Η ομολογία ενός εγκληματία πολέμου


Μια νύχτα το 2012 στην επαρχία της Κανταχάρ ο λοχίας Ρόμπερτ Μπέιλς σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήρε τα όπλα του και σκότωσε 16 αμάχους, μεταξύ των οποίων εννέα παιδιά. Όταν αποφάσισε να μιλήσει έψαξε δικαιολογίες που δεν υπήρχαν

Αφαγανιστάν, επαρχία Κανταχάρ, περιοχή Παντζουάγι. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 11ης Μαρτίου 2012 ο λοχίας Ρόμπερτ Μπέιλς βγαίνει πεζός από την αμερικανική βάση με πλήρη εξοπλισμό. Βρίσκεται σε αποστολή την οποία διέταξε η παράνοια του. Μέσα στις επόμενες ώρες θα δολοφονήσει συνολικά 16 άτομα και θα τραυματίσει πέντε. Μεταξύ των νεκρών και εννέα παιδιά. Θα επιστρέψει στη βάση και με τρομακτική ψυχραιμία θα ομολογήσει: Το έκανα.

Η σφαγή της Παντζουάγι θεωρείται ένα από τα πλέον διαβόητα εγκλήματα πολέμου στη σύγχρονη ιστορία των αμερικανικού στρατού. Το 2015 ο δημοσιογράφος Μπρένταν Βόγκαν θα μιλήσει με τον κρατούμενο πλέον (καταδικάστηκε σε ισόβια χωρίς αναστολή) Ρόμπερτ Μπέιλς. Στις 21 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς το περιοδικό GQ θα δημοσιεύσει το συγκλονιστικό άρθρο του Βόγκαν. Η ομάδα του Janus το μετέφρασε και σας το παρουσιάζει:

I.

Κανταχάρ, Αφγανιστάν, 5 Μαρτίου 2012

Μέσα από το σκόπευτρο του όπλου του, ο λοχίας προσωπικού Ρόμπερτ Μπέιλς παρακολουθούσε έναν άντρα με πεντακάθαρο λευκό καφτάνι να περπατά μέσα σε ένα αμπέλι. Ο άντρας ήταν μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά του. Χανόταν και εμφανιζόταν πάλι καθώς περνούσε μέσα από τα αυλάκια που χώριζε την κάθε σειρά αμπελιών. Κουβαλούσε ένα φτυάρι και φαινόταν να κρατά ένα κινητό τηλέφωνο ή ήταν ασύρματος; Συχνά ο άντρας σταματούσε, έσκαβε λίγο το χώμα και προχωρούσε. Άλλαζε κατεύθυνση για λίγα βήματα και επέστρεφε. Ποτέ δεν σταμάτησε να μιλάει στη συσκευή.

Ο Μπέιλς σκέφτηκε: Τι στο διάολο είναι αυτό;

Ένας πάντα σε εγρήγορση πεζικάριος στην τέταρτη θητεία του σε πεδίο μάχης μέσα σε εννέα χρόνια. Ο λοχίας Μπέιλς είχε πάρει εντολή να φυλάξει σκοπιά στην στέγη της βάσης Μπελαμπάι γιατί οι αμερικανικές δυνάμεις δέχονταν επιθέσεις στην περιοχή. Λίγα λεπτά πριν ένας αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός είχε διαπεράσει ένα τεθωρακισμένο όχημα που μετέφερε πέντε στρατιώτες στην βάση. Η έκρηξη είχε αναποδογυρίσει το όχημα και είχε τραυματίσει τους επιβαίνοντες, αλλά κανέναν σοβαρά. Όμως τέτοιες επιθέσεις των Ταλιμπάν έρχονται κατά κύματα. Μια έκρηξη δίνει το έναυσμα και ακολουθούν επιπλέον βόμβες με στόχο αυτούς που σπεύδουν να βοηθήσουν. Έτσι όλοι στη βάση είχαν πάρει θέσεις άμυνας. Μια ομάδα άμεσης δράσης είχε σταλεί στο σημείο της έκρηξης που τώρα ήταν ένα σκηνικό καπνού, θραυσμάτων και συντριμμιών. Το όχημα έβγαζε καπνό και είχε γυρίσει στο πλάι. Ο Μπέιλς είχε σταλεί στην οροφή με εντολή να παρακολουθεί τον άντρα με το λευκό καφτάνι.

Τον είδε να κινείται προς το σημείο της έκρηξης. Του φάνηκε περίεργο. Γιατί ένας αγρότης που καλλιεργούσε το αμπέλι του να θέλει να πλησιάσει σε τέτοιο χάος;

Ο άντρας ήταν περίπου 350 μέτρα από το σημείο και πλησίαζε. Κρατούσε ακόμα τη συσκευή. 300 μέτρα, 250 μέτρα. Ο Μπέιλς σκέφτηκε πως η απόφαση που έπρεπε να πάρει θα ήταν πολύ πιο εύκολη αν μπορούσε να δει τι ακριβώς ήταν η συσκευή που κουβαλούσε ο άντρας. Οι όροι της εμπλοκής επέτρεπαν στους Αμερικανούς στρατιώτες να πυροβολούν κάθε ύποπτο που κρατούσε ασύρματο. Ήταν ο τρόπος ενεργοποίησης εκρηκτικών μηχανισμών που χρησιμοποιούσαν οι Ταλιμπάν. Ο άντρας ήταν όμως πολύ μακριά και ο Μπέιλς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Αποφάσισε να μην ρίξει.

Λίγα λεπτά αργότερα οι πυροτεχνουργοί καθάριζαν το σημείο, ένας υπαξιωματικός του Ναυτικού που ονομαζόταν Τζον Ασμπερι πήδηξε έναν τοίχο κοντά σε ένα ξεραμένο ψηλό δέντρο και... ΜΠΟΥΜ!

Η δεύτερη έκρηξη έκανε απείρως περισσότερη ζημιά από την πρώτη κόβοντας το αριστερό πόδι Άσμπερι στο ύψος του γονάτου.

Δύο μέρες μετά ο Μπέιλς και ακόμα περίπου 20 στρατιώτες στάλθηκαν στο σημείο της έκρηξης για να εξετάσουν το όχημα και να μαζέψουν κομμάτια που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Ήταν σε ανοιχτό χώρο, εκτεθειμένοι στον εχθρό καθώς δούλευαν με βιασύνη.

Στο κέντρο του σημείου της έκρηξης βρισκόταν αυτό το γέρικο, νεκρό δέντρο, περίπου δέκα μέτρα ψηλό. Μπορούσες να το δεις από αρκετά μακριά. Ήταν ξεκάθαρο πως όποιος έβαλε τον δεύτερο εκρηκτικό μηχανισμό χρησιμοποίησε το δέντρο σαν σημάδι. Τον ενεργοποίησε όταν οι Αμερικάνοι πλησίασαν το δέντρο. Ο Μπέιλς αποφάσισε ότι ήταν μια απειλή για την ασφάλεια και έπρεπε να κοπεί.

Πρώτα οι στρατιώτες δοκίμασαν ένα αλυσοπρίονο αλλά οι λεπίδες του δεν ήταν κοφτερές. Έτσι αποφάσισαν να το ζώσουν με εκρηκτικά, να το ανατινάξουν και να πέσει. Η τακτική δούλεψε αλλά το πάνω κομμάτι κόλλησε ανάμεσα σε δύο τοίχους. Χρειάστηκε ώρες για να το κατεβάσουν. Ώρες κατά τις οποίες ο Μπέιλς και η ομάδα του δέχονταν ελαφρά πυρά από τους Ταλιμπάν. Κανείς δεν τραυματίστηκε αλλά ήταν φανερό ότι ο Μπέιλς ήταν απογοητευμένος και ανήσυχος για μια πιο γενικευμένη επίθεση. Τελικά αργά το απόγευμα κατάφεραν να σύρουν το δέντρο στη βάση. Έμεινε εκεί για μέρες, σαν υπενθύμιση της ασφυκτικής παρουσίας του εχθρού και στο μυαλό του Μπέιλς σαν υπενθύμιση της ανικανότητας του να σταματήσει τον άντρα που ενεργοποίησε τα εκρηκτικά.

Οι άλλοι στρατιώτες ήθελαν απλά να κάψουν το δέντρο. Για τον Μπέιλς αυτό δεν ήταν αρκετό. Ήθελε να το καταστρέψει με τα χέρια του. Τελικά το πρωί του Σαββάτου 10 Μαρτίου 2012, αφού παρατηρούσε το σύμβολο της αποτυχίας του για τρεις μέρες και δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ο Μπέιλς πλησίασε το δέντρο με ένα τσεκούρι. Τους πήρε οκτώ ώρες με όλη την βάση να τον παρακολουθεί αλλά τελικά κατάφερε να διαλύσει το δέντρο σε κομμάτια.

«Αυτό το δέντρο χρησιμοποιήθηκε για να βλάψει τους φίλους μου. Χρησιμοποιήθηκε από τον εχθρό. Έπρεπε να το καταστρέψω. Καταλαβαίνειςλέει ο ίδιος.

