10 Rillington Place: Ο κατά συρροή δολοφόνος που έστειλε έναν αθώο στην αγχόνη


Η αληθινή ιστορία του Τζον Ρετζι Κρίστι και του Τιμ Έβανς. Σκότωσε την οικογένεια του και στη συνέχεια τον έστειλε στην αγχόνη. Μια από τις πιο σκοτεινές δικαστικές πλάνες στην ιστορία της Βρετανίας

Με επίκεντρο το νούμερο «10» της οδού Ρίλινγκτον Πλέις στο Λονδίνο εξελίχθηκε μια ιστορία που συγκλόνισε τη Βρετανία και έβαλε τις βάσεις για μπει τέλος στην θανατική ποινή στο Νησί. Ένας κατά συρροή δολοφόνος, που εξαπατούσε την αστυνομία επί χρόνια, έστειλε την αγχόνη έναν αθώο του οποίου δολοφόνησε την οικογένεια.

Ο Τζόν «Ρέτζι» Κρίστι

Ο Τζον Ρέτζιναλντ Κρίστι γεννήθηκε στις 8 Απριλίου 1899 και μεγάλωσε σε μια προβληματική οικογένεια. Ο ίδιος θα πει πως όταν το 1911 ο δεσποτικός παππούς του πέθανε το γεγονός ότι έβλεπε το νεκρό σώμα του του δημιούργησε ένα αίσθημα δύναμης και ευεξίας.

Στο σχολείο θεωρούνταν ένα πολύ έξυπνο αλλά περίεργο παιδί. Δεν ήταν κοινωνικός και κλεινόταν στον εαυτό του. Στη εφηβεία διαπίστωσε πως αντιμετωπίζει πρόβλημα ανικανότητας κάτι που τον ακολούθησε σε ολόκληρη τη ζωή του. Για το ζήτημα αυτό βίωσε bulling με τους συνομήλικους να τον αποκαλούν  «Reggie-No-Dick» και «Can't-Do-It-Christie».

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου κατατάχθηκε στον Βρετανικό Στρατό. Πολέμησε στη Γαλλία και το 1919 τραυματίστηκε σε επίθεση με αέριο μουστάρδας και πέρασε ένα μήνα σε στρατιωτικό νοσοκομείο στο Καλαί. Ισχυρίστηκε ότι από τότε απέκτησε σοβαρό πρόβλημα στην όραση και επηρεάστηκε μόνιμα η ικανότητα του να μιλά δυνατά. Ερευνητές θεωρούν ότι ο Κρίστι υπερέβαλε για να τραβήξει την προσοχή και να κερδίσει τη συμπάθεια.

Τον Μάΐο του 1920 παντρεύτηκε την Έθελ Σίμπσον (φωτό) και ξεκίνησε να εργάζεται ως ταχυδρόμος. Τότε ήταν που είχε τα πρώτα προβλήματα με τον νόμο. Καταδικάστηκε για κλοπή ταχυδρομικών επιταγών. Ακολούθησε ένα διάστημα όπου μπαινόβγαινε στη φυλακή για κλοπές, απάτες και επιθέσεις. Με τη σύζυγο του χώρισε το 1924 αλλά δέκα χρόνια μετά αποφάσισαν να ζήσουν και πάλι μαζί.

Το 1937 μετακόμισαν στο διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου στην οδό Rillington Place 10 στο Νότινγκ Χιλ. Τον Δεκέμβριο του 1938 κατέβηκαν στο διαμέρισμα του ισογείου του διώροφου κτιρίου. Η κατοικία ήταν χτισμένη τη δεκαετία του 1870 και οι ένοικοι μοιράζονταν μία εξωτερική τουαλέτα.

Αφού εργάστηκε σε κινηματογράφο, στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου, ο Κρίστι υπέβαλε αίτηση για να ενταχθεί στην Αστυνομία Εφέδρων Πολέμου και έγινε δεκτός. Οι αρχές δεν έλεγξαν το πλούσιο ποινικό του μητρώο. Τοποθετήθηκε στο αστυνομικό τμήμα της οδού Χάροου, όπου γνώρισε μια γυναίκα ονόματι Γκλάντις Τζόουνς με την οποία ξεκίνησε εξωσυζυγική σχέση. Η σχέση τους διήρκεσε μέχρι τα μέσα του 1943, όταν ο σύζυγος της γυναίκας, ένας εν ενεργεία στρατιώτης, επέστρεψε από τον πόλεμο. Αφού έμαθε για την εξωσυζυγική σχέση, ο σύζυγος της Τζόουνς ξυλοκόπησε άγρια τον Κρίστι.

