Made in Bollywood: Μια αυτοκτονία, συνωμοσίες, ναρκωτικά και μια… μάγισσα




Μια τραγική υπόθεση αυτοκτονίας που μετατράπηκε σε μια μεγάλη συνωμοσία στην οποία εμπλέκεται το Μπόλιγουντ, πολιτικοί, δίκτυα ναρκωτικών και μια… μάγισσα.


Στις αρχές Ιουνίου 2020, ο ανερχόμενος σταρ του Μπόλιγουντ, Σούσαντ Σινγκ Ρατζπούτ (Sushant Singh Rajput) έψαχνε κυρίως για τρία θέματα στο Google: την Ντισα Σαλιάν, την πρώην μάνατζέρ του που είχε πεθάνει μια εβδομάδα πριν, ειδήσεις που περιελάμβαναν το όνομά του και πληροφορίες για ψυχικές ασθένειες.

Στις 13 Ιουνίου μετά το δείπνο πήγε στο δωμάτιό του νωρίς. Τα ξημερώματα της 14ης Ιουνίου γύρω στις 2:00 έκανε δύο τηλεφωνήματα. Ένα στον τηλεοπτικό ηθοποιό Μαχές Σέτι και την ηθοποιό του Μπόλιγουντ και σύντροφο του, Ρία Τσακραμπόρτι (Rhea Chakraborty). Κανείς δεν απάντησε. Το πρωί της Κυριακής 14 Ιουνίου σηκώθηκε νωρίς και λίγο αργότερα έψαξε στο Google τους όρους «σχιζοφρένεια», «διπολική διαταραχή» και «ανώδυνος θάνατος». Γύρω στις 9:00 μίλησε με την αδερφή του στο τηλέφωνο, ενώ στις 11:30 ο μάγειράς του τού χτύπησε την πόρτα για να τον ενημερώσει για το μενού της ημέρας. Δεν πήρε καμία απάντηση. Οι δύο φίλοι του Ρατζπούτ που έμεναν μαζί του προσπάθησαν κι αυτοί, αλλά μάταια. Πήραν τηλέφωνο έναν κλειδαρά και την αστυνομία. Όταν τελικά άνοιξαν την πόρτα, ο Ρατζπούτ κρεμόταν από τον ανεμιστήρα οροφής. Ήταν ήδη νεκρός.

Όταν ο θάνατός του έγινε γνωστός στην Ινδία το σοκ ήταν μεγάλο. Ο 34χρονος Ρατζπούτ -ή αλλιώς ΣΣΡ όπως τον αποκαλούσαν οι θαυμαστές του από τα αρχικά του ονόματός του- ήταν ένας «αουτσάιντερ», ένας ηθοποιός που είχε καταφέρει να μπει ξαφνικά στον «κλειστό» χώρο του Μπόλιγουντ, παρόλο που δεν προερχόταν από την «κάστα» των διάσημων οικογενειών της ινδικής βιομηχανίας του κινηματογράφου με επώνυμο όπως  Τσόπρα ή Καπούρ. Από το 2009 ως το 2011 είχε γίνει διάσημος μέσα από την σειρά Pavitra Rishta, ενώ το 2013 γύρισε την πρώτη του ταινία Kai Po Che! Υποδύθηκε έναν θρύλο του κρίκετ στην βιογραφική ταινία του 2016 «M.S. Dhoni: The Untold Story» και είχε προταθεί για βραβείο στα Filmfare Award, τα αντίστοιχα Όσκαρ του Μπόλιγουντ.

Το αστέρι του είχε μόλις αρχίσει να ανατέλλει και ο κόσμος τον λάτρευε οπότε ο θάνατός του ήταν ένα μεγάλο σοκ σε όλη την Ινδία. Είναι ενδεικτικό ότι την εβδομάδα μετά τον θάνατό του, η σελίδα του στο Wikipedia, είχε 11,5 εκατ. επισκέψεις και μπήκε στη λίστα των πέντε μόλις σελίδων της διαδικτυακής εγκυκλοπαίδειας που έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν τα 10 εκατ. views σε μια εβδομάδα: αυτές του Prince, του Ντέιβιντ Μπάουι, του Κόμπι Μπράιντ και του Στίβεν Χόκινγκς μετά τους θανάτους τους, αλλά και του Ντόναλντ Τραμπ μετά την εκλογή του το 2016. Παράλληλα υπήρξαν αναφορές ότι τουλάχιστον τρεις θαυμαστές του αυτοκτόνησαν μετά από αυτόν αντιγράφοντας τον τρόπο που είχε επιλέξει ο Ρατζπούτ.