Αργότερα εκείνη την μέρα ο Μπέιλς θα έστρεφε στην οργή σε λιγότερο συμβολικούς στόχους. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, υπό την κάλυψη από το βαθύ σκοτάδι της αγροτικής περιοχής ο Μπέιλς ξεγλίστρησε από τη βάση και περπάτησε μέχρι το κοντινό χωριό. Εκεί σκότωσε τέσσερις Αφγανούς, μεταξύ τους κι ένα κοριτσάκι τριών ετών. Μετά αφού επέστρεψε στη βάση για να πάρει πυρομαχικά και να πει σε έναν συνάδελφο του τι έκανε, έφυγε ξανά. Δολοφόνησε δώδεκα άτομα ακόμα σε ένα άλλο χωριό. Από τα 16 άτομα που σκότωσε συνολικά, τέσσερις ήταν άντρες, τέσσερις γυναίκες και οκτώ ήταν παιδιά. Το μικρότερο ήταν μόλις δύο ετών.

Λίγες ώρες αργότερα ο κόσμος ξύπνησε για να μάθει αυτό που έμεινε γνωστό ως η σφαγή της Κανταχάρ. Η πιο πολύνεκρη θηριωδία Αμερικάνου στρατιώτη από τη σφαγή του Μι Λάι το 1968 όταν η ομάδα του υπολοχαγού Γουίλιαμ Κάλεϊ δολοφόνησε εκατοντάδες Βιετναμέζους αμάχους. Όπως και σε εκείνο το κεφάλαιο της αμερικάνικης ιστορίας έτσι και η κτηνωδία του Μπέιλς ήρθε στα τέλη μιας μακράς και αναποτελεσματικής στρατιωτικής επιχείρησης δημιουργώντας άβολα ερωτηματικά για τη λογική του πολέμου και την επίδραση που έχει πάνω στους στρατιώτες που στέλνουμε να τον διεξάγουν.

H ιστορία της σφαγής στην Κανταχάρ έχει ειπωθεί μερικώς από τους κατήγορους του στρατού, τον Τύπο, τους συντρόφους του Μπέιλς, τους ανωτέρους του, την υπεράσπιση και τους Αφγανούς επιζώντες οι οποίοι μάλιστα αφηγούνται μια πιο περίπλοκη υπόθεση απ' αυτή που εμφανίστηκε στο στρατοδικείο. Δεν έχει όμως παρουσιαστεί πλήρως καθώς δεν έχει ειπωθεί από τον ίδιο τον θύτη.

«Είναι δύσκολο να μιλήσω γι' αυτό αλλά θέλω να πω την ιστορία» λέει ο Μπέιλς που βρίσκεται σε φυλακή στο Κάνσας.

II.

11 Σεπτεμβρίου 2001

Ο Ρόμπερτ Μπέιλς κατατάχθηκε στο στρατό όταν ήταν 28 ετών ως μια άμεση απάντηση στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. «Δεν ήταν ότι ήθελε να πολεμήσει αλλά σκεφτόταν ότι αυτό κάνουν οι Αμερικάνοι. Πηγαίνεις και μπαίνεις στη γραμμή μαζί με όλους τους άλλους. Λες: Είμαστε εδώ ώστε να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα συμβεί πάλι κάτι τέτοιο. Αυτός είναι ο Μπομπ», λέει ο σύζυγος της αδελφής του Μπέιλς, Έρικ Τραντμπεργκ.

Ο μικρότερος από τα πέντε αγόρια της οικογένειας μεγάλωσε στο Νόργουντ του Οχάιο. Ήταν ένα εξωστρεφές, φιλικό παιδί που του άρεσε να χορεύει. Αρχηγός στην ομάδα αμερικάνικου ποδοσφαίρου που όμως έχασε τη θέση του όταν εμφανίστηκε ένας ταλαντούχος πρωτοετής. Ήταν ο Μαρκ Έντουαρντς, ο οποίος έκανε καριέρα στο NFL και έγινε ένα από τους καλύτερους φίλους του Μπέιλς. «Υπήρχε ένας άμεσος σεβασμός από τη μεριά μου» λέει ο Έντουαρντς και υποστηρίζει ότι ο Μπειλς αποδέχθηκε τον παραγκωνισμό για το καλό της ομάδας.

Αφού κατατάχθηκε, ο Μπέιλς προσαρμόστηκε εύκολα στη στρατιωτική ζωή και ήθελε να πάει στον πόλεμο και να χτίσει καριέρα. Όμως η επίδραση των πολεμικών αποστολών, η πίεση του πεδίου της μάχης και το στρες των οικογενειακών προβλημάτων άρχισαν γρήγορα να συσσωρεύονται.

Στα 20 του, αφού παράτησε το κολέγιο χωρίς πτυχίο, πήρε άδεια χρηματιστή. Πήγε πολύ καλά τα πρώτα χρόνια αλλά μετά τα έχασε όλα. Τα χρήματα του, τα χρήματα των πελατών του και τα χρήματα της οικογένειας του. Ένας επενδυτής του έκανε μήνυση και κέρδισε αποζημίωση 1,4 εκατ. δολαρίων. Ο Μπέιλς δεν είχε το ποσό και παρότι τελικά ο επενδυτής σταμάτησε να το διεκδικεί η πίεση ήταν τεράστια.

Την περίοδο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν καταρρακωμένος ψυχολογικά και χαμένος. Το να καταταγεί δεν του φαινόταν μόνο κάτι που έπρεπε να κάνει αλλά ήταν και μια λύση καθώς ο στρατός προσέφερε έναν μισθό και έναν τρόπο ζωής.

Τοποθετήθηκε σε ένα στρατόπεδο στην Τακόμα της Ουάσινγκτον και έγινε πεζικάριος. Ανυπομονούσε να σταλεί σε αποστολές. Ήταν συγκεντρωμένος και έντονος. Ένας στρατιώτης από τη φύση του. Η  επιθετικότητά του ταίριαζε στη στρατιωτική ζωή και τον βοήθησε να προσαρμοστεί. Κάποιες φορές όμως εμφανιζόταν με σκοτεινούς τρόπους, ειδικά αν την τροφοδοτούσε το αλκοόλ. Τον Ιούλιο του 2002 μετά από μια μακρά νύχτα σε καζίνο συνελήφθη γιατί επιτέθηκε σε έναν σεκιούριτι.

Μετά από έναν χρόνο γνώρισε τη γυναίκα με τα πράσινα μάτια που θα γινόταν σύζυγος του, την Κάρι Πρίμο. «Ήμουν σε ένα μπαρ και άκουγα την μπάντα ενός φίλου. Έτυχε ο Μπομπ να είναι εκεί. Χορέψαμε και φλερτάραμε. Όταν με προειδοποίησε ότι τον επόμενο μήνα φεύγει για το Ιράκ σκέφτηκα: Ω Θεέ μου τρέξε. Θέλεις κάποιον που να είναι δίπλα σου αλλά είχαμε αυτή τη σπίθα» λέει η Πρίμο.

Θυμάται ότι ο Μπέιλς ήταν γεμάτος ενθουσιασμό και της έλεγε κάθε λεπτομέρεια για τον πόλεμο. Όλα όμως άλλαξαν αφού πήγε στο Ιράκ. Παρότι η σχέση τους γινόταν πιο σοβαρή δεν θα της μιλούσε ποτέ ξανά με τόσο ενθουσιασμό και αφέλεια για τις μάχες.


III.

Κανταχάρ, Αφγανιστάν, 10 Μαρτίου 2012

Στις αρχές της Άνοιξης του 2012, στην αυγή της πολεμικής περιόδου στο Αφγανιστάν, η περιοχή Παντζουάι στην Κανταχάρ, η πνευματική έδρα των Ταλιμπαν ήταν από τα πιο εχθρικά μέρη στον πλανήτη. Οι αντάρτες ήταν παντού αλλά ήταν σχεδόν αδύνατο να τους ξεχωρίσεις, μέσα στο καφέ τοπίο από τους αγρότες που έμειναν στα πυκνοκατοικημένα χωριά.

Το να ξέρουν να ξεχωρίζουν όμως ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε να κάνουν οι στρατιώτες που βρίσκονταν στη βάση Μπελαμπάι. Μια ντουζίνα πρασινομπερέδες και δύο ομάδες πεζικού που διοικούσε ο Μπέιλς.

Η βάση, ένα συγκρότημα κτιρίων περικυκλωμένο από αγκαθωτό σύρμα και τσιμεντένια εμπόδια, ήταν περίπου 30χλμ νοτιοδυτικά της πόλης Κανταχάρ και πολύ κοντά σε χωριά που έπρεπε να σταθεροποιήσουν. Το Αλικοζάι ήταν μόλις 500 μέτρα στα βόρεια, και περίπου στα δύο χλμ νότια ήταν το Νατζά Μπιέν. Και τα δύο ήταν χωριά  από σπίτια με λάσπη και τούβλα χωρίς ηλεκτρισμό και υδραυλικές εγκαταστάσεις.

