«Πέθανε», για να μην τον σκοτώσει η γυναίκα του



Η απίστευτη ιστορία ενός άντρα που σχεδίασε την δολοφονία του για να αποδείξει ότι η γυναίκα του τον θέλει νεκρό

Ένας άντρας κείτεται στον πάτο ενός λάκκου. Είναι ένας τάφος που μόλις τον έχουν σκάψει. Στον κρόταφό του το αίμα χύνεται από μια φρέσκια πληγή. Το κεφάλι του έχει γύρει στο πλάι με κλειστά τα μάτια. Είναι ημίγυμνος με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του. Το δέρμα του έχει γίνει ήδη χλωμό. Είναι ο Ραμόν Σόσα. Και είναι πιο ζωντανός από ποτέ.

Το «κλικ» του ζωντανού νεκρού

Οι ντεντέκτιβ από την επαρχεία του Μοντγκόμερι στο Τέξας φωτογραφίζουν τον άνθρωπο που βρίσκεται στον αυτοσχέδιο τάφο και φροντίζουν να πάρουν ένα καθαρό πλάνο του. Ξέρουν ποιος είναι. Είναι ο Ραμόν Σόσα, ένας γνωστός προπονητής νεαρών αθλητών του μποξ με καταγωγή από το Πουέρτο Ρίκο και ιδιοκτήτης ενός γυμναστήριου που έχει έσοδα 20.000 δολάρια κάθε μήνα. Είναι ακόμα ιδρυτής της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Young Prospects Boxing, στην οποία εντάσσονται νεαρά παιδιά που θέλουν να αθληθούν και να κάνουν καριέρα στο μποξ για να ξεφύγουν από μια ζωή μέσα στη συμμορίες και την εγκληματικότητα. Ο Σόσα θα ήταν προφανής στόχος για τις συμμορίες που τους «χαλάει» τη δουλειά. Όταν οι αστυνομικοί τελειώνουν με τις φωτογραφίες λένε: «Κύριε Σόσα τελειώσαμε». Ο νεκρός ανοίγει τα μάτια του, τινάζει τα χώματα από το κορμί του και σηκώνεται όρθιος. Η υπόθεση της δολοφονίας του έχει σχεδόν φτάσει στο τέλος της.

Η γυναίκα

Ήταν 2007 όταν ο Ραμόν συνάντησε την Μαρία ντε Λούρντες Ντοράντες ή Λούλου, όπως την φώναζαν όλοι. Σε ένα λάτιν μπαρ στην περιοχή Γουντλαντς στο Χιούστον του Τέξας την είδε για πρώτη φορά.

«Την είδα αμέσως μόλις μπήκα μέσα. Ήταν στην πίστα και χόρευε σάλσα και αμέσως σκέφτηκα: “Θεέ μου, τι όμορφη γυναίκα!”», θυμάται ο ίδιος. Ήταν ψηλή και αδύνατη με μακριά μαύρα μαλλιά και υπέροχες καμπύλες. Ο Ραμόν, που δούλευε σε μια ναυτιλιακή εταιρεία και το βράδυ προπονούσε νεαρούς αθλητές, φορούσε ένα πουλόβερ Versace και το πιο ακριβό του ρολόι και έπινε την μπύρα του θαυμάζοντας την γυναίκα που χόρευε στην πίστα. Όταν όμως αυτή πέρασε από μπροστά του τού πάτησε κατά λάθος το πόδι και του ζήτησε αμέσως συγγνώμη ρωτώντας τον τι μπορεί να κάνει για να τον βοηθήσει. Αυτός της ζήτησε να χορέψουν κι έτσι ξεκίνησαν όλα.


Οι δυο τους έγιναν γρήγορα ζευγάρι και δύο χρόνια μετά παντρεύτηκαν. Η Λούλου είχε φτάσει στο Γούντλαντς με ένα κύμα μεταναστών από το Τέξας. Είχε μπει με τουριστική βίζα, η οποία είχε πλέον λήξει και για να ζήσει εργαζόταν παράνομα καθαρίζοντας σπίτια και κάνοντας μασάζ. Όταν όμως ο Ραμόν μπήκε στη ζωή της όλα άλλαξαν.

