«Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος, ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το Άσιμος με γιώτα»


 Όταν πλέον δεν άντεχε ούτε τον δικό του κόσμο ο Νικόλας Άσιμος πήδηξε στου απέραντου την ψύχρα και άφησε πίσω ένα πάντα επίκαιρο έργο που εμπνέει και προβληματίζει

Ήταν μια μέρα σαν σήμερα το 1988 όταν ο Νικόλας Άσιμος άφησε πίσω τον «σαματά και τους ανθρώπους» και ξαναέγινε... καβαλάρης όπως «απειλούσε» μέσα από τον «Μπαγάσα» του. Φόρεσε τη θηλιά, έσπρωξε το καφάσι και παρέμεινε ασυμβίβαστος ακόμα και στον θάνατο κάνοντας την ύστατη... ζαβολιά του. «Θάψτε με κάπου αν γίνεται ήσυχα ή καλύτερα κάψτε με και σκορπίστε με» έγραφε σε ένα από τα έξι τελευταία χειρόγραφα σημειώματα του στα οποία εξηγούσε, μεταξύ άλλων, τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία.

Καλύτερα νούμερο, παρά αριθμός

«Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος, ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το "Άσιμος" με γιώτα...» έλεγε ο ίδιος όταν συστηνόταν και ήξερες από την πρώτη ματιά ότι ήταν ένας άνθρωπος διαφορετικός. Ένα φιλόσοφος του πεζοδρομίου, ένα στοιχειό των Εξαρχειών που σε σταματούσε στο δρόμο και σε αφόπλιζε με ερωτήσεις του τύπου: «Γιατί πατάς τις κάλτσες σου;» και «Εσύ που φοράς μια γραβάτα είσαι κύριος, εγώ που φοράω δύο είμαι δύο φορές κύριος;». Κάποιοι δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν και απλά τον απέρριπταν φωνάζοντας: «Είσαι νούμερο» και ο Νικόλας απαντούσε: «Καλύτερα νούμερα, παρά αριθμός».

Νικόλας ο αθλητής

Γεννήθηκε ως Νικόλαος Ασημόπουλος στις 20 Αυγούστου του 1949 σε κλινική στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του ήταν από την Κοζάνη, όπου ο Νικόλας έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το σχολείο. Ως έφηβος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Διακρίθηκε στο άλμα εις ύψος (πήρε την τρίτη θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965) καθώς και στο ποδόσφαιρο. Ήταν τερματοφύλακας και είχε το παρατσούκλι «Βίντος». Μάλιστα, του έγινε επίσημη πρόταση από την ομάδα της Κοζάνης, αλλά τελικά η συμφωνία ναυάγησε. Το Άσιμος το καθιέρωσε μετά από μια επιστολή που είχε στείλει στον Νίκο Μαστοράκη (τότε επιμελείτο μια στήλη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος). Στα 18 του πάει στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής και τον Μάιο του 1973 κατεβαίνει στην Αθήνα.

Ο έρωτας και η Νιουνιού

Αρχίζει να ψάχνει τρόπους να αποφύγει την θητεία ενώ δημιουργεί το «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας» (Μου.Θε.Φτω.), Το κοινό δεν αγκαλιάζει την προσπάθεια του. Ο απογοητευμένος Άσιμος βρίσκει παρηγοριά στον έρωτα και την Λίλιαν Χαριτάκη. Το 1975 βγαίνει η πρώτη του δισκογραφική δουλειά «Ρωμιός- Μηχανισμός» που η επιτροπή λογοκρισίας την απαγόρευσε από τα ραδιόφωνα. Δουλεύει σε ένα μαγαζί με επιτυχία αλλά η ρήξη έρχεται όταν ο μαγαζάτορας θέλει να ανεβάσει την τιμή του ποτού. Μένει πάλι στο δρόμο με την Λίλιαν πλέον έγκυο και το 1976 εγκαθίσταται στα Εξάρχεια. Παρασκευή 28 Μαΐου του 1976, έρχεται στον κόσμο η «Νιουνιού», όπως συνήθιζε να αποκαλεί ο Νικόλας την κορούλα του Λίλιαν (η οποία πλέον ασχολείται επαγγελματικά με το κουκλοθέατρο).

Απαγορευμένες κασέτες

Ηχογραφεί και διακινεί μόνος του τις «απαγορευμένες κασέτες» όπως τις έλεγε. Περνάει δυσκολίες και το φθινόπωρο του 1977 συλλαμβάνεται. Στις 24 Οκτωβρίου προφυλακίζεται μαζί με πέντε εκδότες με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας και υποκίνησης στην διατάραξη της κοινής ειρήνης. Δύο μήνες κρατάει η προφυλάκιση και βγαίνοντας από τις φυλακές της Αίγινας λέει: «Θα ξανάρθω!».