Αν και οι αρχικές αναφορές της αστυνομίας έκαναν ξεκάθαρα λόγο για αυτοκτονία καθώς ο ηθοποιός είχε συμπτώματα κλινικής κατάθλιψης και φέρεται να έπαιρνε ακόμα και φαρμακευτική αγωγή γι’ αυτά, λίγες μέρες μετά τον θάνατό του μια διαφορετική πραγματικότητα άρχισε να διαμορφώνεται.

Μια ιστορία που θυμίζει…. Μπόλιγουντ

Όταν η αλήθεια χαλάει μια καλή ιστορία, αυτή θα πρέπει να θυσιαστεί προς χάρη της διασκέδασης, υποστηρίζουν ορισμένοι. Κάτι ανάλογο φαίνεται ότι συνέβη στην περίπτωση του θανάτου του Ρατζπούτ, ο οποίος ενώ ξεκίνησε ως μια τραγική υπόθεση αυτοκτονίας κατέληξε σε μια μεγάλη συνωμοσία στην οποία εμπλέκεται το Μπόλιγουντ, πολιτικοί, δίκτυα ναρκωτικών και μια… μάγισσα.

Οι πρώτες θεωρίες συνωμοσίες άρχισαν να εμφανίζονται στο διαδίκτυο λίγες μόνο μέρες μετά τον θάνατό του Ρατζπούτ. Αρκετοί χρήστες υποστήριξαν είτε ότι ο Ρατζπούτ είχε οδηγηθεί στον θάνατο από τον νεποτισμό της ινδικής κινηματογραφικής βιομηχανίας που τον μισούσε επειδή δεν είχε καταγωγή από οικογένειες του Μπόλιγουντ είτε ότι δολοφονήθηκε.

Μάλιστα, λίγες μόνο μέρες μετά τον θάνατο του Ρατζπούτ μεγάλα ονόματα του Μπόλιγουντ μηνύθηκαν με την κατηγορία ότι αρνήθηκαν πολλές ευκαιρίες στον ηθοποιό επειδή δεν ήταν από την «κάστα» του Μπόλιγουντ. Σύμφωνα με την μήνυση, αυτές οι απορρίψεις οδήγησαν τον Ρατζπούτ στην αυτοκτονία του. Παρόλο που η υπόθεση απορρίφθηκε στις 8 Ιουλίου από ινδικό δικαστήριο, οι «πρωταγωνιστές» του σκανδάλου συνέχισαν να δέχονται επιθέσεις στο διαδίκτυο.

Οι φήμες – χωρίς καμία από αυτές να βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία- οδήγησαν σύντομα στη δημιουργία μιας διαδικτυακής καμπάνιας με τίτλο «Justice for Sushant» (Δικαιοσύνη για τον Σουσάντ) με πρωτοστάτες μάλιστα πολιτικούς του ακροδεξιού κυβερνώντος κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα (Bharatiya Janata - BJP). Οι χρήστες του διαδικτύου άρχισαν τις δικές τους... έρευνες αμφισβητώντας μάλιστα έντονα τα πορίσματα της επίσημης αστυνομίας και των γιατρών και δημοσιεύοντας τις δικές τους «εκτιμήσεις».

Η «μάγισσα» Τσακραμπόρτι

Τα φώτα δεν άργησαν να στραφούν στην σύντροφο του Ρατζπούτ, Ρία Τσακραμπόρτι, μια άλλη διάσημη ηθοποιό του Μπόλιγουντ, η οποία την ημέρα της αυτοκτονίας δεν ήταν στο σπίτι του Ρατζπούτ. Αν και δεν υπήρχαν χειροπιαστά στοιχεία εναντίον της πολλοί άρχισαν να την κατηγορούν ανοιχτά ότι ευθύνεται με κάποιο τρόπο για τον θάνατο του αγαπημένου της και μια ολόκληρη εκστρατεία μίσους ξεκίνησε εναντίον της στο διαδίκτυο.


