Οι δίδυμες που ξαφνικά αποφάσισαν να σταματήσουν να μιλάνε

 


Οι δίδυμες αδερφές Γκίμπονς και ο περίεργος δεσμός τους με την τραγική κατάληξη

Ο Πλάτωνας στο «Συμπόσιον» περιγράφει πώς η ανδρόγυνη ψυχή μας χωρίζεται σε δύο μέρη λίγο πριν γεννηθεί και έτσι όλοι ερχόμαστε στον κόσμο αναζητώντας διακαώς το άλλο μας μισό ώστε να επιστρέψουμε στην αρχική μας φύση. Η υπόθεση της Τζουν και της Τζένιφερ Γκίμπονς ήταν λίγο διαφορετική. Γεννημένες με λίγα λεπτά διαφορά από την ίδια μήτρα ήταν δύο τέλειες, πανομοιότυπες δίδυμες. Όπως τα περισσότερα δίδυμα αδέρφια είχαν από την πρώτη στιγμή έναν ξεχωριστό δεσμό, ωστόσο ο δικός τους έμοιαζε να είναι κάτι παραπάνω. Ήταν σαν μια ψυχή που έτυχε να μπει σε δύο σώματα τη στιγμή της σύλληψης. 

Μεγαλώνοντας ο δεσμός αυτός επρόκειτο να γίνει το εμπόδιο για τη σύνδεσή τους με τον υπόλοιπο κόσμο οδηγώντας τα κορίτσια στο σημείο να μην μιλούν σε κανέναν άλλο εκτός από τη μια στην άλλη. Οι δυο τους δημιούργησαν έναν μαγικό γι’ αυτές κόσμο όπου δεν χωρούσε κανένας άλλος και τις οδήγησε ακόμα και στη φυλακή για 12 χρόνια. Αυτή είναι η ιστορία των κοριτσιών που έμειναν γνωστές ως Silent Twins (σ.σ. Σιωπηλές Δίδυμες).

Συμφωνία για σιωπή

Η Τζουν και η Τζένιφερ Γκίμπονς γεννήθηκαν το 1963 στην Υεμένη. Οι γονείς τους, ο Όμπρεϊ και η Γκλόρια, είχαν καταγωγή από τα Μπαρμπέιντος της Καραϊβικής ωστόσο βρίσκονταν στη Μέση Ανατολή καθώς ο πατέρας τους ήταν τεχνικός στη RAF. Αυτός και η σύζυγός του, Γκλόρια, είχαν ήδη δύο μικρά παιδιά - την Γκρέτα και τον Ντέιβιντ- ενώ απέκτησαν άλλη μία κόρη, τη Ρόζι, τέσσερα χρόνια αργότερα.

Η Τζένιφερ ήρθε στον κόσμο δέκα λεπτά μετά την Τζουν, ωστόσο δεν άργησε να φανεί ότι ήταν η πιο δυνατή από τις δύο και αυτή που επηρέαζε περισσότερο την Τζουν και όχι τόσο το αντίθετο. Ήδη από πολύ μικρή ηλικία είχαν πρόβλημα ομιλίας. Αν και τεσσάρων ετών όταν προσπαθούσαν να μιλήσουν από το στόμα τους έβγαιναν απλώς ακατανόητοι ήχοι. Ο Όμπρεϊ έλεγε αργότερα ότι «αν έκανες στη μια κάποια μια ερώτηση, εκείνη κοιτούσε την άλλη πριν προσπαθήσει να απαντήσει, σαν να ζητούσε άδεια».

Στο μεταξύ η οικογένεια είχε επιστρέψει στην Αγγλία, αφού ο Όμπρεϊ πήρε μετάθεση αρχικά στο Γιόρκσαϊρ και στη συνέχεια στο Ντέβον, όταν πια τα κορίτσια ήταν οχτώ χρονών. Στο Ντέβον οι δίδυμες άρχισαν να ζουν μια μικρή κόλαση. Στο σχολείο τους ήταν τα μόνα μαύρα παιδιά και οι συμμαθητές τους τις εκφόβιζαν ασταμάτητα τόσο για το χρώμα του δέρματός τους όσο και για τη δυσκολία στην ομιλία τους. Τις αποκαλούσαν «φρικιά» και άλλα υποτιμητικά προσωνύμια ή τους τραβούσαν τα μαλλιά. Τότε, τα δύο κορίτσια σταμάτησαν να μιλούν εντελώς μπροστά σε άλλους, ενώ δεν μιλούσαν πια ούτε στους γονείς και στα αδέρφια τους.

«Κάναμε μια συμφωνία. Είπαμε ότι δεν πρόκειται να μιλήσουμε ξανά σε κανέναν. Μιλούσαμε πια μόνο η μια στην άλλη μέσα στο υπνοδωμάτιό μας», θα πει δεκαετίες αργότερα η Τζουν σε μια συνέντευξή της στον Χίλτον Αλς του New Yorker.

