«Θα κάνω 100 μανάδες να θρηνούν»


Ο Τζαβέντ Ικμπάλ σκότωσε 100 παιδιά για να εκδικηθεί, όπως υποστήριζε, τον κόσμο. Αυτή είναι η ιστορία του «Κούκρι», του Πακιστανού serial killer που βρίσκεται στην τρίτη θέση της λίστας με τα περισσότερα θύματα

«Ήταν ένα κακομαθημένο παιδί που είχε μάθει πάντα να περνάει το δικό του. Όταν τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα σχεδίαζε ακολούθησε η έκρηξη», θα πουν οι ψυχολόγοι που εξέτασαν τον Τζαβέν Ικμπάλ. Ο «Κούκρι»... φιγουράρει στην τρίτη θέση της λίστα των κατά συρροή δολοφόνων  με τα περισσότερα θύματα. Τον ξεπερνούν σε αποδεδειγμένα θύματα μόνοι οι Κολομβιανοί, Λούις Γκαραβίτο και Πέδρο Λόπες. Ενώ αυτοί όμως έδρασαν για περίπου μια δεκαετία έκαστος, ο 45χρονος Πακιστανός σκότωσε 100 παιδιά μέσα σε περίπου έναν χρόνο.

Στην αχανή Λαχόρη των 11 εκατομμυρίων ανθρώπων κυνηγούσε μεθοδικά αγόρια από 6 έως 16  ετών και πόνταρε στο γεγονός ότι οι αρχές δεν ενδιαφέρονται για τα παιδιά των δρόμων. Οι εξαφανίσεις είτε δεν αναφέρονταν, είτε δεν ερευνούνταν ποτέ. Αν τελικά ο «Κούκρι» δεν παραδινόταν είναι δεδομένο ότι τα θύματα του θα ήταν πολύ περισσότερα.

Κυνηγός αγοριών

Ο Ικμπάλ γεννήθηκε το 1956. Ήταν το έκτο παιδί του Μοχάμεντ Αλί Μουγκάλ ενός εύπορου εμπόρου. Έζησε άνετα παιδικά χρόνια και όσοι τον γνώριζαν θυμούνται χαρακτηριστικά ότι στην εφηβική του ηλικία πήρε δώρο μια μηχανή με την οποία γυρνούσε στη Λαχόρη.

Φίλοι του θα αποκαλύψουν ότι από μικρή ηλικία αλληλογραφούσε με πολλά αγόρια. Τους ζητούσε φωτογραφίες και τους έστελνε δώρα για να κρατά την επαφή. Σε ηλικία 22 ετών άνοιξε τη δική του επιχείρηση ενώ παράλληλα φοιτούσε στο κολέγιο.

Δεν το έκανε για τα χρήματα αλλά για να μπορεί να προσεγγίζει αγόρια. Ήταν ένα μανιώδης «κυνηγός αγοριών» θα καταθέσουν μάρτυρες. Μάλιστα για το... κυνήγι είχε συστήσει και μια μικρή ομάδα παιδιών που τα εκμεταλλευόταν σεξουαλικά αλλά του έβρισκαν και νέα θύματα. Η οικογένεια του γνώριζε αλλά επέλεξε να μην παρέμβει.

Το 1990 ήρθε η πρώτη επίσημη καταγγελία εναντίον του. Ένας πατέρας του έκανε μήνυση γιατί σοδόμισε τον γιο του. Ο Ικμπάλ κρύφτηκε και η αστυνομία συνέλαβε τον πατέρα του και δύο αδέλφια του για να τον αναγκάσει να εμφανιστεί. Τελικά χρειάστηκε να συλλάβουν ένα από τα αγόρια του για να παραδοθεί. Αργότερα υποστήριξε πως κατά την κράτηση του βασανίστηκε.

Η οικογένεια του τον πίεζε να παντρευτεί και ο Ικμπάλ βρήκε τη λύση του εικονικού γάμου. Παντρεύτηκε την αδελφή ενός αγοριού από την ομάδα του.

