«Γύρισα να δω ποιοι με έβριζαν και φορούσαν μπλε, όπως κι εγώ»



Ο Πολ Κάνονβιλ, ο πρώτος μαύρος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στην Τσέλσι, μιλάει για τον ρατσισμό που βίωσε από τον τους οπαδούς της δικιάς του ομάδας και στέλνει το μήνυμα του





Το να βρεθείς από μια ερασιτεχνική ομάδα σε ένα τεράστιο κλαμπ όπως η Τσέλσι είναι το όνειρο κάθε ποδοσφαιριστή. Τον Δεκέμβριο του 1981 ο Πολ Κάνονβιλ είδε αυτό το όνειρο να πραγματοποιείται. Έφυγε από την άσημη Χίλινγκτον Μπόροου για να πάει στους "μπλε" του Λονδίνου. Η άλλη όψη του νομίσματος της μεταγραφής του όμως προανήγγειλε δύσκολες στιγμές. Ο Πολ ήταν μαύρος και μάλιστα ο πρώτος μαύρος που θα έπαιζε στην Τσέλσι της οποίας οι οπαδοί, ειδικά εκείνη την περίοδο, θεωρούνταν οι χειρότεροι ρατσιστές στο Νησί.

Στις 12 Απριλίου 1982 η Τσέλσι έπαιζε με την Κρίσταλ Πάλας στο Σέλχαστ Παρκ. Στο 85ο λεπτό, με την ομάδα του να προηγείται ένα μηδέν, μπήκε αλλαγή. Ήταν το ντεμπούτο του και το ντεμπούτο μαύρου παίκτη με τη φανέλα της Τσέλσι. Ήταν και η στιγμή που ο εφιάλτης γινόταν αληθινός.

"Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος, το στομάχι μου γυρνούσε. Κοιτούσα το δαχτυλίδι που φορούσα και το φίλησα τρεις φορές, για καλή τύχη. Ήταν τρομερά αγχωτικό αλλά κατάφερα να το απορροφήσω όλο. Κοιτούσα τους οπαδούς και προσπαθούσα, χωρίς να με καταλάβουν, να δω αν η οικογένεια μου ήταν στην κερκίδα. Στο ημίχρονο το ματς ήταν ισόπαλο 0-0. Στα αποδυτήρια ο προπονητής μου, μου είπε να ετοιμαστώ. Ήξερα ότι αν συνεχίζαμε έτσι τελικά θα με έβαζε. Το δεύτερο μέρος ξεκίνησε. Πέρασε το 60στό,  το 70στό, το 80στό λεπτό. Έκανα θορύβους με τις τάπες μου στο χορτάρι αλλά κανείς δεν μου έδινε σημασία. Τότε στο 85' ήρθε το κάλεσμα: Κάνερς, πήγαινε για ζέσταμα. Είπα μέσα μου, ωωω σκατά.
Πήγα στην άκρη και προσπάθησα να ζεσταθώ γρήγορα γιατί ήθελα να παίξω στα τελευταία λεπτά. Και τότε ήταν που όλα ξεκίνησαν" τονίζει ο 57χρονος σήμερα Κάνονβιλ μιλώντας στην αγγλική εφημερίδα Telegraph.

"Μα φοράω κι εγώ μπλε"

Περίπου 40 χρόνια μετά η ανάμνηση ακόμα των αναστατώνει. Φτιάχνει τα γυαλιά του, καταπίνει και συνεχίζει: "Άρχισαν να τραγουδούν: Δεν θέλουμε τον αράπη. Κάτσε κάτω αράπη. Σκεφτόμουν: Τι; Είναι οπαδοί της Κρίσταλ Πάλας και είναι πολύ σκληρό αυτό που λένε. Προσπαθούσα να τους αγνοήσω όταν τα πράγματα έγιναν πιο σοβαρά και εκνευρίστηκα. Έπρεπε να γίνει κάτι για να σταματήσουν. Άρχισα να φωνάζουν "κάτσε κάτω ρε μαύρο μ@@@", "γαμ@@@ σκυλάραπα, άντε γαμ@@", ξανά και ξανά.

