Μια σταγόνα αίματος αποκάλυψε τον δολοφόνο 33 χρόνια μετά

 


Μια διπλή δολοφονία έμενε άλυτη για 33 ολόκληρα χρόνια. Μέχρι που μια σταγόνα αίματος έδωσε την απάντηση...


Ο Τζορτζ Πίκοκ και η γυναίκα του, Κάθριν, στις 17 Σεπτεμβρίου 1989 ήταν νεκροί. Ένας γείτονας τούς αναζήτησε και όταν έφτασε στο σπίτι τους είδε τον 76χρονο και την 73χρονη μέσα σε μια λίμνη αίματος. Και οι δύο είχαν μαχαιρωθεί μέχρι θανάτου πολλές φορές, ενώ δεν φαινόταν να έχει παραβιαστεί το σπίτι ή να λείπει κάτι σημαντικό. Για 33 χρόνια κανείς δεν γνώριζε ποιος είχε σκοτώσει το ηλικιωμένο ζευγάρι. Μέχρι που τώρα μια σταγόνα αίματος άλλαξε τα πάντα.

Η αστυνομία του Βερμόντ μόλις τώρα ανακοίνωσε πως μπόρεσε να καταλήξει σε έναν ύποπτο για τη δολοφονία του ζευγαριού. Αυτός δεν είναι άλλος από τον Μάικλ Άντονι Λουίζ, έναν 46χρονο τότε άντρα, ο οποίος ήταν παντρεμένος με μια από τις κόρες των Πίκοκ. Όλα αυτά τα χρόνια, η αστυνομία αν και υποπτευόταν τον Λουίζ, δεν είχε καμία φυσική απόδειξη αλλά ούτε και το όπλο της επίθεσης, για να μπορέσει να τον συνδέσει με το έγκλημα, ενώ δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιο κίνητρο που θα τον οδηγούσε σε αυτήν την πράξη.

Όλα όμως άρχισαν να αλλάζουν το 2020. Τότε, δύο ντεντέκτιβ της Αστυνομίας του Βερμόντ αποφάσισαν να ανοίξουν ξανά την υπόθεση. Ζήτησαν μάλιστα να εξεταστεί και πάλι μια σταγόνα αίματος που είχε βρεθεί το 1989 μέσα στο αυτοκίνητο του Λουίζ. Οι σύγχρονες μέθοδοι ανάλυσης του DNA κατέληξαν με σιγουριά ότι το αίμα άνηκε στον Τζορτζ Πίκοκ.

Αυτή είναι η ιστορία ενός διπλού φόνου που έμεινε άλυτος για 33 χρόνια, όπως την παρουσιάζει η ιστοσελίδα Syracuse.

Το χρονικό της δολοφονίας

Ο 76χρονος Τζορτζ και η 73χρονη Κάθριν βρέθηκαν νεκροί περίπου στις 9.40 το πρωί της 17ης Σεπτεμβρίου 1989 από τον γείτονά τους στο σπίτι τους στην μικρή πόλη Ντάνμπι των 1.300 κατοίκων. Ο Τζορτζ βρέθηκε στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στον πρώτο όροφο μέσα σε μια μεγάλη λίμνη αίματος. Η αστυνομία ήταν σίγουρη πως πριν πέσει νεκρός είχε παλέψει σκληρά για τη ζωή του. Η Κάθριν βρέθηκε μπρούμυτα στο πάτωμα ενός από τα υπνοδωμάτια του πρώτου ορόφου. Φαινόταν ότι καθηλώθηκε από κάποιον πιο δυνατό και είχε μαχαιρωθεί επανειλημμένα.

Ο Τζορτζ φημιζόταν ότι ήταν άνθρωπος του προγράμματος. Έτσι, συνήθιζε κάθε μέρα να αγοράζει ένα αντίτυπο της αγαπημένης του εφημερίδας, Rutland Herald. Όμως στις 14 Σεπτεμβρίου 1989 δεν εμφανίστηκε για την εφημερίδα του και ούτε την επόμενη μέρα. Αυτό ήταν κάτι τελείως έξω από τον χαρακτήρα του καθώς όπως περιέγραψαν αργότερα στην αστυνομία οι άνθρωποι που τον ήξεραν ήταν «σχολαστικός στο να τηρεί τα ραντεβού του».