Οι γονείς τους συχνά τις άκουγαν να μιλούν μέσα στο δωμάτιό τους σε μια γλώσσα την οποία κανείς άλλος δεν καταλάβαινε. Μολονότι τους καθησύχαζαν φίλοι και δάσκαλοι ότι τα κορίτσια ήταν ντροπαλά και ότι θα το ξεπεράσουν μεγαλώνοντας, μέχρι να φτάσουν στο γυμνάσιο είχαν απομονωθεί εντελώς από τον υπόλοιπο κόσμο.

Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα λίγο αργότερα, όταν ο Όμπρεϊ πήρε μια νέα μετάθεση και μετακόμισε στο Χαβερφορντγουεστ της Ουαλίας. Και πάλι αυτές, που ήταν πλέον 11 ετών, και ο αδερφός τους ήταν τα μόνα μαύρα παιδιά στο σχολείο και ο εκφοβισμός ήταν τόσο έντονος που τα παιδιά έφευγαν από το σχολείο πέντε λεπτά νωρίτερα από τους υπόλοιπος ώστε να μην συναντιούνται με τους υπόλιπους μαθητές.

«Μας πείραζαν», είπε αργότερα η Τζουν. «Έλεγαν, 'μπορούν να μιλήσουν αγγλικά';». Ακόμη και οι δάσκαλοι αναρωτήθηκαν για αυτό, ενώ αν κάποιος κρυφάκουγε τα κορίτσια να μιλούν μεταξύ τους όταν ήταν οι δύο τους αυτά που έλεγαν ήταν ακατανόητα.

Το 1976 έφτασε στο σχολείο τους ο σχολικός γιατρός Τζον Ρις, ώστε να εμβολιάσει τα παιδιά κατά της φυματίωσης. Αυτός ήταν ο πρώτος που παρατήρησε ότι η συμπεριφορά των κοριτσιών δεν ήταν αυτή που θα περίμενε κανείς από παιδιά της ηλικίας τους. Μίλησε γι’ αυτό στΗν διευθύντρια του σχολείου, ωστόσο αυτή τον καθησύχασε ότι δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Ο Ρις όμως απευθύνθηκε στον Έβαν Ντέιβις, τον σχολικό παιδικό ψυχολόγο της περιοχής, ο οποίος μίλησε στα κορίτσια και χωρίς να μπορεί να λάβει μια απάντηση σήκωσε τα χέρια ψηλά. Έτσι, αυτός με τη σειρά του μίλησε στην Αν Τρέχαρν, την επικεφαλής λογοθεραπεύτρια του νοσοκομείου Withybush στο Χαβερφορντγουεστ και τα κορίτσια ξεκίνησαν θεραπεία τον Φεβρουάριο του 1977. Δεν μίλησαν σχεδόν ποτέ στην Τρέχαρν ή κάποιον άλλο, ωστόσο συμφώνησαν να διαβάσουν δυνατά, ενώ θα ήταν μόνες τους στο δωμάτιο με ένα κασετόφωνο να τις ηχογραφεί. Η Τρέχαρν ακούγοντας τις κασέτες έκανε μια σημαντική ανακάλυψη. Η ακατανόητη γλώσσα που μιλούσαν τα κορίτσια, όταν ήταν μόνα τους, στην πραγματικότητα ήταν ένα μείγμα αγγλικών και διαλέκτου των Μπαρμπέιντος, τα οποία όμως τα μιλούσαν πολύ γρήγορα. Όσο ήταν μέσα στο δωμάτιο η Τρέχαρν ένιωθε ότι κάποιες φορές η Τζουν ήθελε να της μιλήσει αλλά τη σταματούσε πάντα ένα και μόνο βλέμμα της Τζένιφερ. «Καθόμουν και έβλεπα την Τζένιφερ τελείως ανέκφραστη, αλλά ένιωθα τη δύναμη στο βλέμμα της. Τότε μου μπήκε στο μυαλό η σκέψη ότι η Τζένιφερ έλεγχε την αδερφή της», ανέφερε αργότερα η Τρέχαρν.

Η Τρέχαρν αποφάσισε ότι το καλύτερο για τα κορίτσια θα ήταν να μεταφερθούν στο Κέντρο Ειδικής Εκπαίδευσης Eastgate, λίγα χιλιόμετρα μακριά από εκεί που έμεναν. Τα πράγματα εκεί ήταν καλύτερα για τις δίδυμες ωστόσο επέμεναν πάντα να αρνούνται να μιλήσουν. Με τους εκπαιδευτικούς και τους ψυχολόγους να έχουν φτάσει σε… απόγνωση με την σιωπή τους, αποφασίστηκε ως έσχατη λύση να δοκιμάσουν να χωρίσουν τα κορίτσια. Το 1978 και ενώ τα κορίτσια ήταν 15 ετών αποφασίστηκε η Τζένιφερ να μείνει στο Eastgate και η Τζουν να σταλεί στη Μονάδα Εφήβων του St. David’s. Ωστόσο, τα κορίτσια έπεσαν σε απόγνωση. Ειδικά η Τζουν υπέστη κατατονία και δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου, ενώ χρειάζονταν δύο άτομα για να την σηκώσουν από το κρεβάτι. Το «πείραμα» απέτυχε και λιγότερο από ένα χρόνο μετά τα κορίτσια επανενώθηκαν και λίγους μήνες αργότερα αποφοίτησαν και επέστρεψαν στο σπίτι τους.

