Ένα παιδί που θυσίασαν οι Ίνκας πριν από 500 χρόνια απέκτησε πρόσωπο- Έτσι ήταν η «Χουανίτα»

Η τεχνολογία κατάφερε να δημιουργήσει μια εντυπωσιακή αναπαράσταση ενός κοριτσιού που θυσιάστηκε τελετουργικά από τους Ίνκας πριν από μισή περίπου χιλιετία. Δείτε πώς ήταν πριν πεθάνει


Το ηφαίστειο Σαμπανκάγια στις Άνδεις του Περού είχε εξαπολύσει για ακόμα μια φορά την οργή του γύρω στο 1500 μΧ και η λάβα του είχε καταστρέψει τα πάντα στο πέρασμά της στον πολιτισμό των Ίνκας. Ήταν πλέον η ώρα για ένα παιδί να πεθάνει.

Η 14χρονη «Χουανίτα» ήταν αυτό το παιδί. Το παγωμένο σώμα της βρέθηκε άριστα μουμιοποιημένο από τα χιόνια των Άνδεων σχεδόν μισή χιλιετία αργότερα, ενώ το κρανίο της έφερε ένα πολύ εκτεταμένο τραύμα καθώς πιθανότατα ο θάνατός της ήρθε μετά από ένα ισχυρό χτύπημα στο πλαίσιο της θυσίας της. Τώρα όμως, οι επιστήμονες μπόρεσαν να της δώσουν ένα πρόσωπο και να δημιουργήσουν την εικόνα της όπως ακριβώς πιστεύουν ότι ήταν λίγο πριν πεθάνει.

Οι επιστήμονες από το Περού και από την Πολωνία χρησιμοποίησαν ψηφιακές τρισδιάστατες σαρώσεις της πολύ καλά διατηρημένης μούμιας και κατάφεραν να ανακατασκευάσουν με άκρως ρεαλιστικό τρόπο το πρόσωπο και τον κορμό του κοριτσιού περισσότερα από 500 χρόνια μετά το θάνατό της.


Η αναπαράσταση, που εκτίθεται τώρα στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Σάντα Μαρία στην Αρεκίπα, δείχνει το στόμα της ελαφρώς ανοιχτό και τα σκοτεινά, διαπεραστικά μάτια της να ατενίζουν στο βάθος. Φορά πολύχρωμη ενδυμασία, κάλυμμα του κεφαλιού και στολίδια. Όλα τα στοιχεία είναι κατασκευασμένα με βάση τις σαρώσεις της μούμιας.


Οι θυσίες των παιδιών

Είναι γνωστό ότι γύρω στο 1540 σημειώθηκε η έκρηξη του ηφαιστείου Σαμπανκάγια. Αυτό για τον πολιτισμό των Ίνκας ήταν μια ένδειξη ότι οι θεοί είχαν οργιστεί για κάποιο λόγο και θα έπρεπε να τους εξευμενίσουν. Ο τρόπος γι’ αυτό ήταν οι τελετές Capacocha.

Οι τελετές αυτές ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για τον σπουδαίο προκολομβιανό πολιτισμό των Ίνκας, οι οποίοι κυριαρχούσαν σε μια τεράστια έκταση της δυτικής Νότιας Αμερικής κατά μήκος των ακτών του Ειρηνικού και των υψιπέδων των Άνδεων και είδαν την πλούσια και ισχυρή αυτοκρατορία τους να εξαφανίζεται μετά από την άφιξη των Ισπανών το 1532.

Οι Capacocha τελούνταν είτε για να σταματήσουν ή να αποτρέψουν καταστροφές όπως σεισμούς, πλημμύρες ή ξηρασίες, εκρήξεις ηφαιστείων, επιδημίες είτε σε ορισμένες πολύ σημαντικές στιγμές, όπως ο θάνατος ενός βασιλιά, η γέννηση ενός διαδόχου ή μια μεγάλη πολεμική νίκη. Κατά τη διάρκειά τους θυσίαζαν ανήλικα παιδιά ηλικίας 8 έως 15 ετών, αγόρια ή κορίτσια.

Για τους Ίνκας ο θάνατος ήταν η αρχή μιας νέας ζωής και τα παιδιά επιλέγονταν επειδή ήταν αγνές ψυχές. Συνήθως άνηκαν σε εύπορες οικογένειες των πιο υψηλών τάξεων. Τα παιδιά επιλέγονταν από οικογένειες σε όλη την αυτοκρατορία και έπρεπε να είναι σωματικά άρτια. Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι πέρα από την τελετουργική σημασία των Capacocha, οι άρχοντες τις χρησιμοποιούσαν και ως μια επίδειξη δύναμης και επιβολής στους πολυπληθείς υπηκόους τους.