Τα εννέα χρόνια που πέρασαν από τότε που προσγειώθηκε στο Ιράκ είχαν αφήσει τα σημάδια τους. Στα 38 του πλέον είχε αραιά μαλλιά και ήταν 95 κιλά. Είχε περάσει τρεισήμισι χρόνια στο πεδίο της μάχης. Τρεις θητείες στο Ιράκ και τώρα στο Αφγανιστάν. Είχε φτάσει στον βαθμό του λοχία προσωπικού και διοικούσε μια ομάδα 19 ανδρών. Τον ανησυχούσε μόνιμα η πίστη ότι οι στρατιώτες του δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένοι, ότι οι ανώτεροι του ήταν πολύ χαλαροί με τον εχθρό και θεωρούσε ότι δεν του έδειχναν τον σεβασμό που άξιζε.

Στις 10 Μαρτίου, αφού πέρασε όλη την ημέρα κόβοντας το δέντρο έκανε σκοπιά από τις οκτώ έως τις εννέα το βράδυ μαζί με έναν νεαρό στρατιώτη, τον Μάικλ Κερσιέλο. Του είπε ότι είχε αγωνία για μια προαγωγή που περίμενε. «Την αξίζω, ξέρω ότι την αξίζω» του είπε αλλά ανησυχούσε γιατί ήδη μια φορά τον είχαν προσπεράσει και μπορούσε να συμβεί ξανά.

Κατά τη διάρκεια της σκοπιάς είδε φώτα να έρχονται από το Νατζά Μπιέν και το Αλικοζάι. «Τα πάντα ήταν σκοτεινά και ξαφνικά έβλεπες φώτα στον βορρά και τον νότο» λέει ο Μπέιλς. Πίστεψε ότι αντάρτες έστελναν σήματα για κάποιο σχέδιο επίθεσης. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα μια ομάδα «βατραχανθρώπων» είχε εντοπίσει αντάρτες στο Αλικοζάι και είχε βρει όπλα και εξοπλισμό στο Νατζά Μπέιν. Ο Μπειλς ανέφερε την ανησυχία του στην επόμενη βάρδια (ο στρατός το διαψεύδει) αλλά δεν τον πήραν σοβαρά.

Αφού ολοκλήρωσε τη σκοπιά του ήπιε μαζί με δύο φίλους του Jack Daniel's με κόκα κόλα (το αλκοόλ θεωρητικά απαγορευόταν στη βάση). Ο Μπειλς λέει ότι ήπιε έξι ή εφτά ποτά στις επόμενες δύο ώρες ενώ έβλεπαν την ταινία  «Man on Fire» με τον Ντέινζελ Ουάσινγκτον, μια ταινία για έναν πρώην στρατιωτικό που έχει γίνει σωματοφύλακας και θέλει να εκδικηθεί γιατί θεωρεί ότι το κοριτσάκι που προστάτευε έχει δολοφονηθεί. Σύμφωνα με την έρευνα ο Μπειλς ήταν μεθυσμένος και με κακή διάθεση και μιλούσε για την προαγωγή, για τον φόβο του ότι δεν θα την πάρει και την οργή που είχε. Έλεγε για την βόμβα που έκοψε το πόδι του Όσμπερι και τους ανώτερους του που δεν απαντούσαν με πυγμή στις επιθέσεις που δέχονταν από τους αντάρτες.

Έκανε παράπονα για τον γάμο του. Είχε πλέον δύο παιδιά με την Κάρι και αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Τσακώνονταν συνέχεια. Ο μισθός του δεν έφτανε για τους λογαριασμούς και είχαν σταματήσει να πληρώνουν τη δόση του δανείου για το σπίτι το οποίο είχαν συνειδητοποιήσει ότι αξίζει 100.000 δολάρια λιγότερο απ' όσα χρωστούσαν στην τράπεζα.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα πήγε στο δωμάτιο του και πήρε μια χούφτα χάπια. Ήθελε απεγνωσμένα να ξεκουραστεί. «Πρέπει να καταλάβεις ότι μάλλον δεν είχα κοιμηθεί για τρεις μέρες. Εκείνη τη νύχτα ήθελα απλά να κοιμηθώ. Όμως σκεφτόμουν συνέχεια αυτούς τους αντάρτες που περιφέρονταν μέσα στην νύχτα και ετοίμαζαν κάτι. Έρχονταν πιο κοντά στη βάση, πλησίαζαν στη θέση μας προσπαθώντας να μας σκοτώσουν» λέει.

Αποφάσισε να μιλήσει με τον Κλέιτον Μπλάκσιρ, τον λοχία των «πρασινομπεδέρων». Το δωμάτιο του ήταν σκοτεινό και αυτός μισοκοιμισμένος όταν μπήκε μέσα ο Μπέιλς. Ένιωθε άνετα μαζί του και του τα είπε όλα. Για το γεγονός ότι οι ειδικές δυνάμεις δεν ήταν προσεκτικές, για την χαλαρότητα, για το γεγονός ότι η μάχη δεν μεταφερόταν στην περιοχή του εχθρού, για το πόδι του Όσμπερι. «Οι Ταλιμπάν είναι εκεί έξω τώρα και στέλνουν σήματα στο σκοτάδι. Μας λένε "άντε γαμηθείτε" και εμείς καθόμαστε και δεν κάνουμε τίποτα» είπε στον Μπλάκσιρ και του ζήτησε να του δώσει την άδεια να ηγηθεί πεζής ομάδας περιπολίας. «Το έχω κάνει και στο Ιράκ. Ποιος νοιάζεται αν πεθάνω; Δεν με νοιάζει αν πατήσω σε εκρηκτικά. Είμαι 38, έχω ζήσει τη ζωή μου. Αν γίνω κομμάτια, είναι λιγότερο τραγικό από το σκοτωθεί ένα 21χρονο παιδί με τόσα να κάνει μπροστά του» του είπε.

Ο Μπλάσιρ προσπαθούσε να τον ακούσει αλλά αυτό που ήθελε ήταν να κοιμηθεί. Του απάντησε ότι όλοι έχουν από μια αποστολή και του εξήγησε ότι η ομάδα του δεν έχει το προσωπικό να αντεπιτεθεί μέχρι να έρθει περισσότερο κόσμος. «Ουσιαστικά με έδιωξε και μου είπε να κοιτάω τη δουλειά μου» αναφέρει ο Μπέιλς.

Γύρισε στο δωμάτιο του, προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Το αίμα του γεμάτο αλκοόλ, ουσίες από τα χάπια αλλά και κάτι άλλο, στεροειδή. Εδώ και περίπου τρεις εβδομάδες είχε αρχίσει να παίρνει γιατί όπως είχε πει «ήθελε να είναι στην πρίζα».

Το μυαλό του ήταν γεμάτο από την κτηνωδία του πολέμου, την αγωνία για την καριέρα του και τα προβλήματα στον γάμο του. Καθώς ήταν ξαπλωμένος δεν μπορούσε να βγάλει από τη σκέψη του ότι κάτι πολύ κακό θα συμβεί. Σκεφτόμουν ότι πρέπει να δω τι συμβαίνει. Δεν γίνεται να μην κάνω τίποτα και να σκοτωθεί κάποιος ή να τον ανατινάξουν. Ξέροντας ότι κάτι συμβαίνει εκεί έξω πώς μπορείς να μην κάνεις τίποτα; Πόσες φορές δεν έκανα τίποτα;» λέει ο Μπέιλς.

IV.

Μασούλη, Ιράκ, Νοέμβριος 2003

Από την αρχή της καριέρας του στο πεδίο της μάχης ο Μπέιλς είχε τη φήμη του στρατιώτη που είχε ψύχωση με την προετοιμασία. Όμως τον είχε σοκάρει η αποτρόπαιη αναρχία του πολέμου.

«Η πρώτη φορά που μπαίνεις στη μάχη, μισώ που το λέω αλλά απλά ρίχνεις σφαίρες παντού γιατί είσαι τρομαγμένος. Είσαι τρελαμένος γιατί είναι πραγματικότητα. Αργότερα αυτό φεύγει. Αρχίζεις να ελέγχεις την αναπνοή σου και να ηρεμείς. Ξέρεις τι είναι αυτό που βλέπεις και τι συμβαίνει. Το έχεις κάνει ξανά. Όμως η πρώτη σου μάχη με πυρά είναι μεγάλη υπόθεση» τονίζει ο Μπέιλς ανασύροντας από τη μνήμη του την πρώτη μάχη του στη Μοσούλη.

Οι 12 μήνες που ακολούθησαν ήταν αυτό που ο στρατός ονομάζει "ιδιαίτερα κινητικοί", υπήρχε δηλαδή συχνή εμπλοκή με τον εχθρό. Ο Μπέιλς κάποιες φορές οδηγούσε ένα μικρό όχημα μεταφοράς προσωπικού αλλά τις περισσότερες ήταν αρχηγός ομάδας περιπολίας που εισέβαλε σε σπίτια. Μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν μέσα στη δράση. «Μας πυροβόλησαν ακόμα και στο αεροδρόμιο της Μοσούλης καθώς επιβιβαζόμασταν για να φύγουμε» θυμάται.

Η Κάρι τον παρέλαβε από το αεροδρόμιο και πήγαν απευθείας στο γήπεδο για να δουν ένα παιχνίδι NFL. Πέντε μήνες μετά παντρεύτηκαν Ακόμα όμως και όταν ήταν στο σπίτι ο Μπέιλς δεν μπορούσε να μειώσει την ένταση του. Έπινε τουλάχιστον έξι Red Bulls την ημέρα και δούλευε πάρα πολλές ώρες. Ξυπνούσε στις 4:30 και επέστρεφε στο σπίτι στις εννέα ή τις δέκα το βράδυ. Ήξερε ότι θα τον στείλουν και πάλι στη μάχη και είχε εστιάσει στο να είναι έτοιμος.