«Νομίζω ότι αυτή η γυναίκα με αιχμαλώτισε. Με φρόντιζε, μου έκανε μασάζ και αν έπινα ένα ποτό δεν προλάβαινε να τελειώσει και μου έφερνε καινούργιο. Μου σέρβιρε το φαγητό. Ήταν εκπληκτικό το πώς με πρόσεχε», λέει ο ίδιος.

Ενάμιση χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Ραμόν έγινε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου καθώς έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Μαζί με την αγαπημένη του Λούλου άνοιξαν το γυμναστήριο Woodlands Boxing and Fitness. Γρήγορα οι πελάτες του έφτασαν τους 200.

«Μιλάμε για 18 με 20 χιλιάδες δολάρια το μήνα. Αγοράσαμε ένα υπέροχο διώροφο σπίτι, μηχανές και αυτοκίνητα. Η Λούλου ήθελε πάντα να ντύνεται όμορφα. Της άρεσε να μπαίνει σε ένα μαγαζί και να τα παίρνει όλα. Χαλούσαμε λεφτά και ήταν πολύ ωραία», λέει ο Ραμόν.

Την ίδια στιγμή, ο Ραμόν έκανε ό,τι μπορούσε για να αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα όχι μόνο η Λούλου αλλά και η μητέρα της και τα δύο έφηβα παιδιά της. Ύστερα από τρία χρόνια τα κατάφερε, αλλά λίγο μετά οι πρώτες ρωγμές άρχισαν να εμφανίζονται στη σχέση τους. Μάλιστα σε ένα ταξίδι τους στο Πουέρτο Ρίκο οι δυο τους τσακώθηκαν και η Λούλου πήρε τηλέφωνο στην ρεσεψιόν του ξενοδοχείου καταγγέλλοντας τον Ραμόν ότι την ξυλοκόπησε. Η ασφάλεια ήρθε αμέσως στο δωμάτιο, ωστόσο η Λούλου δεν μπόρεσε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της.

Τελικά, τον Μάρτιο του 2015 η Λούλου κατέθεσε αίτηση διαζυγίου. «Τα ήθελε όλα. Ήθελε να φύγω εγώ και να τα κρατήσει όλα αυτή. Εγώ της είπα ότι εφόσον ήθελε διαζύγιο θα το κάναμε σωστά και θα τα χωρίζαμε όλα στη μέση. Αλλά όχι, αυτή τα ήθελε όλα και τότε τα πράγματα έγιναν δύσκολα», λέει ο Ραμόν.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η Λούλου επικοινώνησε με τους χορηγούς της μη κερδοσκοπικής του οργάνωσης και τον κατηγόρησε ότι κλέβει τα χρήματα των δωρεών. Αυτοί σταμάτησαν τη χρηματοδότηση και οι  Young Prospects αναγκάστηκαν να σταματήσουν. Ακόμα, έλεγε σε όλους –συγγενείς και πελάτες του γυμναστηρίου- ότι ο Ραμόν την κακοποιεί. Η αστυνομία ανέλαβε την έρευνα και για τις δύο υποθέσεις και δεν μπόρεσαν να βρουν στοιχεία ούτε για κατάχρηση χρημάτων ούτε για την κακοποίηση της Λούλου.

Η Λούλου είχε χάσει, όμως δεν ήταν από τους ανθρώπους που δέχονται την ήττα τους εύκολα.

Ο φίλος

Δυο χρόνια πριν η Λούλου μπει στη ζωή του, ο Ραμόν συναντήθηκε με τον Μούντο. Μια μέρα του 2005, ο νεαρός Μούντο μπήκε στο μικρό χώρο που νοίκιαζε ο Ραμον για να προπονεί τους επίδοξους μποξέρ του. Ο Μούντο λίγο καιρό πριν είχε αποφυλακιστεί ύστερα από 14 μήνες στη φυλακή για βίαιη επίθεση. Ήταν από τα 12 του σε συμμορίες και είχε πυροβοληθεί ήδη έξι φορές πριν μπει στη φυλακή. Όταν αποφυλακίστηκε η μελλοντική του γυναίκα του έθεσε τελεσίγραφο: θα επέλεγε τις συμμορίες ή αυτήν. Ο Μούντο επέλεξε τη γυναίκα του και μετακόμισαν σε μια άλλη περιοχή του Χιούστον, στο Γουντλαντς, κοντά στο μικρό γυμναστήριο του Ραμόν.