Δεν τολμούσα να κοιτάξω όμως όταν κάποιος μου είπε "όι, εσύ σκυλάραπα, πήγαινε σπίτι σου" γύρισα και κοίταξα.
Ήταν το απόλυτο σοκ όταν ανακάλυψα ότι ήταν οι δικοί μας οπαδοί που φώναξαν τα ρατσιστικά συνθήματα και όχι της Πάλας. Φορούσαν όλοι μπλε φανέλες και κασκόλ. Σκέφτηκα "μα φοράω τα μπλε κι εγώ". Οι οπαδοί της Τσέλσι, οι δικοί μας οπαδοί, πρόσωπα γεμάτα μίσος και οργή, όλα εστιασμένοι σε εμένα. Ένιωσα άρρωστος, τρομοκρατημένος. Όλη η αδρεναλίνη μου έπεσε".

Με την ψυχολογία στο ναδίρ μπήκε στο ματς: "Μπήκα στον αγωνιστικό χώρο και δεν κινήθηκα πολύ. Απλά περίμενα τον διαιτητή να σφυρίξει τη λήξη. Όταν το έκανε πήγα κατευθείαν στα αποδυτήρια. Ήταν ήσυχα. Όλοι οι συμπαίκτες μου είχαν ακούσει αλλά τι μπορούσαν να μου πουν; Ο προπονητής μας, ο Τζον Νιλ παραδέχθηκε ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει πως νιώθω αλλά μου υπενθύμισε ότι είναι οι ίδιοι οπαδοί που πληρώνουν τους μισθούς μου και με ρώτησε "τι μπορείς να κάνεις;". Και είχε δίκιο, τι μπορούσα να κάνω;"

Ο 21 ετών τότε ο Κάνονβιλ δεν μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση. Προσπαθούσε με δικαιολογίες να γλιτώσει. Έμενε στα αποδυτήρια τουλάχιστον τρεις ώρες μετά το τέλος των αγώνων ώστε όλος ο κόσμος να έχει φύγει από το γήπεδο. "Σκεφτόμουν ότι πρέπει να παίζω δύο φορές καλύτερα από τους συμπαίκτες μου για να με αποδεχθεί ο κόσμος και να διατηρήσω τη θέση μου στην πρώτη ομάδα. Υπάρχουν φορές που το ιδανικό είναι να ξεφεύγεις από κάποιες καταστάσεις, όμως στο ποδόσφαιρο αν ξεφύγεις υπάρχει η πιθανότητα να μην έχεις ποτέ ξανά μια τέτοια ευκαιρία".


"Συγχωρώ την Τσέλσι αλλά με εξοργίζει ακόμα η απόφαση της"

Προσπάθησε να αλλάξει το στιλ, τον τρόπο που μιλούσε και τη συμπεριφορά του για να γίνει πιο αποδεκτός. Προσπάθησε να παρουσιάσει μια διαφορετική προσωπικότητα, κατά κάποιοι τρόπο αυτο-λογοκρίθηκε με την ελπίδα να γίνει μέρος της ομάδας.

"Τα παιδιά από το Λονδίνο καταλάβαιναν γιατί προέρχονταν από γειτονίες και σχολεία με ανθρώπους κάθε χρώματος και πολιτισμού. Αυτοί όμως που έρχονταν έξω από το Λονδίνο ήταν πραγματικά αδαείς. Δεν λέω ότι ήταν ρατσιστές αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν ήταν κιόλας. Έχω αυτή την κουλτούρα της Καραϊβικής μέσα μου αλλά την έδειχνα μόνο στα νεαρά παιδιά που ήταν επίσης μαύρα. Είχαμε αυτή την επαφή που ήταν πολύ ωραία. Όταν όμως ήμουν με την πρώτη ομάδα προσπαθούσα να χρησιμοποιώ διαφορετική φρασεολογία. Δεν ήθελα να σκεφτούν ότι φέρνω το δρόμο στο παιχνίδι. Έπαιρνα πολύ σοβαρά την επαγγελματική μου καριέρα. Ένιωθα ότι είχα την ευθύνη να εκπροσωπήσω σωστά όλους τους μαύρους ανθρώπους". 