Η οργή του κόσμου εναντίον της ξέσπασε ακόμα περισσότερο όταν στις 25 Ιουλίου η οικογένεια του Ρατζπούτ κατέθεσε μήνυση εναντίον της Τσακραμπόρτι και άλλων ατόμων με κατηγορίες για ώθηση στην αυτοκτονία, παράνομη κράτηση και απομόνωση, κλοπή και εγκληματική καταπάτηση εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην μηνυτήρια αναφορά από τον πατέρα του Ρατζπούτ, ο γιος του είχε πει στην αδερφή του ότι η Τσακραμπόρτι τον απειλούσε ότι θα δημοσιοποούσε την φαρμακευτική του αγωγή και ότι θα τον έβγαζε «τρελό». Παράλληλα, φέρεται να της είχε πει ότι φοβόταν πως η Τσακραμπόρτι θα τον κατηγορήσει για την αυτοκτονία της μάνατζέρ του και ότι μια μέρα πριν την 14η Ιουνίου η Τσακραμπόρτι είχε πάρει όλες τις συνταγογραφήσεις του γιατρού του. Κατηγορούσε ακόμα την ηθοποιό ότι είχε κλέψει τα χρήματα του Ρατζπούτ και ότι τον είχε απομακρύνει από την οικογένεια, ενώ υποστήριζε ότι ο γιος του δεν είχε κανένα πρόβλημα ψυχικής υγείας.

Ο πατέρας του Ρατζπούτ άρχισε να εμφανίζεται στα μέσα ενημέρωσης κατηγορώντας την Τσακραμπόρτι ότι δηλητηρίαζε τον γιο του για πολύ καιρό μέχρι που τον δολοφόνησε. Η υπόθεση προκάλεσε την απόλυτη φρενίτιδα στην Ινδία και αποτέλεσε το κεντρικό θέμα κάθε ειδησεογραφικού και μη δικτύου. Όλο αυτό το διάστημα έχει αφιερωθεί περισσότερος χρόνος για την κάλυψη του θανάτου του Ρατζούπ απ’ ό,τι για την πανδημία του κοροναϊού παρόλο που η Ινδία είναι μια από τις χώρες που έχει χτυπηθεί πιο έντονα. Μάλιστα, τα μέσα ενημέρωσης δεν δίσταζαν να βγάλουν στη δημοσιότητα τις φωτογραφίες από τη σορό του Ρατζπούτ και να μεταδίδουν κάθε πληροφορία που έφτανε στα χέρια τους χωρίς να ελέγχουν την αυθεντικότητά τους σε μια προσπάθεια να κορέσουν την «δίψα» του κοινού για την υπόθεση.

Μια τεράστια εκστρατεία μίσους κατά της Τσακραμπόρτι ξεκίνησε στο  διαδίκτυο αλλά και στην τηλεόραση με μερικούς από τους πιο γνωστούς δημοσιογράφους και influencer να παίρνουν μέρος. Μάλιστα άρχισαν να αναφέρονται σε αυτήν ως μια «χειριστική και καταπιεστική γυναίκα που έκανε μαύρη μαγεία και οδήγησε τον Ρατζπούτ στην αυτοκτονία». Μάλιστα, ένας «φαν» του Ρατζπούτ έφτασε στο σημείο να την απειλήσει με βιασμό και δολοφονία στον λογαριασμό της στο Instagram λέγοντάς της ότι « πρέπει να αυτοκτονήσεις αλλιώς θα στείλω ανθρώπους να σε σκοτώσουν».

Ήδη η κοινή γνώμη του διαδικτύου την είχε δικάσει και καταδικάσει για την υποτιθέμενη δολοφονία του Ρατζπούτ. «Την κρέμασαν, την έπνιξαν και την τεμάχισαν. Είναι απόλυτα μια δίκη μέσω των μίντια», ανέφερε η σύμβουλος του Ανώτατου Δικαστηρίου, Μενάκσι Αρόρα. Μάλιστα, μια αναφορά του ινδικού «ΕΣΡ» (PCI) στα τέλη Αυγούστου κατέληγε ότι η κάλυψη της υπόθεσης του Ρατζπούτ γίνεται με τρόπο που καταπατά κάθε κανόνα δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

Σύμφωνα με μια μελέτη του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, Τζιοτζίτ Παλ και συνεργατών του με τίτλο «Ανατομία μιας φήμης: Τα Social media και η αυτοκτονία του Σούσαντ Σινγκ Ρατζπούτ» που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Σεπτέμβριο οι Ινδοί δημοσιογράφοι και τα δημοσιογραφικά δίκτυα «είναι εξίσου συνένοχοι στην προώθηση μιας ατζέντας κατά της Ρία Τσακραμπόρτι». Σύμφωνα με την μελέτη, η ηθοποιός είχε συκοφαντηθεί, κυνηγηθεί και στοχευθεί έντονα από ανυπόστατες εικασίες των ΜΜΕ και των τρολ του διαδικτύου». 

