Η φωτογραφία που έδειξε το πραγματικό πρόσωπο του Απαρτχάιντ


Η εξέγερση στο Σοβέτο άφησε πίσω της εκατοντάδες νεκρούς. Η εικόνα του άντρα με το νεκρό παιδί στα χέρια συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο που πλέον δεν μπορούσε να πει ότι δεν... ξέρει


Για ένα παιδί που μεγάλωνε στο Σοβέτο της Νότιας Αφρικής, το 1976, το Απαρτχάιντ ήταν μια αφηρημένη έννοια. Η διακυβέρνηση της λευκής μειονότητας δεν σήμαινε πολλά για τα παιδιά που ζούσαν σε μια κοινότητα που ήταν αποκλειστικά μαύρη.

Άκουγαν τους γονείς τους και τους γείτονες να παραπονιούνται για την μεταχείριση στην εργασία τους και τις ξεχωριστές εγκαταστάσεις στο Γιοχάνεσμπουργκ, όμως εκτός από αστυνομικούς ή κοινωνικούς λειτουργούς που περνούσαν περιστασιακά, πολλά παιδιά δεν συγχρωτίζονταν ποτέ με λευκούς με αποτέλεσμα να βιώνουν σπάνια τις φυλετικές διαιρέσεις ενός αποκρουστικού κοινωνικού συστήματος που αντιμετώπιζε τους περισσότερους κατοίκους της χώρας σαν μια κατώτερη μορφή ανθρώπου.

Όλα αυτά άλλαξαν όταν η κυβέρνηση αποφάσισε ότι αντί να μαθαίνουν Αγγλικά, όπως τα περισσότερα μαύρα παιδιά, θα διδάσκονταν τα γνωστά ως Αφρικαανς, τη γλώσσα που έφτιαξε και προσπάθησε να επιβάλει η λευκή μειονότητα.

Για την 15χρονη Αντουανέτ Σιτόλε αυτό ήταν μια βόμβα. Τα Άφρικαανς ήταν η γλώσσα των αποικιοκρατών καταπιεστών τους, μια γλώσσα που εξελίχθηκε μέσα από τα Ολλανδικά που μιλούσαν οι πρώτοι  Ευρωπαίοι έποικοι της Νότιας Αφρικής. Η Αντουανέτ αδυνατούσε να κατανοήσει γιατί έπρεπε να γίνει αυτό. «Δεν είχε νόημα για εμένα. Όλα αυτά τα θέματα που δίναμε αγώνα να μάθουμε στα αγγλικά ξαφνικά έπρεπε να τα διδαχτούμε στα Άφρικαανς» λέει. 

«Νιώθαμε ελεύθεροι»

Έτσι η Αντουανέτ και περίπου 20.000 ακόμα μαθητές από τα Γυμνάσια του Σοβέτο αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν. Για μια κοπέλα να γράφει συνθήματα, να λέει επαναστατικά τραγούδια και να κρατάει πλακάτ ήταν σαν να την παρασύρει ένα κύμα αδρεναλίνης. «Από την αρχή φοβόμασταν λίγο αλλά νιώθαμε ελεύθεροι. Θέλαμε να στείλουμε, από τους δρόμους του Σοβέτο, το μήνυμα μας» λέει.

Το βράδυ πριν την πρώτη μέρα της διαδήλωσης σιδέρωσε τη σχολική της στολή και ετοίμασε τα πλακάτ. «Ο μικρός μου αδελφός ο Έκτορ ήταν τότε 13 ετών. Με κοιτούσε με ζήλια. Οι μικρότεροι μαθητές δεν θα έπαιρναν μέρος στη διαδήλωση» θυμάται η Αντουανέτ.

