Μπρίτνεϊ Σπίαρς: Η σταρ που έγινε σύγχρονη σκλάβα



Η διάσημη τραγουδίστρια ζει εδώ και 13 χρόνια χωρίς να έχει λόγο για την ζωή της, ενώ θεωρείται ικανή μόνο ως... μηχανή χρημάτων


Επί 13 χρόνια η Μπρίτνεϊ Σπίαρς δεν έχει λόγο για το πώς θα ζήσει την ζωή της. Για όλα – από το τι θα φάει μέχρι τι ιατρική φροντίδα θα δεχθεί ή πώς θα διαχειριστεί τα χρήματά της – αποφασίζει ο πατέρας της, Τζέιμς, υπό το καθεστώς μιας ιδιάζουσας περίπτωσης κηδεμονίας, μια κηδεμονία την οποία για πρώτη φορά τώρα η ίδια η Σπίαρς κατήγγειλε ενώπιον του δικαστηρίου ως «καταχρηστική» και «κακοποιητική».

Μιλώντας για πρώτη φορά

Η διάσημη τραγουδίστρια εμφανίστηκε ενώπιον των δικαστών του Λος Άντζελες και με μια φορτισμένη και παθιασμένη κατάθεση ζήτησε να λάβει τέλος η κηδεμονία ώστε να αποκτήσει και πάλι την ανεξαρτησία της, η οποία καταπατάται από το 2008.

Η ίδια ανέφερε ότι η νομική αυτή ρύθμιση που έχει δώσει πλήρη κηδεμονία στον πατέρα της για αποφάσεις που αφορούν την καριέρα και τη ζωή της από το 2008 της έχει στερήσει θεμελιώδη δικαιώματα.

«Θέλω να λήξει αυτή η κηδεμονία χωρίς να χρειαστεί αξιολόγηση. Αυτή η κηδεμονία μου κάνει περισσότερο κακό παρά καλό», είπε, ζητώντας από το δικαστήριο να την τερματίσει. «Δικαιούμαι να έχω ζωή. Είμαι πολύ καλή σε αυτό που κάνω. Το μόνο που θέλω είναι να διαχειρίζομαι τα δικά μου χρήματα και να μπορώ να μοιραστώ την ιστορία μου με τον κόσμο. Θέλω να μπορώ να ακουστώ», δήλωσε η Σπίαρς.

Η Σπίαρς ανέφερε ενώπιον των δικαστών ότι όλο αυτό το διάστημα έχει εξαναγκαστεί να δουλέψει παρά τη θέλησή της και ότι αυτή η κηδεμονία την εμποδίζει από το να παντρευτεί και να κάνει παιδιά.

Η κηδεμονία αυτή δεν ορίζει μόνο την οικονομική διαχείριση όσων κερδίζει η τραγουδίστρια, αλλά ο πατέρας της μπορεί και καθορίζει πολύ προσωπικά ζητήματα της Σπίαρς. Η τραγουδίστρια, η οποία έχει δύο παιδιά από προηγούμενη σχέση προ κηδεμονίας, είπε ότι θα ήθελε να αφαιρέσει την ενδομήτρια συσκευή που έχει ως μέθοδο αντισύλληψης, προκειμένου να αποκτήσει κι άλλο παιδί, αλλά οι όροι της κηδεμονίας που ελέγχουν την ιατρική της μέριμνα δεν το επιτρέπει.

«Θέλω να είμαι σε θέση να παντρευτώ και να αποκτήσω μωρό», είπε στο δικαστήριο. «Μου είπαν τώρα ότι υπό την κηδεμονία αυτή, δεν είμαι σε θέση να παντρευτώ ή να κάνω παιδί». Πρόσθεσε δε, ότι της έχει απαγορευτεί να βλέπει τους φίλους της που ζουν λίγα λεπτά μακριά της και ότι ο σύντροφός της δεν επιτρέπεται να την πηγαίνει οπουδήποτε με το αυτοκίνητό του.

Σε άλλο σημείο της κατάθεσής της η Σπίαρς ισχυρίστηκε ότι οι μάνατζέρ της που είχαν οριστεί από τη διοίκηση της κηδεμονίας (ο πατέρας της μαζί με δύο ακόμα αρμόδιες αρχές διαχείρισης της περιουσίας της) την απείλησαν με μήνυση το 2018 εάν δεν έκανε τις συναυλίες που είχαν προγραμματιστεί.

«Ήταν πολύ απειλητικό και τρομακτικό. Το μόνο που μπορεί να συγκριθεί με αυτό ονομάζεται sex trafficking. Οι άνθρωποι που το έκαναν αυτό δεν πρέπει να μπορούν να ξεφεύγουν τόσο εύκολα. Δεν είμαι εδώ για να είμαι σκλάβος κανενός. Μπορώ να πω όχι σε μια χορευτική κίνηση», είπε μεταξύ άλλων.

