Η... κινηματογραφική ιστορία της εξαφάνισης του Μπόμπι Ντάνμπαρ


Όταν ένας 4χρονος, που είχε εξαφανιστεί, εμφανίστηκε μετά από οκτώ μήνες όλοι μίλησαν για ένα μικρό θαύμα. Η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ πιο περίπλοκη και η αλήθεια πιο σκοτεινή.

Ο Μπόμπι Ντάνμπαρ ήταν μόλις τεσσάρων ετών όταν εξαφανίστηκε κοντά σε μια βαλτώδη λίμνη γεμάτη αλιγάτορες. Η αναζήτησή του δεν κατέληξε σε κανένα αποτέλεσμα και όλοι θεώρησαν ότι το παιδί είχε χαθεί μέσα στη λίμνη. Οκτώ μήνες μετά όμως, ως δια μαγείας, εμφανίστηκε. Ήταν ένα παραμυθένιο τέλος σε μια τραγική ιστορία αλλά τελικά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Αυτή είναι η ιστορία της μυστηριώδους εξαφάνισης του Μπόμπι, της ακόμα πιο περίεργης επανεμφάνισής του και της τελικής λύσης του μυστηρίου σχεδόν έναν αιώνα αργότερα.

Η εξαφάνιση

Στις 23 Αυγούστου 1912, η οικογένεια Ντάνμπαρ αποφάσισαν να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο στην λίμνη Σουέζι κοντά στην Οπελούσας στην πολιτεία της Λουιζιάνα. Οι γονείς Πέρσι και Λέσι και τα δύο τους παιδιά, ο τετράχρονος Μπόμπι και ο δίχρονος Αλόνσο, μαζί με φίλους έστησαν τις σκηνές τους στη λίμνη μαζί με φίλους. Λίγο μετά την άφιξή του, ο πατέρας Πέρσι, ο οποίος διηύθυνε μια επιτυχημένη κτηματομεσιτική εταιρία έπρεπε να επιστρέψει για λίγες ώρες στη δουλειά.

Αφού τακτοποιήθηκαν, ο μικρός Μπόμπι ακολούθησε τον φίλο του πατέρα του, Πολ Μίζι, ο οποίος πήγε να ψαρέψει στα βαλτώδη νερά της λίμνης. Όταν έφτασε η ώρα του μεσημεριανού, η μητέρα Λέσι τους φώναξε όλους για φαγητό. Σύμφωνα με μια εφημερίδα της εποχής καθώς ο Μίζι και ο Μπόμπι επέστρεφαν στις σκηνές, ο νεαρός άντρας είπε στον τετράχρονο να φύγει από μπροστά του και ο Μπόμπι γέλασε λέγοντας κάτι χαριτωμένο. Αμέσως μετά «εξαφανίστηκε διά μαγείας». Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε κάποιος.

Ο Μπόμπι δεν εμφανίστηκε στις σκηνές και η μητέρα του άρχισε να τον ψάχνει σαν τρελή. Η περιοχή ήταν γνωστή για τους αλιγάτορες που παραμόνευαν στα γύρω νερά. Αμέσως όλοι άρχισαν να ψάχνουν την περιοχή. Όταν ο πατέρας Πέρσι επέστρεψε αργά το μεσημέρι βρήκε τους φίλους του και πάνω από 100 ντόπιους να ψάχνουν για τον γιο του.

Οι έρευνες συνεχίστηκαν ασταμάτητα για περισσότερο από μια εβδομάδα. Η ομάδα έψαχνε την γύρω περιοχή με την ελπίδα να βρει το οποιοδήποτε σημάδι του Μπόμπι: είτε τον ίδιο ζωντανό αλλά χτυπημένο, είτε το πτώμα του, κόκαλα, ρούχα ή το ψάθινο καπέλο που φορούσε όταν εξαφανίστηκε. Τίποτα από αυτά δεν βρέθηκε. Οι ντόπιοι σκότωσαν όσους αλιγάτορες μπορούσαν και άνοιξαν τις κοιλιές του σε μια προσπάθεια να βρουν υπολείμματα του Μπόμπι. Ορισμένοι τοποθέτησαν δυναμίτη μέσα στα νερά με την ελπίδα ότι η έκρηξη θα έφερνε τη σορό του Μπόμπι στην επιφάνεια.