Η 16η Ιουνίου 1976 ξημέρωσε με συννεφιά και κρύο. Η Αντουανέτ πήγε στο σημείο συνάντησης χωρίς να γνωρίζει ότι αυτή η διαδήλωση όχι μόνο θα είχε τεράστιο αντίκτυπο στην ζωή της αλλά θα άλλαξε και την πορεία της ιστορίας της Νότιας Αφρικής. Η κοπέλα ήταν ένα από τα τρία άτομα που απαθανατίστηκαν σε μια φωτογραφία που συγκλόνισε τον πλανήτη και αποτέλεσε ένα τεράστιο πλήγμα για το καθεστώς του Απαρτχάιντ.

Οι οργανωτές βρίσκονταν  σε επαφή με συγκεκριμένα ΜΜΕ ώστε να υπάρξει κάλυψη της διαδήλωσης. Ο Σαμ Ενζίμα, ένας έμπειρος φωτορεπόρτερ είχε σταλεί από την εφημερίδα The World. «Ακόμα και ο Τύπος εκείνη την εποχή ήταν διαχωρισμένος. Δεν έστελναν έναν μαύρο φωτογράφο σε εκδήλωση λευκών. Δεν επιτρεπόταν ένας μαύρος δημοσιογράφος να μιλήσει ή να γράψει για κάποιον λευκό. Όσο για τη διαμαρτυρία ήταν απλό: Διαμαρτυρόσουν; Πήγαινες στη φυλακή...» τονίζει.

«Είτε θα τους συλλάβουν, είτε θα τους σκοτώσουν»

Ο Ενζίμα έφτασε στο Γυμνάσιο Ναλέντι περίπου στις έξι το πρωί. Οι μαθητές ήδη ετοιμάζονταν. Έγραφαν συνθήματα στα πανό τους. «Έξω τα Αφρικάανς», «Παίρνουμε πτυχίο αλλά όχι μόρφωση», «Τα Αφρικάανς πρέπει να καταργηθούν».

O φωτογράφος είχε ένα τρομακτικό προαίσθημα για το τι θα ακολουθήσει. Ελάχιστα παιδιά γνώριζαν το πραγματικό πρόσωπο του Απαρτχάιντ και ο ίδιος είχε δει πολλές φορές την άγρια αστυνομική καταστολή. Αυτή η διαδήλωση δεν θα τελείωνε ειρηνικά. «Ήξερα ότι είτε θα τους συλλάβουν, είτε θα τους σκοτώσουν. Δεν υπήρχαν πλαστικές σφαίρες τότε, μόνο πραγματικά πυρά. Όταν έβγαζαν τα όπλα τους έπρεπε να ξέρεις ότι ήσουν νεκρός» λέει.

Λίγες ώρες μετά οι μαθητές ξεχύθηκαν στους δρόμους του Σοβέτο φωνάζοντας συνθήματα και κουνώντας τα πλακάτ του. «Όλοι όσοι γνώριζαν ήταν εκεί. Ήταν εκπληκτικό. Ήταν σαν να πηγαίναμε σχολική εκδρομή» θυμάται η Αντουανέτ.

Ξαφνικά ακούστηκαν δυνατοί κρότοι και σύννεφα δακρυγόνων γέμισαν τους δρόμους.

Η αστυνομία εμφανίστηκε και φώναξε στους διαδηλωτές να διαλυθούν. «Πάθαμε αμόκ. Τρέχαμε σε σύγχυση, τρέχαμε να καλυφθούμε. Μπαίναμε μέσα σε σπίτια. Δεν καταλάβαινα γιατί τα μάτια μου καίνε μέχρι που μου εξήγησε κάποιος.

Είχα κρυφτεί όταν είδα τον αδελφό μου στην άλλη πλευρά του δρόμου. Δεν έπρεπε να είναι εκεί. Ήταν πολύ μικρός για να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε. Του έκανα νόημα και μου χαμογέλασε. Ήταν πολύ ενθουσιασμένος για να νιώσει φόβο. Του είπα να μείνει εκεί. Του είπα ότι όλα θα πάνε καλά και ότι θα βρω ένα τρόπο να γυρίσουμε στο σπίτι. Μέσα μου ήμουν τρομοκρατημένη όμως έλεγα ότι είμαι η μεγάλη αδελφή και πρέπει να φανώ δυνατή και θαρραλέα» τονίζει.

