«Ένιωθα ότι μου ανήκε. Την σκότωσα γιατί την αγαπούσα»


Γιώργος Σκιαδόπουλος-Τζούλι Σκάλι: Ο έρωτας που κατέληξε σε στυγερό έγκλημα. Τι έλεγε ο θύτης για τη δολοφονία της συντρόφου του

Τον Νοέμβριο του 1997 ο Γιώργος Σκιαδόπουλος είναι 22 ετών και εργάζεται ως τρίτος μηχανικός στο κρουαζιερόπλοιο «Galaxy». Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στα νησιά της Καραϊβικής γνωρίζει την 29χρονη Τζούλι Σκάλι και τον 40χρονο σύζυγο της Τιμ Νιστ. Μαζί τους ταξιδεύει και η μόλις ενός έτους κόρη τους, Κέιτι.  

Η έλξη που νιώθει ο Σκιαδόπουλος για το πρώην μοντέλο είναι ακαταμάχητη και βρίσκει ανταπόκριση. Ανταλλάσσουν τηλέφωνα και συνεχίζουν να επικοινωνούν. Τρεις μήνες μετά η οικογένεια της Σκάλι βρίσκεται και πάλι στο κρουαζιερόπλοιο που εργάζεται ο νεαρός αξιωματικός. Η Τζούλι είναι με τον σύζυγο της και ο Σκιαδόπουλος με τη σύντροφο του από την Ολλανδία, η οποία είναι μέλος του πληρώματος. Καταφέρνουν όμως να βρεθούν μόνοι τους και ο έρωτας τους φουντώνει.

Επιστρέφοντας στο Νιού Τζέρσεϊ κάποιοι ιδιαιτέρως φουσκωμένοι τηλεφωνικοί λογαριασμοί δημιουργούν υποψίες στον σύζυγο της Τζούλι Σκάλι. Τη ρωτάει τη συμβαίνει και αυτή παραδέχεται πως διατηρούν επικοινωνία και είναι ερωτευμένη με τον Σκιαδόπουλο. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τον χωρισμό.

Η Τζούλι ταξιδεύει στο Πουέρτο Ρίκο όπου είναι δεμένο το κρουαζιερόπλοιο στο οποίο εργάζεται ο Σκιαδόπουλος. Την συστήνει πλέον ως αρραβωνιαστικιά του.

Η πρόταση, το ταξίδι στην Ελλάδα και η απόφαση για επιστροφή

Το 1998 ο Έλληνας ναυτικός πηγαίνει στις ΗΠΑ και μένει για περίπου ενάμιση μήνα. Κάνει πρόταση γάμου στην Τζούλι και της ζητά να τον ακολουθήσει στην Ελλάδα και να ζήσουν εκεί. Το πλάνο είναι ο Σκιαδόπουλος να αφήσει το εμπορικό ναυτικό και να εργαστεί ως οδηγός ταξί ώστε να μην φεύγει για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η Τζούλι λέει «ναι» και τον ακολουθεί στην Ελλάδα. Το ζευγάρι περνά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο στην Καβάλα και η γυναίκα γνωρίζει τους συγγενείς και τους φίλους του Σκιαδόπουλου.

Η Τζούλι Σκάλι προχωρά σε διακανονισμό με τον πρώην πλέον σύζυγο της και το διαζύγιο εκδίδεται. Συμφωνούν ότι η Κέιτι πρέπει να μείνει προς το παρόν στις ΗΠΑ με τον πατέρα της και του παραχωρεί την κηδεμονία. Η Τζούλι θα πάρει άμεσα 150.000 δολάρια, την πρώτη δόση από τα 600.000 που προέβλεπε ο διακανονισμός.

Όπως αποδείχθηκε η διαμονή στην Ελλάδα δεν ήταν καθόλου εύκολη για την Αμερικανίδα. Της λείπει πάρα πολύ η κόρη της και έχει μετανιώσει που έφυγε από την Αμερική. Συζητώντας με τον Σκιαδόπουλο σχετικά με το ενδεχόμενο να μετακομίσουν μαζί στις ΗΠΑ, αυτός της ξεκαθαρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει γιατί δεν έχει ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία.

