Το ανώτερο στέλεχος της Σαϊεντολογίας που δραπέτευσε από την «Τρύπα»



Κάποτε ήταν ένα από τα πιο υψηλόβαθμα στελέχη της μυστηριώδους Εκκλησίας της Σαϊεντολογίας. Σήμερα ο σκοπός του είναι να αποκαλύψει τα ψέματά της, όπως λέει, και να σώσει τα παιδιά του που βρίσκονται ακόμα εκεί


Ο Μάικ Ρίντερ ήταν τόσο ψηλά στην «αριστοκρατία της Σαϊεντολογίας» που ο Τομ Κρουζ του έκανε δώρα γενεθλίων – ένα φανταχτερό ρολόι και ένα σετ ακουστικών Bose. Κέρδιζε τη μία προαγωγή μετά την άλλη μέσα στην οργάνωση Sea (Sea Organization), ένα είδος εκτελεστικού οργάνου των Σαϊεντολόγων, ταξίδευε σε όλο τον κόσμο και του ανατέθηκε να συνοδεύσει τον Μάικλ Τζάκσον και τη Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ σε μια ιδιωτική ξενάγηση στο μουσείο του Λος Άντζελες που είναι αφιερωμένο στον ιδρυτή της Σαϊεντολογίας, τον Λον Ρον Χάμπαρντ. Αλλά μετά από περισσότερα από 45 χρόνια στη διαβόητη, μυστικοπαθή εκκλησία – την οποία θεωρεί πλέον «φυλακή του μυαλού» – κατάφερε να δραπετεύσει.

Δεκαπέντε χρόνια μετά, έγραψε ένα βιβλίο για τα όσα έζησε μέσα σε αυτή. Ορισμένες από τις λεπτομέρειες είναι εντυπωσιακές, αλλά αυτό που πραγματικά ελπίζει ο 67χρονος Ρίντερ είναι ότι το «A Billion Years: My Escape from a Life in the Highest Ranks of Scientology» θα αποτελέσει μια επιχείρηση διάσωσης για τα δύο ενήλικα παιδιά του που παραμένουν στην εκκλησία.

Ώρα για απόδραση

Πριν η Σαϊεντολογία απορροφήσει όλο τον χρόνο και την ενέργειά του, ο Ρίντερ απολάμβανε να διαβάζει μυθιστορήματα του Γουίλμπουρ Σμιθ και έτσι και το δικό του βιβλίο ξεκινάει σαν μια ιστορία περιπέτειας. Το 2007, βγήκε από τα γραφεία της εκκλησίας στο κεντρικό Λονδίνο και πέρασε μια πόρτα. Ήταν 52 ετών. Είχε μαζί του 200 λίρες σε μετρητά, μια πιστωτική κάρτα και το διαβατήριό του. Ως στέλεχος της εκκλησίας είχε καταδιώξει ανθρώπους που προσπαθούσαν να φύγουν, οπότε ήξερε τι να περιμένει. «Έπρεπε να εξαφανιστώ, να αφαιρέσω τις μπαταρίες από τα τηλέφωνά μου, να χρησιμοποιήσω μόνο μετρητά και να παραμείνω σε κίνηση», λέει.

Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν τον ακολουθούσαν, πήρε το μετρό για την Εθνική Πινακοθήκη, όπου κάθισε στο γρασίδι και άφησε τους καρδιακούς του παλμούς να επιβραδυνθούν στον κανονικό τους ρυθμό. «Είπα ΟΚ και τώρα τι; Τι θα κάνω; Ήταν η πρώτη φορά που μπορούσα να θυμηθώ που δεν ήμουν υπόλογος σε κανέναν»».

Ο Ρίντερ, ο οποίος μεγάλωσε στην Αδελαΐδα της Αυστραλίας μαζί με τον αδελφό και την αδελφή του, ήταν πέντε ετών όταν ένας γείτονας μύησε τους γονείς του στη Σαϊεντολογία. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων, η οικογένεια μετακόμιζε στην Αγγλία για μήνες κάθε φορά, ώστε να μπορούν να σπουδάσουν στη βάση του Χάμπαρντ στο Σάσεξ, του ιδρυτή της Σαϊεντολογίας. Επισκέπτονταν όλοι μαζί την Εθνική Πινακοθήκη, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που ο Ρίντερ έλκεται από το μέρος. «Είναι ένα μέρος στο οποίο πήγαινα κυρίως μόνος μου», λέει.