Όμως, η αποδοχή, που τόσο αποζητούσε ο Κάνονβιλ, δεν ήρθε. Το σημείο θραύσης ήρθε όταν βίωσε το ρατσισμό ακόμα και από τους συμπαίκτες του, σε μια καλοκαιρινή προετοιμασία το 1985. Έχοντας συσσωρεύσει οργή και απογοήτευση ο Κάνονβιλ ξέσπασε. Αυτή τη φορά δεν κατάπιε της προσβολές αλλά αντέδρασε με γροθιές και η διοίκηση τον έδιωξε τονίζοντας του ότι δεν θα επιστρέψει στην ομάδα.

"Είμαι ακόμα εξοργισμένος με την απόφαση που πήραν τότε. Τους έχω όμως συγχωρέσει. Επέλεξαν τον συμπαίκτη μου παρότι που επιτέθηκε ρατσιστικά και είχε παρελθόν με τέτοιου είδους επιθέσεις. Πάντα θα στηρίζω και θα εκπροσωπώ την Τσέλσι αλλά σε αυτό το θέμα μπορεί να κάνει περισσότερα. Κάποια στιγμή θα έρθει η μέρα που θα καθίσω με τους συναδέλφους μου και θα συζητήσουμε για το πώς μπορούν να προστατευτούν καλύτερα οι νέοι μαύροι παίκτες".

"Το πόδι μου κυριολεκτικά κρεμόταν"

Τον Αύγουστο του 1986 ο Κάνονβιλ μετακόμισε στη Ρέντινγκ καθώς στην Τσέλσι θεωρούταν πλέον ξένο σώμα, αν και λόγω του χρώματος του ποτέ δεν τον θεώρησε δικό της παιδί.

Στις 21 Οκτωβρίου 1986 η Ρέντινγκ αντιμετώπιζε τη Σάντερλαντ. Ήταν η μέρα που ο Πολ θα τραυματιζόταν πολύ σοβαρά, η μέρα που ουσιαστικά θα έβαζε τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα σε ηλικία μόλις 24 ετών.

"Πάντα θυμάμαι όταν ήμασταν στο λεωφορείο στο δρόμο για το Σάντερλαντ και καθόμουν μόνος μου στο παράθυρο. Φαντάζεστε τον θόρυβο και τη μουσική που υπήρχε αλλά κάτι είχε κλείσει γύρω μου. Δεν άκουγα τίποτα. Δεν ξέρω αν ήταν κάποιο σημάδι. Πάντως μπήκα κανονικά στο αγωνιστικό χώρο.

Η μπάλα ερχόταν από ψηλά και την κατέβασα. Άνοιξα τα πόδια μου για να περάσει από κάτω και να γυρίσω. Ο Ντέιν Σουίντλχερστ με χτύπησε στο δεξί πόδι και έπεσα κάτι. Τίποτα σοβαρό. Κάθισα λίγο στο χόρτο και οι συμπαίκτες μου είπαν να το αφήσω λίγο να παγώσει. Σηκώθηκα και ετοιμαζόμουν να εκτελέσω το φάουλ.
Δεν ένιωθα κάτι μέχρι που κοίταξα το πόδι μου. Από τη μέση και κάτω το ένα μέρος κοιτούσε στη μια κατεύθυνση και το άλλο στην αντίθετη. Είχε διαλυθεί. Και ακόμα δεν ένιωθα ούτε ένα τσίμπημα, ήμουν σε κατάσταση σοκ. Άρχισα να ουρλιάζω και όλοι μου έλεγαν να παραμείνω ψύχραιμος. Έφεραν το φορείο και με έβγαλαν έξω. Με έβαλαν στο ασθενοφόρο και το πόδι μου κυριολεκτικά κρεμόταν και ταλαντευόταν. Ο πόνος μεγάλωνε και ήταν αδιανόητος. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να μου το κόψουν".

