Πώς ένα εγκαταλελειμμένο ογκολογικό κέντρο και δύο άντρες που έψαχναν για σίδερα οδήγησαν σε μια τεράστια καταστροφή
Στον Γκοϊάνια της Βραζιλίας το 1987 μια σειρά γεγονότων οδήγησε σε μια απίστευτη τραγωδία. Ένα ογκολογικό κέντρο που εγκαταλείφθηκε και, λόγω γραφειοκρατίας, δεν άδειασε, δύο άντρες που αναζητούσαν σίδερα κι αντικείμενα για να πουλήσουν και η… μπλε σκόνη οδήγησαν σε μια από τις σοβαρότερες ραδιολογικές κρίσεις παγκοσμίως.
Το εγκαταλελειμμένο
νοσοκομείο
Το Instituto Goiano de Radioterapia (IGR) δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1970
και για αρκετά χρόνια αποτέλεσε ένα από τα ελάχιστα κέντρα ακτινοθεραπείας στη περιοχή
Γκόιας. Η λειτουργία του βασιζόταν σε συσκευές παλαιότερης τεχνολογίας, ανάμεσά
τους και μια μονάδα ακτινοθεραπείας κατασκευασμένη από την αμερικανική εταιρεία
Radiation Dynamics Inc. Η συσκευή αυτή προοριζόταν για στοχευμένη ακτινοβόληση
καρκινικών όγκων και έπρεπε να χρησιμοποιείται με αυστηρά πρωτόκολλα. Περιείχε καίσιο-137
(Cs-137) ένα ραδιενεργό ισότοπο του καισίου. Είναι από τα προβληματικότερα
προϊόντα σχάσης βραχείας-μέσης ημιζωής, επειδή μεταφέρεται εύκολα στην φύση
λόγω της μεγάλης διαλυτότητας των αλάτων του στο νερό, που αποτελούν και την
συνηθέστερή του χημική ένωση.
Το 1985, το
κέντρο σταμάτησε τη λειτουργία του λόγω οικονομικών διαφορών μεταξύ των δύο
ιδιοκτητών, μια δικαστική διαμάχη που οδήγησε στην εγκατάλειψη του εξοπλισμού.
Παρότι το νοσοκομείο διέθετε πηγή ραδιενέργειας, καμία κρατική υπηρεσία δεν
ανέλαβε την ευθύνη να διασφαλίσει ότι ο χώρος παρέμενε ασφαλής. Η Comissão Nacional de Energia Nuclear (CNEN), η αρμόδια ομοσπονδιακή υπηρεσία
της Βραζιλίας, είχε λάβει ειδοποίηση για το κλείσιμο, αλλά η απομάκρυνση της
συσκευής δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Στο διάστημα
που ακολούθησε, το κτίριο έμεινε χωρίς φύλαξη. Τα παράθυρα θρυμματίστηκαν, οι
πόρτες έμειναν ανοιχτές και η περιοχή γύρω από το πρώην θεραπευτικό κέντρο
μετατράπηκε σε άτυπο πέρασμα για κατοίκους της γειτονιάς. Ο εξοπλισμός
ακτινοθεραπείας, συμπεριλαμβανομένης της συσκευής παρέμεινε στο ίδιο σημείο,
παρότι από το 1986 υπήρχαν επίσημα έγγραφα που ανέφεραν ότι το μηχάνημα έπρεπε
να αποσυναρμολογηθεί.
Η
εγκατάλειψη δεν ήταν αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας αμέλειας, αλλά μιας μακράς
σύγκρουσης αρμοδιοτήτων. Το νοσοκομείο και ο εξοπλισμός ανήκαν σε ιδιώτες, η CNEN είχε εποπτικό ρόλο αλλά όχι άμεση
πρόσβαση στον χώρο λόγω της δικαστικής διαμάχης, ενώ η τοπική κυβέρνηση δεν
είχε τη θεσμική εξουσία να παρέμβει. Σε αυτό το θεσμικό κενό, η συσκευή
παρέμεινε ακριβώς εκεί όπου δεν έπρεπε να βρίσκεται: εκτεθειμένη, αφύλαχτη και
προσβάσιμη σε οποιονδήποτε.