Οι πρώτες δολοφονίες

Σύμφωνα με τις δικές του καταθέσεις ο Κρίστι διέπραξε την πρώτη δολοφονία στις 24 Αυγούστου 1943. Θύμα η 21χρονη Αυστριακή Ρουθ Φερστ, εργάτρια στον τομέα των πυρομαχικών η οποία εργαζόταν περιστασιακά ως πόρνη. Πήγαν στο σπίτι του, ενώ η σύζυγος του έλειπε σε επίσκεψη σε συγγενείς της. Ο Κρίστι στραγγάλισε την κοπέλα με ένα κομμάτι σχοινί και το επόμενο βράδυ έθαψε το πτώμα στον κήπο του σπιτιού.

Στα τέλη του 1943, παραιτήθηκε από τη θέση του έφεδρου αστυφύλακα και έπιασε δουλειά ως υπάλληλος σε ένα εργοστάσιο ραδιοφώνων στο Άκτον. Εκεί γνώρισε το δεύτερο θύμα του, τη συνάδελφό του Μίριελ Αμέλια Ίντι. Στις 7 Οκτωβρίου 1944, ο Κρίστι την κάλεσε στο διαμέρισμά του με την υπόσχεση ότι είχε παρασκευάσει ένα «ειδικό μείγμα» που θα μπορούσε να θεραπεύσει τη βρογχίτιδα της.

Έβαλε την Ίντι να εισπνεύσει το μείγμα από ένα βάζο με ένα σωληνάριο τοποθετημένο στην κορυφή. Στην πραγματικότητα, το μείγμα ήταν «Friar's Balsam» (ένα υγρό που χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή για δερματικές παθήσεις) διαλυμένο με νερό.

Ο Κρίστι το χρησιμοποιούσε για να καλύψει τη μυρωδιά του υγραερίου με το οποίο ήταν συνδεδεμένο το σωληνάκι. Εισπνέοντας το αέριο η Ίντι έχασε τις αισθήσεις της. Ο Κρίστι τη βίασε, τη στραγγάλισε και την έθαψε δίπλα στην Φιρστ.

Ο Τιμ Έβανς

Ο Τίμοθι Έβανς πέρασε μια πολύ δύσκολη παιδική ηλικία και ουσιαστικά ήταν αναλφάβητος. Τον Ιανουάριο του 1947 γνώρισε σε ραντεβού στα τυφλά την Μπέριλ Θόρλεϊ και παντρεύτηκαν τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Στις αρχές του 1948 μετακόμισαν στο διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου στην οδό Rillington Place 10 στο Νότινγκ Χιλ και στις 10 Οκτωβρίου γεννήθηκε η κόρη τους Τζεραλντίν.

Το ζευγάρι αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και οι καυγάδες ήταν συχνοί κι έντονοι. Το 1949 η Μπέριλ αποκάλυψε στον Τιμ ότι είναι και πάλι έγκυος. Δεδομένου ότι η οικογένεια αντιμετώπιζε ήδη οικονομικές δυσκολίες, αποφάσισε να κάνει έκτρωση. Μετά από κάποια αρχική απροθυμία, ο Έβανς συμφώνησε.

Η δολοφονία της Μπέριλ και της Τζεραλντίν

Όπως αποδεικνύεται από την έρευνα ο Έβανς μίλησε για το ζήτημα με τον Κρίστι ο οποίος τον έπεισε ότι ξέρει πώς να κάνει έκτρωση. Στις 8 Νοεμβρίου 1949 ο Έβανς έφυγε από το σπίτι και ο Κρίστι ανέβηκε στο διαμέρισμα για να κάνει την έκτρωση.

Χρησιμοποίησε και πάλι το κόλπο με το αέριο και αφού η Μπέριλ έχασε τις αισθήσεις του τη βίασε και την στραγγάλισε. Στη συνέχεια στραγγάλισε και την μόλις ενός έτους Τζεραλντίν.

Όταν ο Έβανς επέστρεψε στο σπίτι ο Κρίστι του είπε πως τα πράγματα δεν πήγαν καλά και η Μπέριλ πέθανε κατά την επέμβαση. Του είπε πώς πλέον έχουν μπλέξει και οι δύο και η καλύτερη λύση είναι να φύγει. Τον διαβεβαίωσε ότι θα φροντίσει αυτός για την τύχη της Τζεραλντίν και παράλληλα θα θάψει το πτώμα της Μπέριλ.

Σοκαρισμένος και τρομαγμένος ο Έβανς αποδέχθηκε την πρόταση του Κρίστι κι έφυγε. Επέστρεψε λίγες μέρες αργότερα για να δει την κόρη του αλλά ο Κρίστι του απάντησε πως δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.