Περιπλανήθηκε στον χώρο και όταν τελικά βγήκε έξω, ήξερε τι να κάνει. Αγόρασε φτηνά ρούχα, πέταξε το κοστούμι του και βρήκε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο κοντά στο σταθμό Βικτόρια. Δύο ημέρες αργότερα, πέταξε πίσω στη Φλόριντα και ήρθε σε επαφή με άλλους πρώην Σαϊεντολόγους που τον βοήθησαν να ξεκινήσει σιγά σιγά τη νέα του ζωή.

Ο Ρίντερ λέει ότι σχεδίασε την απόδρασή του μόλις τρεις ημέρες πριν φύγει. Αλλά πρέπει να χρειάστηκαν περισσότερες από λίγες ημέρες για να απορρίψει δεκαετίες πεποιθήσεων. Άλλωστε, ήταν τόσο βυθισμένος στην ιδεολογία της Σαϊεντολογίας ώστε είχε πειστεί για την ιστορία προέλευσης που περιλαμβάνει τον Ζένου, τον επικεφαλής της Γαλαξιακής Συνομοσπονδίας, που στέλνει ανθρώπους στη Γη, τους βάζει σε ηφαίστεια και τους ρίχνει βόμβες.

Ο Ρίντερ είχε ζήσει σε καταλύματα της εκκλησίας, έτρωγε στην καντίνα της που θύμιζε στρατό και εργαζόταν τουλάχιστον 14 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα, λαμβάνοντας ως μισθό 50 δολάρια την εβδομάδα. Πώς άρχισε να αναγνωρίζει τις παρεκβατικές σκέψεις, δεδομένου ότι είχε εκπαιδευτεί να τις αντιλαμβάνεται ως σημάδια ενός «αντιδραστικού μυαλού» ως κάτι που πρέπει να εξαλειφθεί;

Λέει ότι αυτό άρχισε να συμβαίνει όταν ο Ντέιβιντ Μισκάβιτς, ο σημερινός ηγέτης, έγινε επικεφαλής της Σαϊεντολογίας το 1987, μετά το θάνατο του Χάμπαρντ. Τότε, άρχισαν να συμβαίνουν πράγματα που «κλόνισαν τη βεβαιότητά μου», αναφέρει.

Στο βιβλίο, ο Ρίντερ γράφει ότι δέχτηκε σωματική επίθεση από τον Μισκάβιτς. Άλλες τιμωρίες που δέχονταν τα μέλη της οργάνωσης για πράξεις που εκλαμβάνονταν ως «ακατέργαστες κακές προθέσεις» ή ως υποτιθέμενες αποτυχίες στη δουλειά κυμαίνονταν από τον καθαρισμό ενός λάκκου με λύματα μέχρι το να φοράει μια μάσκα φτιαγμένη από ένα χάρτινο πιάτο και να χλευάζεται με μια κούκλα εγγαστρίμυθου που κατασκευάστηκε με βάση τη δική του εικόνα. Άλλες φορές, οι εργαζόμενοι αναγκάζονταν να βουτούν με όλα τους τα ρούχα σε μια πισίνα και «να διαπράττουμε τις αμαρτίες μας στο βυθό» λέει ο Ρίντερ.

Η ζωή μέσα στην «Τρύπα» 

Ο Ρίντερ λέει ότι το χειρότερο με διαφορά ήταν ο ένας χρόνος -ή και περισσότερο- που πέρασε σε ένα κτήριο γνωστό ως «Η Τρύπα» στη διεθνή βάση της εκκλησίας κοντά στο Χέμετ της Καλιφόρνια. Αρχικά τον έστειλαν εκεί για να διερευνήσει τις ανατρεπτικές του προθέσεις, αν και εκείνη την εποχή δεν είχε καμία, και στη συνέχεια ξανά, όταν ως διευθυντής του Γραφείου Ειδικών Υποθέσεων απέτυχε να εμποδίσει την εκπομπή Panorama του BBC να προβάλει ένα πρόγραμμα για τη Σαϊεντολογία.