Την άνοιξη
του 1987, μέλη της κοινότητας είχαν ήδη μπει στο κτίριο αρκετές φορές για να
συλλέξουν μέταλλα και οικοδομικά υλικά. Η παρουσία παλιοσίδερων, και κυρίως
βαρέων μηχανημάτων, είχε τραβήξει την προσοχή των κατοίκων που ζούσαν από την
ανακύκλωση μετάλλων. Η περιοχή γύρω από το νοσοκομείο ήταν μια από τις
φτωχότερες της Γκοϊάνια και η συλλογή
παλαιών αντικειμένων αποτελούσε συχνή πηγή εισοδήματος.
Μέσα σε
αυτές τις συνθήκες, την Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 1987, δύο άνδρες θα αποφάσιζαν να
αφαιρέσουν τη συσκευή ακτινοθεραπείας από το εγκαταλελειμμένο νοσοκομείο, χωρίς
να γνωρίζουν ότι ξεκινούσαν μια αλυσίδα γεγονότων που θα οδηγούσε σε μια
καταστροφή με διεθνείς διαστάσεις.
Η κλοπή
της συσκευής
Το πρωί της
13ης Σεπτεμβρίου 1987, δύο άνδρες από τη γειτονιά, ο Ρόμπερτο ντος Σαντος Άλβες
και ο Βάγκνερ Μότα Περέιρα, μπήκαν στον χώρο του εγκαταλελειμμένου Instituto Goiano de Radioterapia. Και οι δύο ζούσαν από τη συλλογή
σκραπ μετάλλων
Εντόπισαν τη
συσκευή ακτινοθεραπείας (βασική φωτό) και θεώρησαν ότι θα είχε αξία λόγω βάρους και
υλικών. Τη μετέφεραν έξω από το κτίριο με αυτοσχέδια μέσα και, χρησιμοποιώντας
καρότσι χειρός, τη μετέφεραν στο σπίτι του Άλβες.
Το ίδιο
βράδυ ο Άλβες ξεκίνησε την προσπάθεια να διαλύσει τη συσκευή για να αποσπάσει
μέταλλα που θα μπορούσε να πουλήσει. Χρησιμοποιώντας σφυρί και κατσαβίδι,
κατάφερε να αφαιρέσει ορισμένα εξωτερικά μέρη. Κανένα σημείο δεν υποδήλωνε ότι
στο εσωτερικό της συσκευής υπήρχε ραδιενεργό υλικό, καθώς η προειδοποιητική
σήμανση είχε φθαρεί ή αποκολληθεί.
Στις
επόμενες δύο ημέρες, οι προσπάθειές τους συνεχίστηκαν και τα πρώτα συμπτώματα δεν
άργησαν να εμφανιστούν. Ο Άλβες ανέφερε αδιάκοπο εμετό, διάρροια και πρησμένα
χέρια, συμπτώματα κλασικής οξείας
έκθεσης σε ακτινοβολία, που όμως παρερμηνεύτηκαν ως ιογενής λοίμωξη ή τροφική
δηλητηρίαση. Ο Βάγκνερ εμφάνισε παρόμοια σημάδια και απέδωσε την αδιαθεσία του
στη ζέστη και στην κόπωση.
Στις 16
Σεπτεμβρίου, ο Άλβες μετέφερε τη διαλυμένς πλέον συσκευή, στη μάντρα του
γαμπρού του, Ντεβαΐρ Άλβες Φερέιρα, ενός τοπικού εμπόρου μετάλλων. Ο Φερέιρα
παρατήρησε κάτι που του τράβηξε την προσοχή. Από το σημείο όπου ο Άλβες είχε
καταφέρει να ανοίξει μια μικρή οπή, έβγαινε μια λαμπερή μπλε σκόνη, η οποία
φωσφόριζε στο σκοτάδι. Η πληροφορία θα εξαπλωνόταν γρήγορα στη γειτονιά και
μέσα σε λίγες ημέρες θα οδηγούσε στη μαζικότερη ραδιολογική μόλυνση που έχει
καταγραφεί ποτέ σε αστικό περιβάλλον.