Κανένα αποτέλεσμα. Οι γονείς του τετράχρονου δεν ήξεραν αν έπρεπε να θρηνήσουν για τον θάνατο του γιου τους ή να συνεχίσουν να ελπίζουν.

Οι Ντάνμπαρ ήταν αρκετά ευκατάστατοι και σημαίνοντα μέλη της κοινωνίας με αποτέλεσμα η υπόθεση να τραβήξει την προσοχή του τύπου. Ο Πέρσι έστειλε μάλιστα εκατοντάδες φωτογραφίες του Μπόμπι και την περιγραφή του στις τοπικές αρχές της Φλόριντα, του Τέξας και άλλων περιοχών. Πρόσφερε ακόμα αμοιβή 5.000 δολάρια σε όποιον θα προσέφερε πληροφορίες που θα οδηγούσαν στον εντοπισμό του, ενώ αρκετοί συμπολίτες του και η τοπική τράπεζα της Οπελούσας πρόσφεραν άλλα 1.000. Η εξαφάνιση έγινε πρωτοσέλιδα ακόμα και σε πανεθνικές εφημερίδες και όλοι προσπαθούσαν να βρουν το ξανθό, στρουμπουλό τετράχρονο αγόρι με τα γαλάζια μάτια και τα κόκκινα μάγουλα. Ο Πέρσι επισκέφτηκε ακόμα και ορφανοτροφεία σε όλη την πολιτεία με την ελπίδα να βρει τον γιο του.

Χάρη στο δέλεαρ των 6.000 δολαρίων εμφανίστηκαν πάρα πολλοί που πρόσφεραν τις «πληροφορίες» τους , ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές αποδείχθηκαν κενές. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «A Case for Solomon», το οποίο έχει γράψει η εγγονή του Μπόμπι, Μάργκαρετ Ντάνμπαρ Κατράιτ, λίγες μόνο εβδομάδες μετά την εξαφάνιση, η οικογένεια έλαβε ένα γράμμα από το Πόπλαρβιλ του Μισσισσιππή σύμφωνα με το οποίο κάποιος είχε δει το παιδί στο πλευρό ενός πλανόδιου εργάτη. Ο Πέρσι ζήτησε από τον αδερφό του, Άρτσι, να πάει στην πόλη και να δει το παιδί εκ μέρους του. Ο Άρτσι πήγε ωστόσο αποφάνθηκε ότι το παιδί δεν ήταν ο Μπόμπι.

Οχτώ μήνες μετά

Όλα άλλαξαν τον Απρίλιο του 1913. Η οικογένεια έλαβε ένα τηλεγράφημα από την Κολούμπια του Μισσισσιππή. Αυτό τους ενημέρωναν ότι είχαν εντοπίσει έναν πλανόδιο εργάτη, ο οποίος είχε μαζί του ένα παιδί που ταίριαζε στην περιγραφή του Μπόμπι (στη φωτό με τη μητέρα του). Η οικογένεια αυτή τη φορά πήγε η ίδια να δει το παιδί. Ο Πέρσι και η Λέσι αποφάνθηκαν ότι το παιδί ήταν ο δικός τους Μπόμπι και επέστρεψαν μαζί του στο σπίτι. Ο Μπόμπι μεγάλωσε στην οικογένεια των Ντάνμπαρ και έζησαν όλοι ευτυχισμένοι. Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώνει κάπως έτσι. Μόνο που η ιστορία μόλις τώρα άρχιζε…