Εκεί, συνέχισαν να ζουν βυθισμένες μέσα στη σιωπή τους και κλείστηκαν για τα καλά μέσα στο υπνοδωμάτιό τους. Μιλούσαν μόνο στην μικρότερη αδερφή τους τη Ρόζι και αν ήθελαν να επικοινωνήσουν με τους υπόλοιπους άφηναν σημειώματα: «Θέλουμε να δούμε το Top Of The Pops απόψε στις 7 το απόγευμα. Αφήστε την πόρτα του σαλονιού ανοιχτή», έγραφαν σε ένα από αυτά.

Οργιώδης φαντασία

«Τείνουν να δείχνουν πολύ χαρούμενες όταν κάνουν λίγα πράγματα. Δε δείχνουν καμία πρωτοβουλία κι έχουν έλλειψη φαντασίας», έγραφε μια δασκάλα των κοριτσιών κάποτε. Δεν θα μπορούσε να έχει πέσει περισσότερο έξω καθώς αυτό που κανείς δεν ήξερε ήταν ότι πίσω από αυτή τη σιωπή κρυβόταν μια ανεξάντλητη φαντασία. Κλεισμένες στο δωμάτιό τους χρησιμοποιούσαν κούκλες φτιάχνοντας ολόκληρες ιστορίες γύρω από τη ζωή τους, ενώ όταν κάποια «πέθαινε» η αδερφή τους Ρόζι κατέγραφε αναλυτικά την ηλικία και τα αίτια θανάτου της κούκλας!

Τα Χριστούγεννα του 1979 η μητέρα τους έκανε δώρο στην καθεμία ένα ημερολόγιο με κόκκινο εξώφυλλο, όπου τα κορίτσια άρχισαν να καταγράφουν λεπτομερώς τη ζωή τους. Κάπως έτσι ανακάλυψαν και την αγάπη τους για τη συγγραφή σε μια προσπάθεια ίσως να επικοινωνήσουν με τον κόσμο.


Η μητέρα τους ανακάλυψε αργότερα ότι είχαν παραγγείλει ένα μάθημα αλληλογραφίας που ονομαζόταν The Art Of Conversation, ένας οδηγός για να κάνουν συνομιλίες. Επίσης, εγγράφηκαν ως ένα άτομο σε ένα μάθημα δημιουργικής γραφής εξ αποστάσεως και ονειρεύονταν να γίνουν διάσημες συγγραφείς: «Σκεφτήκαμε ότι αν δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, θα το κάναμε με διαφορετικό τρόπο. Θα γράφαμε μπεστ σέλερ και θα κάναμε την οικογένειά μας περήφανη για εμάς», ανέφερε η Τζουν σε ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Η γραφή τους είχε ασυνήθιστα θέματα. Η Τζένιφερ έγραψε το «Discomania», στο οποίο η ατμόσφαιρα μιας τοπικής ντίσκο παρακινεί τους χορευτές σε πράξεις βίας. Στο «The Pugilist», ένας γιατρός που θέλει να σώσει τη ζωή του παιδιού του σκοτώνει τον οικογενειακό σκύλο και χρησιμοποιεί την καρδιά για τη μεταμόσχευση, ωστόσο μεταμοσχεύει μαζί και την «ψυχή» του σκύλου. Από την άλλη, η Τζουν έγραψε το «Pepsi-Cola Addict» με κεντρικό ήρωα ένα μαθητή γυμνασίου, που αποπλανάται από έναν δάσκαλο, μπλέκει με μια συμμορία και μετά πηγαίνει σε αναμορφωτήριο. Όταν αποφυλακίζεται επιστρέφει σπίτι στη μητέρα και την αδερφή του, αλλά πεθαίνει από υπερβολική κατανάλωση βαρβιτουρικών. Η Τζουν κατάφερε να αυτοεκδώσει το μυθιστόρημά της, αφού έπεισε και την αδερφή της να της δώσει το χαρτζιλίκι της, για να πληρώσει, ωστόσο η Τζένιφερ προτίμησε να στείλει τα έργα της σε εκδοτικούς οίκους. Κάθε φορά ωστόσο τα έργα απορρίφθηκαν.