Το ίδιο πρωινό, ο Λουίζ βρισκόταν στο κέντρο της Νέας Υόρκης, όπου ζούσε, και περίπου στις 8.30 το πρωί άφηνε την σύζυγό του στην δουλειά της. Τής είπε ότι σκόπευε να επισκεφτεί τους γονείς της στο Βερμόντ, περίπου τέσσερις ώρες μακριά, ώστε να πάρει κάποια ξύλα που είχε αποθηκεύσει προσωρινά στο σπίτι τους, όπως κατέθεσε τον Ιανουάριο του 2022 η σύζυγός του και κόρη των Πίκοκ.

Η κατάθεση αυτή ωστόσο αντέκρουε αυτά που είχε δηλώσει ο Λουίζ στην ένορκη κατάθεσή του στις 5 Οκτωβρίου 1989. Τότε είχε πει ότι σκέφτηκε τυχαία κάποια στιγμή να πάει να πάρει τις σανίδες, αφού είχε τελειώσει με αρκετές δουλειές που είχε εκείνο το πρωί. Η αστυνομία τονίζει πάντως ότι η σύζυγός του δεν τον ρώτησε πώς σκόπευε να μεταφέρει τις σανίδες στο σπίτι τους μιας και δεν θα χωρούσαν στο Chevrolet Celebrity αυτοκίνητό τους.

Σύμφωνα ωστόσο με την ένορκη κατάθεση που έδωσε ο Λουίζ, αυτός έφυγε για το Βερμόντ γύρω στις 09.30 και σταμάτησε αρκετές φορές στο δρόμο. Έφτασε στην κομητεία της Σαρατόγκα περίπου στις 14.00 και παρόλο που είχε διανύσει τον περισσότερο δρόμο μέχρι το Βερμόντ ένιωσε πολύ κουρασμένος για να αντέξει να ολοκληρώσει το ταξίδι του και αποφάσισε να επιστρέψει. Επέστρεψε στην περιοχή των Συρακουσών στη Νέα Υόρκη, όπου έμενε, περί τις 18.15 και πήγε ως το αεροδρόμιο, όπου εργαζόταν, για να λάβει τον μισθό του.

Το 1992, η ανιψιά του Λουίζ, Πατρίσια Γκάνον, δήλωσε στους ερευνητές ότι ο θείος της είπε σε αυτήν και την σύζυγό του ότι είχε φτάσει στο Βερμόντ εκείνη την ημέρα αλλά δεν θυμόταν καθόλου τι είχε συμβεί.

Η περίεργη συμπεριφορά του Λουίζ αμέσως μετά τη δολοφονία δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από την αστυνομία ούτε από τους συγγενείς του.

Στις 18 Σεπτεμβρίου 1989, μια ημέρα αφού βρέθηκαν τα πτώματα, ο Λουίζ και η σύζυγός του μίλησαν για πρώτη φορά με την αστυνομία. Έφτασαν στο Βερμόντ με ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο, αντί για το δικό τους, καθώς ο Λουίζ είπε στην σύζυγό του ότι το αυτοκίνητο ίσως είχε κάποιο πρόβλημα και φοβόταν μην τους αφήσει στο δρόμο παρόλο που λίγες μέρες πριν είχε κάνει ένα μεγάλο ταξίδι.

Η αστυνομία έκανε αμέσως ξεκάθαρο ότι όλοι θα μπορούσαν να είναι πιθανοί ύποπτοι, συμπεριλαμβανομένου και της οικογένειας. Λίγο αργότερα, ένας αστυνομικός καθώς ενημέρωνε την γυναίκα του Λουίζ για την εξέλιξη των ερευνών ανέφερε ότι θα ελέγξουν επίσης και τους σταθμούς διοδίων για ύποπτα αυτοκίνητα που μπορεί να πέρασαν. Παράλληλα, ανέφερε ότι ένα αυτοκίνητο με το ίδιο χρώμα του αυτοκινήτου του Λουίζ εθεάθη κοντά στην περιοχή την ώρα περίπου του φόνου.

