Η «νηπιακή αμνησία» αποτελεί ένα θέμα που απασχολεί τους επιστήμονες εδώ και αιώνες και ακόμα η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη
Μια από τις πιο ανέμελες και πιθανότατα πιο ευτυχισμένες
στιγμές στη ζωή του ανθρώπου πρέπει να είναι τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Όταν
απολαμβάνει την αγάπη και την φροντίδα των πιο σημαντικών γι’ αυτόν ανθρώπων,
των γονιών του, και η μόνη του έννοια είναι πότε θα φάει και πότε θα παίξει.
Ακριβώς όμως αυτήν την ηλικία δεν την θυμάται κανείς!
Γιατί όμως δεν θυμάται ποτέ κανείς- ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων- σχεδόν τίποτα από την
βρεφική και νηπιακή του ηλικία και τι είναι αυτό που οδηγεί σε αυτό το φαινόμενο;
Το 1905, ο Σίγκμουντ Φρόιντ επινόησε τον όρο «νηπιακή
αμνησία», αναφερόμενος στην «ιδιόμορφη αμνησία που, στην περίπτωση των
περισσότερων ανθρώπων, αν και σίγουρα όχι όλων, δεν τους αφήνει να θυμηθούν τις
πρώτες στιγμές της παιδικής τους ηλικίας». Περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα,
οι ψυχολόγοι εξακολουθούν να αναζητούν το γιατί δεν μπορούμε να θυμηθούμε τις
πρώτες μας εμπειρίες.
«Οι περισσότεροι ενήλικες δεν έχουν αναμνήσεις πριν από την
ηλικία των δύο ή τριών ετών», λέει η καθηγήτρια Κι Γουάνγκ στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ
μιλώντας στον Guardian. Μέχρι περίπου την ηλικία των επτά ετών, οι αναμνήσεις
της παιδικής ηλικίας είναι συνήθως αποσπασματικές.
Μέχρι σχετικά πρόσφατα, οι ερευνητές πίστευαν ότι οι νεαροί
εγκέφαλοι δεν ήταν αρκετά ανεπτυγμένοι για να σχηματίσουν μόνιμες αναμνήσεις.
Μελέτες όμως στη δεκαετία του 1980 έδειξαν ότι νήπια ηλικίας μόλις δύο ετών
μπορούν να σχηματίσουν μνήμες και να ανακαλέσουν γεγονότα που έχουν συμβεί μήνες νωρίτερα με
μεγάλη λεπτομέρεια. Η έκθεση σε κάποιο παιδικό τραύμα σε πρώιμη ηλικία έχει επίσης
τεκμηριωθεί με σιγουριά ότι αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης άγχους και κατάθλιψης
σε μεταγενέστερη ηλικία. Το παράδοξο της παιδικής αμνησίας, λέει η Κριστίνα
Αλμπερίνι, καθηγήτρια νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, είναι « το πώς
γίνεται αυτές οι εμπειρίες να επηρεάζουν τη ζωή μας για πάντα, ενώ έχουν ξεχαστεί;».
Η έρευνα της Αλμπερίνι σε ζώα έχει διαπιστώσει ότι οι
αναμνήσεις που σχηματίζονται κατά την περίοδο της βρεφικής αμνησίας
αποθηκεύονται, στην πραγματικότητα, στον εγκέφαλο μέχρι την ενηλικίωση, ακόμη
και αν δεν τις θυμάται κανείς συνειδητά. Τόσο στα ζώα όσο και στους ενήλικες ανθρώπους,
ο σχηματισμός και η αποθήκευση μακροπρόθεσμων αναμνήσεων από τις εμπειρίες της
ζωής τους δεν είναι δυνατή χωρίς μια περιοχή του εγκεφάλου γνωστή ως
ιππόκαμπος. Η εργασία της Αλμπερίνι έδειξε ότι η περιοχή αυτή είναι επίσης
σημαντική για τις πρώιμες αναμνήσεις και υποδηλώνει ότι η παιδική αμνησία
εμφανίζεται λόγω μιας κρίσιμης περιόδου κατά την οποία ο ιππόκαμπος αναπτύσσεται εξαιτίας
των νέων εμπειριών. «Αν τα παιδιά μαθαίνουν δύσκολες καταστάσεις στην πρώιμη
παιδική ηλικία, ίσως δεν θυμούνται τις λεπτομέρειες, αλλά ο εγκέφαλός τους θα
διαμορφωθεί σύμφωνα με αυτή την εμπειρία», αναφέρει.