Εκεί ζούσε υπό 24ωρη φύλαξη, σε ένα είδος φυλακής για τα έκπτωτα στελέχη της Σαϊεντολογίας, χωρίς να έχει καμία πρόσβαση στον έξω κόσμο και χωρίς καμία εξήγηση για το ποιο έγκλημα είχε διαπράξει. Υπέστη ο ίδιος βία, αλλά και την ασκούσε σε άλλους. «Ήταν μέρος της κουλτούρας. Όποιος δεν το έκανε, υποβαλλόταν σε τιμωρίες». Η απομάκρυνσή του από την Τρύπα, για μια αποστολή στο Λονδίνο, του έδωσε την ευκαιρία να δραπετεύσει.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, ακόμη και μετά από αυτό, ο Ρίντερ συνέχισε να πιστεύει προσδιορίζοντας τον εαυτό του ως Σαϊεντολόγο, ενώ εργαζόταν ως πωλητής αυτοκινήτων, την πρώτη του δουλειά έξω. Στην πραγματικότητα ήθελε μόνο να φύγει ο Μισκάβιτς.

Αν λοιπόν ο Χάμπαρντ ήταν ακόμα ζωντανός σήμερα; «Πιθανότατα θα ήμουν ακόμα εκεί», λέει ο Ρίντερ στον δημοσιογράφο του Guardian. Ακόμα ακούγεται ενθουσιασμένος όταν θυμάται ότι διορίστηκε ειδικός «αγγελιαφόρος βάρδιας» του Χάμπαρντ το 1978, και ήταν υπεύθυνος για μια σειρά από εργασίες: από το να πει στον μάγειρα ότι ο Χάμπαρντ ήθελε κοτόπουλο για δείπνο μέχρι το να μυρίζει τα άπλυτα, τα οποία έπρεπε να ξεπλυθούν επτά φορές και να αεριστούν έξω για να διασφαλιστεί ότι ήταν εντελώς άοσμα. «Θέλω να πω, υπάρχει ένας πολύ μικρός αριθμός ανθρώπων σε αυτή τη Γη που έχουν κάνει ποτέ κάτι τέτοιο» λέει για τη θέση αυτή.

Το αστείο είναι ότι τώρα που είναι πλέον έξω και η πίστη του έχει πλέον χάσει την έντασή της, ο Ρίντερ εξακολουθεί να μη φαίνεται πολύ ελεύθερος. Νομίζει ότι παρακολουθείται, ότι τον ακολουθούν συχνά ιδιωτικοί ερευνητές. Και παρόλο που λέει ότι δεν τον ενδιαφέρει και πολύ,  υποστηρίζει ότι έχει ένα μόνο μικρό κάδο απορριμμάτων μέσα στο σπίτι του σε περίπτωση που κάποιος θέλει να ψάξει.

Το 60% της δουλειάς του Ρίντερ αυτή τη στιγμή αφορά κυρίως δραστηριότητες πληροφοριοδότη για την Σαϊεντολογία, ενώ το 40% προέρχεται από την τοποθέτηση οπτικοακουστικού εξοπλισμού σε μια εταιρία ενός πρώην μέλους της οργάνωσης. Ο Ρίντερ έχει συμβάλει σε αμέτρητα ντοκιμαντέρ για τη Σαϊεντολογία, συμπεριλαμβανομένου του πολύ γνωστού «Scientology and the Aftermath» της Λι Ρέμινι. Είναι επίσης συμπαρουσιαστής ενός podcast μαζί της. Έχει επίσης ένα ιστολόγιο για τη ζωή μετά τη Σαϊεντολογία. Οι στενότεροι φίλοι του είναι πρώην Σαϊεντολόγοι, όπως και η δεύτερη σύζυγός του, Κρίστι Κόλμπραν. Κατά μία έννοια, είναι επαγγελματίας πρώην Σαϊεντολόγος.