Και μετά ήρθε ο έρωτας…

Την τελευταία τους χρονιά στο ειδικό σχολείο του Eastgate, είχαν δημιουργήσει μια φιλία με ένα αγόρι από την Αμερική, τον Λανς Κένεντι (όχι το πραγματικό του όνομα), ο οποίος είχε υπερασπιστεί τα κορίτσια όταν τους επιτέθηκαν άλλοι μαθητές. Όταν τα κορίτσια αποφοίτησαν, ο Λανς ήδη είχε επιστρέψει στην Αμερική αλλά τα τρία αδέρφια του έμεναν ακόμα κοντά. Χωρίς να έχουν ξεχάσει ποτέ τον Λανς και την πράξη του, τα κορίτσια εντόπισαν πού ζούσε η οικογένειά του και τον Απρίλιο του 1981 πήραν ένα ταξί για το σπίτι τους. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη και το σπίτι ήταν άδειο. Έτσι τα κορίτσια μπήκαν μέσα, έφτιαξαν σάντουιτς με φυστικοβούτυρο, ψαχούλεψαν τα ρούχα των αγοριών και κοιτούσαν τις φωτογραφίες από την Χαβάη που κρέμονταν στους τοίχους. Όταν οι γονείς γύρισαν σπίτι, τις βρήκαν μέσα και τρομοκρατήθηκαν. Ωστόσο, βλέποντας ότι δεν μπορούν να μιλήσουν τις λυπήθηκαν και τις άφησαν να φύγουν. Ήταν η πρώτη από τις πολλές επισκέψεις. Τα κορίτσια ξόδευαν πλεον όλα τα χρήματά τους σε ταξί για να πηγαίνουν στο σπίτι των Κένεντι μέχρι που συνάντησαν τα υπόλοιπα αγόρια της οικογένειας και άρχισαν να κάνουν παρέα.

«Ήταν αγόρια από την Αμερική, λευκά αγόρια», είπε αργότερα η Τζουν. «Όμορφα, σαν ας πούμε τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Παίρναμε ταξί, μακιγιαρισμένες, φορούσαμε μίνι φούστες και ψηλά τακούνια, περούκες και κραγιόν, σαν κυρίες, σαν σταρ του σινεμά. Προσπαθούσαμε να δελεάσουμε τα αγόρια, να τα κάνουμε να τους αρέσουμε. Έτσι, πήραμε και φορούσαμε περούκες με μακριά μαλλιά και γυαλιά και μασούσαμε τσίχλα. Ετοιμαζόμασταν περίπου τρεις ώρες, για να πάμε εκεί».

Με την παρέα των αγοριών της οικογένειας Κένεντι, τα κορίτσια ανακάλυψαν το ουίσκι και τα ναρκωτικά: «Χρειαζόμασταν ένα μπουκάλι ουίσκι. Χωρίς αυτό δεν μιλούσαμε. Εισπνέαμε κόλλα και υγρό αναπτήρα. Ήμασταν διαφορετικές τότε, γελούσαμε και μιλούσαμε», θυμάται η Τζουν. «Ήμασταν τόσο χαλαρές».

Τα κορίτσια ήρθαν πιο κοντά με τον μικρότερο αδερφό της οικογένειας, τον 14χρονο Καρλ. Η Τζένιφερ έκανε για πρώτη φορά έρωτα στη ζωή της με τον Καρλ μέσα σε μια εκκλησία, ενώ η Τζουν παρακολουθούσε. Η Τζένιφερ έγραψε στο ημερολόγιό της ότι «μπορούσα να αισθανθώ την έντονη ζεστασιά των ματιών του καθώς μελετούσε αργά το σώμα μου. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα σαν ένα πολύ όμορφο κορίτσι». Δεκατρείς μέρες μετά, ο Καρλ έκανε έρωτα και με την Τζουν.

Παρόλο που τα αγόρια των Κένεντι κατά κύριο λόγο τις αγνοούσαν και τις προσέβαλαν και κάποιες φορές τις χτυπούσαν, τα κορίτσια ένιωθαν ότι αυτό ήταν το δικό τους καλοκαίρι, το πρώτο που δεν το περνούσαν στο δωμάτιό τους με τις κούκλες και τα τετράδιά τους. «Πέντε εβδομάδες διασκέδασης, αυτό ήταν. Ήμασταν πολύ χαρούμενες. Είχαμε τον δικό μας πονηρό τρόπο με τα αγόρια», ανέφερε αργότερα η Τζουν.

Ωστόσο, τα αγόρια ένιωθαν τελείως διαφορετικά. Δε θεωρούσαν τα κορίτσια καλύτερα από δύο κατοικίδια, που κάθονταν στα πόδια τους περιμένοντας την προσοχή και που τα ανέχονταν με το ζόρι, έγραψε αργότερα η δημοσιογράφος Μάρτζορι Γουάλας, η δημοσιογράφος-ερευνήτρια, η οποία γοητεύτηκε από την υπόθεση, επικοινώνησε με τα κορίτσια και το 1986 εξέδωσε ένα βιβλίο γι' αυτά που θα άλλαζε τη ζωή τους. Στο τέλος εκείνου του καλοκαιριού τα αγόρια έφυγαν για τις ΗΠΑ και η Τζουν με την Τζένιφερ έμειναν μόνες τους.