Είχε αρχίσει να δείχνει σημάδια παράνοιας. Η σύζυγός του πολλές φορές πεταγόταν από έναν εφιάλτη με το αίσθημα ότι κάποιος είναι στο σπίτι. Τότε ο Μπέιλς σηκωνόταν και έκανε πλήρη έλεγχο σε κάθε δωμάτιο. Έψαχνε τις ντουλάπες και τα πατάρια και μετά έβγαινε έξω και αναζητώντας εισβολείς σε όλη την περίμετρο του σπιτιού. «Τότε απλά σκεφτόμουν ότι είναι κάτι που κάνει ένας στρατιώτης. Προσέχει την οικογένεια του», λέει η Κάρι Πρίμο.

Το ποτό είναι ένα ακόμα θέμα το οποίο όμως επίσης δεν την είχε προβληματίσει ιδιαίτερα. Το θεωρούσε αντίδραση στην πίεση της δουλειάς. Παρά κάποια περιστατικά πίστευε ότι είναι ο τρόπος ενός σκληρά εργαζόμενου στρατιώτη να χαλαρώνει.

Άλλες φορές φαινόταν μελαγχολικός. «Πήγαινε έξω, καθόταν και κάπνιζε και σκεφτόταν κάτι που έκανε στο Ιράκ. Όταν ένιωθε έτσι άκουγε Metallica και ήξερες ότι έρχεται αντιμέτωπος με όλα όσα έχει δει. Έβγαινα κι εγώ κάποιες φορές αλλά του άρεσε να είναι μόνος του. Έβλεπες ότι αντιμετώπιζε σκοτεινά πράγματα. Ποτέ δεν ανοιγόταν για αυτά» λέει η σύζυγος του.


V.

Κανταχάρ, Αφγανιστάν, 11 Μαρτίου 2012

Ο Μπέιλς σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε. Φόρεσε ένα πράσινο μπλουζάκι, παντελόνι παραλλαγής, μπότες και γάντια. Ένα κράνος με γυαλιά νυχτερινής όρασης. Πήρε το Heckler & Koch πιστόλι του και το M4 πολυβόλο. Δεν φόρεσε αλεξίσφαιρο.

Έφυγε από την μοναδική έξοδο της βάσης, στη νότια πλευρά. «Είχαμε Αφγανούς στην πύλη αλλά για να είμαι ειλικρινής κοιμούνταν» θυμάται. Κατευθύνθηκε βόρεια. Ήξερε ακριβώς που ήθελε να πάει, στο Αλικοζάι, το χωρίο που είχε εντοπίσει αντάρτες στα σπίτια ηλικιωμένων του Σαγέντ Τζαν και του Μοχάμεντ Ναΐμ.

Μετά από περπάτημα 20 λεπτών έφτασε στο σπίτι του Σαγέντ και μπήκε στη αυλή. Φώτιζε τον δρόμο του με τον φακό που είχε τοποθετήσει στην κάνη του όπλου του. Ο Σαγέντ Τζαν δεν ήταν στο σπίτι του εκείνο το βράδυ, όμως άλλοι ήταν. Η σύζυγος του, τα δύο εγγόνια τους, ένας ξάδελφος, ο Κουντάι Νταντ με τη γυναίκα του και τα επτά παιδιά τους. Συνολικά 12 άτομα κοιμούνταν μέσα στο σπίτι. 

Ο Μπέιλς ισχυρίζεται ότι έψαχνε για ενήλικους άντρες που θα μπορούσαν να είναι αντάρες όμως το πρώτο άτομο που συνάντησε, όταν μπήκε στο σπίτι, ήταν η σύζυγος του Σαγέντ, η Ναϊκμάργκα. Η ηλικιωμένη κοιμόταν δίπλα στα εγγόνια της.

Τους ξύπνησε και τους πήγε στο δίπλα δωμάτιο ουρλιάζοντας να ξαπλώσουν στο δάπεδο και να μην κουνιούνται. Η Ναϊκμάργκα προσπάθησε να αντισταθεί, την χτύπησε και ενώ ήταν στο πάτωμα την κλότσησε. «Αν κάποιος εμπλέκεται με εσένα την ώρα που καθαρίζεις ένα δωμάτιο και δεν αποτελεί απειλή τον σπρώχνεις και τον κρατάς στο έδαφος, αυτό έκανα» λέει.

Πήγε στο δίπλα δωμάτιο και η Ναϊκμάργκα με τα εγγόνια της έφυγαν τρέχοντας για το διπλανό σπίτι, του Μοχάμεντ Ναΐμ. Τους ακολούθησε αλλά σταμάτησε όταν πέρασε από ένα δωμάτιο στο οποίο κοιμόταν ένας άντρας. Ήταν ο Κουντάι Νταντ. Ο Μπέιλς τον πυροβόλησε εξ επαφής πολλές φορές και τον σκότωσε επί τόπου.

Στη συνέχεια ακολούθησε τις φωνές των παιδιών σε έναν στενό χωμάτινο δρόμο που οδηγούσε στο άλλο σπίτι. Ένα σκυλί του επιτέθηκε και το σκότωσε. «Πρέπει να καταλάβετε ότι ο κόσμος πεινάει, είναι φτωχός. Ο μόνος λόγος που κρατάνε σκυλιά είναι επειδή είναι Ταλιμπάν. Δεν είναι ΗΠΑ. Ο Φίντο δεν είναι κατοικίδιο ζώο. Ο Φίντο είναι εκεί για να προειδοποιεί ότι κάποιος έρχεται» λέει.

Ακούγοντας τη φασαρία ένας άντρας με το όνομα Ναζίρ Μοχάμεντ βγήκε και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Μπέιλς. Τον χτύπησε ζητώντας του πληροφορίες για τους αντάρτες και τα εκρηκτικά. «Πού είναι οι Τάλιμπ; (σημ: έτσι ονόμαζαν για συντομία τους Ταλιμπάν) Που είναι τα όπλα;» του φώναζε. Κι άλλοι άρχισαν να ξυπνούν. Η σύζυγος του Ναζίρ, η Μαρίαμ φώναξε στον Μπέιλς να σταματήσει να χτυπά τον άντρα της ενώ μια από τις κόρες τους, η τρίχρονη Γκουλαλάι άρχισε να κλαίει γοερά.

«Εκείνη τη στιγμή... Είναι δύσκολο, είναι πολύ δύσκολο. Το παιδί έρχεται τρέχοντας και φωνάζοντας από περίπου το ίδιο μέρος απ' όπου είχε εμφανιστεί το σκυλί. Πυροβόλησα το παιδί... Ήταν μια γρήγορη αντίδραση. Ξέρεις, για να είμαι ειλικρινής... το μισώ αυτό που έγινε. Κάθε μέρα το σκέφτομαι συνέχεια. Μετά απλά γύρισα και σκότωσα και τον άντρα. Από εκεί και πέρα ουσιαστικά ήμουν στον αυτόματο πιλότο» τονίζει ο Μπέιλς.

Στη συνέχεια πήγε στο σπίτι όπου ζούσε ο Μοχάμεντ Ναΐμ και η οικογένεια του. Μπροστά του μια ομάδα τρομοκρατημένων γυναικών και παιδιών έτρεχαν μέσα στο σκοτάδι προσπαθώντας να είναι μακριά του, ενώ τους κυνηγούσε η ανελέητη ακτίνα φωτός από το όπλο του. Tελικά η ομάδα έφτασε στο δωμάτιο του Ναΐμ. Ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας που τα φάρμακα για την πίεση που έπαιρνε τον είχαν ρίξει σε βαθύ λήθαργο. Οι γυναίκες και τα παιδιά του φώναξαν: "Ο Αμερικάνος πυροβολεί τον κόσμο". Τους είπε να κρυφτούν όσο θα έψαχνε να δει τι συμβαίνει.

Μόλις όμως βγήκε από το δωμάτιο στον διάδρομο, ο Μπέιλς τον πυροβόλησε στο πρόσωπο και τον λαιμό. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο όπου περίπου 30 γυναίκες και παιδιά προσπαθούσαν απεγνωσμένα να γλιτώσουν.

Αναγνώρισε την Ναϊκμάργκα και την πυροβόλησε στο κεφάλι σκοτώνοντας της. Όπως λέει μετά ένιωσε μέσα του έναν διακόπτη. Έριξε μια ριπή από σφαίρες τραυματίζοντας τέσσερα άτομα. Τον Ραφιούλα ένα αγόρι 13 ή 14 ετών και στα δύο ποδια, την Παρμίνα ένα έφηβο κορίτσι στο στήθος και τη κοιλιά, τον Σαντικουλά ένα δεκάχρονο αγόρι στο οποίο μια σφαίρα πέρασε μέσα από το αυτί του και σφηνώθηκε στο κεφάλι του και την Ζαρντάνα, ένα 7χρονο κορίτσι στο πίσω μέρος του κεφαλιού της.