Διαφορετικές αναμνήσεις ανάλογα με τον πολιτισμό
Οι διαφορετικές εμπειρίες μπορεί επίσης να εξηγούν γιατί η
ηλικία στην οποία οι άνθρωποι έχουν τις πρώτες τους αναμνήσεις ποικίλλει
σημαντικά. Η Γουάνγκ, η οποία ειδικεύεται στη μελέτη του τρόπου με τον οποίο η
κουλτούρα επηρεάζει την αυτοβιογραφική μνήμη, έχει δείξει ότι οι πρώτες
αναμνήσεις στους Αμερικανούς χρονολογούνται σε ηλικία περίπου 3,5 ετών, σχεδόν
έξι μήνες νωρίτερα από ό,τι στους Κινέζους. Οι αναμνήσεις των Αμερικανών
τείνουν να είναι περισσότερο επικεντρωμένες στον εαυτό τους και συναισθηματικά περίπλοκες,
ενώ οι αναμνήσεις των Κινέζων τείνουν να επικεντρώνονται σε συλλογικές
δραστηριότητες και γενικές ρουτίνες, διαπίστωσε η ίδια.
«Στην ασιατική κουλτούρα, η ταυτότητα και η αίσθηση του
εαυτού καθορίζεται λιγότερο από το να είσαι μοναδικός, αλλά περισσότερο από
τους ρόλους σου και τη σχέση σου με τους άλλους», λέει η Γουάνγκ. Έτσι με βάση
αυτό, οι προσωπικές αναμνήσεις μπορεί να είναι λιγότερο σημαντικές για τον
καθορισμό της ταυτότητας και περισσότερο για την ενημέρωση της συμπεριφοράς και
τη μετάδοση μαθημάτων. «Αν θέλετε να χρησιμοποιήσετε τη μνήμη για να
κατασκευάσετε μια μοναδική αίσθηση ταυτότητας, πιθανότατα θυμάστε πολλές
ιδιοσυγκρασιακές λεπτομέρειες», λέει η Γουάνγκ.
Μια άλλη εξήγηση για την διαφορά στην ηλικία από την οποία
κάποιος έχει τις πρώτες του αναμνήσεις φαίνεται να είναι ο τρόπος με τον οποίο
οι γονείς συζητούν τις εμπειρίες του παρελθόντος με τα παιδιά τους. Στους Μαορί
της Νέας Ζηλανδίας, οι πρώτες αναμνήσεις εμφανίζονται νωρίτερα απ’ ό,τι σε
όσους έχουν ευρωπαϊκή καταγωγή, σε ηλικία περίπου 2,5 ετών. Η καθηγήτρια Ελέιν Ριζ
στο Πανεπιστήμιο του Οτάγκο, η οποία μελετά την αυτοβιογραφική μνήμη σε παιδιά
και εφήβους, επισημαίνει ότι στην κουλτούρα των Μαορί δίνεται μεγάλη έμφαση
στις προφορικές παραδόσεις, αλλά και στις λεπτομερείς συζητήσεις όταν αναπολούν
γεγονότα του παρελθόντος.
Η Ριζ έχει παρακολουθήσει ομάδες παιδιών από τη νηπιακή
ηλικία έως την εφηβεία, διαπιστώνοντας ότι τα άτομα που είχαν πλουσιότερα
αφηγηματικά περιβάλλοντα στην παιδική ηλικία μπορούσαν να ανακαλέσουν νωρίτερα
και πιο λεπτομερείς πρώτες αναμνήσεις ως έφηβοι. Αυτό ίσχυε για τα παιδιά των
οποίων οι μητέρες έκαναν ερωτήσεις ανοιχτού τύπου (όσες δεν μπορούν να
απαντηθούν με ένα απλό ναι ή όχι) και ήταν πιο λεπτομερείς όταν μιλούσαν για
κοινές εμπειρίες του παρελθόντος, καθώς και για τα παιδιά που μεγάλωσαν σε
νοικοκυριά με διευρυμένη οικογένεια.
«Γνωρίζουμε ότι από τη στιγμή που τα παιδιά είναι, ας πούμε μωρά έξι μηνών, είναι ικανά για κάποιου είδους νοητική απεικόνιση κάποιου
γεγονότος που συνέβη την προηγούμενη ημέρα ή εβδομάδα», λέει η Ριζ. «Το να
πάρουν αυτή τη νοητική εικόνα και να την περιγράψουν με λέξεις είναι νομίζω
πολύ σημαντικό για να τα βοηθήσει να διατηρήσουν αυτή τη μνήμη για όλη τους τη
ζωή».
Κατά έναν ειρωνικό τρόπο όμως για τους γονείς influencers που
δημοσιεύουν αναρτήσεις από τις εντυπωσιακές διακοπές τους προσπαθώντας όπως λένε να
δημιουργήσουν βασικές αναμνήσεις για τα παιδιά τους, στην πραγματικότητα
συνήθως οι πρώτες αναμνήσεις που διατηρούν τα παιδιά μπορεί να είναι εκπληκτικά
κοινότοπες και καθημερινές. «Πράγματα που οι περισσότεροι γονείς δεν θα
αναπολούσαν ποτέ αναλυτικά», λέει η Ριζ. «Το κλασικό παράδειγμα από τη δική μου
έρευνα είναι ένα παιδί που θυμάται ότι είδε μια φορά ένα σκουλήκι σε κάποιο
μονοπάτι».