Όταν ο Λουίζ άκουσε αυτές τις πληροφορίες «φρίκαρε», όπως ανέφερε ο ίδιος σε μια κατάθεσή του το 1989. Την επόμενη μέρα έφυγε από το σπίτι του παίρνοντας μαζί του το όπλο του και έδωσε στη σύζυγό του ένα σημείωμα στο οποίο υπονοούσε ότι σκεφτόταν την αυτοκτονία. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ήταν φοβισμένος, ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί ή να φάει και ότι η αστυνομία δεν θα τον πίστευε, είχε πει τότε η γυναίκα του.

Τα… μπλακ άουτ

Μιλώντας στην αστυνομία στις 30 Σεπτεμβρίου 1989, ένας αστυνομικός ρώτησε τον Λουίζ αν υπήρχε η πιθανότητα να έπαθε «μπλακ-άουτ», να σκότωσε τους Πίκοκ και τώρα να μην το θυμάται. Ο Λουίζ απάντησε: «Ναι, το σκέφτηκα και εγώ αυτό», αλλά δεν ανέφερε κάτι παραπάνω σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα.

Σε μια ακόμα κατάθεσή του στην αστυνομία στις 5 Οκτωβρίου, όπου ήταν παρών και ο δικηγόρος του Έντ Μένκιν, ο Λουίζ ανέφερε ξανά το ενδεχόμενο να είχε υποστεί «μπλακ άουτ» και να σκότωσε τους Πίκοκ.

Όσο κι αν ακούγεται απίστευτη ως δικαιολογία, ο Λουίζ είχε ιστορικό με «μπλακ άουτ» και μάλιστα κάποτε είχε διαπράξει ένα βίαιο έγκλημα κατά τη διάρκεια ενός από αυτά. το 1966, ο Λουίζ φυλακίστηκε καθώς κατηγορήθηκε ότι είχε βιάσει ένα τετράχρονο κορίτσι στο Ρόουντ Άιλαντ. Και τότε είχε υποστηρίξει ότι είχε πάθει «μπλακ άουτ» και δεν θυμόταν την πράξη του.

Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του στις 5 Οκτωβρίου δήλωσε ότι είχε σκεφτεί πολύ το ενδεχόμενο αν θα ήταν δυνατό να έχει υποστεί ένα τέτοιο μπλακ άουτ, ωστόσο κατέληξε ότι ήταν σίγουρος πως δεν είχε πάει στο Βερμόντ εκείνη την ημέρα.

Μια μέρα πριν, η σύζυγος του Λουίζ είχε δώσει την συγκατάθεσή της ώστε η αστυνομία να ψάξει το Chevrolet Celebrity, το αυτοκίνητο της οικογένειας. Η αστυνομία τη συμβούλευσε να μην πει τίποτα στον Λουίζ για την έρευνα, διότι αυτός θα μπορούσε να καταστρέψει οποιαδήποτε πιθανά αποδεικτικά στοιχεία.

Ωστόσο, όταν η αστυνομία μίλησε με τον Λουίζ την επόμενη μέρα έγινε ξεκάθαρο ότι ήξερε για την έρευνα καθώς ο δικηγόρος του την ανέφερε. Το απόγευμα, η σύζυγος του Λουίζ πήγε στην αστυνομία το αυτοκίνητο και το εγκληματολογικό κατάφερε να συλλέξει 17 στοιχεία που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα. Ένα από αυτά ήταν το πατάκι που βρισκόταν στη θέση του οδηγού, το οποίο φαινόταν να έχει ένα μικρό καφέ-κόκκινο λεκέ. Από την ανάλυση στο εργαστήριο επιβεβαιώθηκε ότι ο λεκές ήταν αίμα. Δυστυχώς όμως, το δείγμα ήταν τόσο μικρό που με την τεχνολογία της εποχής δεν μπορούσαν ανασυνθέσουν το προφίλ DNA και να ανακαλύψουν σε ποιον άνηκε το αίμα.