«Ήμουν τόσο οργισμένος με αυτούς (τους ιδιοκτήτες των σπιτιών) που έθεταν σε κίνδυνο τις οικογένειες τους με αυτό τον τρόπο. Δεν θα έφτιαχνες ποτέ εκρηκτικά μέσα στο ίδιο σου του σπίτι. Δεν θα άφηνες τρομοκράτες να τρέχουν αιμόφυρτοι μέσα στο σπίτι σου. Δεν θα άφηνες ανθρώπους να μπουν στο σπίτι σου για βοήθεια ενώ κοιμάται η γυναίκα σου και τα παιδιά σου. Δεν θα το έκανες αυτό. Για εμένα είναι δύσκολο. Είναι πολύ πολύ δύσκολο να το κατανοήσω. Έτσι τους έριξα την κατηγορία και ξέσπασα πάνω τους (στις γυναίκες και τα παιδιά). Ήμουν σε αμόκ» λέει με τη φωνή του να δείχνει απόγνωση.

Ο Μπέιλς έφυγε από το σπίτι και ξεκίνησε για να γυρίσει στη βάση. Ήταν περίπου 1.40πμ, λιγότερο από 30 λεπτά αφότου είχε ξεκινήσει τη σφαγή του. Είχε σκοτώσει τέσσερις και είχε τραυματίσει έξι. Είχε ξεμείνει από πυρομαχικά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχε τελειώσει.

VI.

Μοσούλη, Ιράκ, Ιανουάριος 2007

Τα πιο σημαντικά τραύματα του Μπέιλς από τον πόλεμο ήταν τα ψυχολογικά. Όπως οι περισσότεροι στρατιώτες δεν καταλάβαινε το μέγεθος της ζημιάς εκείνη την περίοδο.

Η μεγαλύτερη και πιο αιματηρή μάχη που συμμετείχε ο Μπέιλς στην καριέρα του κερδήθηκε αλλά τον σημάδεψε με ό,τι ακολούθησε. Τον Ιανουάριο του 2007 έγινε η Μάχη της Ζαρκά. 600 σιίτες στρατιώτες της οργάνωσης Τζουντ ας Σαμάα (Στρατιώτες του Παραδείσου) περικύκλωσαν συμμαχικές δυνάμεις και αμάχους. Οι αμερικανικές δυνάμεις παρενέβησαν και μετά από μάχη δύο ημερών σκότωσαν 250 σιίτες και διέλυσαν την οργάνωση.

Ο Μπέιλς είχε μιλήσει τότε σε μια τοπική εφημερίδα και είχε δηλώσει περήφανος για την ομάδα του. Είχε όμως εκφράσει και πάλι την άποψη του ότι οι Αμερικάνοι διαφέρουν από τους άλλους: "Νομίζω ότι αυτή είναι η πραγματική διαφορά μεταξύ των Αμερικάνων και των κακών. Αυτοί θέτουν σε κίνδυνο την οικογένεια τους".

Πέραν όμως από τις δηλώσεις υπήρξε ένα επεισόδιο που τον στοίχειωσε. «Ήταν αυτό το περιστατικό για το οποίο μιλούσε πολύ. Είδε αυτή τη γυναίκα, το μωρό της ήταν νεκρό στα χέρια της και το είχε σκεπάσει με μια κουβέρτα. Ήταν ένα κρύο πρωινό. Ένας τραυματισμένος άντρας πέρασε και είδε ότι το μωρό είναι νεκρό. Της πήρε λοιπόν την κουβέρτα για να ζεσταθεί ο ίδιος» λέει η σύζυγος του Μπέιλς.

Επί 15 μήνες η κατάσταση δεν γινόταν ευκολότερη. Ο Μπέιλς πέρασε τους τελευταίους τρεις στην Ντόρα, μια διαβόητα επικίνδυνη γειτονιά της Βαγδάτης. «Είδα κάποια πράγματα εκεί που εύχομαι να μην είχα δει», λέει.

Θυμάται τη βόμβα που ανατίναξε ένα όχημα και σκότωσε δύο στρατιώτες: «Ήταν φρικτό, η βόμβα τρύπησε το κάτω μέρος του αυτοκινήτου. Τα εντόσθια των στρατιωτών είχαν κολλήσει στα τοιχώματα του οχήματος. Ήταν άσχημα φίλε, ήταν όσο άσχημα γίνεται» λέει και για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δείχνει τόσο φορτισμένος, περισσότερο από τη στιγμή που μιλούσε για τη σφαγή των παιδιών.

Όταν τελείωσε η συγκεκριμένη θητεία τον Σεπτέμβριο του 2007 ο Μπέιλς ήταν 34 ετών και σκεφτόταν να φύγει από τον στρατό. Τότε όμως πέτυχε κάτι το οποίο τελικά θα μετάνιωνε. Πήρε προαγωγή και περίπου την ίδια περίοδο επιλέχθηκε για τη σχολή ελεύθερων σκοπευτών, μια σπάνια τιμή που δεν μπορούσε να μην αποδεχθεί. «Ήμουν έτοιμος να φύγω αλλά δεν το έκανα. Πραγματικά εύχομαι να το είχα κάνει» λέει.


VII.

Κανταχάρ, Αφγανιστάν, 11 Μαρτίου 2012.

Λίγο πριν τις δύο το πρωί ο Μπέιλς πέρασε την πύλη της Μπελάμπαϊ λέγοντας «Σάνγκα γεε;» (Πώς είσαι στα πάστο) στον Αφγανό φρουρό. Ήταν διαφορετικός από αυτόν που είδε όταν βγήκε και δεν κοιμόταν. Ο φρουρός έτεινε το όπλο του προς τον Μπέιλς και του είπε να σταματήσει. Ήταν έκπληκτός που είδε έναν Αμερικανό μόνο του έξω από το σύρμα. Ο Μπέιλς τον αγνόησε και συνέχισε να περπατά.

Λίγα λεπτά μετά μπήκε στο δωμάτιο του λοχία ΜακΛάφλιν, ενός από τους δύο στρατιώτες με τους οποίους έπινε νωρίτερα. «Του είπα: Φίλε μόλις σκότωσα κάποιους ενήλικες άντρες στο Αλικοζάι και θα πάω στο Νατζά Μπιέν να το τελειώσω. Να προσέχεις τη γυναίκα μου και τα παιδιά» θυμάται ο Μπέιλς. Από τα θύματα του στο Αλικοζάι μόνο ένας ήταν ενήλικός άντρας, ο Ναζίρ Μοχάμεντ.

Ο ΜακΛάφλιν δεν τον πίστεψε, σκέφτηκε ότι υπνοβατούσε. Ο Μπέιλς του έβαλε την κάνη του όπλου στη μύτη και του είπε: Μύρισε το όπλο μου.

Ο ΜακΛάφλιν νυσταγμένος του είπε να προσέχει ο ίδιος τα παιδιά του. Ο Μπέιλς επέμενε και τον έβαλε να του υποσχεθεί ότι θα προσέχει την οικογένεια του. Τελικά ο ΜακΛάφλιν ενέδωσε ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί και πάλι.

«Δεν περίμενα να επιστρέψω. Αλλιώς γιατί να του πω να προσέχει τη γυναίκα μου και τα παιδιά. Πήρα έναν εκτοξευτή χειροβομβίδων, μια ζώνη με χειροβομβίδες, δύο γεμιστήρες και έφυγα για έξω» λέει ο Μπέιλς.

VIII.

Τακόμα, Ουάσινγκτον, Μάιος 2010

Μόνο μετά την τρίτη θητεία του στο Ιράκ, η οποία ήταν σχετικά ήρεμη με την χώρα πλέον να είναι σχετικά ειρηνική, ο Μπέιλς παραδέχθηκε ότι χρειάζεται βοήθεια. Ποτό,  παράνοια και προβλήματα στον ύπνο (τρεις ώρες κάθε βράδυ ήταν κάτι σύνηθες) αλλά και νέα προβλήματα. Τρομεροί πονοκέφαλοι και εκρήξεις θυμού.

Το καλοκαίρι του 2010 πήγε στον στρατιωτικό ιατρό που διέγνωσε εγκεφαλικό τραύμα πιθανότατα λόγω της έκθεσης σε εκρήξεις με μια μικρή πιθανότητα να προέρχεται και από τον καιρό που έπαιζε αμερικάνικο ποδόσφαιρο. Επιπλέον εντόπισε συμπτώματα PTSD (μετατραυματικό στρες).

Ο Μπέιλς όπως πολλοί στρατιώτες πάντα πίστευε ότι το PTSD «είναι μια δικαιολογία για τους δειλούς» όπως είπε. Μια διέξοδος για τους αδύναμους άντρες που δεν έχουν το στομάχι και την καρδιά για τον πόλεμο.

Δέχθηκε πάντως να συναντήσει έναν θεραπευτή για να αντιμετωπίσει τους πονοκεφάλους. «Μετά από μερικές συναντήσεις αποφάσισα ότι δεν βοηθούσε γιατί συνέχεια μου έλεγε ότι ο θυμός μου είναι μια μάσκα για άλλα συναισθήματα. Ποιο συναίσθημα; Το μονό που ένιωθα μιλώντας για συναισθήματα ήταν αδύναμος. Από εκεί που έρχομαι οι άντρες δεν μιλούν έτσι. Είπα στον γιατρό ότι πάω καλύτερα και μου επέτρεψε να σταματήσω τις συναντήσεις» λέει.