Μάλιστα, όπως είπε, οι κηδεμόνες της υποστήριξαν ψευδώς στους θεραπευτές της ότι δεν έπαιρνε τα φάρμακά της εκείνη την εποχή. Παράλληλα, ανέφερε ότι οι κηδεμόνες της την υποχρέωσαν να παρακολουθήσει θεραπευτικές συνεδρίες στο Γουέστλεϊκ, όπου όμως την κυνηγούσαν συνεχώς οι παπαράτσι  και έτσι ζήτησε να της επιτραπεί να κάνει τις θεραπείες στο σπίτι της, αλλά δεν της επιτράπηκε. «Μου αξίζει ιδιωτικότητα. Δεν είναι σωστό να με εξαναγκάζουν να κάνω οτιδήποτε δεν θέλω», τόνισε.

Όπως είπε κάποια στιγμή την ανάγκασαν να πάρει λίθιο, έναν σταθεροποιητή για τη διάθεση, το οποίο ήταν πολύ δυνατό, όταν ανέφερε ότι ήθελε να φύγει από το Λας Βέγκας.

«Ένιωθα μεθυσμένη. Δεν μπορούσα καν να μιλήσω με τη μητέρα ή τον πατέρα μου για οτιδήποτε», είπε για την εμπειρία αυτή, προσθέτοντας ότι η οικογένειά της δεν την βοήθησε. «Η οικογένειά μου δεν έκανε τίποτα».

«Λάτρευε να έχει τον έλεγχο πάνω μου 100.000%», είπε για τον πατέρα της, σημειώνοντας ότι σε κάποια φάση αναγκάστηκε να κάνει αποτοξίνωση παρά τη θέλησή της και να πληρώσει 60.000 δολάρια ενώ εκείνον δεν τον ένοιαζε καθόλου πώς ήταν η ίδια. «Φώναζα στο τηλέφωνο για μια ώρα και του άρεσε κάθε λεπτό. Οτιδήποτε μου συνέβαινε έπρεπε να εγκριθεί από τον μπαμπά μου».



Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της ζήτησε επιπλέον να είναι σε θέση να επιλέγει τον δικό της δικηγόρο και να της επιτρέπεται να μιλήσει σε όποιον θέλει. Η Σπίαρς σημείωσε ότι οι γονείς της είναι σε θέση να κάνουν συνεντεύξεις με τον Τύπο όποτε θέλουν, αλλά για εκείνη απαγορεύεται να μιλήσει στα μέσα ενημέρωσης: «Δεν μπορώ να πω τίποτα. Έχω το δικαίωμα να χρησιμοποιήσω τη φωνή μου» υπογράμμισε.

Η τραγουδίστρια τόνισε ότι από την στιγμή που είναι σε θέση να δουλέψει – και την αναγκάζουν να το κάνει ακόμα και όταν δεν θέλει – δεν υπάρχει λόγος να είναι υπό το καθεστώς της κηδεμονίας επιχειρώντας να πείσει ότι εφόσον θεωρείται ικανή να εργαστεί θα πρέπει να θεωρείται ικανή και να έχει τον έλεγχο της ζωής και των οικονομικών της.

«Είμαι πολύ καλή σε αυτό που κάνω. Δεν θα έπρεπε να είμαι υπό κηδεμονία εάν μπορώ να εργαστώ. Οι νόμοι πρέπει να αλλάξουν. Δεν νιώθω ότι μπορώ να ζήσω μια ολοκληρωμένη ζωή. Πρέπει να υπενθυμίσουμε στους ανθρώπους που ελέγχουν τη ζωή μου ότι στην πραγματικότητα, δουλεύουν για μένα» σημείωσε.

#FreeBritney

Αυτή είναι η πρώτη φορά που η 39χρονη τραγουδίστρια εμφανίστηκε δημοσίως και μίλησε άμεσα για την κατάσταση της. Η κατάθεσή της έρχεται μετά το αυξανόμενο διεθνές κίνημα #FreeBritney που γεννήθηκε πριν από λίγα χρόνια από θαυμαστές της τραγουδίστριας που ανησυχούσαν για την κατάστασή της και το καθεστώς της κηδεμονίας στο οποίο βρίσκεται. Η Μπρίτνεϊ Σπίαρς, η οποία όπως τώρα υποστήριξε και η ίδια δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν, θεωρείται ότι συχνά έστελνε συγκαλυμμένα μηνύματα – έκκληση για βοήθεια μέσα από τους λογαριασμούς της στα social media.

 «Είπα ψέματα σε ολόκληρο τον κόσμο ότι είμαι καλά και είμαι χαρούμενη», συνέχισε, προσθέτοντας ότι αρχικά φοβόταν να μιλήσει. «Ειλικρινά δεν θεωρούσα ότι θα με πίστευε κάποιος», είπε. Εξάλλου ξεκίνησε την ακρόαση σημειώνοντας ότι δεν είχε απευθυνθεί στο δικαστήριο απευθείας μέχρι στιγμής, καθώς αισθανόταν ότι κανείς από τους δικαστές δεν θα άκουγε τη δική της εκδοχή.