«Αυτή η κάλυψη της υπόθεσης είναι βαθιά προβληματική. Ο ξεσηκωμένος όχλος, αυτή η τάση ηδονοβλεψίας και η προσπάθεια να ικανοποιήσεις την επιθυμία του κοινού για κουτσομπολιό είναι πολύ προβληματική. Δείχνει επίσης πόσο εύκολο είναι να ‘κρεμάσεις’ και να αφήσεις έκθετες τις γυναίκες σε κάθε ευκαιρία. Το θέμα εδώ δεν είναι αν είναι αθώα ή ένοχη. Αυτό που βρίσκω προβληματικό είναι αυτού του είδους  δίκη πριν την δίκη, η δικαιοσύνη του όχλου, οι αυτόκλητοι τιμωροί που ζητούν την σύλληψή της», τονίζει η δικηγόρος Παγιάλ Τσάουλα η οποία εκτιμά ότι η δίκη της Τσακραμπόρτι θα είναι από τις πιο δύσκολες υποθέσεις εξαιτίας της προκατάληψης που έχει δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη εναντίον της.

Μέσα σε όλη αυτήν την οργή που είχε ξεσπάσει,  η ψυχολόγος του Ρατζπούτ, Σουζαν Γούολκερ, μίλησε δημόσια αποκαλύπτοντας ότι ο ηθοποιός είχε πράγματι σοβαρά ψυχικά προβλήματα. Όπως είπε ο Ρατζπούτ έπασχε από διπολική διαταραχή και εξήγησε ότι η υποβάθμιση των προβλημάτων ψυχικής υγείας από τα μέσα ενημέρωσης την οδήγησε να μιλήσει σχετικά με αυτά. Ύστερα από τις δηλώσεις της, η οικογένεια του ηθοποιού υπέβαλλε μήνυση εναντίον της για καταπάτηση της εμπιστευτικότητας μεταξύ ασθενή και γιατρού.

Αν και η υπόθεση θα είχε τελειώσει σύντομα καθώς θα είχε στοιχειοθετηθεί ως αυτοκτονία, ύστερα από τις κινήσεις της οικογένειας και την πίεση του κοινού, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας όρισε τη Κεντρική Υπηρεσία Ερευνών επικεφαλής της έρευνας με διαταγή να αναλάβει την διαλεύκανση της υπόθεσης.

Χωρίς να μπορούν να βρεθούν στοιχεία κατά της  Τσακραμπόρτι που να την εμπλέκουν άμεσα με τον θάνατο του Ρατζπούτ, τελικά στις 8 Σεπτεμβρίου η ηθοποιός συνελήφθη από την Δίωξη Ναρκωτικών με κατηγορίες ότι αυτή και ο αδερφός της προμήθευσαν τον Ρατζπούτ με μαριχουάνα και ότι ήταν μέλη ενός «ενεργού δικτύου ναρκωτικών».

Η ίδια η  Τσακραμπόρτι από την πρώτη στιγμή αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με τον θάνατο του Ρατζπούτ, αλλά και τις κατηγορίες της Δίωξης Ναρκωτικών υποστηρίζοντας ότι δεν έχει πάρει ποτέ ναρκωτικά στη ζωή της. Τελικά, ύστερα από 28 ημέρες στην γυναικεία φυλακή Μπικούλα του Μουμπάι, η Τσακραμπόρτι αφέθηκε ελεύθερη στις 11 Οκτωβρίου. Είχε προηγηθεί η δημοσιοποίηση της επίσημης αναφοράς της νεκροψίας του Ρατζπούτ σύμφωνα με την οποία ο θάνατός του οφείλεται αποκλειστικά σε αυτοκτονία και δεν εντοπίστηκε κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει εγκληματική ενέργεια.