Σχέση μίσους – πάθους

Κοιτάζοντας πλέον η μια την άλλη ήταν σαν να έβλεπε η καθεμία κατά πρόσωπο τον εαυτό της και την απομόνωση στην οποία είχαν υποβληθεί. Προσπάθησαν να αλλάξουν τον τρόπο που έμοιαζαν ή παρακαλούσαν τον Θεό να αλλάξει κάποια χαρακτηριστικά τους, όπως έκανε η Τζένιφερ που προσευχήθηκε να «διορθωθεί» η μύτη της.

Κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει τον έντονο αγώνα εξουσίας που κρυβόταν στις σιωπές τους και τη σχέση αγάπης-μίσους που είχαν μεταξύ τους. Και οι δύο ένιωθαν ν’ ασφυκτιούν από το πόσο κοντά ήταν η μία στην άλλη αλλά την ίδια στιγμή καμία δεν μπορούσε να αφήσει την άλλη να έχει μια αυθύπαρκτη οντότητα.

«Η Τζέι κι εγώ είμαστε σαν εραστές», έγραψε αργότερα η Τζουν. «Μια σχέση μίσους-πάθους. Νομίζει ότι είμαι αδύναμη. Δεν ξέρει πόσο τη φοβάμαι. Αυτό με κάνει να νιώθω πιο αδύναμη. Θέλω να είμαι αρκετά δυνατή για να χωρίσω από αυτήν. Θεέ μου βοήθησέ με, είμαι σε απόγνωση». Η Τζένιφερ από την άλλη έγραψε: «Θα έπρεπε να είχε πεθάνει κατά τη γέννηση. Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ. Κανένα δίδυμο δεν πρέπει να το ξεχνά αυτό», ενώ η Τζουν ανέφερε: «Είμαι υπόδουλη σε αυτή, σε αυτό το πλάσμα, το οποίο είναι μαζί μου κάθε στιγμή της ζωής μου». Η Τζένιφερ σε άλλο σημείο ανέφερε: «Η Τζουν δεν μπορεί να είναι πραγματική δίδυμή μου. Η αληθινή μου δίδυμη γεννήθηκε ακριβώς την ίδια στιγμή με εμένα, έχει τα σημάδια μου, την όψη μου, τους τρόπους μου, τα όνειρά μου, τις φιλοδοξίες μου. Αυτός ή αυτή θα έχει τις αδυναμίες μου, τις αποτυχίες μου, τις απόψεις. Αυτά κάνουν έναν δίδυμο-καθόλου διαφορές. Δεν αντέχω τις διαφορές».

Απόδραση στην παραβατικότητα

Με την οικογένεια Κένεντι να έχει φύγει από την Ουαλία και χωρίς πια η μια να αντέχει να είναι μόνη με την άλλη αποφάσισαν να ζήσουν στα άκρα. Προσπάθησαν να ενταχθούν σε μια τοπική συμμορία, αλλά δεν τις δέχθηκαν. Έτσι δημιούργησαν μια δική τους συμμορία με μέλη μόνο τις ίδιες και ξεκίνησαν μια ζωή αντικοινωνικής συμπεριφοράς, κλέβοντας ποδήλατα, σπάζοντας τζάμια και γράφοντας γκράφιτι στους τοίχους. Χτυπούσαν κουδούνια στα σπίτια, εισέβαλαν σε ένα σχολείο και ένα κέντρο αποκατάστασης, έκλεβαν βιβλία ενώ μια φορά κάλεσαν την αστυνομία από ένα δημόσιο τηλέφωνο και ομολόγησαν όσα έκαναν αλλά το έβαλαν στα πόδια πριν φτάσουν οι αστυνομικοί εκεί.

«Σχεδιάζω να φτιάξω μολότοφ. Θα κάψω ολόκληρη την καταραμένη πόλη», έγραψε η Τζουν. Έβαλαν φωτιά σε ένα κατάστημα τρακτέρ, ενώ λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν από την αστυνομία καθώς έσπαγαν μια βιτρίνα λίγο πριν ξεσπάσει νέα φωτιά. Η αστυνομία έψαξε το δωμάτιό τους και βρήκε τα ημερολόγιά τους, όπου έγραφαν αναλυτικά για κάθε επίθεσή τους. Μέσα σε 48 ώρες βρίσκονταν σε ένα κέντρο κράτησης μέχρι το δικαστήριο να αποφασίσει τι θα κάνει μαζί τους. Εκεί, η μια δεν μπορούσε να αντέξει ούτε τη θέα της άλλης, ωστόσο όταν χωρίζονταν ένιωθαν απόγνωση και αφόρητη μοναξιά.