Ο Μπρους Άντερσον

Ο πλανόδιος εργάτης που είχε μαζί του το παιδί ονομαζόταν Γουίλιαμ Κάντγουελ Γουόλτερς και πιθανότατα είναι ο ίδιος εργάτης που είχε συναντήσει ο Άρτσι στο Πόπλαρβιλ. Ο Γουόλτερς ταξίδευε από πόλη σε πόλη και συνήθιζε να κάνει μικροεπισκευές, ενώ ειδικευόταν στην επισκευή μουσικών οργάνων και πιάνο. Ο Πέρσι είχε χρησιμοποιήσει τις διασυνδέσεις του και είχε ζητήσει από τις τοπικές αρχές της Κολούμπια να κρατήσουν τον Γουόλτερς μέχρι ο ίδιος και η γυναίκα του να πάνε στην πόλη.

Ο ίδιος ο Γουόλτερς υποστήριζε ότι δεν είχε απαγάγει κανένα παιδί και όταν ήταν αθώος. Όπως είπε στην πραγματικότητα είχε μαζί του τον μικρό Μπρους Άντερσον. Η μητέρα του Μπρους, Τζούλια, δούλευε για την οικογένεια του Γουόλτερς και είχε δώσει τη συγκατάθεσή της για να ταξιδέψει ο γιος της με τον πλανόδιο εργάτη.

Οι Ντάνμπαρς έφτασαν με το τρένο και ένα μικρό πλήθος τους περίμενε στον σταθμό αγωνιώντας για την έκβαση της ιστορίας. Από εδώ και πέρα δεν είναι σίγουρο τι ακριβώς συνέβη κατά την πρώτη συνάντηση των γονιών και του παιδιού. Οι εφημερίδες της εποχής παρουσιάζουν την ιστορία διαφορετικά. Σε μια από αυτές αναφέρεται ότι ο Πέρσι ζήτησε από την γυναίκα του να μην δει αμέσως τον Μπόμπι μιας και οι ντόπιοι ήταν έτοιμοι ακόμα και να λιντσάρουν τον Γουόλτερς αν αποδεικνυόταν ένοχος. Μια άλλη εφημερίδα περιέγραφε ότι το παιδί μόλις είδε την Λέσι φώναξε «Μητέρα» και έτρεξε στην αγκαλιά της με τους δύο τους να αγκαλιάζονται σφιχτά. Μια άλλη ανέφερε μόνο ότι το παιδί έβαλε τα κλάματα επιμένοντας ότι τον λένε «Μπρους» και ότι η Λέσι υποστήριξε ότι δεν ήταν σίγουρη ότι ήταν ο γιος της. Όπως είπε τα μάτια του ήταν πολύ μικρά. Ακόμα μια εφημερίδα μετέφερε τα λόγια των Ντάνμπαρ, οι οποίοι δήλωναν ότι δεν είναι σίγουροι ότι αυτός είναι ο γιος τους. Παρόμοιες αντιφάσεις εντοπίζονται στις εφημερίδες της εποχής και σχετικά με την αντίδραση του παιδιού, όταν είδε το νεότερο γιο της οικογένειας, τον δίχρονο Αλόνσο. Μια εφημερίδα ανέφερε ότι τον αποκάλεσε με το όνομά του και τον φίλησε, ενώ μια άλλη υποστηρίζει ότι δεν έδειξε κανένα σημάδι ότι αναγνώρισε τον υποτιθέμενο αδερφό του.

Την επόμενη μέρα επετράπη στην Λέσι Ντάνμπαρ να κάνει μπάνιο το παιδί, ώστε να αναζητήσει σημάδια αναγνώρισης στο κορμί του. Μετά από αυτό η Λέσι δήλωσε ότι ήταν σίγουρη πια ότι το παιδί ήταν ο γιος της. Όπως είπε αναγνώρισε τις ελιές και τα σημάδια που είχε ο γιος της στο σώμα του. Ταυτόχρονα και το παιδί φαίνεται ότι άλλαξε στάση. Αγκάλιαζε στην Λέσι και την αποκαλούσε «μαμά».