«Ήταν μια σατανική ιδιοφυία. Ήξερε τους νόμους και πώς λειτουργούν οι αρχές. Έβρισκε λύσεις στα προβλήματα του και απέφευγε τις τιμωρίες. Είχε μάλιστα επαφές με την αστυνομία και κρατικούς λειτουργούς και συχνά έκανε παράπονα για το ένα και το άλλο» θα δηλώσει φίλος του.

Εκδίκηση

Στις αρχές του 1990 άνοιξε ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ήταν το πρώτο στη Λαχόρη. Δελέαζε τα παιδιά με προσφορές για να έρθουν και να παίξουν ενώ έστελνε τα αγόρια του να διαφημίσουν το μαγαζί.

Ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο σύστημα για να εκμεταλλευτεί σεξουαλικά τα παιδιά. Πετούσε στο πάτωμα ένα χαρτονόμισμα των 100 ρουπιών και περίμενε να δει ποιος θα το πάρει. Κατηγορούσε το παιδί ότι το έκλεψε και το πήγαινε στην αποθήκη όπου το βίαζε.

Όταν πλέον η φήμη για το μαγαζί κυκλοφόρησε αναγκάστηκε να το κλείσει. Στη συνέχεια άνοιξε ένα ενυδρείο, ένα γυμναστήριο, ένα κατάστημα με φτηνά προϊόντα, ακόμα και ένα σχολείο. Πάντα στόχος ήταν να προσελκύει παιδία.


Το 1993 ο πατέρας του πέθανε και κληρονόμησε ένα σημαντικό ποσό. Έχτισε ένα σπίτι με πισίνα και αγόρασε τέσσερα αυτοκίνητα. Στο σπίτι έμεναν πάντα μαζί του αγόρια μικρής ηλικίας. Τον Σεπτέμβριο του 1998 ένας υπάλληλος του τον χτύπησε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση. Λίγο αργότερα κατηγορήθηκε και πάλι για σοδομισμό και συνελήφθη. Κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο και μετά στη φυλακή έχασε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Μην μπορώντας πλέον να κάνει τη ζωή που ήθελε ο Ικμπάλ αποφάσισε να εκδικηθεί την κοινωνία. «Αποφάσισα να κάνω 100 μανάδες να θρηνούν όπως θρηνούσε η δική μου μητέρα για την κατάσταση μου. Πέθανε από την καρδιά της όσο με είχαν στη φυλακή», θα πει ο ίδιος.

Με τρομακτική μεθοδικότητα ξεκίνησε να υλοποιεί το σχέδιο του να σκοτώσει 100 αγόρια. Με τη βοήθεια της ομάδας του προσέλκυε παιδιά από έξι έως 16 ετών. Οι δολοφονίες γίνονταν κυρίως στο σπίτι του με έναν συγκεκριμένο τρόπο δράσης. Έδινε στα παιδιά αλκοόλ με υπνωτικά και όταν έχαναν τις αισθήσεις του τα βίαζε. Στη συνέχεια τα στραγγάλιζε με μια σιδερένια αλυσίδα. Ακολουθούσε η διαδικασία εξαφάνισης του πτώματος. Διαμέλιζε τα θύματα και έβαζε τα κομμάτια σε δύο μεγάλα βαρέλια με οξύ. Μέσα σε λίγες μέρες είχαν εξαφανιστεί τα πάντα. «Μου κόστιζε περίπου 120 ρουπίες για να ξεφορτωθώ το κάθε πτώμα» θα περηφανευτεί στους αστυνομικούς.