«Η μια από εμάς σχεδιάζει να σκοτώσει την άλλη. Ένα χτύπημα στο κεφάλι κάποιο δροσερό βράδυ και μετά να σέρνεις το άψυχο κορμί και να σκάβεις έναν μυστικό τάφο. Είμαι σε μια επικίνδυνη κατάσταση, ένα δολοπλόκο, ύπουλο σχέδιο. Πώς θα τελειώσει; Έχουμε γίνει θανάσιμοι εχθροί η μια στα μάτια της άλλης. Σχεδιάζουμε, μηχανορραφούμε και ποια θα κερδίσει; […] Λέω στον εαυτό μου πώς θα ξεφορτωθώ την ίδια μου τη σκιά; Πιθανό ή απίθανο; Χωρίς τη σκιά μου θα πεθάνω; Χωρίς τη σκιά μου θα κερδίσω ζωή;», έγραφε η Τζουν στο ημερολόγιό της ενώ η Τζένιφερ ήταν λίγα μετρά μακριά στο ίδιο κελί.

Ο ψυχίατρος Γουίλιαμ Σπιρ ανέλαβε να τις εξετάσει. Όπως θυμάται οι δύο αδερφές δεν του μιλούσαν στις δύο πρώτες συναντήσεις τους και όταν τελικά πήγαινε να πει κάτι η μια, η άλλη αντιδρούσε και φώναζε και χρειάζονταν η επέμβαση των νοσοκόμων για να τις χωρίσουν. Ο ψυχίατρος διέγνωσε ότι έπασχαν από διαταραχή ψυχοπαθούς προσωπικότητας και πρότεινε να μεταφερθούν στο Μπρόντμουρ, ένα διαβόητο νοσοκομείο υψίστης ασφαλείας για εγκληματίες με ψυχιατρικά προβλήματα. Ο Σπιρ θεώρησε ότι οι δύο αδερφές χρειάζονταν ψυχιατρική βοήθεια , ωστόσο με το παραβατικό ιστορικό τους κανένα άλλο νοσοκομείο δεν θα τις αναλάμβανε και θα κατέληγαν σε κάποια φυλακή, το οποίο θα ήταν χειρότερο.

Ουσιαστικά το «σύστημα» δεν ήξερε τι να κάνει με αυτά τα κορίτσια και προτίμησε απλώς να τα χαρακτηρίσει ως ψυχοπαθείς και να τα κλείσει κάπου μακριά. Τα κορίτσια δικάστηκαν με 16 κατηγορίες και  ομολόγησαν την ενοχή τους με τη συμφωνία να σταλούν στο νοσοκομείο.

«Τα πάντα γυρίζουν. Άρρωστη. Ψυχικά. Ψυχοπαθής. Φαντάσου πώς νιώθω. Εγώ; Ψυχικά ασθενής; Μια επικίνδυνη, διαβολική, αδίστακτη εγκληματίας. Εγώ! Επιτέλους, το μαρτύριό μου, η ανασφάλειά μου, η βία μου έγινε γνωστή. Μου έβαλαν ετικέτα. Τζουν Άλισον Γκίμπονς, ετών 19, θα περάσει στην ιστορία ως ψυχοπαθής», εγραφε η Τζουν μετά την απόφαση.

Η Τζένιφερ από την άλλη έγραφε: «Σε παρακαλώ Θεέ μου. Μην με αφήσεις να υποφέρω και στη νέα μου ζωή, όπως έκανα ως τώρα. Κάνε να είμαι αρκετά θαρραλέα, να μιλάω ανοιχτά. Κάνε να εμπιστευτώ τους γιατρούς και τις νοσοκόμες και να μην φοβάμαι τους ανθρώπους πια. Γιατί τους τελευταίους επτά μήνες είμαι μια ψυχή χωρίς ελπίδα. Μην αφήσεις αυτή την ασθένεια να με παραλύσει ξανά, να καταστρέψει τις δυνατότητές μου, να δέσει την γλώσσα μου».

Τις εβδομάδες αναμονής τα κορίτσια ονειρεύονταν το Μπρόντμουρ, το οποίο τους το είχαν περιγράψει σαν έναν επίγειο παράδεισο παρά σαν μια φυλακή, όπως πραγματικά ήταν. Φαντάζονταν τους εαυτούς τους στο Μπρόντμουρ «καθισμένες στο γκαζόν κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο και νοσοκόμες με λευκές κολλαριστές στολές να περπατούν τριγύρω τους», όπως έλεγε η Τζουν.