Ολόκληρη η τετραμελής οικογένεια ενωμένη και πανευτυχής επέστρεψε τώρα στο σπίτι τους στην Οπελούσας, όπου είχε στηθεί μια ολόκληρη γιορτή και παρέλαση για την υποδοχή τους. Ο μικρός Μπόμπι ήταν στο επίκεντρο όλων και απολάμβανε την προσοχή. Οι εφημερίδες είχαν μια υπέροχη ιστορία με το ευτυχές τέλος που όλοι επιθυμούσαν. Ωστόσο, υπήρξαν οι εφημερίδες που παρουσίασαν λίγο πιο συγκρατημένα την ιστορία παρουσιάζοντας καις τις αρχικές αμφιβολίες της Λέσι με τους Los Angeles Times να αναφέρει ότι «όλοι ελπιζουν ότι το περιβάλλον του σπιτιού θα ξυπνήσει κάποιες αναμνήσεις στο μυαλό του παιδιού που θα είναι πιο σίγουρες».

«Δεν βρήκαν το παιδί τους, έκλεψαν το παιδί κάποιου άλλου»

Τη στιγμή που το κλίμα στην Οπελούσας ήταν πανηγυρικό, η κατάσταση πίσω στον Μισσισσιππή ήταν πολύ διαφορετική. Ο Γουόλτερς που κατηγορούνταν για απαγωγή παιδιού κινδύνευε να καταδικαστεί σε θάνατο ή στην καλύτερη περίπτωση σε ισόβια. Ο ίδιος υποστήριζε με σθένος ότι δεν είχε κάνει τίποτα κακό και ότι στην πραγματικότητα οι Ντάνμπαρς (στη φωτό με το παιδί που οι ίδιοι αναγνώρισαν ως Μπόμπι) ήταν αυτοί που είχαν απαγάγει ένα παιδί, τον Μπρους Άντερσον, γιο της Τζούλια Άντερσον. Η Άντερσον εργαζόταν για την οικογένεια του Γουόλτερς πίσω στη Βόρεια Καρολίνα και ήταν μια ανύπαντρη μητέρα πέντε παιδιών, η οποία μάλιστα για μια περίοδο σχετιζόταν με τον αδερφό του υποτιθέμενου απαγωγέα. Ο Γουόλτερς υποστήριξε ότι αρκετό καιρό πριν είχε αναλάβει την κηδεμονία του ενός γιου της, του Μπρους, καθώς ένιωθε ότι η γυναίκα δεν μπορούσε να αναθρέψει όλα της τα παιδιά. Ο ίδιος άλλωστε εργαζόταν ως περιπλανώμενος εργάτης και πίστευε ότι έχοντας μαζί του ένα παιδί θα ήταν πιο εύκολο να τον εμπιστευτούν οι πελάτες του ή να τους δώσουν ένα πιάτο φαγητό.

Πολύ σύντομα στην πόλη της Κολούμπια όπου κρατούνταν ο Γουόλτερς έφτασε και η υποτιθέμενη μητέρα του παιδιού. Η εφημερίδα New Orleans θέλοντας να έχει το αποκλειστικό πλήρωσε τα έξοδα του ταξιδιού της Τζούλια Άντερσον από την Βόρεια Καρολίνα και πράγματι η γυναίκα έφτασε στην πόλη τον Μάιο του 1913 για να συναντήσει το παιδί. Της ζήτησε να εντοπίσει τον γιο της ανάμεσα σε άλλα παιδιά. Η Τζούλια, όπως και η Λέσι, δίστασε και δεν ήταν σίγουρη αν το παιδί ήταν ο γιος της. Ο τύπος της εποχής τόνισε με έντονο τρόπο τον δισταγμό της υποστηρίζοντας ότι μια μητέρα θα έπρεπε να μπορεί να αναγνωρίσει το ίδιο της το παιδί και το χρησιμοποίησαν εναντίον της. Φυσικά, δεν είχαν επιδείξει την ίδια ζέση όταν η Λέσι Ντάνμπαρ είχε διστάσει.