«Το πρώτο που αναγνώρισα ήταν τα παπούτσια του»

Κάποιοι από τους μαθητές ανασυντάχθηκαν και άρχισαν να τραγουδούν τον απαγορευμένο ύμνο της απελευθέρωσης, το «Κύριε ευλόγησε την Αφρική».

Ο Ενζίμα στεκόταν σε μια άκρη ανάμεσα στην αστυνομία και τους μαθητές. Είδε έναν λευκό διοικητή να σηκώνει το όπλο του και να πυροβολεί απευθείας προς τους συγκεντρωμένους. Οι μαθητές διαλύθηκαν. «Όλοι φώναζαν. Πλησίασα με την κάμερα μου και είδα ένα μικρό αγόρι να πέφτει κάτω.

Όταν η Αντουανέτ πήγε στο σημείο για να βρει τον αδελφό της είδε έναν άντρα να περνά κρατώντας το σώμα ενός παιδιού. «Το πρώτο που αναγνώρισα ήταν τα παπούτσια του. Πήγα στον άντρα και του είπα: Ποιος είσαι, αυτός είναι ο αδελφός μου. Τον έψαχνα. Πού τον πας;

Ο άντρας όμως συνέχισε να τρέχει. Κοίταξα το σώμα και είδα αίμα να βγαίνει από το στόμα του. Πανικοβλήθηκα. "Δεν βλέπεις ότι είναι χτυπημένος, ποιος είσαι, πού τον πας;" είπα στον άντρα»

Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε για να πάρει το παιδί και να το μεταφέρει στο νοσοκομείο. Όταν όμως τον έβαλαν μέσα ο άντρας που τον μετέφερε είπε στην Αντουανέτ: Είναι νεκρός.

«Όταν το άκουσα ένιωσα να κόβομαι στα δύο. Ήταν σαν να μην είναι κάτι πραγματικό. Σκεφτόμουν ότι δεν μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο. Πριν από λίγο του μιλούσα. Πώς μπορεί να γίνει αυτό;» λέει η Αντουανέτ.

Θα περνούσαν δύο χρόνια για να μάθει το όνομα του ανθρώπου που προσπάθησε να σώσει τον αδελφό της. Ήταν ο 18χρονος τότε Εμπουγίσα Μακούμπο. Δεν συμμετείχε στη διαδήλωση. Βρισκόταν έξω από το σπίτι του όταν άκουσε πυροβολισμούς. «Μαμά σκοτώνουν τα παιδιά» φώναξε στη μητέρα του. Βγήκε από την αυλή και έτρεξε να βοηθήσει.

Ο Ενζίμα είδε τον Εμπουγίσα με το παιδιά στα χέρια. «Έλεγε ότι πρέπει να βοηθήσει το αγοράκι, ότι αιμορραγούσε και θα πέθαινε» θυμάται.

Το φιλμ που χάθηκε

Από τη στιγμή που ο αστυνομικός πυροβόλησε μέχρι να μεταφερθεί το παιδί στο αυτοκίνητο ο Ενζίμα τράβηξε έξι φωτογραφίες. «Είχα βρεθεί σε πολύ βίαιες καταστάσεις αλλά δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Δεν περίμενα να δω ένα 13χρονο παιδί να έχει πυροβοληθεί από την αστυνομία. Τόσοι πολλοί σκοτώθηκαν εκείνη τη μέρα, τόσοι πολλοί τραυματίστηκαν. Ο Έκτορ ήταν ο πρώτος» λέει.