Δεχόμενη πιέσεις και από τη μητέρα της, η οποία δεν είδε ποτέ με καλό μάτι τη σχέση με τον νεαρό Έλληνα, η Τζούλι αποφασίζει να βάλει τέλος και να επιστρέψει στην κόρη της.

Το μοιραίο ταξίδι

Τον Ιανουάριο του 1999 νοικιάζουν ένα Fiat Punto για να ταξιδέψουν οδικώς στην Αθήνα. Το πλάνο είναι να παραλάβουν μερικά πράγματα της Τζούλι που έστειλε ο άντρας της και παράλληλα να γνωρίσει την πεθερά της. Στις 8 Ιανουαρίου 1999 ξεκινούν το ταξίδι από Καβάλα προς Αθήνα. Στη διαδρομή ο Σκιαδόπουλος διαπιστώνει ότι η Τζούλι έχει αλλάξει απόφαση και δεν σκοπεύει να τον παντρευτεί. Καταλαβαίνει ότι θα γυρίσει στις ΗΠΑ και θα τον αφήσει.

«Την στιγμή που η Τζούλι μού εξέφρασε τις αντιρρήσεις της για το γάμο μας, ένιωσα να φεύγει ο κόσμος κάτω από τα πόδια μου. Τη νύχτα που έγινε το μοιραίο είχαμε μια πολύ έντονη λογομαχία. Προσπαθούσα με κάθε τρόπο να την μεταπείσω ως προς την απόφασή της να μη γίνει ο γάμος κι ενώ εγώ είχα στα χέρια μου έτοιμα τα χαρτιά. Όταν είδα ότι δεν τα κατάφερνα, ότι τα επιχειρήματά μου δεν ήταν αρκετά να την μεταπείσουν, θόλωσα. Μπήκε η λογική στην άκρη. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν με ποιο τρόπο θα την κρατούσα κοντά μου» θα πει ο ίδιος.

Θα παραδεχθεί ότι η σχέση τους είχε προβλήματα και θα εξιστορήσει το πώς έφτασε να βγει από τον κεντρικό δρόμο στο 132ο χλμ της εθνικής οδού Καβάλας-Θεσσαλονίκης: «Είχαν προηγηθεί κάποιες ανάλογες συζητήσεις, κάποιες λογομαχίες πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά ποτέ δεν μου είχε εκφράσει την άρνησή της για το γάμο μας. Έβλεπα, πλέον, πως δεν ήταν η Τζούλι που ήταν πριν, η γεμάτη ενθουσιασμό για το γάμο μας. Της είχε φύγει ο ενθουσιασμός, δεν ήταν η ίδια, όμως μέχρι εκείνη την ώρα δεν μου είχε πει: Ξέρεις, Γιώργο, δεν θέλω να παντρευτώ.

Μου το είπε εκείνο το βράδυ, μέσα στο αυτοκίνητο, έξω από την Καβάλα. «Γιώργο, δεν θέλω να προχωρήσουμε σ' αυτό το γάμο». Πάγωσα. Η λογομαχία μας για τα επόμενα δέκα λεπτά έγινε πιο έντονη, σε σημείο που δεν μπορούσα πλέον να οδηγήσω. Εκείνη τη στιγμή, στο πρώτο δρομάκι που βρήκα μπροστά μου έστριψα και σταμάτησα το αυτοκίνητο, για να το συζητήσουμε. Ήλπιζα ακόμη ότι θα την μετέπειθα».

«Είχα λόγους να νιώθω ότι μου ανήκε»

Δεν κατάφερε όμως να την μεταπείσει. «Ένιωσα να φεύγει ο κόσμος κάτω από τα πόδια μου, όταν μου είπε πως θα χωρίσουμε. Αισθήματα, λογική, εκείνη τη στιγμή είχαν μπει όλα στο περιθώριο. Δεν ήμουν σε θέση να σκεφθώ. Ήμουν τελείως εκτός ελέγχου, δεν ήξερα τι έκανα. Η Τζούλι συνέχιζε να είναι αρνητική. Όχι, Γιώργο, μην επιμένεις. Δεν μπορώ, μην με πιέζεις» θα πει και σε ερώτηση αν ένιωθε ότι του ανήκει η Τζούλι θα παραδεχθεί:

«Είχα λόγους να το νιώθω. Φτάνει η Τζούλι στην Ελλάδα κι αφήνει πίσω τον άντρα της, το σπίτι της, αφήνει κυρίως την κορούλα της, την Κέιτι, αφήνει την πατρίδα της και ακολουθεί εμένα. Αυτό είναι πολύ μεγάλο για μένα».