Και πάλι επετράπη στην Άντερσον να δει γυμνό το παιδί προσπαθώντας να επιβεβαιώσει ή όχι αν ήταν ο γιος της και η ίδια δήλωσε πως ήταν πλέον σίγουρη ότι αυτός ήταν ο Μπρους και όχι ο Μπόμπι Ντάνμπαρ. Ωστόσο, οι δηλώσεις της δεν έδειξαν να επηρεάζουν την κοινή γνώμη. Σε αυτό ίσως συνέβαλλε το γεγονός ότι παρουσιάστηκε από τις εφημερίδες ως μια γυναίκα αμφιβόλου ηθικής καθώς είχε τρία παιδιά εκτός γάμου (τα άλλα δύο είχαν πεθάνει ως τότε).

Ως αποτέλεσμα, ο Γουόλτερς εκδόθηκε στην πολιτεία της Λουιζιάνα το 1914 ώστε να δικαστεί με κατηγορίες απαγωγής του Μπόμπι Ντάνμπαρ στο δικαστήριο της Οπελούσας. Ο Γουόλτερς συνέχισε να υποστηριζει ότι είναι αθώος, ενώ ως μάρτυρας υπεράσπισης του ειχε οριστεί η Τζούλια Άντερσον. Αν και την ημέρα της δίκης δεν μπόρεσε να παραστεί καθώς ήταν άρρωστη, σε κατάθεση που έδωσε από το κρεβάτι της υποστήριξε ότι ο Γουόλτερς δεν είχε απαγάγει κανέναν και ότι το παιδί που είχε μαζί του ήταν ο γιος της, Μπρους, για τον οποίο είχε δώσει την συγκατάθεσή της να τον πάρει. Στη δίκη εμφανίστηκαν ακόμα κάτοικοι της πόλης Πόπλαρβιλ, οι οποίοι επίσης στήριξαν την αθωότητα του Γουόλτερς. Ο άντρας και το παιδί πήγαιναν συχνά στην συγκεκριμένη πόλη και μάλιστα κάποιοι υποστήριξαν ότι τους είχαν δει μαζί πριν από την εξαφάνιση του Μπόμπι Ντάνμπαρ.

Ύστερα από δύο εβδομάδες και παρά τις καταθέσεις της Άντερσον και των κατοίκων της Πόπλαρβιλ, το δικαστήριο κατέληξε ότι ο Γουόλτερς ήταν ένοχος για την απαγωγή και ότι το παιδί ήταν ο Μπόμπι Ντάνμπαρ αποφασίζοντας για τον άντρα την ποινή των ισοβίων.

Ευτυχώς τα πράγματα για τον Γουόλτερς βελτιώθηκαν λίγο μετά. Έμεινε στην φυλακή μόλις για δύο χρόνια καθώς ο δικηγόρος του υπέβαλε αίτημα για έφεση καθώς υποστήριξε ότι ο νομος της Λουιζιάνα για τις απαγωγές ήταν αντισυνταγματικός βασιζόμενος σε μια τεχνική, νομική λεπτομέρεια. Ο δικηγόρος του πέτυχε να αποφασιστεί η επανεκδίκαση της υπόθεσης, ωστόσο ο εισαγγελέας αποφάσισε να μην γίνει καν δίκη και να αφεθεί ελεύθερος ο Γουόλτερς. Ο λόγος ήταν ότι η πρώτη δίκη είχε κοστίσει πολύ ακριβά στην εισαγγελία και δεν ήταν διατεθειμένος να πληρώσει και για μια δεύτερη.

Την ίδια στιγμή, η Τζούλια Άντερσον μετακόμισε στην πόλη Πόπλαρβιλ, όπου ο κόσμος την υποδέχτηκε με αγάπη. Παντρεύτηκε και έκανε επτά παιδιά, ενώ οι αναφορές υποστηρίζουν ότι έζησε μια χριστιανική ζωή προσφέροντας πολλές υπηρεσίες στην τοπική κοινωνία καθώς εκτελούσε χρέη μαμής. Τα παιδιά της ανέφεραν ότι έζησε μια ευτυχισμένη ζωή, ωστόσο πολύ συχνά αναφερόταν στο «παιδί που της έκλεψαν οι Ντάνμπαρ».