Αμέσως ενθουσιάστηκε από τον τρόπο που δίδασκε ο Ραμόν το μποξ, ήταν ο «πορτορικανικός» τρόπος, όπως λέει.

Ο Ραμόν είχε ξεκινήσει από τα 17 του να ασχολείται με το μποξ επαγγελματικά, είχε ταξιδέψει στο Νιου Τζέρσεϊ και στο Λας Βέγκας για να αγωνιστεί, είχε συμμετάσχει σε πάρτι στην έπαυλη του Playboy ποζάροντας δίπλα στον Χιου Χέφνερ και τον Μάικ Τάισον. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτό που ήθελε. Αυτό που τον έλκυε ήταν να προπονεί και να δημιουργεί καινούργια ταλέντα. Ο Ραμόν έκανε αυτή τη δουλειά ήδη 20 χρόνια όταν ο Μούντο μπήκε εκείνη την ημέρα στο γυμναστήριό του.

«Μου είπε ότι δεν ήθελε να μάθει να παλεύει, ήθελε να μάθει να παίζει μποξ», λέει ο Ραμόν για τον Μούντο. Αμέσως οι δύο άντρες ήρθαν πολύ κοντά και ο Ραμόν έγινε η πρώτη πατρική φιγούρα που είχε ποτέ στη ζωή του ο Μούντο.

«Μου έθεσε κανόνες. Ανέλαβε να με ελέγχει, ενώ δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει. Σήμαινε πολλά αυτό για μένα», θυμάται ο Μούντο, ο οποίος δεν έκρυψε από τον Ραμόν όλα τα προβλήματα που είχε με το νόμο και τη ζωή του στις συμμορίες.

Η ζωή του Μούντο στις συμμορίες ήταν πλέον παρελθόν χάρη και στον Ραμόν και ο προπονητής του εμπνεόμενος από την ιστορία του θα δημιουργούσε μετά την μη κερδοσκοπική οργάνωση Young Prospects Boxing, για να σώσει παιδιά όπως ο Μούντο από τις συμμορίες διά μέσου του αθλητισμού.

Η γυναίκα και ο φίλος

Ο Μούντο ήταν ήδη στη ζωή του Ραμόν όταν δύο χρόνια μετά η Λούλου μπήκε στη ζωή και των δύο.
«Ο Ραμόν ήταν σαν πατέρας μου και η Λούλου σαν μια πολύ καλή φίλη», λέει ο Μούντο και όσο κι αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να μείνει εκτός της κατάστασης που δημιουργήθηκε όταν η σχέση του ζευγαριού έφτασε σε οριακό σημείο.

Μια ζεστή βραδιά του Ιουνίου, τρεις μήνες αφού η Λούλου υπέβαλλε την αίτηση διαζυγίου, ο Μούντο μπήκε στο γυμναστήριο και την βρήκε μαζί με την έφηβη κόρη της να μιλούν στο γραφείο της.

«Συζητούσαν για κάποιο παιδί από το γυμναστήριο του οποίου ο θείος ήταν κάποιου είδους δολοφόνος στο Μεξικό. Έλεγαν ότι τεμάχιζε πτώματα. Όταν μπήκα άκουσα την Λούλου να αναρωτιέται αν θα μπορούσε να τις βοηθήσει με το “πρόβλημά μας”», θυμάται ο Μούντο. Αμέσως κατάλαβε ότι το «πρόβλημα» ήταν ο Ραμόν και ο Μούντο την ώθησε να μοιραστεί μαζί του αυτό που την απασχολούσε. Η Λούλου απέφυγε να το συζητήσει μαζί του, ωστόσο το επόμενο πρωί του ανοίχτηκε.

«Είμαι κουρασμένη και απογοητευμένη. Εύχομαι απλώς να έφευγε. Εύχομαι να έρχονταν οι αστυνομικοί και να τον μάζευαν. Κάποιος να τον έκανε να εξαφανιστεί», του είπε η Λούλου και όταν ο Μούντο τη ρώτησε τι εννοούσε με το «να εξαφανιστεί» κάνοντας παράλληλα με τα χέρια του το σχήμα ενός όπλου αυτή απλώς απάντησε: «Ναι».

Ο Μούντο βγαίνει να προπονηθεί όμως το μυαλό του είναι τελείως αποσυντονισμένο. Σκέφτεται. Επιστρέφει στο γραφείο και της λέει: «Ίσως ξέρω κάποιον».