Η θανατηφόρα
μπλε σκόνη
Γοητευμένος
από την… μαγική μπλε σκόνη που λάμπει ο Φερέιρα άρχισε να δείχνει το
υλικό σε συγγενείς και φίλους. Έδειξε την ανακάλυψη στη σύζυγό του, Μαρία
Γκαμπριέλα, και τη μοίρασε επίσης σε οικογένεια και φίλους. Ο αδελφός του
Ντεβάιρ, Ίβο Φερέιρα, πήγε λίγο καίσιο στην κόρη του, Λέιντε ντας Νέβες, η
οποία άγγιξε την ουσία και κατάπιε σωματίδια καισίου μαζί με ένα βραστό αυγό
που είχε ετοιμάσει η μητέρα της για δείπνο. Ένας άλλος αδελφός του Ντεβάιρ είχε
επίσης άμεση επαφή με την ουσία. Η σύνθεση του καισίου το κάνει να προσκολλάται
εύκολα στα ρούχα, το δέρμα και σκεύη. Μεταξύ 19 και 26 Σεπτεμβρίου, ο Ντεβέρ
έδειξε την κάψουλα σε αρκετούς ανθρώπους που περνούσαν από την μάντρα του.
Λίγες ώρες
μετά την έκθεση στο ραδιενεργό υλικό, οι προσβεβλημένοι άρχισαν να εμφανίζουν
συμπτώματα: ναυτία ακολουθούμενη από ζάλη, έμετο και διάρροια. Οι γιατροί
θεώρησαν αρχικά ότι πρόκειται για κάποια ίωση ή τροφική δηλητηρίαση.
Η Μαρία
Γκαμπριέλα υποψιαζόταν ότι η σκόνη που εξέπεμπε μια μπλε λάμψη ήταν υπεύθυνη
για τα συμπτώματα που εμφανίζονταν στην οικογένειά της. Αυτή και ένας υπάλληλος
της μάντρας μετέφεραν την κάψουλα καισίου στην Επιτήρηση Υγείας , όπου
παρέμεινε εγκαταλελειμμένη σε μια καρέκλα για δύο ακόμη ημέρες. Κατά τη
διάρκεια της συνέντευξης με τους γιατρούς, η σύζυγος του ιδιοκτήτη της μάντρας
ανέφερε στο ιατρικό συμβούλιο ότι ο εμετός και η διάρροια άρχισαν αφού ο
σύζυγός της αποσυναρμολόγησε αυτή την «περίεργη συσκευή».
Οι
θάνατοι
Από την
έκθεση στη ραδιενέργεια πέθαναν άμεσα τέσσερα άτομα. Η 6χρονη Λέιντε πέθανε στις
23 Οκτωβρίου 1987 από σηψαιμία και γενικευμένη λοίμωξη. Τάφηκε σε ένα κοινό
νεκροταφείο στη Γκοϊάνια, σε ένα ειδικό φέρετρο από υαλοβάμβακα με επένδυση
μολύβδου για την πρόληψη της εξάπλωσης της ακτινοβολίας. Περισσότεροι από 2.000
άνθρωποι, φοβούμενοι ότι το πτώμα της θα μόλυνε ολόκληρη την περιοχή,
προσπάθησαν να αποτρέψουν την ταφή της χρησιμοποιώντας πέτρες και τούβλα για να
μπλοκάρουν τον δρόμο του νεκροταφείου. Τελικά η Λέιντε θάφτηκε σε σφραγισμένο
μολύβδινο φέρετρο, το οποίο ανυψώθηκε με γερανό, λόγω των υψηλών επιπέδων
ραδιενέργειας και για να περιοριστεί η ραδιενέργειά του.