Ο φωτογράφος γνώριζε ότι στη μηχανή του είχε πλέον συγκλονιστικό υλικό αλλά ήξερε ότι και η αστυνομία θα προσπαθούσε να του την πάρει. Έβγαλε το φιλμ και το έκρυψε στην κάλτσα του. Έβαλε ένα καινούργιο και έβγαζε φωτογραφίες τους οργισμένους φοιτητές που πλέον επιτίθονταν στην αστυνομία.  

«Οι μαθητές ήταν σε αμόκ. Έπιασαν έναν αστυνομικό, τον έβαλαν κάτω και τον έσφαξαν σαν ζώο. Στη συνέχεια του έβαλαν φωτιά. Λίγο μετά με σταμάτησαν αστυνομικοί και μου ζήτησαν το φιλμ. Τους το έδωσα. Ήταν οι εικόνες με τη δολοφονία του συναδέλφου τους».

Σκέφτεται πολύ συχνά τα γεγονότα εκείνης της ημέρας. Τις δύο σκηνές που τράβηξε. Τη δολοφονία του παιδιού από τον διοικητή και τη δολοφονία του αστυνομικού από τους μαθητές. Αν είχε πάει και το δεύτερο φιλμ στην εφημερίδα ίσως η ιστορία της Νότιας Αφρικής να ήταν διαφορετική.

Όταν εμφανίστηκε το φιλμ και ο διευθυντής της «The World» είδε την εικόνα με τον Εμπουγίσα να κρατά το νεκρό παιδί και την αδελφή του δίπλα ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση για το αν πρέπει να την δημοσιεύσουν. «Ο διευθυντής έλεγε ότι θα πυροδοτήσουμε εμφύλιο πόλεμο στη Νότια Αφρική. Άλλοι έλεγαν ότι είναι η ιδανική εικόνα για να παρουσιάσουμε όλα όσα έγιναν στον Σοβέτο. Ένα παιδί νεκρό από σφαίρα αστυνομικού του Απαρτχάιντ. Τελικά επικράτησε η δεύτερη άποψη και η φωτογραφία δημοσιεύθηκε» αναφέρει ο Ενζίμα.

Το δράμα των πρωταγωνιστών

Κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος για τον αντίκτυπο αυτής της συγκλονιστικής εικόνας. Μέσα σε λίγες μέρες είχε ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν σαν η φωτογραφία να ξύπνησε τον πλανήτη που πλέον δεν μπορούσε να κλείνει τα μάτια στα όσα συμβαίνουν στη Νότια Αφρική. Υπό την πίεση της κοινής γνώμης πολλές ισχυρές χώρες σκλήρυναν τη στάση τους απέναντι στο καθεστώς.

Στη Νότια Αφρική η φωτογραφία προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις και ισχυροποίηση του κινήματος απελευθέρωσης. «Ήταν ένα σημείο καμπής. Η διαδήλωση ήταν για τα Αφρικάανς στο σχολείο αλλά τελικά τράβηξε την προσοχή ολόκληρου του κόσμου. Κανείς δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι σκοτώνουν παιδιά που διεκδικούν τα δικαιώματα τους», τονίζει η Αντουανέτ.

Για τους πρωταγωνιστές της φωτογραφίας ακολούθησε μια περίοδος τρόμου. «Λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση της με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος. Μου είπε ότι πλέον πρέπει να διαλέξω μεταξύ της δουλειάς μου και της ζωής μου. Η αστυνομία είχε δώσει εντολή να με πυροβολήσουν αν με δουν να βγάζω φωτογραφίες. Τους είχαν πει ότι θα τους καλύψουν και θα πουν ότι με σκότωσε αδέσποτη σφαίρα. Παραιτήθηκα και έφυγα από το Γιοχάνεσμπουργκ. Τρεις μήνες μετά με έθεσαν σε κατ' οίκον περιορισμό. Δεν έβγαλα ποτέ ξανά φωτογραφίες. Δύο χρόνια μετά η αστυνομία εισέβαλε στα γραφεία της "The World" και την έκλεισε».