Τα προβλήματα δεν απέτρεψαν τον στρατό να τον στείλει στο Αφγανιστάν ενάμιση χρόνο μετά. Ο Μπέιλς και η ομάδα του έφτασαν στην Μπελεμπάι στις 14 Δεκεμβρίου 2011. Η αποστολή ήταν δύσκολη και έντονη αλλά του άρεσε να δουλεύει με τις Ειδικές Δυνάμεις. Για τον Μπέιλς ήταν έξυπνοι, καλά προετοιμασμένοι, επιθετικοί και το πιο σημαντικό για το εγώ του, σέβονταν τους πεζικάριους που τους υποστήριζαν.

Όλα αυτά άλλαξαν όμως στα μέσα Ιανουαρίου 2015 όταν η αρχικά ομάδα «πρασινομπερέδων» αντικαταστάθηκε από μια άλλη. Σχεδόν αμέσως ο Μπέιλς αντιπάθησε το νέο γκρουπ. Σε ένα mail στην Καρι γράφει πως «οι παλιοί ήταν μέρος της ομάδας, οι καινούργιοι νομίζουν ότι είναι κάτι, μας συμπεριφέρονται σαν σκύλες»,

Τον Φεβρουάριο άρχισε να παίρνει στεροειδή που πιθανότητα κόντυναν το φυτίλι του ακόμα περισσότερο. Εκείνη την περίοδο χτύπησε έναν Αφγανό οδηγό φορτηγού επειδή τον βρήκε με ένα κουτί καθώς ξεφόρτωνε. Το περιστατικό ενίσχυσε την πεποίθηση ότι ο Μπέιλς γινόταν όλο και περισσότερο ασταθής.

Καθώς ο χειμώνας έφευγε και ερχόταν η άνοιξη, ο εχθρός γινόταν πιο ενεργός. Οι Seals κυνήγησαν αντάρτες στο Αλικοζάι και οι στρατιώτες ανακάλυψαν 150 κιλά εκρηκτικών θαμμένα στο Νατζά Μπιέν. Στις 29 Φεβρουαρίου βρήκαν ένα τουφέκι, ένα δορυφορικό τηλέφωνο και δύο μπαταρίες μηχανής. Τελικά την 1η Μαρτίου, τέσσερις μέρες πριν ο Άσμπερι χάσει το πόδι του, ο Μπέιλς και οι άντρες του έπεσαν σε ενέδρα. Όταν ζήτησαν από τις Ειδικές Δυνάμεις αεροπορική υποστήριξη τους την αρνήθηκαν υπό τον φόβο των παράπλευρων απωλειών. Αυτό εξόργισε τον Μπέιλς.

«Έπρεπε να είμαστε νεκροί αλλά σταθήκαμε τυχεροί. Είχαμε την ευκαιρία να σκοτώσουμε τον εχθρό αλλά λόγω φόβων για τους πολίτες ο διοικητής αρνήθηκε να ρίξει πύραυλο Hellfire. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ενώ έχεις καθηλωμένο τον εχθρό δεν τον χρησιμοποιείς ως στόχο. Στο μυαλό μου επιτρέποντας τον εχθρό να επιζήσει από αυτό, του επιτρέπεις να γίνει πιο τολμηρός. Πιάσαμε στις επικοινωνίες τους να γελούν και να πανηγυρίζουν για το γεγονός ότι μας επιτέθηκαν και γλίτωσαν. Αυτά είναι τα πράγματα που σε κάνουν να νιώθεις ψυχολογικά ηττημένος» τονίζει.

IX.

Κανταχάρ, Αφγανιστάν, 11 Μαρτίου 2012

Ο Μπέιλς έφυγε από τη βάση ξανά, πέρασε πάλι από τον Αφγανό φρουρό που τον ρώτησε αλλά δεν τον σταμάτησε.

Αυτή τη φορά κατευθύνθηκε νότια στο Νατζά Μπιέν όπου είχε βρεθεί το όπλο και το δορυφορικό τηλέφωνο. Πρώτα πήγε σε ένα σπίτι που ανήκε στον Μοχάμεντ Νταγούντ. Όταν μπήκε μέσα βρήκε ολόκληρη την οικογένεια να κοιμάται.

Τράβηξε τον Νταγούντ από το κρεβάτι φωνάζοντας: Ταλιμπ, Τάλιμπ. Τον έσυρε μέχρι την αυλή με τον Νταγούντ να λέει: Όχι Τάλιμπ! Όχι Τάλιμπ. Τον πυροβόλησε στο κεφάλι ενώ η σύζυγος του Μασούμα παρακολουθούσε από λίγα μέτρα μακριά.

Μέσα στο σπίτι η γυναίκα και τα έξι παιδιά βρίσκονταν σε κατάσταση σοκ, ξύπνησαν μέσα σε αυτό τον εφιάλτη και πιθανότατα προσεύχονταν να μην είναι αλήθεια. Ο Μπέιλς άρπαξε την Μασούμα από τα μαλλιά και έβαλε την κάνη του πιστολιού του στο στόμα ενός παιδιού. «Που είναι οι Τάλιμπφώναξε. Δεν πυροβόλησε όμως.

Αντίθετα έφυγε από το σπίτι και κατευθύνθηκε σε αυτό του Μοχάμεντ Γουαζίρ , 400 μέτρα δυτικά, κοντά στο σημείο που είχαν ανακαλύψει τα εκρηκτικά.

Ο Γουαζίρ δεν ήταν εκεί αλλά έντεκα μέλη της οικογένειάς του κοιμούνταν μέσα. Ο αδελφός και η νύφη του σε ένα δωμάτιο και σε άλλο η σύζυγος του, η μητέρα του, έξι από τα επτά παιδιά του και ο 13χρονος ανιψιός του. Μπήκε στην αυλή όπου συνάντησε και πάλι έναν σκύλο. Τον πυροβόλησε.

Μετά μπήκε στο ένα δωμάτιο και είδε την οικογένεια να κοιμάται πάνω σε ένα χαλί. Ήταν ο ένας δίπλα στον άλλο για να ζεσταθούν. Ακούγοντας τον πυροβολισμό ένα αγόρι, ο Ισά πήρε ένα φτυάρι και χτύπησε τον Μπέιλς στην πλάτη.

Πέταξε τον Ισά στο κέντρο του δωματίου και κλότσησε μια λάμπα κηροζίνης. Στη συνέχεια χτύπησε ανελέητα τα μέλη της οικογένειας. «Άφησε τρίχες και δέρμα στους τοίχους» ανέφεραν οι κατήγοροι στο δικαστήριο. Τελικά έβαλε το M4 στις βολές κατά ριπάς και σκότωσε και τα οκτώ άτομα που βρίσκονταν στο δωμάτιο. Μπήκε στον διπλανό χώρο όπου έπιασε τον αδελφό και τη νύφη του Γουαζίρ. Τους τράβηξε στο δωμάτιο που είχε σκοτώσει τους συγγενείς τους. Τους ανάγκασε να ξαπλώσουν στο ματωμένο δάπεδο και τους πυροβόλησε.

Σύμφωνα με την επίσημη έρευνα του στρατού, στη συνέχεια έριξε στα πτώματα την κηροζίνη από την λάμπα και έβαλε φωτιά. Ο ίδιος λέει ότι δεν το έκανε και πιστεύει ότι η λάμπα έπιασε φωτιά όταν την κλότσησε.

Σύμφωνα με τον ίδιο έψαχνε ακόμα όπλα και εκρηκτικά αλλά δεν βρήκε τίποτα στα σπίτια που εισέβαλε. Καθώς έψαχνε τα άλλα δωμάτια βρήκε την ηλικιωμένη μητέρα του Γουαζίρ, την Σαχ Ταρίνα. Το πολυβόλο του δεν είχε πλέον σφαίρες και έτσι την πυροβόλησε με το πιστόλι στο στήθος. «Δεν πέθανε και ο Μπέιλς διέλυσε το κρανίο της με την μπότα του. Την πάτησε με τόσο δύναμη που το κεφάλι της διαλύθηκε και το αίμα γέμισε τους τοίχους» αναφέρει το πόρισμα του στρατού.

Μετέφερε το πτώμα στο δωμάτιο με τα υπόλοιπα και το άφησε εκεί. 

«Εκείνη τη στιγμή νομίζω με χτύπησε. Υπάρχει ένα σημείο νομίζω που αυτό που κάνεις σε χτυπάει. Αυτό ήταν. Όλα για όσα είχα δουλέψει, όλα όσα είχα αγαπήσει είχαν καταστραφεί μέσα σε λίγες ώρες. Έτσι κάθισα στο δάπεδο του δωματίου και έβαλα το πιστόλι στο στόμα μου... Απλά δεν μπορούσα να το κάνω φίλε. Κάθισα εκεί. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Σηκώθηκα και βγήκα έξω. Όλο το βράδυ ήμουν με ένα παντελόνι και ένα μπλουζάκι και τώρα ένιωσα να παγώνω. Πριν δεν ένιωθα κρύο αλλά ξαφνικά πάγωσα. Είχαν κουβέρτες που κάλυπταν τις πόρτες. Έκοψα μια και σκεπάστηκα. Θυμάμαι ότι είχα χάσει τον προσανατολισμό μου. Αλλά εκείνη τη στιγμή άρχισαν να ρίχνουν φωτοβολίδες από τη βάση. Έτσι κατάλαβα που βρισκόμουν, από τις φωτοβολίδες» λέει με σχεδόν ψιθυριστή φωνή.