Ο Γουόλτερς μετά την απελευθέρωσή του συνέχισε να εργάζεται ως περιπλανώμενος εργάτης, ενώ πέθανε το 1945 και μέχρι την τελευταία στιγμή υποστήριζε ότι δεν ήταν αθώος στην υπόθεση της απαγωγής.

Η αποκάλυψη της αλήθειας 

Το αγόρι που είχε μαζί του ο Γουόλτερς έζησε την υπόλοιπη ζωή του ως Μπόμπι Ντάνμπαρ και έζησε στην Λουιζιάνα, ενώ εργάστηκε ως πωλητής σε μια εταιρεία ηλεκτρικών ειδών. Μεγαλώνοντας παντρεύτηκε και έκανε τέσσερα παιδιά, ενώ τελικά υπέστη καρδιακή προσβολή και έφυγε από τη ζωή το 1966 σε ηλικία μόλις 58 ετών. Σύμφωνα με τους συγγενείς του, ο ίδιος δεν είχε δείξει ποτέ ιδιαίτερο ενδιαφέρον σχετικά με την  διάσημη ιστορία του.

Ωστόσο, το 2008 ένας από τους γιους της Άντερσον, ο Χόλις, δήλωσε ότι το 1944 είχε δεχθεί αρκετές επισκέψεις στην δουλειά του από τον Μπόμπι Ντάνμπαρ και είχαν συνομιλήσει. Η αδερφή του Χόλις, Τζούλια, θυμάται μια παρόμοια ιστορία. Ένας άντρας ο οποίος πιστεύει ότι ήταν ο Μπόμπι, πήγε στο βενζινάδικο όπου δούλευε και άρχισε να της μιλά. Από την άλλη, ο γιος του Μπόμπι Ντάνμπαρ, Τζέραλντ, θυμάται κάτι ανάλογο. Όπως λέει επέστρεφαν από ένα ταξίδι και πέρασαν από το Πόπλαρβιλ, όταν ο πατέρας του τους είπε: «Εδώ είναι οι άνθρωποι από τους οποίους με πήραν». Ο Τζέραλντ θυμάται ότι στη συνέχεια συνάντησαν για λίγο την οικογένεια της Άντερσον.

Αυτό που δεν είχε κάνει πάντως ο ίδιος ο άντρας που μεγάλωσε ο Μπόμπι Ντάνμπαρ, ανέλαβε να το κάνει η εγγονή του πολλά χρόνια μετά. Η Μάργκαρετ Ντάνμπαρ Κάτραϊτ, κόρη του γιου του Μπόμπι Ντάνμπαρ, άρχισε να ενδιαφέρεται για την ιστορία του παππού της το 1999. Τότε, ο πατέρας της τής έδωσε ένα μεγάλο λεύκωμα στο οποίο είχαν συλλέξει αποκόμματα εφημερίδων σχετικά με την υπόθεση της εξαφάνισης του τετράχρονου Μπόμπι. Σε αυτά, η Μάργκαρετ ανακάλυψε τις πολλές αντικρουόμενες ιστορίες που είχαν παρουσιαστεί τότε και την αβεβαιότητα της Λέσι για το αν το παιδί είναι ο γιος της. Παράλληλα, εντόπισε τα αρχεία του δικηγόρου του Γουόλτερ και διάβασε τις καταθέσεις αρκετών ανθρώπων που είχαν δει τον Γουόλτερ και το παιδί μαζί πριν την εξαφάνιση του Μπόμπι.