Υπάρχει συζήτηση μεταξύ των ειδικών που ασχολούνται με την
μνήμη σχετικά με τον ρόλο της γλώσσας στη βρεφική αμνησία. Ερευνητές προτείνουν
ότι οι αναμνήσεις μπορεί να περιορίζονται από την αδυναμία να αποτυπώσουμε γλωσσικά
τις πρώιμες εμπειρίες μας. «Αλλά πρέπει να υπάρχει κάτι πιο θεμελιώδες που
επίσης παίζει ρόλο, επειδή βλέπουμε το ίδιο αποτέλεσμα βρεφικής αμνησίας σε μη
γλωσσικά ζώα όπως οι αρουραίοι», λέει ο καθηγητής Ρκ Ρίτσαρντσον του
Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας.
Ο τρόπος λειτουργίας του εγκεφάλου
Ο εγκέφαλος αποτυπώνει τις αναμνήσεις όχι ως διακριτά αρχεία
όπως σε έναν υπολογιστή αλλά ως δίκτυα νευρώνων που απλώνονται σε ολόκληρο τον εγκέφαλο. Η
ανάκληση μιας ανάμνησης ενεργοποιεί αυτά τα δίκτυα και ενισχύει τους δεσμούς
μεταξύ των νευρώνων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μνήμη είναι σταθερή: «Κάθε φορά
που ανακαλείτε μια μνήμη και τη σκέφτεστε, την αλλάζετε», λέει η Ριζ.
Οι επαναλαμβανόμενες προτάσεις μπορούν να οδηγήσουν τους
ανθρώπους να δημιουργήσουν εικόνες και να σχηματίσουν ψευδείς αναμνήσεις, λέει
η Γουάνγκ, αναφέροντας μια διάσημη περίπτωση του Ζαν Πιαζέ, του επιδραστικού
ψυχολόγου που ασχολήθηκε με την ανάπτυξη των παιδιών. Ο Πιαζέ είχε μια καθαρή
ανάμνηση της νταντάς του να τον σώζει από έναν επίδοξο απαγωγέα όταν αυτός ήταν
δύο ετών. Ωστόσο, η νταντά του πολλά αργότερα, ομολόγησε ότι η ίδια είχε
κατασκευάσει την ιστορία οπότε αυτό που ο Πιαζέ θεωρούσε ως ανάμνηση ουσιαστικά
ήταν μια ψευδής μνήμη με βάση την ιστορία που είχε φτιάξει η νταντά του.
Σε μια έρευνα του 2018, το 39% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι
οι πρώτες του αναμνήσεις προέρχονται από την ηλικία των δύο ετών ή μικρότερη.
Οι ερευνητές πιθανολογούν όμως ότι οι «πάρα πολύ πρώιμες» αναμνήσεις, όπως οι
αναμνήσεις των παιδιών ότι τα έσπρωχναν σε καροτσάκι ή περπατούσαν για πρώτη
φορά, ήταν πιθανότατα φανταστικές και βασίζονταν σε φωτογραφίες ή οικογενειακές
ιστορίες. Όμως, αν και η μνήμη είναι εύπλαστη και τα μικρά παιδιά είναι πιο επιρρεπή
σε αυτό, «η σύγχυση δεν είναι τόσο συνηθισμένη», λέει η Γουάνγκ. «Υπό κανονικές
συνθήκες, ακόμη και τα παιδιά δεν παίρνουν ως δεδομένο ό,τι τους λέτε και
ενσωματώνουν αυτές τις αναμνήσεις».
Αν λοιπόν οι εμπειρίες από τα πρώτα μας ορόσημα – τα πρώτα
γενέθλια, τα πρώτα βήματα, το πρώτο ταξίδι στην παραλία – φαίνεται να είναι
αποθηκευμένες κάπου στον εγκέφαλο, γιατί δεν μπορούμε να έχουμε συνειδητή
πρόσβαση σε αυτές; Ενώ οι ψυχολόγοι λένε ότι μπορεί να είναι σύνηθες να
ξεχνάμε, αυτό δεν εξηγεί γιατί οι αναμνήσεις που σχηματίζονται πριν από την
ηλικία των επτά ετών φαίνεται να αποσυντίθενται ταχύτερα από ό,τι όταν είμαστε
ενήλικες. H Αλμπερίνι υποθέτει ότι οι πρώιμες μη ανακληθείσες αναμνήσεις μπορεί
να λειτουργούν ως σχήματα πάνω στα οποία χτίζονται οι αναμνήσεις των ενηλίκων.
Όπως τα θεμέλια ενός σπιτιού, παραμένουν κρυμμένα αλλά ζωτικής σημασίας.