Οι γιατροί είπαν στον Κάνονβιλ ότι ήταν ένας από τους χειρότερους τραυματισμούς που είχαν δει. Έδωσε αγώνα για να επιστρέψει. Μετά από δέκα μήνες προσπάθησε να παίξει και πάλι αλλά ήταν φανερό πως όλα είχαν τελειώσει. Το Νοέμβριο του 1987 το γόνατο του παρουσίασε νέο μεγάλο πρόβλημα και πήρε την απόφαση να αποσυρθεί από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Ακόμα και σήμερα το δεξί του πόδι δεν κινείται απολύτως καλά.

Η μάχη με τους εθισμούς και τον καρκίνο

Η ζωή του Κάνονβιλ δεν ήταν όμως εύκολη ούτε εκτός ποδοσφαίρου. Στα 15 του συνελήφθη για απόπειρα κλοπής και μπήκε στο αναμορφωτήριο. "Ξέρετε κάτι ήταν το καλύτερο που μου συνέβη. Χρειαζόμουν αυτή την πειθαρχία" υποστηρίζει. Η μητέρα του δεν ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής αλλά ο ίδιος επέμενε. "Με ήθελε γιατρό ή αστυνομικό. Εγώ αν και για να είμαι ειλικρινής δεν ήξερα ότι μπορείς να κάνεις καριέρα, απλά ήθελα να παίζω ποδόσφαιρο".

Το πρώτο μεγάλο του πάθος ήταν οι γυναίκες. Απέκτησε έντεκα παιδιά με δέκα διαφορετικές γυναίκες. Ο γιός του Τάι πέθανε στα χέρια του, λίγες μέρες μετά τη γέννηση του, από πρόβλημα στην καρδιά. Είναι μια από τις πληγές που κουβαλά μέσα του.

Αφού αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο ξεκίνησε μια πολύ σκοτεινή περίοδος για τη ζωή του. Εθίστηκε στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ και για ένα διάστημα έμεινε άστεγος. Το 1996 διαγνώστηκε με μια επιθετική μορφή καρκίνου. Για περίπου δέκα χρόνια η ζωή του ήταν μεταξύ κέντρων αποτοξίνωσης και νοσοκομείων.
Είχε όμως μια δεύτερη ευκαιρία. Ο οργανισμός του ανταποκρίθηκε καλά στη θεραπεία και έκοψε τις ουσίες. Από το 2005 είναι καθαρός και βγήκε νικητής στη μάχη με τον καρκίνο. Το 2008 εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο "Black And Blue" και τιμήθηκε με πολλά βραβεία.


Να είστε σαν το πάντα...

Με τα ρατσιστικά φαινόμενα στα ποδοσφαιρικά γήπεδα να έχουν αυξηθεί κατά 50%,  η ιστορία του Κάνονβιλ μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Ο ίδιος δεν μίλησε όταν δεχόταν τις ρατσιστικές επιθέσεις αλλά στέλνει μήνυμα στα νέα παιδιά. Τους τονίζει πως πλέον έχουν περισσότερη δύναμη και δεν πρέπει να αποδεχθούν τέτοιες συμπεριφορές. "Ήμουν τρομαγμένος και δεν υπερασπίστηκα τον εαυτό μου, δεν μίλησα. Σκεφτόμουν ότι θα με διώξουν και δεν ήθελα να πετάξει το όνειρο μου για μια καριέρα. Τώρα όμως εσείς μπορείτε. Αν δεν σας αρέσει κάτι να το αναφέρετε είτε στον διαιτητή, είτε στον προπονητή, είτε στον μάνατζερ σας. Ο ρατσισμός είναι κάτι που δεν πρέπει να ανεχόμαστε. Να είστε ο εαυτός σας και να φέρνετε την κουλτούρα σας στο άθλημα. Τα πολιτισμικά φράγματα πρέπει να σπάσουν. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει από που έρχονται οι μαύροι παίκτες όπως το καταλαβαίνει για όλους τους άλλους. Με αυτό τον τρόπο θα τα καταφέρουμε" τονίζει.

Στο λευκό μπλουζάκι που φορούσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης υπήρχε τυπωμένο ένα πάντα και το μήνυμα: "Καταστρέψτε τον ρατσισμό. Να είστε σαν ένα πάντα. Είναι μαύρο, είναι λευκό, είναι από την Ασία".