Τελικά, το 2004 ήρθε η στιγμή της τεχνολογίας να λύσει το μυστήριο ενός περίπου αιώνα. Η Μάργκαρετ έπεισε τον πατέρα της, Μπόμπι Ντάνμπαρ Τζούνιορ, να δώσει δείγμα DNA ώστε να το συγκρίνουν με αυτό του γιου του Αλόνσο, του μικρότερου αδερφού του Μπόμπι. Τα αποτελέσματα ήταν αποκαλυπτικά: τα δύο DNA δεν είχαν καμία σύνδεση, οπότε το παιδί που μεγάλωσε ως Μπόμπι Ντάνμπαρ ήταν στην πραγματικότητα ο Μπρους Άντερσον, όπως υποστήριζε ο Γουόλτερς από την αρχή.

Το DNA μπόρεσε να λύσει το μυστήριο της ταυτότητας του αγοριού που μεγάλωσε ως Μπόμπι Ντάνμπαρ, ωστόσο έφερε στο φως ένα άλλο μεγάλο μυστήριο: Τι απέγινε ο πραγματικός τετράχρονος Μπόμπι; Αυτό θα παραμείνει για πάντα αναπάντητο.

Το 2008, η Μάργκαρετ Ντάνμπαρ Κάτραϊτ μιλώντας στο ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ «The Ghost of Bobby Dunbar» του Public Radio International παρουσίασε τη δική της θεωρία. Όπως λέει πιθανότατα, ο Μπόμπι Ντάνμπαρ χάθηκε στον βυθό της λίμνης Σουέζι. Ο χρόνος που διέφυγε της προσοχής ήταν πιθανότατα αρκετός για να τον αρπάξει κάποιος αλιγάτορας και να τον εξαφανίσει. Η ίδια αποκάλυψε ότι τα αποτελέσματα του τεστ έφερε μεγάλη χαρά στις οικογένειες της Τζούλια Άντερσον και του Γουίλιαμ Γουόλτερς καθώς αποτέλεσε μια έστω καθυστερημένη δικαίωση. Ωστόσο, δεν συνέβη το ίδιο στην δική της οικογένεια των Ντάνμπαρ. Όπως είπε τα αποτελέσματα έφεραν διαμάχη μεταξύ των Ντάνμπαρ καθώς τα παιδιά και τα εγγόνια του Μπόμπι Ντάνμπαρ έφεραν με περηφάνια το όνομά τους. Πολλά μέλη της οικογένειας αντιμετώπισαν εχθρικά την Μάργκαρετ επειδή άρχισε να ανασκαλεύει το θέμα φέρνοντας το ξανά στην επικαιρότητα.

Πέρα από την τύχη του ίδιου του Μπόμπι Ντάνμπαρ, μυστήριο παραμένει πώς μπόρεσαν ο Πέρσι και η Λέσι να πειστούν ότι ένα παιδί που δεν είχαν ξαναδεί ήταν ο γιος τους. Και για ποιο λόγο η Τζούλια Άντερσον δεν πάλεψε περισσότερο για το παιδί της.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα ίσως είναι πιο εύκολη. Οι Ντάνμπαρ ήταν αρκετά ευκατάστατοι και ίσως η Τζούλια θεώρησε ότι το παιδί της τουλάχιστον θα μπορούσε να μεγαλώσει πιο άνετα με αυτούς. Εξάλλου ήδη είχε δώσει τον γιο της στον Γουόλτερς καθώς δυσκολευόταν να τον συντηρήσει.

Ο Πέρσι και η Λέσι από την άλλη πιθανότατα επέτρεψαν στους εαυτούς τους να πειστούν ότι αυτό το παιδί ήταν ο γιος τους καθώς ήταν πιο εύκολο από το να αποδεχθούν ότι ο πραγματικός Μπόμπι ήταν νεκρός. Το ίδιο το παιδί μπόρεσε να προσαρμοστεί πιο εύκολα σε μια ζωή σε ένα σταθερό και εύρωστο σπίτι,παρόλο που οι Ντάνμπαρς τελικά χώρισαν το 1920,  σε σύγκριση με την ζωή του περιπλανώμενου που τον περίμενε στο πλάι του Γουόλτερς.