X.

Κανταχάρ, Αφγανιστάν, 11 Μαρτίου 2012

Οι φωτοβολίδες ήταν ριπές όλμων που έριχναν από την οροφή της βάσης για να φωτίσουν τον ουρανό. Ο Αφγανός φρουρός είχε ενημερώσει τους Αμερικάνους και η έρευνα για τον Μπέιλς είχε ξεκινήσει.

Εν τω μεταξύ στο Αλικοζάι οι χωρικοί έψαχναν βοήθεια για τους τραυματίες. Ένας από τους ενήλικους γιούς του Μοχάμεντ Ναΐμ, ο Φαϊζουλάχ δανείστηκε ένα αυτοκίνητο και μετέφερε πέντε αιμόφυρτους επιζώντες στην αμερικάνικη βάση Ζανγκαμπάντ, περίπου δύο χιλιόμετρα από την Μπελαμπάι.

Η κατάσταση των τραυματιών διέφερε. Ο Μοχάμεντ Ναΐμ είχε τραύματα στον λαιμό και το πρόσωπο και έκλαιγε φωνάζοντας τον Αλάχ. Ο 10χρονος Σαντικουαλάχ είχε ένα τραύμα από σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, ο έφηβος Ραφιουλάχ είχε σφαίρες και στους δύο μηρούς του. Χειρότερα απ' όλους ήταν η 7χρονη Ζαρντάνα που είχε τραύματα στο κεφάλι και δεν ανταποκρινόταν.

Όσο για το πέμπτο θύμα, την έφηβη Παρμίνα οι γιατροί δεν μπορούσαν να εξακριβώσουν το μέγεθος των τραυμάτων γιατί δεν επέτρεπε σε άντρες να της βγάλουν τα ρούχα και δεν υπήρχε γυναίκα στη βάρδια.

Τελικά μια στρατιώτης την εξέτασε από τη μέση και πάνω και βρήκε ένα τραύμα στο στήθος. Θα χρειαστούν ώρες για να μεταφερθούν οι τραυματίες στο μεγάλο νοσοκομείο στο αεροδρόμιο της Κανταχάρ. Εκεί μια νοσοκόμα θα εντοπίσει κι άλλα τραύματα από σφαίρες στο κάτω μέρος του σώματος της Παρμίνα.

Τελικά και οι πέντε τραυματίες επέζησαν.

Πίσω στη βάση η έρευνα για τον Μπέιλς συνεχίζονταν. Ο διοικητής έδωσε εντολή σε μια ομάδα διάσωσης να ψάξει την περιοχή γύρω από τη βάση. Εκτόξευσαν ακόμα και μια συσκευή υψηλής τεχνολογίας με θερμική κάμερα. Αυτή ήταν που εντόπισε περίπου στις 4:30 τον Μπέιλς να προχωρά προς τη βάση. Έπεφτε στο έδαφος όταν το φως από τη συσκευή δυνάμωνε επιχειρώντας να αποφύγει τον εντοπισμό.

Στις 4:47 πλησίασε την πύλη. Ο κατήγορος θα τονίσει πως είχε το μεθοδικό, γεμάτο αυτοπεποίθηση περπάτημα τους ανθρώπου που ολοκλήρωσε την αποστολή του. Τα μέλη της ομάδας του ΜακΛάφλιν και Γκόντουγιν τον σημάδεψαν με τα όπλα τους.

«Με κοροϊδεύετε;» τους είπε και κατηγόρησε τον ΜακΛάφλιν ότι τον κατέδωσε.

Τον αφόπλισαν, τα ρούχα του ήταν μουσκεμένα με αίμα, τον πέρασαν από την πύλη και τον παρέδωσαν στους «πρασινομπερέδες».

Για τις επόμενες οκτώ ώρες, σύμφωνα με τον στρατό, ο Μπέιλς αμφιταλαντευόταν μεταξύ του να ομολογήσει τι είχε κάνει και να παρακωλύσει την έρευνα. Όταν ο διοικητής τον ρώτησε πού βρισκόταν, ο Μπέιλς απάντησε ότι δεν μπορεί να πει γιατί θα ενοχοποιούσε τον εαυτό του. Τον ρώτησε αν το αίμα στα ρούχα είναι δικό του και είπε όχι. Δεν απάντησε όμως όταν του ζήτησαν να τους πει σε ποιον ανήκει το αίμα.

Λίγο αργότερα ζήτησε από τους φρουρούς να του φέρουν το λάπτοπ του. Έσπασε την οθόνη, το έριξε στο δάπεδο και άρχισε να το πατάει. Ακόμα πιο ενοχοποιητικά από τις πράξεις του ήταν τα λόγια του. «Νόμιζα ότι έκανα το σωστό. Συγγνώμη αν σας απογοήτευσα. Μέτρησα 20 (τόσους νόμιζε ότι σκότωσε). Θα με ευχαριστείτε μέχρι το Ιούνιο. Δεν πρέπει να μας ανησυχούν οι παράπλευρες απώλειες».

Έξω από τη βάση συγκεντρώνονταν Αφγανοί από τα γύρω χωριά. Έφεραν εκεί και τα πτώματα των θυμάτων. Ήταν τυλιγμένα σε κουβέρτες και τα μετέφεραν με αγροτικά. Καθώς τα ξεφόρτωναν, το πλήθος που όλο και αυξανόταν ξέσπασε. Φρίκη και οργή για το θέαμα των παιδικών πτωμάτων, θυμός για την βεβήλωση των καμένων σωμάτων.

XI.

Τακόμα, Ουάσινγκτον, Μάρτιος 2012

Ο Μπέιλ μεταφέρθηκε γρήγορα εκτός Αφγανιστάν κάτι που εξόργισε τον πρόεδρο της χώρας και κάθε πολίτη. Ήθελαν να δικαστεί εκεί και πιθανότατα να απαγχονιστεί για τα εγκλήματα του στην Κανταχάρ.

Μέσα σε λίγες μέρες προσέλαβε έναν δικηγόρο από το Σιάτλ που ήξερε καλά το παιχνίδι των μίντια, τον Τζον Χένρι Μπράουνι. Ένας δίμετρος μακρυμάλλης που κάποτε διαδήλωνε κατά του πολέμου του Βιετνάμ φορώντας μάσκας του υπολοχαγού Κάλεϊ.

Όπως έλεγε πρέπει να κατηγορήσουμε τον Κάλεϊ για ό,τι έκανε στο Μι Λάι αλλά πρέπει να ρίξουμε μερίδιο της ευθύνης στην κυβέρνηση και τους εαυτούς μας που επιτρέψαμε να συμβεί κάτι τέτοιο.

Στην ίδια βάση έθεσε και την υπεράσπιση του Μπέιλς ελπίζοντας να τον γλιτώσει από την θανατική ποινή. «Η κυβέρνηση θα θελήσει να κατηγορήσει ένα άτομο γι' αυτό και όχι να αναλάβει τις δικές της ευθύνες για τον πόλεμο» είπε σε μια συνέντευξη Τύπου.

Υποστήριζε ότι ο Μπέιλς τρελάθηκε από την πίεση μετά από τέσσερις θητείες σε εμπόλεμη ζώνη και δεν είχε σώας τας φρένας όταν έκανε τα εγκλήματα.

Όταν όμως ο Μπράουνι αντιμετώπισε το στρατιωτικό σύστημα δικαιοσύνης που θα αποφάσιζε για τη μοίρα του Μπέιλς έκρινε ότι η τακτική του θα αποτύγχανε.

Έτσι προώθησε μια συμφωνία: Βγάλτε από το τραπέζι τη θανατική ποινή και ο Μπέιλς θα δηλώσει ένοχος για όλα. Έτσι η κυβέρνηση θα γλιτώσει από μια δίκη με ευαίσθητες έως και επιζήμιες λεπτομέρειες για τον στρατό.

Μετά από μήνες δικαστικών διαδικασιών και συζητήσεων, οι δύο πλευρές έφτασαν σε συμφωνία. Τον Ιούνιο του 2013 ο Μπέιλς δήλωσε ένοχος σε όλες τις κατηγορίες, 16 φόνους και έξι απόπειρες δολοφονίας.

Το μόνο ερώτημα που κλήθηκαν να απαντήσουν οι ένορκοι είναι αν θα μπορούσε ποτέ να βγει με αναστολή. Εννέα μάρτυρες από το Αφγανιστάν πήγαν στο δικαστήριο και κατέθεσαν τον Αύγουστο του 2013. Ο Μπέιλς απολογήθηκε μπροστά τους. Τους είπε ότι αν μπορούσε θα έφερνε αμέσως πίσω του αγαπημένους τους. Αυτό που δεν μπόρεσε να εξηγήσει, 18 μήνες μετά από εκείνη τη φρικτή νύχτα, ήταν το μεγαλύτερο ερώτημα όλων: Γιατί;


XII.