Η 37χρονη Μαρία
Γκαμπριέλα Φερέιρα, σύζυγος του ιδιοκτήτη μάντρας Ντεβάιρ Φερέιρα, αρρώστησε
περίπου τρεις ημέρες αφότου ήρθε σε επαφή με την ουσία. Η υγεία της
επιδεινώθηκε και εμφάνισε εσωτερική αιμορραγία, κυρίως στα άκρα, τα μάτια και
το πεπτικό της σύστημα, καθώς και τριχόπτωση. Πέθανε στις 23 Οκτωβρίου 1987,
περίπου ένα μήνα μετά την έκθεση.
Ο Ισραέλ
Μπαπτίστα ντος Σάντος (22 ετών), ήταν υπάλληλος της Ντεβαΐρ Φερέιρα, και δούλεψε
με τη συσκευή. Εμφάνισε σοβαρή αναπνευστική νόσο και λεμφικές επιπλοκές. Νοσηλεύτηκε
και πέθανε στις 27 Οκτωβρίου 1987.
Τέλος ο
18χρονος Αντμιλσον Άλβες ντε Σόουζα, επίσης υπάλληλος του Φερέιρα, υπέστη
πνευμονική κάκωση, εσωτερική αιμορραγία και καρδιακή βλάβη. Πέθανε στις 28
Οκτωβρίου 1987.
Ο Ντεβάιρ
Άλβες Φερέιρα, ιδιοκτήτης της μάντρας, επέζησε με σοβαρές επιπλοκές. Νιώθοντας
ενοχές για το άνοιγμα της κάψουλας, έγινε αλκοολικός και προσβλήθηκε από
καρκίνο που προκλήθηκε από την ακτινοβολία πεθαίνοντας 7 χρόνια αργότερα, το
1994.
Ο Σύνδεσμος
Θυμάτων Καισίου 137 δηλώνει ότι μέχρι το έτος 2012, όταν πέρασαν 25 χρόνια από
το ατύχημα, περίπου 104 άνθρωποι πέθαναν λόγω μόλυνσης, και περίπου 1.600
επηρεάστηκαν άμεσα.
Προσπάθεια
συγκάλυψης και στιγματισμός
Ο φυσικός Βάλτερ
Μέντεζ Φερέιρα, ο οποίος αργότερα θα γινόταν μέλος της ομάδας της Εθνικής
Επιτροπής Πυρηνικής Ενέργειας (CNEN), ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε ότι επρόκειτο για
ραδιολογικό ατύχημα.
Η κυβέρνηση
εκείνη την εποχή προσπάθησε να υποβαθμίσει το ατύχημα αποκρύπτοντας πληροφορίες
και υποστηρίζοντας αρχικά ότι επρόκειτο απλώς για διαρροή αερίου. Εκείνη την
περίοδο η Γκοϊάνια φιλοξενούσε το Διεθνές Γκραν Πρι Μοτοσικλέτας στην πίστα «Άιρτον
Σένα» και ο κυβερνήτης της πολιτείας δεν ήθελε να δημιουργηθεί πανικός στους επισκέπτες.
Μετά το
ατύχημα, οι κάτοικοι προσπάθησαν να πουλήσουν τα σπίτια τους και να
εγκαταλείψουν την περιοχή, η οποία είχε υποβαθμιστεί. Για μεγάλο διάστημα ο
τοπικός πληθυσμός είχε δυσκολία στην πρόσβαση σε υπηρεσίας, εκπαίδευση και
ταξίδια λόγω του φόβου ότι η ακτινοβολία ήταν μεταδοτική. Υπήρξε επίσης
σημαντική μείωση στον αριθμό των εμπορικών εγκαταστάσεων στην περιοχή.
Το ατύχημα έχει
πλέον ξεχαστεί και η περιοχή έχει ανακτήσει την αξία της. Κάτοικοι όμως παραμένουν
μολυσμένοι με ραδιενέργεια και αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.
-modified.jpg)