Σύμφωνα με τον Ισπανό Ιησουίτη ιεραπόστολο και συγγραφέα, Μπερναμπέ Κόμπο, ο οποίος άνηκε στην ομάδα των Κονκισταδόρες που έφτασε στην Αμερική τον 17ο αιώνα, τα παιδιά μεταφέρονταν από τις πόλεις ή τα χωριά τους στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, το Κούσκο, όπου ζούσαν για περίπου έναν χρόνο και ακολουθούνταν μια μακρά διαδικασία μέχρι να φτάσει η στιγμή της θυσίας. Εκεί ακολουθούσαν μια ειδική δίαιτα και ξεκινούσαν οι εξαγνιστικές τελετές πριν τελικά μεταφερθούν στον τόπο της θυσίας, ο οποίος συχνά ήταν πολλά χιλιόμετρα μακριά και έπρεπε να ταξιδεύουν για μέρες ή και μήνες. Στο σημείο εκείνο ξεκινούσαν οι τελετές και οι προσφορές στους θεούς με υπέρτατη τη θυσία της ζωής των παιδιών. Οι ιερείς – πιθανότατα- θυσίαζαν τα παιδιά είτε με ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, όπως συνέβη με την «Χουανίτα», είτε με στραγγαλισμό είτε ακόμα και θάβοντάς τα ζωντανά αφού τους είχαν προκαλέσει μια ακραία κατάσταση τελετουργικής μέθης από την οποία έχαναν τις αισθήσεις τους. Όλα τα παιδιά φαίνεται ότι κατά τη στιγμή της θυσίας ήταν «ναρκωμένα» έχοντας καταναλώσει φύλλα κόκας, ώστε να μην καταλαβαίνουν τι συνέβαινε.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα στηρίζουν τις αναφορές του Κόμπο καθώς από αυτά φαίνεται ότι τα παιδιά ζούσαν για το τελευταίο έτος της ζωής τους στο Κούσκο, ενώ στη συνέχεια ταξίδευαν για αρκετούς μήνες και χιλιάδες χιλιόμετρα ώστε να φτάσουν στο σημείο της θυσίας.

Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο των τελετών αυτών ήταν ότι έπρεπε να γίνουν σε μεγάλο υψόμετρο. Όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα τέτοιων θυσιών παιδιών που έχουν έρθει στο φως, έχουν εντοπιστεί σε βουνά και χρονολογούνται από την εποχή των Ίνκας. Τα σημεία αυτά φαίνεται ότι αποτελούσαν στη συνέχεια τόπους λατρείας.

Βρίσκοντας την «Χουανίτα»

Η ιστορία της «Χουανίτας» δεν διαφέρει πολύ από των υπολοίπων παιδιών που θυσιάστηκαν από τους Ίνκας.

Ο θάνατός της πιθανότατα ήρθε μετά από την έκρηξη του Σαμπανκάγια και γι’ αυτό ο τόπος της θυσίας της ήταν στην κορυφή του διπλανού ανενεργού ηφαιστείου Αμπάτο σε υψόμετρο περίπου 6.000 μέτρα. Όταν τη δεκαετία του 1990 το Σαμπανκάγια εξερράγη ξανά προκάλεσε την δημιουργία ενός κρατήρα στον οποίο αποκαλύφθηκαν ευρήματα από την εποχή των Ίνκας. Τον Σεπτέμβριο του 1995 ο Αμερικανός αρχαιολόγος και ανθρωπολόγος Γιόχαν Ρέινχαρντ και ο Περουβιανός Μιγκέλ Ζάρατε ανεβαίνοντας στο Αμπάτο ανακάλυψαν έναν περίεργο «σάκο» (ΦΩΤΟ ο Ρέινχαρντ με τον «σάκο»). Έκπληκτοι ανακάλυψαν ότι έκρυβε το παγωμένο σώμα ενός νεαρού κοριτσιού σε εμβρυακή στάση. Ήταν η «Χουανίτα», όπως την ονόμασαν ή αλλιώς «Κυρία του Αμπάτο».


Χάρη στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούν στην κορυφή του ανενεργού ηφαιστείου το σώμα της παρέμενε όλα αυτά τα χρόνια απόλυτα παγωμένο και μουμιοποιήθηκε φυσικά. Έτσι, διατηρήθηκαν σε άριστη κατάσταση τα εσωτερικά της όργανα, τα μαλλιά της, το δέρμα της και τα περιεχόμενα του στομάχου της δίνοντας στους αρχαιολόγους πολλά στοιχεία, για να ερευνήσουν.