Στις 30 Νοεμβρίου 1949 όμως πήγε στην αστυνομία και ενημέρωσε πως η σύζυγος του είχε πεθάνει. Αρχικά υποστήριξε ότι ένας άντρας του είχε δώσει κάποιο υγρό που θα προκαλέσει αποβολή. Το έδωσε στην Μπέριλ και αυτή πέθανε.

Στη συνέχεια όμως ομολόγησε τη συμφωνία που είχε κάνει με τον Κρίστι. Η αστυνομία πήγε στην κατοικία κι αρχικά βρήκε ένα ανθρώπινο μηριαίο οστό που είχε τοποθετηθεί στον φράχτη του κήπου ως στήριγμα. Δεν κρίθηκε ενδιαφέρον εύρημα…

Χρειάστηκε δεύτερη έρευνα, στις 2 Δεκεμβρίου, για να βρεθεί το σώμα της Μπέριλ Έβανς. Ήταν τυλιγμένο σε ένα τραπεζομάντιλο στο πλυσταριό στον πίσω κήπο. Η πρόσβαση στο κλειδωμένο πλυσταριό ήταν δυνατή μόνο με τη χρήση ενός μαχαιριού που κρατούσε η κυρία Κρίστι. Δίπλα στο σώμα της Μπέριλ (η οποία βρισκόταν στην 16η εβδομάδα κύησης ενός αγοριού) βρισκόταν αυτό της Τζεραλντίν. Και οι δύο είχαν στραγγαλιστεί.

Η ομολογία

Οι αρχές ουσιαστικά έμειναν σε αυτά τα ευρήματα. Δεν εξέτασαν τον κήπο όπου είχαν θαφτεί επιφανειακά δύο σώματα. Ούτε καν συνέδεσαν την υπόθεση με ένα κρανίο που βρέθηκε σε διπλανό σπίτι. Ανήκε στην Μίριελ Ίντι. Το είχε ξεθάψει ο σκύλος του Κρίστι και ο δολοφόνος το πέταξε στο διπλανό κτίριο που είχε βομβαρδιστεί.

Όταν ο Έβανς ενημερώθηκε και για τον θάνατο της κόρης του κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Υπό πίεση από τους ανακριτές και γεμάτος ενοχές ομολόγησε ότι σκότωσε την Μπέριλ κατά τη διάρκεια ενός καβγά για χρέη και ότι στραγγάλισε την Τζέραλντιν δύο ημέρες αργότερα.

Όπως αποδείχθηκε αργότερα η αστυνομία ουσιαστικά οδήγησε τον Έβανς στην ομολογία και του παρείχε τις λεπτομέρειες που ήταν αναγκαίες για να φαίνεται αξιόπιστη. Ακόμα και το κείμενο της απομαγνητοφώνησης ήταν επεξεργασμένο έτσι ώστε να υποστηρίζει το αφήγημα των αρχών.

Συνοπτική καταδίκη και εκτέλεση

Ο Έβανς δικάστηκε για τη δολοφονία της κόρης του στις 11 Ιανουαρίου 1950. Σύμφωνα με την τότε νομική πρακτική, η εισαγγελία προχώρησε μόνο με την κατηγορία της δολοφονίας της Τζεραλντίν. Η δολοφονία της Μπέριλ, για την οποία ο Έβανς εξακολουθούσε να κατηγορείται, δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Χρησιμοποιήθηκαν όμως στοιχεία που αποδεικνύουν ότι είχε δολοφονήσει την Μπέριλ με σκοπό την απόδειξη της ενοχής του για τον φόνο της κόρης του.

Ο Έβανς απέσυρε την ομολογία του κατά τη διάρκεια διαβουλεύσεων με τον δικηγόρο του και ισχυρίστηκε ότι ο Κρίστι ήταν υπεύθυνος για τις δολοφονίες. Παρόλο που ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από το δικαστήριο ως «φανταστικός»  και οι δικηγόροι του τον είχαν επίσης προειδοποιήσει ότι ήταν δύσκολο να αποδειχθεί, ο Έβανς διατήρησε αυτήν την υπεράσπιση μέχρι την εκτέλεσή του.