Η κηδεία του Έκτορ έγινε στις 3 Ιουλίου 1976. «Στην αρχή δεν άντεχα να βλέπω τη φωτογραφία. Με τον καιρό σκέφτηκα ότι τόσοι άνθρωποι πέθαναν εκείνη την ημέρα. Ο αδελφός μου δεν ήταν μοναδικός» λέει η Αντουανέτ.

Ο Εμπουγίσα γύρισε στο σπίτι σε άθλια κατάσταση. Η δολοφονία του Έκτορ τον σημάδεψε για πάντα. Ένιωθε ένας αβάσταχτο βάρος ευθύνης. «Ήρθε σπίτι πολύ αργά και δεν ήθελε να μιλήσει για αυτό. Από εκεί την ημέρα και μετά άλλαξε. Ένιωθε άσχημα που δεν κατάφερε να σώσει τον Έκτορ» τονίζει η αδελφή του.

Το καθεστώς κατηγόρησε τον Εμπουγίσα ότι  έστησε την φωτογραφία για να τους ντροπιάσει. Η πίεση τον έριξε σε βαθειά κατάθλιψη. Δεν κοιμόταν πλέον στο σπίτι της οικογένειας και μια μέρα εξαφανίστηκε. Μετά από αρκετό διάστημα τηλεφώνησε και είπε ότι βρίσκεται στην Μποτσουάνα. Την τελευταία φορά που είχαν νέα του ήταν το 1978. Έστειλε ένα γράμμα από τη Νιγηρία. Έγραφε πως σκοπεύει να περπατήσει μέχρι τη Τζαμάικα. Ήταν φανερό πως αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.

«Για εμάς αυτή η φωτογραφία είναι διπλή τραγωδία. Ο αδελφός μου εξαφανίστηκε. Πού βρίσκεται, ζει, πέθανε; Δεν γνωρίζουμε. Νιώθουμε ότι έπρεπε να κάνουμε περισσότερα για να τον βοηθήσουμε. Όταν κοιτάζω το πρόσωπο του θέλω να του πω: Μην ανησυχείς έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες. Δεν είσαι υπεύθυνος για το θάνατο του αγοριού. Έκανες ό,τι μπορούσες για να βοηθήσεις. Σε παρακαλώ μην στεναχωριέσαι».

O Σαμ Ενζίμα (φωτό) πέθανε τον Μάιο του 2018. Σε μια συνέντευξη του το 2016 θα πει: «Αυτή η φωτογραφία κατέστρεψε το μέλλον μου ως φωτορεπόρτερ. Τότε είχα μετανιώσει που την έβγαλα καθώς έχασα τη δουλειά μου. Τώρα που οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι στη Νότια Αφρική λέω ότι συνέβαλα και εγώ με τη φωτογραφία μου. Ελπίζω ο Εμπουγίσα να επιστρέψει σπίτι του. Να συναντηθούμε εγώ αυτός και η Αντουανέτα και να πούμε: Μπράβο καταφέραμε να επηρεάσουμε το μέλλον της Νότιας Αφρικής». Ο Εμπουγίσα δεν επέστρεψε και η συνάντηση δεν έγινε ποτέ.

Η εξέγερση στο Σοβέτο διήρκησε από τις 16 έως τις 18 Ιουνίου. Επισήμως οι νεκροί ήταν 176 αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι μπορεί και να έφτασαν τους 700.

Το Απαρτχάιντ ουσιαστικά κατέρρευσε το 1990 και... πέθανε οριστικά με τις εκλογές του 1994. Η φωτογραφία του Ενζίμα αποτέλεσε ένα σημαντικό πλήγμα και πάνω απ' όλα αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο του καθεστώτος. Ανάγκασε τον υπόλοιπο κόσμο να στρέψει το βλέμμα του στη Νότια Αφρική. Ο δρόμος όμως προς την ελευθερία ήταν ακόμα μακρύς...