Αντίθετα, το Μπρόντμουρ ήταν μια φυλακή-νοσοκομείο, όπου μαζί τους είχαν φυλακιστεί δολοφόνοι, βιαστές, ο διαβόητος μαφιόζος Ρόναλντ Κρέι και ο Αντεροβγάλτης του Γιόρκσιρ. Λίγες μέρες αφότου τα κορίτσια έφτασαν στο νοσοκομείο, η Τζουν έπεσε σε λήθαργο. Λίγες εβδομάδες μετά, προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Η Τζένιφερ επιτέθηκε σε μια νοσοκόμα. Τοποθετήθηκαν σε διαφορετικά κελιά και τους αρνήθηκαν κάθε επικοινωνία μεταξύ τους για ένα διάστημα. Για έναν μήνα η Τζουν δεν μιλούσε καθόλου. Αργότερα απαντούσε στις ερωτήσεις με ένα εξοργιστικό χαμόγελο. Όταν η Τζένιφερ προσπαθούσε να επικοινωνήσει δεν γινόταν κατανοητή. Της έκαναν συχνά ενέσεις με Depixol, ένα αντιψυχωσικό φάρμακο που της προκαλούσε θολή όραση και δεν μπορούσε να γράφει ή να διαβάζει. Στην Τζουν έδιναν επίσης συχνά αντιψυχωσικές αγωγές. Η οικογένεια τους σπάνια τις επισκεπτόταν: «Μας ξέχασαν, ξεθωριάσαμε τόσο που δεν θα μας ξαναδούν», έγραφε η Τζουν.

Οι 19χρονες τότε δίδυμες και οι γονείς τους υπέθεσαν ότι θα ήταν εκεί για ένα ή δύο χρόνια το πολύ. Αντίθετα, ήταν πάνω από 30 ετών όταν έφυγαν από το ίδρυμα. Οι γιατροί που τις εξέταζαν έκριναν κάθε φορά ότι χρειάζονταν ένα-δύο χρόνια ακόμα «θεραπείας».

«Οι ανήλικοι παραβάτες τιμωρούνται με δύο χρόνια φυλάκιση. Εμείς ζήσαμε 12 χρόνια κόλασης επειδή δεν μιλούσαμε», είπε αργότερα η Τζουν. «Χάσαμε την ελπίδα, πραγματικά. Ήμασταν παγιδευμένες».

Η Τζουν αργότερα έγραψε στο ημερολόγιό της: «Μια μέρα θα κοιτάξω πίσω τη Δευτέρα 21 Ιουνίου και τι θα δω; Η αδερφή μου κι εγώ, τόσο ευάλωτες όπως τα λουλούδια στην κόλαση».

Όπως λέει έφτασε σε σημείο να στείλει γράμμα ακόμα και στη βασίλισσα Ελισάβετ ζητώντας να τους δοθεί χάρη, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σύμφωνα με την Τζουν, η Τζένιφερ άρχισε να γίνεται παρανοϊκή. Έλεγε πως άκουγε πυροβολισμούς έξω από το παράθυρό της ή κατηγορούσε την Τζουν ότι προσπαθεί να την σκοτώσει.

Την ιστορία τους έμαθε κάποια στιγμή η δημοσιογράφος των Times Μάρτζορι Γουάλας. Κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των γονιών των κοριτσιών, πήρε στα χέρια της τα ημερολόγια τους που βρίσκονταν στοιβαγμένα στο γκαράζ του σπιτιού και ανακάλυψε έναν ολόκληρο κόσμο φαντασίας και μεγάλου ταλέντου γραμμένο στις εκατοντάδες σελίδες με ημερολόγια, ποιήματα, διηγήματα και ολοκληρωμένα μυθιστορήματα. Σε αυτά τίποτα δεν υποδείκνυε ότι τα κορίτσια ήταν ψυχοπαθή. Με συνεχή άρθρα της η Γουάλας έκανε γνωστή την ιστορία τους και τα κορίτσια βρήκαν για πρώτη φορά έναν συνήγορο που μιλούσε με πάθος γι’ αυτές και την αδικία του συστήματος που βίωναν συνεχώς.

 Η αφήγηση ορόσημο της ιστορίας της ζωής των κοριτσιών, «The Silent Twins», κυκλοφόρησε το 1986, την ίδια χρονιά που η Γουάλας ίδρυσε τη φιλανθρωπική οργάνωση ψυχικής υγείας SANE.  

Τα κορίτσια απελευθερώθηκαν τελικά από το Μπρόντμουρ τον Μάρτιο του 1993, όταν ήταν πια 30 ετών. Αμέσως μετά μεταφέρθηκαν στην ανοιχτή κλινική Κάσγουελ, όπου θα προετοιμάζονταν για την επιστροφή στο σπίτι. Στο λεωφορείο μεταφοράς η Τζένιφερ ακούμπησε το κεφάλι της στην αδερφή της και της είπε: «Επιτέλους, είμαστε έξω», ενώ μετά κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά σαν να βρίσκεται σε κάποιου είδους κώμα. Δώδεκα ώρες αργότερα ήταν νεκρή. Οι γιατροί κατέληξαν ότι πέθανε από ξαφνική, οξεία μυοκαρδίτιδα αγνώστου αιτιολογίας, μια φλεγμονή της καρδιάς.