Της μίλησε για τον Πάκο και τον Τζονι Μπόι. Της είπε ότι οι δυο τους ήταν στην παλιά του συμμορία και ήταν ιδιαίτερα αξιοσέβαστοι και «αποτελεσματικοί». Της είπε ακόμα ότι ο Πάκο ήταν τόσο διάσημος που είχαν κάνει τοιχογραφία το πρόσωπό του σε ένα κτίριο δύο  ορόφων στη γειτονιά τους. Ο Μούντο έφερε σε επαφή την Λούλου με τον Πάκο μέσα από μηνύματα στο κινητό και η Λούλου υποσχέθηκε ότι θα τους έδινε 1.000 δολάρια και το φορτηγάκι του Ραμόν, για να τον εξαφανίσουν από τη ζωή της. Λίγο πριν από την 4η Ιουλίου η Λούλου έδωσε στον Μούντο 100 δολάρια, ώστε να τα δώσει στον δολοφόνο για να αγοράσει το όπλο της εκτέλεσης. Το ραντεβού θανάτου είχε στηθεί.

Το σχέδιο

Το μόνο που δεν είπε ο Μούντο στην Λούλου ήταν ότι δεν υπήρχε κανένας Πάκο και Τζόνι Μπόι. Στην πραγματικότητα ο Πάκο ήταν ο βασικός χαρακτήρας από την ταινία του 1993 Blood In Blood Out (Δεσμοί Αίματος), τον οποίο υποδυόταν ο Μπέντζαμιν Μπρατ. Ο Πάκο στην ταινία ήταν ένας από τους τρεις Μεξικάνους μιας συμμορίας στο Λος Άντζελες, ένας εγκληματίας τόσο σκληρός που όλοι τον φοβούνταν και μάλιστα κάποιος έκανε μια τοιχογραφία με το πρόσωπό του. Στο τέλος, αποδεικνύεται ότι ο Πάκο είναι μυστικός αστυνομικός. Ο Μούντο ήθελε να της στείλει ένα κωδικοποιημένο μήνυμα, αλλά η Λούλου μάλλον δεν ήταν κινηματογραφόφιλη…

Όταν ο Μούντο βγήκε από το γυμναστήριο την ημέρα που η Λούλου του μίλησε για το σχέδιο δολοφονίας, πήρε αμέσως τηλέφωνο τον Ραμόν και του είπε ότι η γυναίκα του ήθελε να τον σκοτώσει. Αυτός δεν τον πίστεψε.

«Ξέρω το βλέμμα που έχουν οι άνθρωποι όταν θέλουν να σκοτώσουν κάποιον και η γυναίκα σου έχει ακριβώς αυτό το βλέμμα», του είπε ο Μούντο.

«Ήμουν σε κατάσταση σοκ. Ήμουν θυμωμένος και δεν ήξερα τι να κάνω», θυμάται ο Ραμόν. Όμως ο Μούντο είχε ήδη ένα σχέδιο. Είπε στο Ραμόν να πάρει ένα κινητό με αδήλωτο νούμερο και να επικοινωνήσει με την Λούλου μέσω μηνυμάτων υποδυόμενος τον Πάκο. Συμφώνησαν μεταξύ τους τις λεπτομέρειες και όταν ο Ραμόν-Πάκο έστειλε μήνυμα στην Λούλου αυτή του πρότεινε το ποσό για να εκτελέσει τη συμφωνία. Ο «Πάκο» δέχτηκε. Από την άλλη, ο Μούντο άρχισε να ηχογραφεί τις συζητήσεις του με την Λούλου. Σε μια από αυτές, η γυναίκα διαλέγει ακριβά ρολόγια του Ραμόν για να τα δώσει στους δολοφόνους μαζί με 500 δολάρια. Όταν η Λούλου έδωσε τον Μούντο τα 100 δολάρια για το όπλο, οι δύο άντρες αποφάσισαν ότι ήταν η ώρα για να πάνε στην αστυνομία.