«Τι επαγγελματικός τίτλος είναι αυτός!» αναφωνεί.

«Δεν θέλει να απαλλαγεί εντελώς από τη Σαϊεντολογία;», τον ρωτά ο δημοσιογράφος. «Δεν νομίζω ότι θα μπορέσω ποτέ να απαλλαγώ από τη συγκεκριμένη δουλειά. Οι άνθρωποι επικοινωνούν μαζί μου κάθε μέρα ζητώντας μου βοήθεια». Εξάλλου, λέει, θέλει να δώσει την ευκαιρία στα δύο μεγαλύτερα παιδιά του «να σκεφτούν μόνα τους».

Ήμουν γονέας της «Sea Org»

Όταν ήταν 17 ή 18 ετών, ο Ρίντερ εντάχθηκε στο Sea Org, το διάσημο τάγμα εντός της Σαϊεντολογίας, τα μέλη του οποίου κατέχουν τους διοικητικούς ρόλους της εκκλησίας. Υπέγραψε το καθιερωμένο «συμβόλαιο δισεκατομμυρίων ετών» της οργάνωσης, σχεδιασμένο να περιλαμβάνει όλα τα μελλοντικά του σχέδια (αφού οι Σαϊεντολόγοι πιστεύουν στη ζωή μετά τη ζωή- ο Χάμπαρντ του είπε ότι πιθανόν να είχε διοικήσει πλανήτες στο παρελθόν). Η πρώην σύζυγός του, η Κάθι, υπέγραψε το ίδιο. Με τον καιρό, το ίδιο έκαναν και τα παιδιά τους, η Ταρίν και ο Μπέντζαμιν.

Η ιδιόμορφη αυτή ρύθμιση καλλιέργησε στον Ρίντερ μια στρεβλή ιδέα για τη γονική μέριμνα. Έγινε πατέρας στα 20 του χρόνια, αλλά σπάνια έβλεπε τα παιδιά του. Τότε, λέει ο Ρίντερ, τα μωρά παραδίδονταν λίγες ημέρες μετά τη γέννηση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς του Sea Org, όπου τα φρόντιζαν επτά ημέρες την εβδομάδα, από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα.

«Δεν λέω ότι ήμουν καλός γονιός», αναφέρει. «Λέω ακριβώς το αντίθετο. Ήμουν γονέας της Sea Org».

Πόσο χρονών είναι τώρα τα παιδιά του; «Μου είναι δύσκολο να θυμηθώ» λέει ο Ρίντερ. «Η Ταρίν γεννήθηκε το 1978 και τώρα είναι … 2022 … Οπότε είναι 44 ετών. Και ο Μπέντζαμιν γεννήθηκε τη δεκαετία του 1980 … περίπου το 1982, 1983. Το κενό μνήμης είναι κάπως ντροπιαστό. Αλλά, ξέρετε, δεν είναι ακριβώς στη ζωή μου πια».

Μετά την απόδρασή του, έγραψε στην Κάθι για να ζητήσει από εκείνη και τα παιδιά να τον ακολουθήσουν έξω και εκείνη του απάντησε: «Άντε γ@μήσου».

Στη Σαϊεντολογία, όταν μια οικογένεια χωρίζεται σε πιστούς και μη πιστούς, η αποσύνδεση είναι μια συχνή και οδυνηρή εμπειρία. Η Ταρίν, ο Μπέντζαμιν και η Κάθι έχουν όλοι δημοσιεύσει βίντεο στα οποία ισχυρίζονται ότι ο Ρίντερ εγκατέλειψε την οικογένεια όταν έφυγε από τη Σαϊεντολογία. Τα μεγαλύτερα παιδιά του έχουν δημοσιεύσει μια ανοιχτή επιστολή, αποκηρύσσοντάς τον – γεγονός που μάλλον υπονομεύει τον στόχο του Ρίντερ να προσεγγίσει τα παιδιά του μέσα από αυτό το βιβλίο. «Ένα βιβλίο για ένα κοινό δύο ατόμων», όπως το αποκαλεί ο ίδιος.