Ο Κρίστι και η σύζυγός του, Έθελ, ήταν βασικοί μάρτυρες της κατηγορίας κι έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην ετυμηγορία. Ο Κρίστι αρνήθηκε ότι είχε προσφερθεί να κάνει έκτρωση στο αγέννητο παιδί της Μπέριλ και έδωσε λεπτομερή στοιχεία για τους καβγάδες μεταξύ του Έβανς και της συζύγου του. Η υπεράσπιση προσπάθησε να αποδείξει ότι ο Κρίστι ήταν ο δολοφόνος, επισημαίνοντας το «πλούσιο» ποινικό του μητρώο στο οποίο υπήρχαν και επιθέσεις σε γυναίκες.

Το δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ο Κρίστι θα μπορούσε να είναι ο δράστης καθώς δεν υπήρχε κίνητρο και φαινόταν να είναι πλέον ένα σεβαστό άτομο.

Επίσης δύο κρίσιμοι μάρτυρες για την υπόθεση δεν κλήθηκαν ποτέ να καταθέσουν. Ήταν δύο εργάτες που ανακαίνιζαν το σπίτι. Είχαν αφήσει τα εργαλεία τους στο πλυσταριό και στις 11 Νοεμβρίου τα πήραν και καθάρισαν τα πάντα. Σύμφωνα με το αφήγημα της αστυνομίας ο Έβανς θα έπρεπε να έχει ήδη τοποθετήσει εκεί τα πτώματα της συζύγου και της κόρης. Τα πτώματα όμως δεν ήταν εκεί καθώς ο πραγματικός δολοφόνος τα είχε αφήσει στο άδειο διαμέρισμα του 1ου ορόφου και τα μετέφερε στο πλυσταριό αφού έφυγαν οι εργάτες.  

Δεν κλήθηκε επίσης και συνάδελφος του Κρίστι που είχε καταθέσει ότι πράγματι τον είχε ακούσει να λέει ότι ξέρει να κάνει εκτρώσεις και είχε βοηθήσει πολλές κοπέλες.

Η δίκη διήρκεσε μόνο τρεις ημέρες και πολλά βασικά στοιχεία παραλείφθηκαν ή δεν παρουσιάστηκαν ποτέ στους ενόρκους. Μέσα σε 40 λεπτά οι ένορκοι έκριναν ένοχο τον Έβανς στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου.  Απαγχονίστηκε στις 9 Μαρτίου 1950 σε ηλικία 25 ετών.

Οι δολοφονίες συνεχίζονται

Μετά την εκτέλεση του Έβανς ο Κρίστι συνέχισε κανονικά τη ζωή και τη δράση του. Επόμενο θύμα του η ίδια η σύζυγος του. Το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου 1952, στραγγάλισε την Έθελ στο κρεβάτι. Στη συνέχεια επινόησε αρκετές ιστορίες για να εξηγήσει την εξαφάνισή της. Απαντώντας σε μια επιστολή συγγενών στο Σέφιλντ, έγραψε ότι η Έθελ είχε ρευματισμούς και δεν μπορούσε να γράψει η ίδια. Σε έναν γείτονα, εξήγησε ότι είχε πάει τους συγγενείς της στο Σέφιλντ. Σε έναν άλλο, είπε ότι είχε πάει στο Μπέρμιγχαμ. Άνεργος πλέον ζούσε με το επίδομα και πωλούσε τα αντικείμενα που ανήκαν στη σύζυγο του.

Η δολοφονική του μανία εντάθηκε και μεταξύ 19 Ιανουαρίου και 6 Μαρτίου 1953 δολοφόνησε τρεις ακόμη γυναίκες: την Κάθλιν Μαλόνι, τη Ρίτα Νέλσον και την Εκτορίνα ΜακΛίναν.

Η Μαλόνι ήταν ιερόδουλη από την περιοχή Λάντμπροκ Γκρόουβ. Η Νέλσον ήταν από το Μπέλφαστ και επισκεπτόταν την αδερφή της στο Λάντμπροκ Γκρόουβ. Ήταν έξι μηνών έγκυος όταν συνάντησε τον Κρίστι. Την ΜακΛίναν τη συνάντησε μαζί με τον σύντροφο της, Άλεξ Μπέικερ, σε ένα καφέ. Οι τρεις τους συναντήθηκαν αρκετές φορές και επέτρεψε στο ζευγάρι να μείνει για λίγο στο σπίτι του.

Κάποια στιγμή συνάντησε μόνη της τη ΜακΛίν στον δρόμο και την έπεισε να πάνε στο διαμέρισμά του, όπου τη δολοφόνησε. Στον Μπέικερ είπε ότι δεν είχε δει τη σύντροφο του.

Αργότερα έπεισε την Μπέικερ, η οποία ήρθε στην οδό Ρίλινγκτον Πλέις αναζητώντας την ΜακΛέναν, ότι δεν την είχε δει. Μάλιστα μέσα στις επόμενες μέρες τον ρωτούσε τακτικά αν είχε νέα από την ΜακΛιν και προσφέρθηκε να βοηθήσει τον Μπέικερ να την αναζητήσει.

