15 λεπτά από το κέντρο του Σικάγο, στον θεωρητικά προοδευτικό αμερικανικό Βορρά.

Χιλιάδες κάτοικοι του Σίσερο, με την ανοχή της συντριπτικής πλειονότητας της περιοχής, για τέσσερις νύχτες λεηλατούσαν, έκαιγαν και κατέστρεφαν, μετατρέποντας ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο σε πεδίο μάχης. Απαίτηση τους να παραμείνει το Σίσερο… λευκό.

Η ιστορία του Σίσερο δεν είναι απλώς ένα τοπικό περιστατικό ρατσισμού. Είναι μια τομή στη συλλογική μνήμη της Αμερικής, όπου το όνειρο της ισότητας συγκρούστηκε μετωπικά με το τείχος της προκατάληψης.

Οι Κλαρκ στην Αμερική του 1951

Ο Χάρβει Κλαρκ γεννήθηκε στο Σικάγο το 1916. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου υπηρέτησε ως υπολοχαγός στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ, επέστρεψε με το ίδιο όνειρο που μοιράζονταν χιλιάδες βετεράνοι: να προσφέρει στην οικογένειά του μια ήρεμη ζωή, μια ευκαιρία αξιοπρέπειας και προόδου. Δούλευε ως οδηγός λεωφορείου και είχε παντρευτεί τη Τζονέτα Μέι, μια δυναμική γυναίκα που εργαζόταν σε εργοστάσιο ενδυμάτων.

Το ζευγάρι είχε ήδη δύο παιδιά (ένα κορίτσι κι ένα αγόρι) και ζούσε σε μια υποβαθμισμένη συνοικία του Σικάγο, όπου η έλλειψη υποδομών, οι περιορισμοί στέγασης και οι φυλετικοί διαχωρισμοί έκαναν τη ζωή των μαύρων οικογενειών εξαιρετικά δύσκολη. Εκείνη την εποχή, οι «restrictive covenants» περιοριστικές διατάξεις που απαγόρευαν στους μαύρους να αγοράζουν ή να νοικιάζουν κατοικίες σε λευκές περιοχές, μόλις είχαν αρχίσει να καταργούνται μετά από αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Shelley v. Kraemer, 1948).

Ωστόσο, η κοινωνική πραγματικότητα παρέμενε το ίδιο σκληρή. Τα περισσότερα προάστια του Σικάγο, όπως το Σίσερο, είχαν τη φήμη «λευκών φρουρίων». Οι κάτοικοι ήταν κυρίως απόγονοι Ευρωπαίων μεταναστών, Πολωνοί, Ιταλοί, Ιρλανδοί, που είχαν εγκατασταθεί εκεί για να ξεφύγουν από τη φτώχεια της πόλης και δεν ήθελαν «αλλοίωση» του κοινωνικού τους ιστού.

Η απόφαση των Κλαρκ να μετακομίσουν στο Σίσερο αντιμετωπίστηκε σαν εισβολή και μια πρόκληση απέναντι στο άγραφο σύνταγμα της φυλετικής καθαρότητας.

«Φύγε από το Σίσερο και μην έρθεις ποτέ ξανά»

Τον Ιούνιο του 1951, η Καμίλ ΝτεΡόουζ, στην οποία ανήκε ένα κτίριο με διαμερίσματα στο Σίσερο, μετά από διαμάχη με τους ενοίκους αναγκάστηκε να επιστρέψει μέρος των χρημάτων που είχε λάβει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξοργιστεί και σαν μια μορφή εκδίκησης να δεχθεί να νοικιάσει ένα διαμέρισμα στην οικογένεια Κλαρκ.

Μέλος της δημοτικής αρχής του Σίσερο προειδοποίησε την ΝτεΡόουζ ότι θα έχει σοβαρά προβλήματα και της ζήτησε να δώσει πίσω την προκαταβολή και να ακυρώσει τη συμφωνία. Αυτή τον αγνόησε και το απόγευμα της 8ης Ιουνίου 1951 το φορτηγό με τα πράγματα των Κλαρκ έφτασε μπροστά στο κτίριο.