Θα το έχουν δει καν; «Θα ήταν πολύ δύσκολο. Είμαι σίγουρος ότι τους έχουν πει: «Είναι γεμάτο ψέματα, μπλα μπλα»». Δεν τους έστειλε αντίγραφο. Δεν θα έφτανε ποτέ σε αυτούς, λέει.

Τώρα που αυτός και η Κρίστι, την οποία παντρεύτηκε το 2013, έχουν έναν 10χρονο γιο, τον Τζακ, ο Ρίντερ έχει βιώσει ένα νέο είδος πατρότητας. «Σηκώνομαι κάθε πρωί και του φέρνω το πρωινό του, του ετοιμάζω το μεσημεριανό του και τον πηγαίνω στο σχολείο… Βγαίνουμε έξω για φαγητό, πάμε στο πάρκο, κάνουμε βόλτα με τα ποδήλατά μας… Μιλάμε για όλα τα πράγματα» λέει.

Ως μέλος του Sea Org, δεν μπορούσε να έχει μια αγαπημένη οικογενειακή ζωή. Η πρώτη του σύζυγος αναφέρεται ελάχιστα στο βιβλίο. Φαίνεται απίστευτο ότι απέκτησαν παιδιά, τόσο σπάνια μοιάζει να διασταυρώνονταν οι δρόμοι τους. Παρομοίως, οι γονείς του Ρίντερ δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου ονομαστικά. Ο Ρίντερ και η Κάθι ωστόσο είχαν χάσει το τρίτο παιδί τους ενώ ήταν μωρό από σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου – ή σύμφωνα με τα λόγια της συζύγου του Μισκάβιτς το μωρό «αρνήθηκε το σώμα του».

Ο Ρίντερ τότε είχε συζητήσει  με έναν «ακροατή» (έναν Σαϊεντολόγο που είναι επιφορτισμένος να ελέγχει την συναισθηματική κατάσταση ενός άλλου) «για να ξεπεράσει την απώλεια». Στο βιβλίο του αφιερώνει μόλις μιάμιση σελίδα για το θάνατο του παιδιού του.

Ένιωθε αγάπη για τα παιδιά του όσο ήταν στο Sea Org; «Ναι… δεν μπορείς ποτέ να αφαιρέσεις το γεγονός ότι τα βιολογικά σου παιδιά είναι κάτι ξεχωριστό για σένα». Με τον Τζακ, ωστόσο, «δεν είναι ούτε κατά διάνοια παρόμοιο. Ούτε κατά διάνοια».

Κατά κάποιον τρόπο το βιβλίο αυτό του Ρίντερ αποτελεί μια προσπάθεια να προσεγγίσει ως πατέρας την Ταρίν και τον Μπέντζαμιν. Μια ευκαιρία να πει την δική του πλευρά. «Αυτά είναι που είναι σημαντικά για εμένα. Αυτή είναι η ζωή μου. Αυτά είναι τα πράγματα που πέρασα, όπως όλες αυτές τις στιγμές που δεν με βλέπατε», λέει σχετικά ο Ρίντερ.

Αλλά πόσο καλά μπορεί να λειτουργήσει μια μονόπλευρη συζήτηση με τα παιδιά σου; Η Εκκλησία της Σαϊεντολογίας βλέπει το βιβλίο σαν μια προσπάθεια μεγαλοποίησης του Ρίντερ και «μια επιτομή τεράστιων υπερβολών και ψεμάτων». Κατηγορεί τον Ρίντερ ότι πρόδωσε την οικογένειά του και ότι συμπεριφέρθηκε άκαρδα στη σύζυγο και τα παιδιά του.

«Τρέφω ελπίδες ότι η φούσκα μέσα στην οποία ζουν η Τάριν και ο Μπέντζαμιν μπορεί τελικά να σπάσει» λέει. «Και ότι διαλύοντας την οργάνωση γύρω τους μπορεί να ξυπνήσουν ή να δουν κάτι που δεν ήταν σε θέση να δουν όταν βρίσκονταν σε ένα τόσο ελεγχόμενο περιβάλλον».