Παράλληλα, ένα δικαστήριο του Μουμπάι αυτή την εβδομάδα αποφάσισε ότι η Τσακραμπόρτι δεν ήταν μέλος κάποιου δικτύου ναρκωτικών και δεν θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι χρηματοδοτούσε ή βοηθούσε την παράνομη πώληση ναρκωτικών, όπως υποστήριζε η Δίωξη Ναρκωτικών. Έτσι, διατάχθηκε η απελευθέρωσή της με εγγύηση και με την υποχρέωση να παρουσιάζεται στο τμήμα σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Το στήσιμο μιας συνωμοσίας

Η αστυνομία της Μουμπάι την περασμένη εβδομάδα υπέβαλε δύο αναφορές σύμφωνα με τις οποίες πάνω από 80.000 ψεύτικοι λογαριασμοί στα κοινωνικά δίκτυα χρησιμοποιήθηκαν για να αποπροσανατολίσουν την έρευνά τους. Μάλιστα, σύμφωνα με την αναφορά της Microsoft Research India, οι πολιτικοί του κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP) έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πυροδότηση των θεωριών συνωμοσίας σχετικά με τον θάνατο του Ρατζπούτ για δικό τους πολιτικό όφελος.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, αρκετοί πολιτικοί του BJP- το κυβερνών κόμμα του Ναρέντρα Μόντι- βοήθησαν να προωθηθεί η θεωρία συνωμοσίας περί δολοφονίας του Ρατζπούτ ώστε να δυσφημίσουν το αντίπαλο πολιτικό κόμμα, Σιβ Σένα, το οποίο έχει την εξουσία στην αρκετά πλούσια πολιτεία της Μαχαράστρα, όπου βρίσκεται το Μουμπάι.

Μεταξύ των θεωριών συνωμοσίας που αναδύθηκαν σχετικά με τον θάνατο του Ρατζπούτ υπήρχαν κι αυτές που υποστήριζαν ότι το Σιβ Σένα εμπλεκόταν στον θάνατό του και ότι ο πρωθυπουργός της πολιτείας συνεργαζόταν με τις αρχές για να καλύψουν την δολοφονία του ηθοποιού και την πρόχειρη έρευνα που είχαν διεξάγει.

Η αναφορά της Microsoft, η οποία ανέλυσε στοιχεία από το Twitter και το YouTube και ένα αρχείο ψευδών ειδήσεων που «μοιράστηκαν» ευρέως στο διαδίκτυο , καταδεικνύει πώς οι πολιτικοί- και ιδίως του κόμματος BJP- ενορχήστρωσαν την αλλαγή στην συζήτηση για την υπόθεση όταν άρχισαν να αναφέρονται σε αυτή ως «δολοφονία» αντί για «αυτοκτονία».

«Καθώς περνούσαν οι μέρες υπήρξε μια μεγάλη αύξηση στη χρήση της λέξης ‘δολοφονία΄ στα tweet πολιτικών του BJP. Συνολικά τα δεδομένα καταδεικνύουν ότι το BJP οδήγησε στον υπαινιγμό περί δολοφονίας», τονίζεται στην αναφορά. Προστίθεται μάλιστα ότι «μοιάζει  να ξεπερνά την σύμπτωση το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους διάσημους που παρουσιάστηκαν ως εμπλεκόμενοι στον θάνατο του Ρατζπούτ στο παρελθόν είχαν επικρίνει την κυβέρνηση του BJP».

Η αναφορά επίσης τονίζει ότι οι διαδικτυακές ομάδες που υποστηρίζουν ότι θέλουν δικαιοσύνη για τον θάνατο του Ρατζπούτ ήταν μια μίξη «υπερεθνικιστών, υπέρμαχων των καστών, εχθρών του Μουσουλμανισμού και μισογυνιστών».

Μόλις δόθηκε στη δημοσιότητα η αναφορά υπήρξε τόσο μεγάλη κατακραυγή στο διαδίκτυο που οι συντάκτες της ανέφεραν στον Observer ότι δεν είχαν πλέον την άδεια να μιλούν στον Τύπο.

Αν και τα στοιχεία δείχνουν ότι η υπόθεση θα πρέπει σύντομα να κλείσει, η αστυνομία του Μουμπάι συνεχίζει τις έρευνες. Ο αδερφός της Τσακραμπόρτι παραμένει στην φυλακή, ενώ και η ηθοποιός περιμένει ακόμα την δίκη της σχετικά με τις κατηγορίες περί προμήθειας ναρκωτικών. Την ίδια στιγμή, η οικογένεια του Ρατζπουτ επιμένει ότι ο θάνατός του δεν ήταν αυτοκτονία και έχει ήδη δηλώσει πως θα αμφισβητήσει την έκθεση των ιατροδικαστών. Το «πάρτι» στο διαδίκτυο και τα μέσα ενημέρωσης συνεχίζεται.