Άμεσα η αστυνομία έκανε την εμφάνιση της. Απείλησαν με όπλο τον μεσίτη και τον διέταξαν να φύγει αλλιώς θα συλληφθεί. Ενώ πλήθος είχε συγκεντρωθεί και παρακολουθούσε, αστυνομικός είπε στον Χάρβεϊ Κλαρκ: «Θα σου σπάσω το καταραμένο κεφάλι σου αν δεν φύγεις». Τον χτύπησαν, τον συνέλαβαν και το μήνυμα από τον διοικητή Έρβιν Κανόφκσι ήταν ξεκάθαρο: «Φύγε από το Σίσερο και μην έρθεις ποτέ ξανά στην πόλη αλλιώς θα φας σφαίρα». Μιλώντας για τα όσα βίωσε ο Χάρβεϊ Κλαρκ θα πει: «Είχαμε κάνει τα πάντα σωστά. Είχαμε πληρώσει. Είχαμε υπογράψει. Και ξαφνικά, ήμασταν οι εγκληματίες, όχι εκείνοι που απειλούσαν τα παιδιά μας»

Οι απειλές όμως δεν τον πτόησαν. Μήνυσε, μέσω της NAACP (National Association for the Advancement of Colored People) την αστυνομία του Σίσερο και στις 26 Ιουνίου η οικογένεια ολοκλήρωσε τη μετακόμιση και εγκαταστάθηκε στο νέο της διαμέρισμα.

Το μίσος, η φωτιά και η ντροπή

Ενώ οι Κλαρκ έμεναν πλέον στο διαμέρισμα οι κάτοικοι του Σίσερο ετοίμαζαν την αντίδραση τους. Στην πόλη κυκλοφορούσε η φήμη ότι σύντομα θα «γίνει μεγάλη πλάκα» και το κλίμα μίσους και οργής φούντωνε.

Στις 11 Ιουλίου 1951 ένα τεράστιο πλήθος άρχισε να συγκεντρώνεται έξω από το κτίριο όπου ζούσαν οι Κλαρκ και να απαιτεί να φύγουν. Οι εκτιμήσεις μιλούν για 4000 άτομα, αριθμός τεράστιος για μια πόλη σαν το Σίσερο η οποία, εκείνη την εποχή, είχε συνολικό πληθυσμό 67.000.

Περίπου 60 αστυνομικοί στάλθηκαν στο σημείο αλλά ήταν φανερό πως ούτε μπορούσαν, αλλά ούτε και ήθελαν να ελέγξουν το πλήθος. Το διαμέρισμα των Κλαρκ δέχθηκε καταιγισμό από πέτρες και όλη η οικογένεια ανέβηκε στην ταράτσα για να γλιτώσει. Μία μαρτυρία που διασώθηκε από τα αρχεία του Chicago Daily Tribune αναφέρει: «Ένας αξιωματικός είπε: Αφήστε τους να τα σπάσουν, έτσι θα ηρεμήσουν».

Ένα οργισμένο πλήθος εισέβαλε στο διαμέρισμα του 1ου ορόφου και κατέστρεφε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Πέταξαν έπιπλα και στρώματα από τα παράθυρο και τα έκαψαν στο πεζοδρόμιο. Διέλυσαν το μπάνιο, τα κουφώματα και έσπασαν τα πάντα. Έκαναν κομμάτια ακόμα και το πιάνο της μικρής κόρης της οικογένειας.