«Είτε βρίσκεσαι σε μια αίρεση είτε σε μια κακή σχέση είτε σε μια δουλειά που μισείς, μπορείς πάντα να αλλάξεις τη ζωή σου» λέει. «Αν εγώ μπορούσα να το κάνω στα 52 μου χρόνια και να βγω από την πόρτα και να εγκαταλείψω ό,τι είχα, κάθε φίλο, κάθε μέλος της οικογένειας, χωρίς χρήματα, χωρίς δουλειά, και να ξεκινήσω από την αρχή, λίγο πολύ ο καθένας μπορεί να το κάνει».

Τι είναι η Σαϊεντολογία;

Η Σαϊεντολογία περιγράφεται από τους πιστούς της ως θρησκεία και δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’50 από τον Λαφαγιέτ Ρόναλντ Χάμπαρντ, έναν Αμερικανό συγγραφέα βιβλίων επιστημονικής φαντασίας.


Το 1950, ο Χάμπαρντ εξέδωσε το βιβλίο του «Διανοητική: Η Σύγχρονη Επιστήμη της Ψυχικής Υγείας», το οποίο αφορούσε ουσιαστικά μια μέθοδο αυτοβελτίωσης και γνώρισε μεγάλη επιτυχία ενώ σε αυτό εισάγει τους βασικούς όρους στους οποίους βασίστηκε η θρησκεία του. Έτσι, το 1954 ίδρυσε την Σαϊεντολογία στηρίζοντας τον πυρήνα της φιλοσοφίας της θρησκείας του σε ψευδοεπιστημονικές και ψυχοθεραπευτικές συμβουλές τις οποίες συνδύασε με υπερβατικά και μυθολογικά στοιχεία, που άγγιζαν τα όρια του μεταφυσικού. Η ονομασίας της Σαϊεντολογίας (Scientology) προέρχετι από το λατινικό «scio», το οποίο σημαίνει και «γνωρίζω» και το ελληνικό «λόγος».

Βασικό ρόλο στην Σαϊεντολογία παίζει η πίστη ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο βρίσκεται ο «υπεράνθρωπος», ο οποίος μπορεί ελευθερωθεί με την τεχνική λεγόμενης Dianetik (Διανοητική).

Στη συνέχεια τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα , καθώς εμπλέκονται μέχρι και... εξωγήινοι.

Ο ιδρυτικός μύθος της Σαϊεντολογίας υποστηρίζει ότι ένας μοχθηρός διαγαλαξιακός πολέμαρχος, ο οποίος ονομαζόταν Ζένου, είχε υπό τον έλεγχό του 76 πλανήτες στο σύμπαν. Σε αυτούς ζούσαν 13,5 τρισεκατομμύρια είδη εξωγήινης ζωής, τα οποία ο Ζενου αλυσόδεσε στα γήινα ηφαίστεια και τους ανατίναξε κατόπιν με πυρηνικά όπλα! Οι ψυχές των νεκρών εξωγήινων, που ονομάστηκαν «Θήταν», πέταξαν στον ουρανό της Γης για να πέσουν στις ηλεκτρονικές παγίδες του Ζένου, ο οποίος ενέθεσε έτσι στο άυλο μυαλό τους τις ψεύτικες δοξασίες περί Θεού, Χριστού και οργανωμένων θρησκειών. Πολλές από αυτές τις ψυχές προσκολλήθηκαν στη συνέχεια στα ανθρώπινα όντα και προκάλεσαν περισσότερα τραύματα. Η δυστυχία του σημερινού κόσμου υποτίθεται ότι προέρχεται από αυτά που προκάλεσαν οι εξωγήινοι στα ανθρώπινα σώματα.