Ο Σκιαδόπουλος πιάνει από το λαιμό τη σύντροφο του και την στραγγαλίζει. «Είχα πάθει τέτοιο σοκ που οποιοσδήποτε κι αν ήταν δίπλα μου εκείνη τη στιγμή δεν θα μπορούσε να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να πετύχει κάτι τέτοιο ήταν η Τζούλι, λέγοντάς μου: Ξέρεις, Γιώργο θα παντρευτούμε. Όμως δεν το 'πε. Όταν τράβηξα τα χέρια από τον λαιμό της και συνειδητοποίησα τι είχα κάνει, πανικοβλήθηκα. Από αυτήν τη στιγμή και μετά ήμουν ένα ρομπότ. Ό, τι έκανα, το έκανα μηχανικά.

Προσπάθησα να τη συνεφέρω με κάποια τεχνητή αναπνοή, τη χτύπησα ελαφρά στο πρόσωπο, όμως κατάλαβα πως δεν γινόταν τίποτα και ότι η Τζούλι ήταν νεκρή. Είχα φοβηθεί, είχα τρομοκρατηθεί, όμως, έπρεπε κάτι να κάνω. Το πρώτο που σκέφθηκα ήταν να εξαφανίσω την Τζούλι με κάθε τρόπο και στη συνέχεια να δώσω ένα τέλος στη ζωή μου. Έτσι δεν θα γινόταν γνωστό ότι ο Γιώργος Σκιαδόπουλος δολοφόνησε μ' αυτό τον τρόπο την αγαπημένη του. Δεν ήθελα να βγει κάτι τέτοιο προς τα έξω. Αν δεν υπήρχε πουθενά η Τζούλι κι έβρισκαν εμένα νεκρό, και να με υποψιάζονταν για δολοφόνο της δεν θα μπορούσαν να το αποδείξουν».

Ο αποκεφαλισμός και το θέατρο

Ο Σκιαδόπουλος αρχικά επιχειρεί να κάψει το πτώμα με μπιτόνια βενζίνης που αγόρασε σε κοντινό βενζινάδικο. Δεν τα καταφέρνει και το μεταφέρει στο σπίτι της γιαγιάς του. Εκεί βρίσκει μια μεγάλη παλιά βαλίτσα αλλά το σώμα δεν χωράει. Αποφασίζει να κόψει το κεφάλι. Χρησιμοποιεί σιδεροπρίονο.

Βάζει το ακέφαλο πτώμα στη βαλίτσα και το κεφάλι σε σακούλες. Την βαλίτσα την πετά σε λίμνη και το κεφάλι στη θάλασσα στην παραλία Καλαμίτσα της Καβάλας.

Το επόμενο βήμα στο σχέδιο του είναι να δηλώσει την εξαφάνιση της Τζούλι Σκάλι.  «Όταν ερχόμουν με το αυτοκίνητο στην Αθήνα σκεφτόμουν πως έπρεπε να δικαιολογήσω την απουσία της Τζούλι, στον πατέρα μου, στους συγγενείς μου που με περίμεναν και περίμεναν να γίνει και ο συγκεκριμένος γάμος. Είχαμε προγραμματίσει να παντρευτούμε στα μέσα Ιανουαρίου. Έπρεπε, λοιπόν, να δικαιολογήσω την απουσία της κι αυτό που σκέφτηκα ήταν να δηλώσω μια εξαφάνιση, με σκοπό να κερδίσω χρόνο και τελικά να βρω τη δύναμη να αυτοκτονήσω. Κι όχι ν' αποφύγω τις συνέπειες της πράξης μου. Δηλώνω την εξαφάνιση και από εκείνη τη στιγμή οι ίδιοι οι συγγενείς μού προτείνουν να πάω στις εκπομπές του Χαρδαβέλλα και της Νικολούλη. Ήμουν σε αδιέξοδο και δεν μπορούσα να αποφύγω τις προτροπές των συγγενών. Θα κινούσα υποψίες. Έπρεπε να γίνω πιστευτός ότι η Τζούλι είχε εξαφανιστεί πραγματικά και ότι έκανα το καλύτερο για να βρεθεί. Γιατί, βέβαια, δεν ήθελα με τίποτα να φανεί ότι εγώ ήμουν ο δολοφόνος» θα πει ο ίδιος και θα υποστηρίξει ότι έκανε αποτυχημένες προσπάθειες να βάλει τέλος στη ζωή του.