Μετά από αυτό κανένα άλλο στοιχείο δεν ήρθε στο προσκήνιο και η υπόθεση μπήκε αναγκαστικά στο αρχείο.

Η τεχνολογία δίνει τη λύση

Τον Μάιο του 2020 δύο ντετέκτιβ από το Αστυνομικό Τμήμα του Βερμόντ αποφάσισαν να καταπιαστούν και πάλι με την άλυτη υπόθεση. Οι ντετέκτιβ υπέβαλαν ξανά προς ανάλυση στο εργαστήριο ορισμένα στοιχεία που είχαν βρεθεί τότε με την ελπίδα ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις.

Ένα από αυτά τα στοιχεία ήταν και πατάκι από το Chevrolet Celebrity του Λουίζ. Ο χημικός του εργαστηρίου εξετάζοντας το πατάκι παρατήρησε ότι το αίμα είχε αφαιρεθεί από αυτό κι έτσι οι αναλύσεις δεν έδωσαν κανένα αποτέλεσμα. Κοιτάζοντας τα αρχεία, ο χημικός ανακάλυψε ότι το αίμα είχε αφαιρεθεί σε μια προηγούμενη ανάλυση DNA που είχε γίνει το 2000. Ευτυχώς, ένα κομμάτι από το DNA είχε διατηρηθεί σε ένα δοχείο στον καταψύκτη δειγμάτων του εργαστηρίου του Βερμόντ. Ο χημικός ανέκτησε το δείγμα στις 14 Μαΐου 2020.

Στις 19 Οκτωβρίου 2020, οι ερευνητές πήραν τα αποτελέσματα από το εγκληματολογικό εργαστήριο. Σύμφωνα με την αναφορά, το αίμα από το πατάκι περιείχε DNA από δύο τουλάχιστον άτομα. Η μεγαλύτερη ποσότητα του αίματος ταίριαζε με το DNA του δολοφονηθέντος Τζορτζ Πίκοκ, ενώ το άλλο DNA δεν ήταν αρκετό για να καθορίσουν σίγουρα σε ποιον ανήκει.

Στα επόμενα δύο χρόνια, οι ντετέκτιβ μίλησαν ξανά με αρκετούς ανθρώπους σχετικούς με την υπόθεση, συμπεριλαμβανομένου της συζύγου του Λουίζ και της ανιψιάς του. Αφού συγκέντρωσαν όλα τα στοιχεία, έμμεσα και φυσικά, κατέγραψαν την αναφορά τους και τελικά ζήτησαν ένταλμα σύλληψης για τον Λουίζ στις 11 Οκτωβρίου 2022. Δύο μέρες μετά, ο Λουίζ συνελήφθη στο σπίτι του στη Σαλίνα του Κάνσας, όπου ζούσε πλέον, και κατηγορήθηκε επίσημα για τη δολοφονία του Τζορτζ και της Κάθριν Πίκοκ.


Ο Λουίζ λίγες μέρες μετά εμφανίστηκε στο δικαστήριο, όπου θα συζητούνταν η έκδοσή του στο Βερμόντ, καθισμένος σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Στην ακροαματική διαδικασία, ο Λουίζ συμφώνησε να εκδοθεί και σύμφωνα με τον δικηγόρο του ανυπομονούσε να γίνει αυτό ώστε να μπορέσει να αντικρούσει τις κατηγορίες εναντίον του στη δίκη.

Παρόλο που τα δικαστικά έγγραφα περιέχουν με λεπτομέρειες όλες τις πληροφορίες σχετικά με το πώς έφτασαν στη σύλληψη του Λουίζ αυτό που λείπει είναι ίσως η πιο σημαντική πληροφορία, η οποία παραμένει αναπάντητη:

Γιατί ο Λουίζ σκότωσε τους Πίκοκ;