Η ομολογία

Όταν έφτασε στα 100 θύματα αποφάσισε να σταματήσει και να παραδοθεί. «Θα μπορούσα να έχω σκοτώσει 500 παιδιά, ακόμα και περισσότερα αλλά το είχα υποσχεθεί στο εαυτό μου. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για αυτά τα παιδιά» υποστήριξε. Τον Δεκέμβριο του 1999 έστειλε δύο επιστολές όπου ομολογούσε τα πάντα. Τη μια παρέλαβε δημοσιογράφος της εφημερίδας Daily Jang και την άλλη υπάλληλος αστυνομικού τμήματος της Λαχόρης. Ο Ικμπάλ ομολογούσε τα εγκλήματα του και υποστήριζε ότι έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει στον ποταμό Ραβί. Δεν το έκανε.

Στο σπίτι η αστυνομία βρήκε τα δύο βαρέλια τα οποία μάλιστα είχαν μέσα κομμάτια των θυμάτων. Σε ένα σημείωμα ο Ιγκμπάλ είχε γράψει πως δεν εξαφάνισε τα συγκεκριμένα κομμάτια για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του. Σε ένα τραπέζι βρέθηκε ένα ημερολόγιο. Σε 32 σελίδες ο Ικμπάλ ανέλυε με φρικτές λεπτομέρειες το κάθε έγκλημα του. Εντοπίστηκαν επίσης δεκάδες φωτογραφίες των θυμάτων τις οποίες ο «Κούκρι» είχε αριθμήσει και σακούλες με 87 ζευγάρια παπούτσια.


Δραπέτευσε από την ποινή του

Ακολούθησε μια τεράστια επιχείρηση για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του Ικμπάλ και της ομάδας του. Πρώτα συνελήφθησαν οι συνεργοί του, τέσσερα αγόρια 17, 15, 14 και 13 ετών αντίστοιχα. Κατά την κράτηση τους ο ένας πέθανε. Η αστυνομία υποστήριξε ότι προσπάθησε να δραπετεύσει πηδώντας από ένα παράθυρο αλλά φήμες ανέφερε ότι δολοφονήθηκε στο κελί. Ακολούθησε η παράδοση του Ικμπάλ.

Αρχικά ομολόγησε τα πάντα αλλά στη δίκη, η οποία έγινε λίγους μήνες μετά, ακολούθησε άλλη τακτική. Απέσυρε την ομολογία του και υποστήριξε ότι έστειλε την επιστολή για να στηλιτεύσει την αδιαφορία των αρχών και της κοινωνίας για τα παιδιά που εξαφανίζονταν. «Ήταν μια δήλωση, μια πράξη αφύπνισης» θα τονίσει.

Δεν έπεισε κανέναν.

Ο δικαστής ανακοίνωσε ότι θα τιμωρηθεί σύμφωνα με τη σαρία. «Θα απαγχονιστείς μπροστά στους γονείς των παιδιών που σκότωσες, το σώμα σου θα κοπεί σε 100 κομμάτια και θα διαλυθεί μέσα σε οξύ, όπως έκανες εσύ με τα παιδιά» του είπε.

Ο Ικμπάλ όμως κατάφερε να... δραπετεύσει. Στις 8 Οκτωβρίου 2001 βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του. Λίγο αργότερα νεκρός βρέθηκε και ένας από τους συνεργούς του.

Επίλογος

Παρότι είναι ο τρίτος σε επιβεβαιωμένα θύματα κατά συρροή δολοφόνος, ο «Κούκρι» δεν είναι ευρέως γνωστός. Η ιστορία του όμως είναι επαναλαμβανόμενη στα εγκληματικά χρονικά.  Ένας τέρας που στοχοποίησε μια κοινωνική ομάδα για την οποία οι αρχές και η κοινωνία δεν ενδιαφέρεται. Στην περίπτωση του ήταν τα παιδιά των δρόμων, σε άλλες είναι οι πόρνες, οι άστεγοι ή οι εθισμένοι στα ναρκωτικά. Όπως είχε δηλώσει και ο Σάμουελ Λιτλ, ο «παραγωγικότερος» κατά συρροή δολοφόνος των ΗΠΑ, «κατάφερα να σκοτώσω 93 άτομα γιατί κανείς δεν ενδιαφερόταν για αυτά».