Δηλώνει την εξαφάνιση της Τζούλι στις 12 Ιανουαρίου και υποστηρίζει πως έκαναν το ταξίδι για Αθήνα στις 10 (και όχι στις 8). Λέει ότι φτάνοντας στην Αθήνα η Τζούλι του είπε ότι θα πάει να φάει στα McDonalds στο κέντρο και θα βρίσκονταν μετά. «Από τότε δεν την έχω ξαναδεί» θα υποστηρίξει στους αστυνομικούς. Παράλληλα επικοινώνησε, όπως τον είχαν συμβουλέψει, με τις τηλεοπτικές εκπομπές και έστειλε τη φωτογραφία της Τζούλι. Ο ίδιος δεν θα εμφανιστεί στο τηλεοπτικό πλατό.

Ομολογία, καταδίκη και αποφυλάκιση

Οι αρχές τον θεωρούν από την πρώτη στιγμή ύποπτο. Τον πιέζουν και πέφτει σε αντιφάσεις. Αντιστέκεται αλλά στις 26 Ιανουαρίου 1999 σπάει και τα ομολογεί όλα.

«Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το πώς θα την κάνω ευτυχισμένη, την αγαπούσα όσο τίποτε άλλο. Ήταν η γυναίκα της ζωής μου. Ναι, την σκότωσα γιατί την αγαπούσα. Το ξέρω, ακούγεται παράλογο αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Και δεν είμαι τρελός και το λέω. Η Τζούλι ήταν μια πολύ ντόμπρα γυναίκα, παλικάρι μπορώ να πω, και πραγματικά νιώθω πολύ άσχημα, όπως αυτή τη στιγμή, όταν προσπαθώ να περιγράψω τι άτομο ήταν. Με κάνει να νιώθω ακόμη πιο άσχημα για ό,τι της έκανα» θα πει σε συνέντευξη του στα «ΝΕΑ» τον Φεβρουάριο του 1999.

Σε ερώτηση για το ποια πρέπει να είναι η ποινή του θα απαντήσει: «Θάνατο. Χωρίς καν να το σκεφθώ. Σας είπα είναι κάτι για το οποίο δεν μπορώ να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Αφαίρεσα ανθρώπινη ζωή, ξέρω ότι οι τύψεις θα με συνοδεύουν όσο ζω και ειλικρινά πιστεύω πως ύστερα απ' αυτό που έκανα δεν αξίζει να ζω».

Πρωτόδικα καταδικάζεται σε ισόβια χωρίς αναστολή αλλά το 2003 στο Εφετείο τα ισόβια «σπάνε» και μετατρέπονται σε 23 χρόνια λόγω καλής διαγωγής. Ο Σκιαδόπουλος έχει στραφεί στον Θεό, παρακολουθεί μαθήματα βυζαντινής μουσικής και σπουδάζει στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Ελληνικού Πολιτισμού.

Στη φυλακή για τη δολοφονία της Τζούλι Σκάλι θα μείνει περίπου δέκα χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 2009 με περιοριστικούς όρους. Μετά από υποδείξεις του, η βαλίτσα με το ακέφαλο πτώμα της συντρόφου του εντοπίστηκε στη λίμνη που το είχε πετάξει. Ο πρώην σύζυγος του θύματος ήρθε στην Ελλάδα και παρέλαβε τη σορό της. Παρά τις έρευνες δυτών στο σημείο που τους οδήγησε ο Σκιαδόπουλος, το κεφάλι της Τζούλι δεν βρέθηκε ποτέ.