Όταν έφτασαν στο σημείο πυροσβέστες, το πλήθος τους υποδέχθηκε με πέτρες και προσπάθησε να τους αποτρέψει από το να σβήσουν τη φωτιά που έκανε στάχτη την περιουσία των Κλαρκ. Η κατάσταση ήταν απολύτως εκτός ελέγχου με αποτέλεσμα ο κυβερνήτης του Ιλινόι να καλέσει την εθνοφρουρά. Χρειάστηκαν 600 στρατιώτες και σχεδόν τρεις μέρες για να μπει τέλος στη βία. Το σπίτι των Κλαρκ είχε καταστραφεί πλήρως και στην οικογένεια δεν είχε απομείνει τίποτα. «Κατέστρεψαν ό,τι μας ανήκε, ό,τι είχαμε δημιουργήσει σε εννέα χρόνια γάμου. Κατέστρεψαν ακόμα και το πιστοποιητικό γάμου μας. Σίγουρα δεν περίμενα ότι κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβεί μόνο και μόνο γιατί είμαστε μια μαύρη οικογένεια» θα πει ο Χάρβεϊ Κλαρκ.

Μετά την επίθεση

Οι Κλαρκ δεν ενέδωσαν και παρέμειναν στην περιοχή. Η NAACP ξεκίνησε εκστρατεία για να φέρει το ζήτημα στη δικαιοσύνη και να αναγκάσει τις αρχές να παρέμβουν, σημειώνοντας ότι τέτοια γεγονότα δεν ήταν μεμονωμένα, αλλά αντιπροσώπευαν μια συστηματική πρακτική φυλετικού αποκλεισμού σε πολλές περιοχές γύρω από το Σικάγο.

Οι φωτογραφίες και οι αναφορές από εκείνες τις μέρες έγιναν σύμβολα ντροπής για την αμερικανική κοινωνία, δείχνοντας ξεκάθαρα τη διάσταση της ρατσιστικής βίας και την αδυναμία των θεσμών να προστατεύσουν τους πολίτες τους.

Κανείς απ’ όσους συμμετείχαν στην επίθεση δεν καταδικάστηκε. Συνολικά έγιναν 118 συλλήψεις αλλά όλοι αφέθηκαν ελεύθεροι. Η μοναδική τιμωρία ήταν το πρόστιμο που επιβλήθηκε σε τρεις αστυνομικούς γιατί παραβίασαν τα δικαιώματα των Κλαρκ.

Εισαγγελέας άσκησε κατηγορίες κατά της ιδιοκτήτριας του κτιρίου, του μεσίτη και του δικηγόρου των Κλαρκ για πρόκληση εξέγερσης και συνωμοσία με αποτέλεσμα την καταστροφή περιουσίας. Οι κατηγορίες αποσύρθηκαν μετά από σφοδρές αντιδράσεις.

Η ρατσιστική επίθεση στο Σίσερο ήταν η πρώτη που καλύφθηκε τηλεοπτικά από τα τοπικά κανάλια και απέκτησε παγκόσμια δημοσιότητα. Σε κείμενο της η «Chicago Tribune» ανέφερε για το γεγονός ότι οι περισσότεροι στο Σίσερο ενέκριναν τα όσα συνέβησαν: «Όταν οι πλειονότητες έχουν δίκιο δεν είναι γιατί είναι πλειονότητες, αλλά γιατί πράγματι έχουν δίκιο. Όταν οι πλειονότητες καταχράζονται τη δύναμη τους για να επιβάλουν αδικία πάνω σε μια μειονότητα τότε είναι πάντα λάθος είτε τα θύματα ανήκουν σε οικονομική, φυλετική, θρησκευτική ή όποιου άλλους είδους μειονότητα».

Η οικογενειακή τραγωδία

Το κτίριο που έζησε η οικογένεια Κλαρκ στο Σίσερο υπάρχει και κατοικείται μέχρι σήμερα. Ο Χάρβει Κλαρκ πέθανε το 1998 σε ηλικία 75 ετών. Η κόρη της οικογένειας, Μισέλ Κλαρκ έγινε η πρώτη Αφροαμερικανή που εργάστηκε ως ανταποκρίτρια στο δίκτυο CBS. Στις 6 Δεκεμβρίου 1962 σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Σίσερο. Ήταν μόλις 29 ετών.