Οι Θήταν στην Σαϊεντολογία είναι κάτι σαν τον «βασικό εαυτό» του καθενός, ο οποίος παραμένει αθάνατος. Ο όρος προέρχεται από το γράμμα «Θήτα» της ελληνικής αλφαβήτου, το οποίο στην Σαϊεντολογία αντιπροσωπεύει την πηγή της ζωής. Στην ανώτερη βαθμίδα σκοπός είναι να γίνει κάποιος «Λειτουργικός Θήταν» δηλαδή να μπορεί να χειρίζεται πράγματα χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιεί ένα υλικό σώμα.

Σύμφωνα με την θρησκεία, όλα τα προβλήματα βασίζονται στην ψυχή και λύνονται με την ακρόαση. Στη διαδικασία αυτή, ο ειδικός «ακροατής » (ώντιτορ-auditor) συζητά με τον πιστό για τα προβλήματά του. Η ακρόαση γίνεται με το «ηλεκτρόμετρο», μια συσκευή που μοιάζει με τον ανιχνευτή ψέματος και υποτίθεται ότι μετρά τα μικρά ηλεκτρικά φορτία του σώματος, κατά τη διάρκεια της κουβέντας. Μέσω αυτής της διαδικασίας, οι πιστοί προσπαθούν να εντοπίσουν την πηγή του τραύματος- είτε από αυτή τη ζωή είτε από κάποια προηγούμενη- ώστε να απελευθερωθούν από αυτό. Ουσιαστικά πρόκειται για μια μέθοδο ψυχοθεραπείας, η οποία ωστόσο εχει απορριφθεί από τους επιστήμονες της ψυχολογίας λόγω των ανορθόδοξων μεθόδων που ακολουθεί, όπως η χρήση του ηλεκτρόμετρου.

Η Σαϊεντολογία έχει δεχθεί επιθέσεις τόσο από την ιατρική και επιστημονική κοινότητα για όσα υποστηρίζει σχετικά με την πνευματική υγεία, όσο και από άλλες θρησκευτικές ομάδες.

«Είναι εν μέρει ψυχοθεραπεία, εν μέρει θρησκεία και εν μέρει μια ομάδα για UFO», λέει ο Ντέιβιντ Μπρόμλι, καθηγητής θεολογικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κόμονγουελθ  στη Βιρτζίνια  των ΗΠΑ. «Περιέχει μια μίξη πραγμάτων όπως καμία άλλη θρησκεία».

Η Σαϊεντολογία έχει κατηγορηθεί επίσης πάρα πολλές φορές – κυρίως από πρώην μέλη της όπως ο Ρίντερ και η Λία Ρίμινι- για το γεγονός ότι δεν επιτρέπει εύκολα σε κανέναν να φύγει από την Εκκλησία, ενώ ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τις ζωές των πιστών της. Σύμφωνα με τους πρώην πιστούς στις διαδικασίες ακρόασης ο καθένας πρέπει να αποκαλύψει ακόμα και τα πιο μύχια στοιχεία της ψυχής του και όσων έχει ζήσει ώστε να μπορέσει να «καθαριστεί» και να φτάσει εν τέλει στην ανώτερη βαθμίδα, όπου θα του αποκαλυφθεί όλη η αλήθεια. Ωστόσο, πολλές φορές αυτές οι αποκαλύψεις που κάνουν οι πιστοί χρησιμοποιούνται εκβιαστικά εναντίον τους σε περίπτωση που θελήσουν να φύγουν από την Εκκλησία. Δεν είναι τυχαίο βέβαια που η Εκκλησία της Σαϊεντολογίας ζει χάρη στις πλουσιοπάροχες προσφορές των πιστών της, οπότε με κάθε μέλος που χάνεται, χάνεται και ένας χρηματοδότης.

Μάλιστα ο συνάδερφος του Χάμπαρντ, Λόιντ Έσμπαχ, στη δική του βιογραφία είχε παραθέσει μια φράση που είχε μοιραστεί μαζί του ο μετέπειτα ιδρυτής της Σαϊεντολογίας το 1949: «Θα ήθελα να ξεκινήσω μια θρησκεία. Εκεί είναι τα πολλά λεφτά!».