Αν και ο Μούντο ήταν πλέον εδώ και χρόνια μακριά από μπλεξίματα και τον κόσμο των συμμοριών ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτόν να πάει σε ένα αστυνομικό τμήμα. Αμέσως θα έπαιρνε το στίγμα του «καρφιού», του καταδότη της αστυνομίας. Αλλά το έκανε για χάρη του φίλου του. Μέσα σε μια ώρα είπε στους αστυνομικούς όλα όσα είχαν συζητήσει με την Λούλου. Τους έδωσε τα 100 δολάρια και τα μηνύματα που είχε στείλει η Λούλου στον υποτιθέμενο δολοφόνο. Στο τέλος της κατάθεσής του τους αποκάλυψε το εγκληματικό του παρελθόν και όπως είπε μάλλον αυτό ώθησε την Λούλου να του μιλήσει για το σχέδιό της.

«Ελέγξαμε το ποινικό του μητρώο και όντως είχε προβλήματα με το νόμο όταν ήταν νέος, όμως εδώ και καιρό δεν είχε καμία καταδίκη. Ίσως αυτό μας έπεισε τελικά. Γνωρίζουμε τον κώδικα τιμής που υπάρχει στον κόσμο των συμμοριών, όπου το να καταδώσεις κάποιον αμέσως σε βάζει στο στόχαστρο. Αυτός όμως ήρθε με τη θέλησή του στην αστυνομία και κατέθεσε. Αυτό δείχνει από μόνο του κάτι», λέει ο αξιωματικός Μάικ Άτκινς που πήρε την κατάθεση από τον Μούντο.

Ο Άτκινς πίστεψε τελικά όσα του είπε ο Μούντο και του ζήτησε να συνεχίσει να ηχογραφεί τις συζητήσεις του με την Λούλου. Μέσα σε τρεις εβδομάδες κατέγραψε πάνω από δώδεκα συζητήσεις. Σε πολλές από αυτές, η Λούλου είναι εξοργισμένη με τον Ραμόν που πια δεν της δίνει τίποτα. Φοβάται ότι δεν θα πάρει ούτε διατροφή αφού βγει το διαζύγιο. Λέει στον Μούντο ότι στις 22 Ιουλίου είναι η ημερομηνία που ο Ραμόν θα υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου.

«Καλύτερα να τον σκοτώσουν πριν από τις 22. Με αυτόν τον τρόπο θα πάρω την ασφάλεια ζωής του και σύνταξη για πάντα. Η ζωή μου θα τακτοποιηθεί. Καταλαβαίνεις τι εννοώ Μούντο; Δούλεψε σκληρά σε όλη του τη ζωή για τη συνταξιοδότησή του. Τώρα είναι καιρός να δουλέψω εγώ για τη δική μου. Αυτή είναι η συνταξιοδότησή μου. Η ζωή του», λέει η Λούλου στα ισπανικά.
«Οπότε θες να τον σκοτώσουν κάποια στιγμή από τώρα ως την ημέρα του δικαστηρίου;», τη ρωτά ο Μούντο – «Ναι».

Ο Μούντο συχνά της τονίζει ότι μπορεί να εγκαταλείψει σχέδιό της ανά πάσα στιγμή.

«Είναι μια απόφαση που έχω ήδη πάρει. Αν λέω κάτι, το κάνω», του λέει η Λούλου.

Ο Μούντο τελικά της κανονίζει μια συνάντηση με τον «Πάκο». Συναντούν έναν μυστικό αστυνομικό που υποδύεται τον δολοφόνο και η Λούλου του λέει ξεκάθαρα ότι δεν θέλει απλώς να δείρει τον Ραμόν, τον θέλει νεκρό.

«Σοκαρίστηκα από την έλλειψη συναισθήματος που έδειξε. Όταν έρχεσαι σε επαφή με κάποιον που δεν δείχνει κανένα συναίσθημα, συμπόνια ή συμπάθεια, αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι», λέει ο Άτκινς ο οποίος παρακολουθούσε τη συνάντηση από ένα κοντινό βαν μέσα από μια κρυφή κάμερα.

Ο θάνατος

Οι αστυνομικοί προχώρησαν στο επόμενο βήμα. Φοβούμενοι ότι οι δικαστές μπορεί να λυπόνταν μια όμορφη γυναίκα χωρίς ποινικό μητρώο και να μην την καταδίκαζαν ήθελαν περισσότερα στοιχεία από αυτά που είχαν ήδη.

Αποφάσισαν να σκηνοθετήσουν τη δολοφονία του Ραμόν. Άρχισαν να παρακολουθούν tutorial για μακιγιάζ στο YouTube και να μαθαίνουν πώς να κάνουν έναν άνθρωπο να φαίνεται νεκρός. 
Αγόρασαν από το σούπερ μάρκετ σιρόπι καλαμποκιού και χρώμα ζαχαροπλαστικής, για να φτιάξουν το αίμα και δανείστηκαν ένα κιτ μακιγιάζ.