«Σήμερα, η αγαπημένη μου δίδυμη αδερφή, η Τζένιφερ, πέθανε. Είναι νεκρή. Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Δεν θα με αναγνωρίσει ποτέ. Η μαμά και ο μπαμπάς ήρθαν να δουν το πτώμα της. Φίλησα το παγωμένο πρόσωπό της. Έγινα υστερική από τη θλίψη», έγραψε το ίδιο βράδυ η Τζουν.

Λίγο πριν φύγουν από το Μπρόντμουρ, η Γουάλας (Στην φωτογραφία μαζί με τις δίδυμες) είχε επισκεφτεί και πάλι τα κορίτσια, όπως έκανε κάθε Σαββατοκύριακο. Σε μια συνέντευξή της στο NPR χρόνια μετά η Γουάλας είχε κάνει μια ανατριχιαστική αποκάλυψη:

«Είχαμε μια πολύ ευχάριστη συζήτηση. Και τότε ξαφνικά στη μέση μιας κουβέντας, η Τζένιφερ είπε: ‘Μάρτζορι, θα πρέπει να πεθάνω’ και εγώ κάπως γέλασα. ‘Τι; Μην είσαι ανόητη. Ξέρεις, θα ελευθερωθείτε από το Μπρόντμουρ. Γιατί πρέπει να πεθάνεις; Δεν είσαι άρρωστη’. Και αυτή είπε: ‘Επειδή το έχουμε αποφασίσει’. Σε εκείνο το σημείο φοβήθηκα πάρα πολύ γιατί κατάλαβα τι εννοούσαν», ανέφερε η Γουάλας.


Η Γουάλας συνειδητοποίησε ότι τα κορίτσια φαίνεται να προετοιμάζονταν για καιρό να πεθάνει κάποια από τις δύο. Έμοιαζε σα να είχαν καταλήξει σε ένα συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να πεθάνει η μια για να ζήσει πραγματικά η άλλη. Η Γουάλας ειδοποίησε τους γιατρούς γι’ αυτή τη συζήτηση, αλλά αυτοί την καθησύχασαν λέγοντας ότι τα κορίτσια βρίσκονται υπό συνεχή επίβλεψη. Λίγα εικοσιτετράωρα μετά η Τζένιφερ ήταν νεκρή. Δεν βρέθηκε κανένα είδους δηλητήριο στον οργανισμό της και οι γιατροί κατέληξαν ότι ίσως οι φαρμακευτικές αγωγές που έπαιρναν προκάλεσαν βλάβη στην καρδιά της. Ωστόσο και η Τζουν έπαιρνε τα ίδια φάρμακα και ήταν απόλυτα υγιής.

Η Γουάλας θυμάται ότι επισκέφτηκε την Τζουν λίγες μέρες μετά τον θανατο της Τζένιφερ και την βρήκε να είναι σε καλή διάθεση, πρόθυμη να μιλήσει πραγματικά για πρώτη φορά. Από εκείνη τη στιγμή η Τζουν έμοιαζε να είναι ένας νέος άνθρωπος. Είπε στην Μάρτζορι ότι ο θάνατος της Τζένιφερ την «άνοιξε» και της επέτρεψε να νιώσει ελεύθερη για πρώτη φορά. Της είπε ότι η Τζένιφερ έπρεπε να πεθάνει και ότι είχαν αποφασίσει ότι όταν εκείνη θα πέθαινε θα ήταν υποχρέωση της Τζουν να ζήσει και για τις δύο.

Η Τζουν έφυγε από την κλινική Κάσγουελ έναν χρόνο μετά τον θάνατο της Τζένιφερ και επέστρεψε στο Χαβερφορντγουεστ, όπου ζει μέχρι σήμερα κοντά στην υπόλοιπη οικογένειά της.

Στη συνέντευξή της το 2000 στον New Yorker η Τζουν είχε πει: «Παλιότερα μου έλειπε. Τώρα την έχω αποδεχθεί. Είναι μέσα μου. Με κάνει πιο δυνατή. Έχω αποδεχτεί το γεγονός ότι έχει φύγει. Μου πήρε πέντε χρόνια θρήνου, κατά τα οποία έκλαιγα συνέχεια. Τώρα όλα τα δάκρυά μου έχουν σταματήσει, έχουν στεγνώσει μέσα στα μάτια μου. Δεν νιώθω μόνη πια. Την έχω μέσα μου, δεν την έχω;».

 

*Φέτος, το «The Silent Twins» έγινε ταινία με τις Λετίτσια Ράιτ και την Τάμαρα Λόρενς. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών τον Μάιο και την περιέγραψε η Screen Daily ως «ένα σκόπιμα προκλητικό, μερικές φορές σκληρό δράμα». Η Αγκινέσκα Σμοτζίνσκα, η Πολωνή σκηνοθέτης της ταινίας, λέει ότι η καρδιά της ιστορίας τους ήταν «η σύγκρουση των δύο κόσμων τους. Η πραγματικότητα, αντιπαρατίθεται στη φαντασία τους, που ήταν γεμάτη χρώμα και ενέργεια».