Την άνοιξη του 1978 τον καλούν να παρουσιαστεί στην Πολεμική Αεροπορία, στην Τρίπολη αλλά με μια μοναδική παράσταση στο στρατόπεδο κερδίζει αναβολή για άλλο ένα χρόνο. Το καλοκαίρι του '78 χωρίζει με την Λίλιαν, μετά από μία εκρηκτική συμβίωση. Άνοιξη του 1979, παρουσιάζεται εκ νέου στην Πολεμική Αεροπορία, στο Ελληνικό αυτή τη φορά. Η νέα παράσταση που έδωσε του δίνει αναβολή για έναν χρόνο με τη διάγνωση «Σχιζοειδής Ψύχωσις».

Το 1981 έγραψε το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» (κυκλοφόρησε αρχικά σε φωτοτυπίες) και το 1982 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ο Ξαναπές».

Η υπόγα

Πλέον όμως ο Νικόλας ισορροπεί επικίνδυνα στο τεντωμένο σκοινί της αυτοκαταστροφής. Πρωτοστατεί στην κατάληψη ενός ερειπωμένου σπιτιού επί της οδού Βαλτετσίου, αριθμός 42, στα Εξάρχεια. Ήταν η πρώτη κατάληψη στην Ελλάδα και ακολουθούν χαώδεις καταστάσεις στο κέντρο της Αθήνας με αποκορύφωμα την αυτοκατάληψη της περιβόητης «υπόγας» του. Το 1983 ξεκινά η πορεία προς το...τέλος. Συλλήψεις, εγκλεισμοί στο Δαφνί, ξύλο και φάρμακα. Το 1986 ο Άσιμος κυκλοφορεί τη δεύτερή του «Τριπλή Κασέτα» που με βάση τις ηχογραφήσεις που περιέχονται εκεί θα κυκλοφορήσει 6 χρόνια αργότερα ο μεταθανάτιος δίσκος «Στο Φαλημέντο του κόσμου - Γιουσουρούμ».

Το τέλος

Ο χειμώνας του 1987 βρίσκει τον Άσιμο σε έναν δικό του κόσμο. Ο «Έτσι» έχει χαθεί και δεν υπάρχει γυρισμός. Κυκλοφορεί σαν φάντασμα στα Εξάρχεια σέρνοντας ένα ψόφιο σκυλί (όπως έλεγε εκείνη την εποχή «κάνω πειράματα με πολλά ζώα») ενώ έχει γίνει πολύ επιθετικός. Ακολουθούν συλλήψεις, κατηγορίες και η τελευταία του κασέτα την Άνοιξη του '87. Έχει βυθιστεί σε έναν παρανοϊκό κόσμο τον Οκτώβριο και παρά τη θέλησή του, έπειτα από οδηγίες του πατέρα του, οδηγείται διά της βίας στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική «Γαλήνη». Βγαίνοντας από την κλινική, ράκος από τα ψυχοφάρμακα, τον περιμένει ένα δικαστήριο με την κατηγορία του βιασμού μια κοπέλας η οποία επίσης αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα. Περιμένοντας το βούλευμα για την υπόθεση πάρθηκε η απόφαση για το «φευγιό». Μετά από δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας, στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του. Το βράδυ πριν βάλει τέλος παίρνει τηλέφωνο στις τρεις το πρωί τον σκηνοθέτη Νίκο Ζερβό. «Η κατάρα του Τουταγχαμών έχει πέσει επάνω μας» του λέει. «Άστα αυτά ρε Νικόλα. Θα τα πούμε αύριο το πρωί» του απάντα ο μισοκοιμισμένος Ζερβός. «Δεν θα υπάρξει άλλη φορά» του λέει ο Άσιμος και κλείνει το τηλέφωνο. Απομονωμένος απ' όλους και όλα, σε μαγεμένη τροχιά, με έναν πήδο πέρασε στο μαγγανοπήγαδο της ήττας του.

Αερικό...

Η κηδεία του Νικόλα, έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 18 Μαρτίου 1988 στο νεκροταφείο της Καλλιθέας στη Νέα Σμύρνη, παρουσία 200 περίπου ατόμων. Τα έξοδα της κηδείας ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, φροντίζοντας λίγο καιρό μετά να τοποθετηθεί μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη αναγράφοντας τους στίχους του «Μπαγάσα».

Ο Άσιμος έζησε όπως ήθελε και όπως μπορούσε. Ενέπνευσε, προκάλεσε, προβλημάτισε και τελικά «ξέρασε την μπαταρία αποκομμένος απ' όλους και όλα». Χάθηκε τελικά μέσα στις ευαισθησίες και τα σοβαρά προβλήματα του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εγκλωβίστηκε σε μια σκοτεινή πραγματικότητα και τελικά «η ψυχή του πήδηξε στου απέραντου την ψύχρα».

Το έργο του Άσιμου είναι πάντα επίκαιρο και αφοπλιστικά ειλικρινές. Οι στίχοι του τόσο αληθινοί που πληγώνουν. Ένα αερικό που βγήκε από το... κουτί και παρατηρούσε όλους εμάς με τις συμβατικές ζωές και τα άγχη για πράγματα ανούσια. Τελικά όμως πλήρωσε σκληρό τίμημα για το γεγονός ότι δεν ήθελε ή πιο σωστά δεν μπορούσε να ενσωματωθεί. Άραγε ρε μπαγάσα περνάς καλά εκεί πάνω, σου λέει κάποιος ένα ψέμα για να αποκοιμηθείς;