«Έμοιαζα με αυτά που χρησιμοποιούν τα παιδιά για να μεταμφιεστούν τις απόκριες. Όλο αυτό φαινόταν πολύ ερασιτεχνικό, αλλά τελικά το έκαναν σωστά», λέει ο Ραμόν.

Κάπως έτσι ο Ραμόν κατέληξε «νεκρός» σε έναν λάκκο που έσκαψαν οι αστυνομικοί σε ένα νεκροταφείο αυτοκινήτων.

«Έμοιαζε απόκοσμο. Καθόμουν εκεί με τα μάτια μου κλειστά και σκεφτόμουν “τι κάνω τώρα”. Σκεφτόμουν τους γονείς μου και τα παιδιά μου. Πώς θα ένιωθαν αν έβλεπαν αυτές τις φωτογραφίες. Η κόρη μου ακόμα δυσκολεύεται να τις κοιτάξει. Σκεφτόμουν την Λούλου. Γιατί έπρεπε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο; Θα μπορούσε να είναι ένα απλό διαζύγιο. Αλλά τότε κατάλαβα: Δεν με αγάπησε ποτέ», λέει ο Ραμόν, ο οποιος άρχισε να σκέφτεται ότι ακόμα και η συνάντησή τους στο κλαμπ ίσως δεν ήταν τυχαία.

Ο Ραμόν λίγο μετά την φωτογράφιση μέσα στον λάκκο
Στις 22 Ιουλίου, η Λούλου συνάντησε πάλι τον «Πάκο» μέσα στο φορτηγάκι του. Δύο κρυφές κάμερες κατέγραφαν το πρόσωπό της. Ο «Πάκο» της είπε στα ισπανικά: «Τον σκοτώσαμε σήμερα το πρωί». Η Λούλου χωρίς να δείχνει κανένα συναίσθημα είπε απλά: «Έχω για σένα 1.000 δολάρια».

Ο «Πάκο» έβγαλε το τηλέφωνό του και της έδειξε τη φωτογραφία του «νεκρού» Ραμόν. Η Λούλου, ακόμα χωρίς κανένα συναίσθημα ρωτά λεπτομέρειες. «Ο Ραμόν πάλεψε για τη ζωή του. Δεν ήθελε να πεθάνει. Το φορτηγάκι του είναι ήδη σε μάντρα αποσυναρμολόγησης».

Η Λούλου  κοιτάζει ξανά τη φωτογραφία και λέει «Δεν θα σηκωθεί ξανά». Σταματά για μια στιγμή και αρχίζει να γελάει.

Το επόμενο πρωί, οι αστυνομικοί πήγαν στο γυμναστήριο λέγοντας στην Λούλου ότι έλαβαν μια καταγγελία για την εξαφάνιση του συζύγου της. Αυτή λέει πως δεν ξέρει πού είναι. Οι αστυνομικοί της περνούν χειροπέδες μπροστά στη μητέρα και την κόρη της και την μεταφέρουν στο τμήμα. Και τότε τα κατάλαβε όλα.

Δεκαπέντε μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 2016, η Λούλου δήλωσε ένοχη και ο δικαστής την καταδίκασε σε είκοσι χρόνια φυλακή. Κανένας από την οικογένειά της δεν την υπερασπίστηκε. Σήμερα παραμένει στην φυλακή Γκέιτσβιλ του Τέξας.


Προσπαθώντας να μαζέψουν τα συντρίμμια

Η ιστορία δεν είχε άσχημο τέλος μόνο για την Λούλου που κατέληξε στη φυλακή.