Δίπλα της βρήκε μια πληθώρα αντικειμένων, τα οποία πιθανότατα ήταν προσφορές στους θεούς, όπως αγαλματίδια από χρυσό και ασήμι, πήλινα δοχεία, οστά από λάμα και ακόμα και κοχύλια από τον ωκεανό. Πολλά από αυτά τα κτερίσματα ήταν συνήθη στις τελετές που έκαναν οι Ίνκας για να σταματήσει η ξηρασία.

Τα ρούχα που φορούσε συνηθίζονταν στην ανώτερη τάξη των κατοίκων του Κούσκο. Το σώμα της ήταν τυλιγμένο σε μια χρωματιστή πλούσια κουβέρτα, ενώ στο κεφάλι της φορούσε ένα καπέλο με φτερά από κόκκινο παπαγάλο μακάο. Φορούσε ένα σάλι από αλπακά, τον οποίο στήριζε με μια ασημένια πόρπη. Όλα της τα ρούχα είχαν διατηρηθεί άριστα χάρη στον πάγο και μας δίνουν μια εικόνα για το πώς ντυνόταν η ανώτερη τάξη των Ίνκας, ρούχα που προφανώς προόριζαν και για τα παιδιά που θα θυσιάζονταν.

Η ανάλυση στα στοιχεία του στομάχου της αποκάλυψαν ότι έξι με οχτώ ώρες πριν τον θάνατό της είχε φάει ένα γεύμα με λαχανικά. Αναλύοντας το DNA από τα μαλλιά της Χουανίτα, οι επιστήμονες συμπέραναν ότι τους τελευταίους τουλάχιστον μήνες της ζωής της έτρωγε συχνά ζωική πρωτεΐνη και καλαμπόκι, τρόφιμα στα οποία είχε πρόσβαση μόνο η ελίτ τάξη των Ίνκας. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι για κάποιο διάστημα πριν από τον θάνατό της κατανάλωνε φύλλα κόκας και αλκοόλ, οπότε τη στιγμή του θανάτου της δεν θα είχε ιδιαίτερη επαφή με την πραγματικότητα.

Ο θάνατός της προήλθε από κάποιο ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι καθώς το κρανίο της είχε ένα μεγάλο ράγισμα πέντε εκατοστών, ενώ η δεξιά κόγχη του ματιού της ήταν επίσης ραγισμένη. Είναι σίγουρο ότι το χτύπημα θα προκάλεσε εκτεταμένη εσωτερική αιμορραγία, η οποία οδήγησε στον θάνατό της. Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγο αργότερα κοντά στην «Χουανίτα» βρέθηκαν άλλα δύο παιδιά, τα οποία όμως δεν είχαν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση.


«Οι θυσίες έγιναν είτε κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου ακραίας ξηρασίας, είτε κατά τη διάρκεια (ή αμέσως μετά) από κάποια ηφαιστειακή έκρηξη ή και εξαιτίας και των δύο. Μόνο σε τέτοιες περιόδους θα μπορούσε το έδαφος να είχε ξεπαγώσει αρκετά ώστε να επιτρέψει στους Ίνκας να χτίσουν το σημείο της τελετής και να θάψουν τις προσφορές όπως έκαναν. Και αυτός ο παράγοντας θα μπορούσε να εξηγήσει τη σημασία τους. Οι ξηρασίες και η ηφαιστειακή τέφρα θα σκότωναν τα βοσκοτόπια και θα μόλυναν και θα εξαντλούσαν τις πηγές νερού που ήταν τόσο κρίσιμες για τους κατοίκους», ανέφερε ο Ράινχαρντ.

Χρειάστηκαν περίπου 500 χρόνια, ώστε τελικά η «Χουανίτα» να βγει ξανά από τον τάφο της και μάλιστα να αποκτήσει και πάλι πρόσωπο χάρη στην τεχνολογία.

«Η αναπαράσταση έγινε με θαυμάσιο τρόπο», δήλωσε ο αρχαιολόγος Γιόχαν Ράινχαρντ ου βρήκε την «Χουανίτα» προσθέτοντας ότι η ανακατασκευή ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή καθώς το πρόσωπό της ήταν εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης με αποτέλεσμα να μην έχει διατηρηθεί καλά.

«Βλέποντας το πρόσωπό της όπως όταν ήταν ζωντανή, είναι μια διαφορετική εμπειρία γιατί μοιάζει τόσο αληθινό», πρόσθεσε ο ίδιος.

Η μούμια της «Χουανίτα» όπως παρουσιάζεται στο Μουσείου του Περού