Ο αστεροειδής που εξαφάνισε τους δεινόσαυρους προκάλεσε παγκόσμιο τσουνάμι ύψους 1.500μ.

 


Επιστημονική έρευνα δημιούργησε ένα μοντέλο για το πώς η σύγκρουση με τον «Chicxulub» προκάλεσε ένα θηριώδες τσουνάμι που σάρωσε όλο τον πλανήτη

Ο αστεροειδής που χτύπησε τη Γη πριν από 66 εκατομμύρια χρόνια και έβαλε τέλος στην εποχή των δεινοσαύρων, καταστρέφοντας παράλληλα τα ¾ της πανίδας και της χλωρίδας του πλανήτη, σήκωσε τσουνάμι αρχικού ύψους 1,5 χιλιομέτρων, το οποίο μέσα σε λίγες ώρες σάρωσε όλους τους ωκεανούς του πλανήτη, εκτιμά νέα μελέτη.

Η συγκεκριμένη μελέτη έγινε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και αποκάλυψε ότι το συγκεκριμένο τσουνάμι άφησε γεωλογικά ίχνη έως τη Νέα Ζηλανδία, χιλιάδες μίλια μακριά από το σημείο πρόσκρουσης που ήταν στον κόλπο του Μεξικού στη χερσόνησο του Γιουκατάν. Τα ευρήματα είναι το αποτέλεσμα της πρώτης προσομοίωσης της σύγκρουσης του αστεροειδή «Chicxulub» με τον πλανήτη μας. Υπολογίζεται ότι ο αστεροειδής είχε διάμετρο 14χλμ και ταξίδευε με ταχύτητα 43.000χλμ. Η σύγκρουση άνοιξε κρατήρα διαμέτρου περίπου 100 χιλιομέτρων, ο οποίος βρίσκεται σήμερα κάτω από την επιφάνεια το Ατλαντικού.

Οι επιστήμονες εξέτασαν τη γεωλογική ιστορία 100 σημείων σε ολόκληρο τον πλανήτη και σχεδίασαν το… μονοπάτι που ακολούθησε το τσουνάμι που δημιούργησε ο «Chicxulub».

«Το συγκεκριμένο τσουνάμι ήταν αρκετά ισχυρό για να διαβρώσει και να ανακινήσει τα ιζήματα στις λεκάνες των ωκεανών στον μισό πλανήτη, αφήνοντας είτε ένα κενό στα ιζηματογενή αρχεία είτε ένα συνονθύλευμα παλαιότερων ιζημάτων», δήλωσε η Μόλι Ρέιντζ, πρώην μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και η επικεφαλής κατά τη συγγραφή της έρευνας. «Η κατανομή της διάβρωσης και τα κενά που παρατηρήσαμε στα ανώτερα θαλάσσια ιζήματα της Κρητιδικής περιόδου είναι συνεπείς με τα αποτελέσματα του μοντέλου μας, γεγονός που μας δίνει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις προβλέψεις του» προσέθεσε.

Οι επιστήμονες εντόπισαν μερικά από τα σημαντικότερα ευρήματά τους στις ανατολικές ακτές νησιών που βρίσκονται βόρεια και νότια της Νέας Ζηλανδίας. Η ηλικία των ευρημάτων τα τοποθετεί στην εποχή της σύγκρουσης που προκάλεσε το τσουνάμι και επιβεβαιώνουν το πόσο επηρέασε ολόκληρο τον πλανήτη.

Σύμφωνα με το μοντέλο του συμβάντος, δυόμισι λεπτά μετά το χτύπημα, ένα πρώτο κύμα ορθώθηκε σε ύψος 4,5 χιλιομέτρων αλλά γρήγορα υποχώρησε. Δέκα λεπτά μετά την πρόσκρουση, τσουνάμι ύψους 1,5 χιλιομέτρου άρχισε να σαρώνει τον ωκεανό προς όλες τις κατευθύνσεις με ταχύτητα 220χλμ. Μία ώρα μετά το χτύπημα, το τσουνάμι εκτιμάται ότι πια είχε εξαπλωθεί έξω από τον Κόλπο του Μεξικού προς τον Βόρειο Ατλαντικό. Τέσσερις ώρες μετά, τα κύματα, κινούμενα με ταχύτητα 20 εκατοστών το δευτερόλεπτο, είχαν φθάσει στον Ειρηνικό Ωκεανό, ενώ έπειτα από 24 ώρες είχαν πλέον εισέλθει στον Ινδικό Ωκεανό και από τις δύο πλευρές του. Χρειάστηκαν περίπου 48 ώρες μέχρι να φτάσουν τα κύματα σχεδόν σε όλες τις ακτογραμμές του πλανήτη. Σύμφωνα με τη μελέτη, η περιοχή της σημερινής Μεσογείου απέφυγε τις ισχυρότερες συνέπειες όπως και ο βόρειος Ειρηνικός και κάποιες περιοχές στον Ινδικό.

Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η αρχική ενέργεια του κύματος ήταν 30.000 φορές μεγαλύτερη από την ενέργεια του πολύνεκρου και καταστροφικού τσουνάμι που χτύπησε το 2004 τον Ινδικό Ωκεανό και σκότωσε περισσότερους από 230.000 ανθρώπους.

«Όλες οι ακτές του πλανήτη πλημμύρισαν και διαβρώθηκαν σε ένα σημείο, ανάλογα με τη μορφολογία τους και την περιοχή που βρίσκονταν. Κάθε ιστορικά καταγεγραμμένο τσουνάμι ωχριά σε σχέση με αυτό τον παγκόσμιου αντίκτυπου που είχε το συγκεκριμένο» αναφέρει η έρευνα.