Ο Ραμόν έμεινε ζωντανός, αλλά όπως λέει η Λούλου τον άφησε καταχρεωμένο και να παλεύει με την κατάθλιψη. Συνέχισε τη δουλειά του στην ναυτιλιακή, όμως σύντομα έκλεισε το γυμναστήριο που είχαν με τη Λούλου και κήρυξε χρεωκοπία. Μετακόμισε από το σπίτι τους, έβαλε τα πράγματά του σε αποθήκη και ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα. Έχει κρατήσει σε πλαστικά σακουλάκια αποδεικτικών στοιχείων τα ρολόγια του και τα 1.000 δολάρια που η Λούλου θα έδινε στους δολοφόνους του: «Αυτά είναι όσα μου άφησε», λέει. Κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με την ιστορία του ενώ πλέον δίνει συχνά ομιλίες σχετικά με θέματα ενδοοικογενειακής βίας. Προσπαθεί να πείσει τα θύματα οποιασδήποτε μορφής βίας να μιλήσουν για τα όσα βιώνουν εστιάζοντας κυρίως στους άντρες, οι οποίοι φοβούνται περισσότερο από τις γυναίκες το «στίγμα».

Ο Μούντο είχε να αντιμετωπίσει τις δικές του επιπτώσεις. Όταν η ιστορία της Λούλου έγινε γνωστή πήρε μεγάλη διάσταση στα μίντια που ασχολήθηκαν με κάθε πρωταγωνιστή της ιστορίας. Σύντομα έφτασαν και στο ρόλο του Μούντο και ένα κανάλι έδειξε το πρόσωπό του και αποκάλυψε το πραγματικό του όνομα καθώς και το όνομα του μυστικού πράκτορα που είχε υποδυθεί τον Πάκο. Η αστυνομία έδρασε αμέσως εξαφανίζοντας κάθε αναφορά σε αυτούς όμως το όνομα είχε γίνει ήδη γνωστό και αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει.

Ακόμα και αν βοήθησε έναν άνθρωπο να ζήσει, για τους ανθρώπους που τον ήξεραν από παλιά ήταν απλώς ένα «καρφί». Άρχισε να λαμβάνει απειλές κατά της ζωής του και κατά της οικογένειάς του. Ο Μούντο λαμβάνει όλες τις προφυλάξεις που μπορεί για να τους προστατέψει όλους, αλλά με πικρία παραδέχεται στο ESPN ότι δεν έλαβε την βοήθεια που του είχαν υποσχεθεί. «Ορισμένοι άνθρωποι μου υποσχέθηκαν ότι θα με βοηθήσουν, ότι θα αναβαθμίσουν την προστασία μου. Δεν έκαναν τίποτα. Μένεις μόνος. Όχι, δεν θα έπρεπε να είναι έτσι».

Ο δημοσιογράφος του ESPN τον ρωτά αν αναφέρεται στον Ραμόν και η απάντησή του είναι αινιγματική: «Αν κάποιος σε βοηθήσει να σώσεις την ζωή σου, δεν πρέπει να τον αφήνεις μόνο του. Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό».

«Τουλάχιστον όλοι είναι ζωντανοί. Έτσι προσπαθώ να σκέφτομαι. Κανένας δεν είναι νεκρός. Τουλάχιστον για τώρα. Ελπίζω κανείς να μην πεθάνει», λέει.

Ο ίδιος εξέδωσε μόνος του ένα βιβλίο με τίτλο «My Son Mundo». Είναι ένα μυθιστόρημα που μοιάζει πολύ με την ιστορία που έζησε. Κάποια από όσα περιέχονται στο βιβλίο έγιναν και κάποια όχι. Όπως λέει έγραψε το βιβλίο για να βγάλει λίγα χρήματα και να πάρει την οικογένειά του από το Χιούστον. «Για μένα ευτυχισμένο τέλος θα υπάρξει αν είναι ασφαλής η οικογένειά μου», τονίζει.
Από την πλευρά του ο Ραμόν παραδέχεται ότι πια δεν μιλάνε πολύ με τον Μούντο, αλλά όπως λέει θα είναι πάντα πολύ ψηλά στη λίστα των δικών του ανθρώπων, ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο γι’ αυτόν. Απλώς είναι ακόμα στιγμές που θέλει να μένει μόνος του.

«Προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό του, δεν το παίρνω προσωπικά», λέει ο Μούντο.

Ο αστυνομικός Μάικ Άτκινς αναγνωρίζει τον Μούντο ως έναν ήρωα που είχε το ηθικό θάρρος να έρθει και να κάνει αυτό που ήταν το σωστό.

Όταν ο Μούντο μαθαίνει την άποψη του Ατκινς από τη δημοσιογράφο του ESPN απαντά: «Εκτιμώ πώς σκέφτεται. Αλλά ξέρεις για κάποιους είμαι ακόμα ένα καρφί».