Από την πλευρά της, η δικηγόρος του Τζέιμι Σπίαρς, Βίβιαν Θορίν, σε μια σύντομη δήλωση μετά την κατάθεση της Μπρίτνεϊ δήλωσε ότι ο πελάτης της «Λυπάται που είδε την κόρη του να υποφέρει με τόσο πολύ πόνο. Ο κ. Σπίαρς αγαπάει την κόρη του και του λείπει πάρα πολύ.

Οι δικηγόροι του πατέρα της, Τζέιμι Σπίαρς, ανέφεραν στο παρελθόν ότι εκείνος «έχει επιτελέσει επιμελώς και επαγγελματικά τα καθήκοντά του ως ένας από τους κηδεμόνες της Μπρίτνεϊ».

Πάντως, η δικαστής, Μπρέντα Πένι, είπε ότι ο δικηγόρος της Μπρίτνεϊ Σπίαρς θα μπορούσε να υποβάλει επίσημη αναφορά για τον τερματισμό της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχή της ακρόασης, ένας δικηγόρος της πλευράς του πατέρα της εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με τη δημόσια μαρτυρία της, αλλά η Σπίαρς έσπευσε να απαντήσει «Νιώθω ότι αυτή πρέπει να είναι μια ανοιχτή ακρόαση δικαστηρίου και θα πρέπει να ακούσουν όλοι τι έχω να πω». Η δικαστής συμφώνησε.

Η κατάθεση της Σπίαρς ήρθε μια μέρα μετά την αποκάλυψη απόρρητων εγγράφων από τους New York Times, στα οποία αποκαλύπτεται από τη μια η εναντίωση της τραγουδίστριας εδώ και χρόνια στην κηδεμονία και από την άλλη ο μεγάλος έλεγχος που είχε πάνω της ο πατέρας της.

Έξω από το δικαστήριο βρισκόταν πλήθος θαυμαστών της και μέλη του κινήματος #FreeBritney εκφράζοντας την στήριξή τους. Στο πλευρό της στάθηκαν και πολλοί διάσημοι μέσα από τις αναρτήσεις τους στα κοινωνικά δίκτυα, όπως η Μαράια Κάρεϊ, η Ρόουζ ΜακΓκόαν αλλά και ο πρώην σύντροφός της Τζάστιν Τίμπερλεϊκ, ο οποίος είχε δεχθεί σφοδρές επικρίσεις στο παρελθόν για τον τρόπο που της είχε συμπεριφερθεί όταν ήταν μαζί.

Το καθεστώς της κηδεμονίας (Conservatorship) στις ΗΠΑ είναι  μια ιδιόμορφη σχέση κηδεμονίας, την οποία ορίζει το δικαστήριο και συνήθως αφορά άτομα τα οποία δεν μπορούν πλέον να πάρουν αποφάσεις για τον εαυτό τους, όπως είναι ορισμένοι ηλικιωμένοι ή άνθρωποι με αναπηρίες. Ωστόσο, πολλοί έχουν κατηγορήσει αυτή την τακτική καθώς υποστηρίζουν ότι μπορεί ορισμένοι να εκμεταλλευτούν αυτήν την κατάσταση φέροντας μάλιστα ως παράδειγμα την υπόθεση Σπίαρς.

Η υπόθεση είχε έρθει στο φως διεθνώς μετά το ντοκιμαντέρ «Framing Britney Spears», παραγωγής New York Times, στο οποίο καταγράφεται η όχι και τόσο διαυγής διαδικασία με την οποία ο πατέρας της Σπίαρς την ανάγκασε να μπει σε καθεστώς κηδεμονίας. Το ντοκιμαντέρ εστιάζει επίσης στους παπαράτσι που έφταναν σε σημείο ακραίας παρενόχλησης και στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία κάλυψαν με άκρατο κιτρινισμό τα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετώπιζε η Σπίαρς στο παρελθόν. Επίσης κατέγραφε τον πατέρα της να απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό από τη ζωή της μέχρι που ανέλαβε τον έλεγχο της περιουσίας της τραγουδίστριας.

Ένας δικηγόρος που υποστηρίζει ότι είχε συναντηθεί με την Σπίαρς το 2008 ανέφερε στο ντοκιμαντέρ ότι από τότε η τραγουδίστρια του είχε αποκαλύψει ότι δεν ήθελε τον πατέρα της ως κηδεμόνα. Το ντοκιμαντέρ υπογράμμισε τέλος τις καταφανείς αντιφάσεις του καθεστώτος της κηδεμονίας στην περίπτωση Σπίαρς καθώς θεωρείται ικανή να φέρνει εις πέρας παραστάσεις που γίνονται sold-out και να βγάζει εκατομμύρια, αλλά την ίδια στιγμή θεωρείται ανίκανη να λάβει βασικές αποφάσεις σχετικά με την υγεία και τα οικονομικά της.