Φορτ Λίβενγουορθ, Κάνσας, 2015

Ο Μπέιλς προσπαθεί να διατηρείται απασχολημένος στη φυλακή όπου θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Οι ένορκοι χρειάστηκαν λιγότερο από 90 λεπτά για να αποφασίσουν ότι δεν θα έχει την ευκαιρία της αναστολής. Μιλάει με την σύζυγο του κάθε μέρα. Γιατί αποφάσισε να μιλήσει;

To καθήκον και ο στόχος του, όπως λέει ήταν να πει πράγματα που δεν κατάφερε να πει στο στρατοδικείο. Να απολογηθεί στους άντρες που υπηρέτησε μαζί. «Θέλω να πω σε αυτούς τους άντρες ότι πονάω. Θέλω να ξέρουν ότι λυπάμαι. Θέλω μόνο καλά πράγματα γι' αυτούς. Ελπίζω ότι με κάποιο τρόπο θα καταλάβουν πόσο λυπάμαι. Είναι η οικογένεια μου και τους αγαπώ».

Ήθελε επίσης να εκφράσει την πίστη του ότι τα σπίτια και οι άντρες που κυνηγούσε ήταν Ταλιμπάν και όχι τυχαίοι πολίτες. «Δεν είναι ότι έψαχνα ένα σχολείο και άρχισα να ρίχνω σε μια ομάδα από παιδιά. Αυτό δεν το διορθώνει. Δεν προσπαθώ να το διορθώσω. Δεν γίνεται. Η διαφορά μεταξύ ενός στρατιώτη και ενός εγκληματία είναι η νομιμοποίηση και δεν την είχα. Δεν είναι όμως το ίδιο με το να μπεις σε έναν κινηματογράφο και να ρίξεις στον κόσμο που βλέπει μια ταινία του Μπάτμαν» υποστηρίζει.

Τέλος θέλει να εξηγήσει ότι παρότι δεν υιοθετήθηκε ως τακτική της υπεράσπισης του, ο ίδιος πιστεύει ότι δεν ήταν καλά στα μυαλά του όταν έκανε την σφαγή. «Ήμουν σε κάποιο είδος ύπνωσης; Ακόμα αναρωτιέμαι. Πόσοι άνθρωποι καθάρισαν το σπίτι τους με ένα όπλο στη μέση τους;» αναρωτιέται.

Ελπίζει πως με τις δηλώσεις του θα εμφανιστεί πιο εξανθρωπισμένος και ελπίζει πως κάποια μέρα, καθώς ο πόλεμος θα έχει ξεχαστεί, κάποιος θα τον λυπηθεί και θα του δείξει επιείκεια. Ήδη κατέθεσε ένα αίτημα για αναστολή μετά από 40 χρόνια κάθειρξης το οποίο αποσύρθηκε αλλά δεν τα παρατά.

Εν τω μεταξύ κάνει αυτό που κάθε ισοβίτης δεν μπορεί να αποφύγει: σκέφτεται.

Σκέφτεται αυτά που έκανε εκείνη τη νύχτα στο Αφγανιστάν, τις αποτυχίες του και τι λένε όλα αυτά για το άτομο του. Δεν μπορεί να τα αποφύγει όσο και αν προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι έπαιξαν ρόλο οι συνθήκες.

«Ξυπνάς ένα πρωί και σκέφτεσαι: Είμαι τρομερά φρικτό άτομο. Δεν θες όμως να σκέφτεσαι έτσι για τον εαυτό σου. Ψάχνεις για μια διέξοδο. Ψάχνεις έναν τρόπο να πεις ότι δεν ήταν τόσο τραγικό, τόσο σοβαρό. Δεν θες να φαίνεται αληθινό αλλά στο τέλος της μέρας ξέρεις τι έκανες. Ξέρεις τι συνέβη. Δεν μπορώ να το αλλάξω. Αν μπορούσα θα το έκανα. Όχι μόνο γιατί θα είμαι το υπόλοιπο της ζωής μου στη φυλακή αλλά και για το κόστος. Κανείς άνθρωπος με συνείδηση δεν θέλει τον πόλεμο, κανείς δεν θέλει να σκοτώνει» λέει.

Αυτό είναι ένα είδος έμμεσης έκφρασης μετάνοιας αλλά όχι απολογία. Είναι τυπικό του πώς μιλάει ο Μπέιλς για τους Αφγανούς που σκότωσε.

Όταν λέει ότι μετάνιωσε γι' αυτό που έκανε ίσως είναι ειλικρινής. Όμως δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει πλήρως τα θύματα του ως ανθρώπινα όντα. Σε αυτούς που απολογείται ξανά και ξανά με μακράν περισσότερο συναισθηματισμό από αυτόν που δείχνει όταν μιλάει για τα θύματά του είναι οι πρώην συνάδελφοι του.

Και όταν έβαλε το πιστόλι στο στόμα του αφού σκότωσε μια ολόκληρη οικογένεια στο Νατζά Μπιέν σκέφτηκε τα δικά του παιδιά που βρίσκονται ασφαλή στα κρεβάτια τους στην Αμερική αλλά όχι τα παιδιά που μόλις είχε σφαγιάσει σαν ζώα.

Οι επιζήσαντες από τη σφαγή του Μπέιλς σίγουρα έχουν στοιχειωθεί από αυτόν. «Ονειρεύομαι συχνά αυτή τη νύχτα. Πώς έρχεται στο σπίτι μας, σπρώχνει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Πώς τρέχει και φωνάζει. Τα πάντα στο όνειρο μου είναι ένα χάος» λέει ο Ρουφιουλάχ. Η αδελφή του, Ζαρντάνα έχει μείνει παράλυτη στη δεξιά της πλευρά και σχεδόν δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το δεξί χέρι και πόδι της.

Ο Μοχάμεντ Γουαζίρ, ο άντρας που έχασε εκείνη τη νύχτα 11 μέλη της οικογένειας του, μεταξύ τους τη σύζυγο του και τα έξι από τα εφτά παιδιά του, μετακόμισε στην πόλη της Κανταχάρ. Επιστρέφει συχνά στο Νατζά Μπιέν αλλά δεν μπορεί να πάει στο σπίτι του.

«Όταν μπαίνω σε αυτό το σπίτι νιώθω ακριβώς το ίδιο με τη στιγμή της επίθεσης. Με τη στιγμή που μπήκαν και στάθηκα πάνω από τα νεκρά σώματα της οικογένειας μου. Ένιωθα αδύναμος και απεγνωσμένος. Το αίσθημα αυτό δεν έχει αλλάξει καθόλου» λέει.

Με μια διεστραμμένη έννοια ίσως και ο Μπέιλς ένιωθε έτσι εκείνη τη νύχτα. Ίσως για αυτό παραμένει ακόμα και για αυτόν δύσκολο να το κατανοήσει. Πολλοί λένε ότι ο Μπέιλς είναι μοχθηρός. ένα επίθετο τόσο απλουστευτικό που χάνει το νόημα. Ίσως να έχει κακία μέσα του αλλά αυτό δεν εξηγεί γιατί παρανόησε.

Ο Μπέιλς ήταν ένας ηττημένος άντρας, ένας περήφανος άνθρωπος που έχασε τον έλεγχο των οικονομικών, της καριέρας του, του σώματός και του μυαλού του. Ένας άνθρωπος που ένιωθε να περιθωριοποιείται από τους επίλεκτους στρατιώτες που τόσο σεβόταν και θαύμαζε. Ένας άντρας που στο τέλος δεν ένιωθε πλέον άντρας. Και εκείνες τις τελευταίες στιγμές πριν φύγει από τη βάση για το Αλικοζάι το κίνητρό του δεν ήταν να προστατεύσει τους άντρες του, όπως ισχυρίζεται. Ούτε ήθελε να σκοτώσει τυχαία Αφγανούς πολίτες, όπως υποστηρίζει ο Στρατός. Ήθελε να αποδείξει για μια τελευταία φορά ότι έχει σθένος ως στρατιώτης έστω κι αν αυτό θα του κόστιζε τη ζωή.

Κάποιοι από τους επιζήσαντες λένε μια διαφορετική ιστορία από αυτή του Μπέιλς και του Στρατού. Υποστηρίζουν ότι δεν ήταν μόνος του το βράδυ της σφαγής. Κάποιοι μιλούν για έναν ακόμα σύντροφο, κάποιοι για 15-20 στρατιώτες. Κάποιοι λένε ότι άκουσαν, άλλοι ότι είδαν Κανένας από αυτούς τους ισχυρισμούς δεν αποδείχθηκε.

Οι οικογένειες και οι αρχές του Αφγανιστάν τονίζουν ότι δεν θα μπορούσε ένας άντρας να κάνει τόσο μεγάλη ζημιά μόνος του. Ο Μπέιλς επιμένει ότι δεν είχε συνεργούς με έμφαση που παγώνει το αίμα: «Η αλήθεια είναι ότι είμαστε ο καλύτερα εκπαιδευμένος στρατός στον κόσμο. Δεν μπορώ να αμφισβητήσω την εκπαίδευση μου».