Και στις τρεις δολοφονίες των τελευταίων του θυμάτων ο Κρίστι είχε χρησιμοποιήσει υγραέριο. Όταν οι γυναίκες ήταν ημιλιπόθυμες τις βίασε και στραγγάλισε με ένα κομμάτι σχοινιού. Τα τρία πτώματα τα τύλιξε με κουβέρτες και τα έκρυψε σε μια εσοχή πίσω από τον τοίχο της κουζίνας. Έκλεισε την εσοχή με ταπετσαρία.

Η σύλληψη

Ο Κρίστι μετακόμισε στις 20 Μαρτίου 1953, αφού υπενοικίασε το διαμέρισμά του σε ένα ζευγάρι. Ο ιδιοκτήτης επισκέφθηκε το ίδιο βράδυ το σπίτι και βρίσκοντας εκεί το άγνωστο ζευγάρι απαίτησε να φύγουν άμεσα. Λίγο μετά επέτρεψε στον ενοικιαστή του διαμερίσματος του τελευταίου ορόφου, τον Μπέρεσφορντ Μπράουν, να χρησιμοποιήσει την κουζίνα του Κρίστι. Στις 24 Μαρτίου 1953, ο Μπράουν ανακάλυψε την εσοχή της κουζίνας. Ξεκολλώντας την ταπετσαρία είδε τα σώματα των Μαλόνεϊ, Νέλσον και ΜακΛέναν και ενημέρωσε την αστυνομία.

Ο δολοφόνος νοίκιασε ένα δωμάτιο με το πραγματικό του όνομα αλλά όταν αποκαλύφθηκαν τα πτώματα άρχισε να περιπλανιέται στο Λονδίνο. Στις 28 Μαρτίου 1953 ένας αστυνομικός τον πλησίασε και του ζήτησε τα στοιχεία του. Τον συνέλαβε και ανάμεσα στα προσωπικά του αντικείμενα βρήκε ένα παλιό απόκομμα εφημερίδας για την κράτηση του Τιμ Έβανς.

Το τέλος του πραγματικού δολοφόνου

Κάνοντας πλέον ενδελεχή έρευνα στο σπίτι οι αρχές βρήκαν και τους σκελετούς στον κήπο. Μέσα στους επόμενους μήνες ο Κρίστι ομολόγησε τα πάντα. Η συνειδητοποίηση ότι ένας αθώος είχε εκτελεστεί προκάλεσε τεράστιο σοκ στη Βρετανία.

Ο Κρίστι δικάστηκε μόνο για τη δολοφονία της συζύγου του Έθελ και ο δικηγόρος του δήλωσε ότι πελάτης του είναι παρανοϊκός. Το δικαστήριο δεν πείστηκε και μέσα σε 85 λεπτά κρίθηκε ένοχος. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε δια απαγχονισμού στις 9:00 π.μ. στις 15 Ιουλίου 1953, Ο δήμιός του ήταν ο Άλμπερτ Πιερπόιντ , ο οποίος είχε απαγχονίσει τον Έβανς. Πριν την εκτέλεση του ο Κρίστι παραπονέθηκε ότι τον έτρωγε η μύτη του. Ο Πιερπόιντ τον διαβεβαίωσε ότι «δεν θα σε ενοχλήσει για πολύ».

Επίλογος

Τον Οκτώβριο του 1966 δόθηκε, μετά θάνατον, βασιλική χάρη στον Τιμ Έβανς. Έναν χρόνο πριν τα λείψανα του μεταφέρθηκαν από το κοιμητήριο της φυλακής Πέντοβιλ στο Ρωμαιοκαθολικό Κοιμητήριο του Αγίου Πατρικίου στο Λέιτονστοουν , στο Λονδίνο. Η κατακραυγή για την υπόθεση Έβανς συνέβαλε στην αναστολή (1965) και στη συνέχεια στην κατάργηση (1969) της θανατικής ποινής στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Τον Ιανουάριο του 2003, το Υπουργείο Εσωτερικών επιδίκασε στην ετεροθαλή αδελφή του Έβανς, Μαίρη Γουέστλεϊκ, και στην αδελφή του, Αϊλίν Άσμπι, χαριστικές αποζημιώσεις για την δικαστική πλάνη στη δίκη.

Ακολουθεί η εξαιρετική ταινία «10 Rillington Place» (1971) που παρουσιάζει με ακρίβεια την υπόθεση: