Δέκα αστυνομικοί που κατέληξαν δολοφόνοι κατά συρροή...



Ορκίστηκαν να προστατεύουν τους πολίτες, αλλά έκαναν ακριβώς το αντίθετο

 

Το «τέρας» μπορεί να κρύβεται πολλές φορές ακόμα και στο πιο απρόβλεπτο σημείο, εκεί όπου δεν μπορεί κανείς να φανταστεί. Ακόμα και πίσω από το πρόσωπο αυτού που ορκίστηκε να υπηρετεί και να προστατεύει τους άλλους ανθρώπους.

Οι δέκα δολοφόνοι κατά συρροή που παρατίθενται παρακάτω ήταν ταυτόχρονα και αστυνομικοί. Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς ερευνούσαν τους τόπους των… δικών τους εγκλημάτων, ενώ όλοι τους έκαναν κατάχρηση εξουσίας για να διαπράξουν αποτρόπαια εγκλήματα, όπως αναφέρει ο ιστότοπος Listverse.com.

10. Τορ Χέντιν

Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξεκινούν μια εγκληματική ζωή κλέβοντας… βρώμη, αλλά ο Σουηδός κατά συρροή δολοφόνος, εμπρηστής και αστυνομικός Τορ Χέντιν (κεντρική ΦΩΤΟ) το έκανε. Όταν ήταν 16 ετών, ο Χέντιν διέρρηξε ένα τοπικό ζυθοποιείο για να κλέψει λίγη βρώμη. Στη συνέχεια, αποφάσισε να κάψει όλο το μέρος, για να καλύψει τα ίχνη του.

Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1951, πραγματοποιήθηκε μια συγκέντρωση προς τιμήν του Χέντιν, για να παραμείνει ως τοπικός αστυνομικός της πόλης. Μετά το συλλαλητήριο, διέπραξε τον πρώτο του φόνο, σκοτώνοντας τον καλύτερο φίλο του, Τζον Άλαν Νίλσον, ύστερα από ένα παιχνίδι πόκερ. Στη συνέχεια, έβαλε φωτιά στον τόπο του εγκλήματος. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Χέντιν συμμετείχε στην έρευνα για τη δολοφονία που διέπραξε και μάλιστα μίλησε σε εθνικά μέσα ενημέρωσης σχετικά με την υπόθεση!

Περίπου ένα χρόνο αφότου σκότωσε τον Νίλσον, ο Χέντιν ξέσπασε με δολοφονική μανία, αφού η φίλη του, Ούλα Όστμπεργκ, τον χώρισε. Η πρώτη του «στάση» ήταν στο σπίτι των γονιών του στο Saxtorp. Σκότωσε και τους δύο και στη συνέχεια έβαλε φωτιά στο σπίτι. Στη συνέχεια, πήγε στο γηροκομείο όπου εργαζόταν η Όστμπεργκ και σκαρφάλωσε από ένα παράθυρο στο υπνοδωμάτιό της. Όταν δεν τη βρήκε στο δωμάτιό της, έψαξε τον όροφο και την βρήκε στο δωμάτιο της προϊσταμένης. Τις σκότωσε και τις δύο με τσεκούρι, κλείδωσε τις πόρτες και έβαλε φωτιά στο κτίριο. Εκτός από τις γυναίκες, τέσσερις ηλικιωμένοι άνθρωποι πέθαναν από την πυρκαγιά και ένας πέμπτος πέθανε αργότερα από εγκαύματα στο νοσοκομείο.

Μετά τη σειρά των δολοφονιών, ο Χέντιν κρύφτηκε. Η τοπική αστυνομία είχε ήδη αντιληφθεί ότι αυτός βρισκόταν πίσω από τα εγκλήματα και ξεκίνησε ανθρωποκυνηγητό για να τον εντοπίσει. Βρήκαν το αυτοκίνητό του παρκαρισμένο μπροστά από μια καλύβα δίπλα σε μια λίμνη, ενώ στο μπροστινό κάθισμα υπήρχε ένα σημείωμα αυτοκτονίας. Στο σημείωμα, ο Χέντιν ισχυριζόταν ότι ήταν καλός μόνο στο να εντοπίζει άλλους εγκληματίες και εξηγούσε ότι σκότωσε τους γονείς του, για να μην υποφέρουν για τα εγκλήματα που διέπραξε. Το πτώμα του βρέθηκε αργότερα στη λίμνη. Συνολικά σκότωσε δέκα ανθρώπους, τους εννέα από τους οποιους σε ένα μόνο βράδυ.

9. Τζον Κρίστι

Ο κατά συρροή δολοφόνος Τζον Κρίστι δεν θα έπρεπε ποτέ να έχει γίνει αστυνομικός. Είχε ποινικό μητρώο που περιελάμβανε κλοπές και βίαιες επιθέσεις και είχε κάνει ήδη φυλακή. Όμως κανείς δεν πρόσεξε αυτές τις… λεπτομέρειες κι έτσι κατάφερε να ενταχθεί στην Εφεδρική Αστυνομία Πολέμου της Βρετανίας, όπου η υπηρεσία του κρίθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική και αξιόπιστη.


Την εποχή που ήταν πια αστυνομικός- το 1943- είχε σχέση με την Ρουθ Φουέρστ, μια 21χρονη πόρνη. Την στραγγάλισε μέχρι θανάτου, ενώ έκανε σεξ μαζί της ένα βράδυ, και στη συνέχεια την έθαψε στον κοινόχρηστο κήπο της κατοικίας του στην οδό Rillington Place 10.

Αυτό πυροδότησε την επιθυμία του να δολοφονήσει κι άλλες γυναίκες κι αποφάσισε το επόμενο θύμα του να είναι η γειτόνισσά του, Μούριελ Έντι. Ο Κρίστι την προσκάλεσε στο σπίτι του λέγοντάς της ότι είναι γιατρός και ότι θα την βοηθήσει με την ασθένεια που είχε. Χρησιμοποιώντας μονοξείδιο του άνθρακα σε έναν εισπνευστήρα, την άφησε αναίσθητη. Στη συνέχεια την στραγγάλισε και τη βίασε πριν θάψει το πτώμα της στον κήπο, δίπλα στον Φουέρστ.

Μια άλλη γειτόνισσα, η Μπέριλ Έβανς, θα γινόταν το τρίτο θύμα του. Η Μπέριλ και ο σύζυγός της, Τίμοθι, ήθελαν να τερματίσουν την εγκυμοσύνη της γυναίκας, φοβούμενοι ότι δεν θα μπορούσαν να συντηρήσουν άλλο ένα παιδί. Ο Κρίστι προσφέρθηκε να βοηθήσει, ισχυριζόμενος και πάλι ότι ήταν γιατρός. Ωστόσο, βίασε και στραγγάλισε την Μπέριλ με μια γραβάτα και στη συνέχεια έκρυψε το πτώμα της στο υπόστεγο του κήπου. Ο Κρίστι ανέφερε στον Τίμοθι Έβανς ότι η σύζυγός του πέθανε από σηπτικό σοκ και ισχυρίστηκε ότι θα έβρισκε κατάλληλο σπίτι για το μωρό τους, ηλικίας ενός έτους. Το βρέφος ανακαλύφθηκε αργότερα μαζί με το πτώμα της Μπέριλ στο υπόστεγο του κήπου. Ο άντρας της κατηγορήθηκε για τα εγκληματα και παρόλο που δήλωσε ότι πιθανότατα ο Κρίστι κρυβόταν πίσω απο τους φόνους οι δικαστές δεν τον πίστεψαν και εκτελέστηκε διά απαγχονισμού. Τρία χρόνια μετά, όταν θα αποκαλυπτόταν η δράση του Κρίστι, δόθηκε μεταθανάτια χάρη στον Τίμοθι Έβανς.

Τα επόμενα χρόνια πριν συλληφθεί, ο Κρίστι θα σκότωνε άλλες τρεις πόρνες και τη σύζυγό του, Έθελ. Αποθήκευσε τα πτώματά τους σε διάφορους χώρους του σπιτιού. Οι τρεις ιερόδουλες ανακαλύφθηκαν αργότερα κρυμμένες σε μια χάρτινη εσοχή στην κουζίνα από έναν νέο ένοικο, αφού ο Κρίστι μετακόμισε ξαφνικά. Το πτώμα της συζύγου του, Έθελ, ανακαλύφθηκε κάτω από τις σανίδες του πατώματος, όταν τελικά η αστυνομία ήρθε να το ερευνήσει.

Ο Κρίστι εντοπίστηκε σύντομα στο Λονδίνο και δικάστηκε για τα εγκλήματά του. Αρχικά δήλωσε ότι ήταν παράφρων, αλλά οι ένορκοι χρειάστηκαν λιγότερο από δύο ώρες για να τον καταδικάσουν σε απαγχονισμό για τη δολοφονία της συζύγου του. Ο Κρίστι εκτελέστηκε δύο εβδομάδες αργότερα, στις 15 Ιουλίου 1953.

Το 1971, η ταινία 10 Rillington Place με τον Ρίτσαρντ Ατένμπορο διηγήθηκε τη δράση του Κρίστι.

8. Μιχαήλ Πόπκοφ

Ο Μιχαήλ Πόπκοφ χρησιμοποιούσε τη στολή και το περιπολικό του, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των θυμάτων του πριν τα παρασύρει στο θάνατο. Από το 1992 έως το 2010, ο Πόπκοφ σκότωσε δεκάδες γυναίκες ηλικίας 16 έως 40 ετών. Όταν συνελήφθη υποστήριξε ότι ήθελε να καθαρίσει τους δρόμους απο τις πόρνες, αλλά και ότι ήθελε να τιμωρήσει την κακοποιητική μητέρα του.

Συνήθως στόχευε γυναίκες που επιδίδονταν σε πράξεις που ο ίδιος θεωρούσε ανήθικες, όπως το να βγαίνουν για διασκέδαση χωρίς αντρική συνοδεία. Φορώντας την αστυνομική του στολή, τις παραμόνευε και τις πλησίαζε προτείνοντας να τις πάει σπίτι με το περιπολικό. Όταν αυτές επιβιβάζονταν τις οδηγούσε σε ερημικές τοποθεσίας. Τους επιτιθόταν με κατσαβίδι, τσεκούρι ή μαχαίρι. Στη συνέχεια, βίαζε τα θύματά του, πριν αφήσει τα ακρωτηριασμένα σώματά τους σε δάση σε όλη την πόλη Ανγκάρσκ της Ρωσίας.

 

Ο Πόπκοφ ομολόγησε τη δολοφονία τουλάχιστον 22 γυναικών, ωστόσο τρία χρόνια μετά την καταδίκη του ομολόγησε άλλους 59 φόνους. Ομολογώντας αργότερα άλλους δύο φόνους, τα θύματά του φτάνουν συνολικά τα 83.  Η βιαιότητα των δολοφονιών του στοίχειωσε τους κατοίκους της πόλης και έγινε πρωτοσέλιδο σε εθνικό επίπεδο, δίνοντας στον Πόπκοφ το παρατσούκλι «Ο Λυκάνθρωπος».

Ο Πόπκοφ κατάφερε να ξεφύγει από την Αστυνομία για δύο δεκαετίες, ακόμη και όταν ένα από τα παρολίγον θύματά του δραπέτευσε και τον αναγνώρισε ως τον άντρα που της επιτέθηκε. Κάποια στιγμή όμως οι δολοφονίες σταμάτησαν. Όπως ειπε αργότερα ο Πόπκοφ, είχε προσβληθεί από μια αφροδίσια ασθένεια και επειδή δεν την αντιμετώπισε δεν μπορούσε πια να πάρει ευχαρίστηση από τους φόνους και τους βιασμούς του.

Η τύχη του άλλαξε το 2012, όταν όλοι οι υπάλληλοι των υπηρεσιών επιβολής του νόμου στο Ανγκάρσκ υποχρεώθηκαν να κάνουν τεστ DNA. Τότε, ο Πόπκοφ ταυτοποιήθηκε ως ο διαβόητος «Λυκάνθρωπο». Τον Ιανουάριο του 2015, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.

7. Κρίστοφερ Τζόρνταν Ντόρνερ

Η καταλυτική στιγμή για τον Ντόρνερ ήταν η απόλυσή του από την αστυνομία του Λος Άντζελες. Είχε προηγηθεί μια αναφορά που υπέβαλε και στην οποία κατηγόρησε - ψευδώς οπως αποδείχθηκε- μια άλλη αστυνομική για ακραία και περιττή βία κατά τη διάρκεια μιας σύλληψης. Ένιωσε ότι η απόλυσή του ήταν άδικη και το 2013 άρχισε να εκδικείται όσους πίστευε ότι τον αδίκησαν.


Οι δύο πρώτοι που δολοφόνησε ήταν η Μόνικα Κουάν και ο αρραβωνιαστικός της Κιθ Λόρενς. Τους πυροβόλησε εξ επαφής, ενώ βρίσκονταν στο αυτοκίνητό τους. Κανείς από τους δύο δεν είχε συναντήσει τον Ντόρνερ στο παρελθόν, αλλά ο πατέρας της Κουάν ήταν πρώην αρχηγός της αστυνομίας του Λος Άντζελες και δικηγόρος του Ντόρνερ στην υπόθεση που οδήγησε στην απόλυσή του. Σε ένα μανιφέστο 11.000 λέξεων που έγραψε και δημοσίευσε στη σελίδα του στο Facebook παραδέχτηκε ότι κυνήγησε την κόρη του Κουάν και τον αρραβωνιαστικό της, επειδή θεωρούσε ότι ο Κουάν δεν έκανε αρκετά καλή δουλειά στην υπεράσπισή του.

Στο μανιφέστο του περιλαμβανόταν και μια λίστα με όσους θα ακολουθούσαν. Αυτή ήταν μόνο η αρχή σε ένα διάστημα δύο εβδομάδων με δολοφονίες, που θα άφηναν πίσω τους τέσσερις νεκρούς και άλλους δύο τραυματίες.

Μετά την ανάρτηση του μανιφέστου του Ντόρνερ, το LAPD (αστυνομικό τμήμα Λος Άντζελες) άνοιξε ξανά την υπόθεση της απόλυσης του Ντόρνερ και ο αρχηγός Τσάρλι Μπεκ βγήκε στα μέσα ενημέρωσης για να τον διαβεβαιώσει ότι έπαιρναν σοβαρά υπόψη τους τα αιτήματά του να επανεξετάσουν την απόλυσή του.

Την ίδια στιγμή, όμως, η αστυνομία ξεκίνησε ανθρωποκυνηγητό εναντίον του και προσέφερε αμοιβή για τον Ντόρνερ, κατονομάζοντάς τον ως εγχώριο τρομοκράτη και απειλή για την κοινωνία.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έστησε ενέδρα και σκότωσε τον αστυνομικό Μάικλ Κρέιν και τραυμάτισε τον συνεργάτη του, ενώ βρίσκονταν σε περιπολία ρουτίνας.

Στις 12 Φεβρουαρίου, δέκα ημέρες μετά την έναρξη του τρελού φονικού ξεσπάσματος του Ντόρνερ, όλα τελείωσαν σε μια ορεινή καλύβα, όταν συγκρούστηκε με την αστυνομία. Ο υπαρχηγός Τζερεμάια ΜακΚέι σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών, όταν ο Ντόρνερ άνοιξε πυρ, ενώ οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να τον εξουδετερώσουν με δακρυγόνα. Κάποια στιγμή, άκουσαν έναν μονό πυροβολισμό από το εσωτερικό της καλύβας. Κατά λάθος, τα δακρυγόνα προκάλεσαν φωτιά στην καλύβα και τα πυρομαχικα που υπήρχαν στο εσωτερικό της εξερράγησαν με αποτέλεσμα η αστυνομία να μην μπορεί να μπει. Όταν η φωτιά έσβησε, μέσα στην καλύβα βρέθηκαν απανθρακωμένα λείψανα, για τα οποία επιβεβαιώθηκε από τα οδοντιατρικά αρχεία ότι ήταν του Κρίστοφερ Ντόρνερ. Η επίσημη αιτία θανάτου προσδιορίστηκε ως αυτοτραυματισμός από πυροβολισμό στο κεφάλι.

6. Τιάγκο Ενρίκε Γκόμες Ντα Ρότσα

Ο Ντα Ρότσα δεν είναι ακριβώς αστυνομικός, ωστόσο ως σωματοφύλακας ήταν ένας άνθρωπος που αναλάμβανε να προστατέψει τους πελάτες του. Όμως, αποδείχθηκε ότι στην πραγματικότητα ήταν ένας από τους πιο παραγωγικούς σίριαλ κίλερ της Βραζιλίας.

Ο ίδιος υποστήριξε αργότερα ότι δολοφονούσε για να «ανακουφίσει τον προσωπικό του πόνο και τα βάσανά του» μετά τη σεξουαλική του κακοποίηση ως παιδί. Ο Ντα Ρότσα σκότωσε τουλάχιστον 39 ανθρώπους, πριν τελικά συλληφθεί το 2014.

Στοχεύοντας άστεγους, ομοφυλόφιλους, αλλά και πόρνες, ο Ντα Ρότσα πλησίαζε τους ανθρώπους με τη μοτοσικλέτα του και φώναζε «Ληστεία!». Στη συνέχεια, πυροβολούσε τα θύματά του με ένα 38άρι περίστροφο και απομακρυνόταν από τον τόπο του εγκλήματος. Ωστόσο, δεν τους έκλεβε ποτέ τίποτα.

Κάποια στιγμή, η αστυνομία σταμάτησε τον Ντα Ρότσα, επειδή είχε πλαστές πινακίδες στη μοτοσικλέτα του και συνελήφθη. Το σπίτι όπου ζούσε με τη μητέρα του ερευνήθηκε και εκεί η αστυνομία ανακάλυψε το περίστροφο που χρησιμοποιούνταν στους φόνους. Ο Ντα Ρότσα έδωσε τελικά πλήρη ομολογία στην αστυνομία και καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλακή επίσημα για 11 φόνους.

5. Ζενγκ Καϊγκού

Ο Ζενγκ Καϊγκού υπηρέτησε ως αστυνομικός στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και ήταν ειδικός στην παρακολούθηση. Αυτή η εκπαίδευση τον μετέτρεψε σε έναν πολύ μοναχικό άνθρωπο, που παρέμενε κλεισμένος στον εαυτό του και σπάνια συναναστρεφόταν με οποιονδήποτε. Και όταν το έκανε, συνήθως επικοινωνούσε μόνο με τη γλώσσα του σώματος! Αυτό τον βοήθησε επίσης να ξεφύγει από τους αστυνομικούς, όταν αντιλήφθηκαν για πρώτη φορά τις ληστείες και τις δολοφονίες του το 2004.

Ο Καϊγκού παρακολουθούσε ανθρώπους που έκαναν μεγάλες αναλήψεις χρημάτων από τις τράπεζες και καθώς έφευγαν με τα μετρητά, τους πυροβολούσε και έφευγε με τα χρήματά τους.

Ωστόσο, το 2012 εντοπίστηκε έξω από μια τράπεζα της Ναντζίνγκ, αφού πυροβόλησε έναν άνδρα και έφυγε με περίπου 30.000 δολάρια. Θεωρώντας ότι ήταν υπεύθυνος για άλλους έξι θανάτους και δύο τραυματισμούς σε παρόμοια εγκλήματα, οι αρχές έστειλαν 13.000 αστυνομικούς και δύο ελικόπτερα για τον Καϊγκού, ωστόσο αυτός είχε ήδη καταφέρει να ξεφύγει. Μέχρι σήμερα παραμένει ένας από τους πλέον καταζητούμενους ανθρώπους στην Κινα και κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται.

4. Ντέιβιντ Στέφεν Μίντλετον

Ο πρώην αστυνομικός του Μαϊάμι, Ντέιβιντ Στέφεν Μίντλετον, χρησιμοποίησε το νέο του επάγγελμα ως ηλεκτρολόγος για να εντοπίζει τα θύματά του. Ωστόσο, δεν χρησιμοποίησε ποτέ τις αστυνομικές του γνώσεις για να αποφύγει τη σύλληψη.

Τον Φεβρουάριο του 1995, το πτώμα της Κάθριν Ελίζαμπεθ Πάουελ ανακαλύφθηκε δεμένο με σακούλες σκουπιδιών και σχοινί σε έναν κάδο σκουπιδιών στο Ρένο της Νεβάδα. Από την αρχή, ο Μίντλετον ήταν ο βασικός ύποπτος, επειδή είχε κάνει ένα υπηρεσιακό τηλεφώνημα στο σπίτι της Πάουελ, λίγες ημέρες πριν από τη δολοφονία της. Μάλιστα, χρησιμοποίησε την πιστωτική της κάρτα, για να αγοράσει στερεοφωνικό εξοπλισμό και στη συνέχεια έστειλε τον συγκάτοικό του να τον παραλάβει.

Ο δολοφόνος χρησιμοποίησε επίσης μια πολύ συγκεκριμένη κίτρινη σακούλα σκουπιδιών για να καλύψει το πτώμα της Πάουελ, οι οποίες πωλούνταν μόνο σε δύο καταστήματα στην περιοχή που ζούσε ο Μίντλετον. Μετά την έκδοση του εντάλματος έρευνας, η αστυνομία ανακάλυψε τις σακούλες σκουπιδιών, το στερεοφωνικό και πολλά άλλα ενοχοποιητικά αντικείμενα σε μια αποθήκη που είχε νοικιάσει ο ύποπτος.

Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, τα λείψανα της Θέλμα Ντάβιλα (που εθεάθη για τελευταία φορά το 1994) βρέθηκαν με παρόμοιο τρόπο όπως και της Πάουελ, γεγονός που υποδεικνύει ότι ο Μίντλετον είχε σκοτώσει την Ντάβιλα πριν δολοφονήσει την Πάουελ.

Μια κουβέρτα που ανήκε στην Ντάβιλα είχε βρεθεί στην αποθήκη του Μίντλετον και μια τρίχα που εντοπίστηκε αναγνωρίστηκε ως δική της. Επίσης, ένας οδηγός λεωφορείου, που γνώριζε την Ντάβιλα, την είχε αφήσει το τελευταίο βράδυ που την είδαν ζωντανή και κατέθεσε ότι την είδε να μπαίνει σε ένα φορτηγό με έναν άνδρα, που ταίριαζε στην περιγραφή του Μίντλετον.

Ο Μίντλετον  συνελήφθη και δικάστηκε το 1996. Εκτός από τις δύο κατηγορίες δολοφονίας κατηγορήθηκε και για δύο υποθέσεις απαγωγής και διακεκριμένης κλοπής. Κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε θάνατο.

Ενώ βρισκόταν στη φυλακή, τα λείψανα ενός άλλου πτώματος βρέθηκαν με τον Μίντλετον να είναι ένας από τους υπόπτους στην υπόθεση και το FBI να ζητά βοήθεια για την αναγνώριση της γυναίκας. Παράλληλα, υπάρχουν υποψίες για την δολοφονία ενος 18χρονου κοριτσιού το 1993.

3. Άντονι «Τζακ» Σάλι

Μετά από οκτώ χρόνια υπηρεσίας, ο Άντονι «Τζακ» Σάλι εγκατέλειψε το αστυνομικό τμήμα της πόλης Μίλμπρε και ξεκίνησε μια ανεξάρτητη επιχείρηση εργολαβίας.

Η επιχείρησή του θα γινόταν γρήγορα επιτυχημένη και ο Σάλι άρχισε να διακινεί δωρεάν κοκαΐνη και να προσλαμβάνει συνοδούς, προτιμώντας τα κορίτσια που δούλευαν για την Τίνα Λιβινγκστον.

Τον Φεβρουάριο του 1983, ο Σάλι διέπραξε τον πρώτο από τους έξι αποτρόπαιους φόνους του. Έβαλε την Λιβινγκστον να φέρει την Γκλόρια Φράβελ στην αποθήκη της εταιρείας του, η οποία χρωστούσε στην Λίβινγκστον 500 δολάρια. Ο Σάλι πρότεινε στην Φράβελ να κάνουν σεξ ωστόσο αυτή αρνήθηκε τις προτάσεις του. Αυτός άρχισε να την ξυλοκοπεί, τη φίμωσε και της πέρασε χειροπέδες.


Στη συνέχεια, την κρέμασε από το ταβάνι και τη βίασε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, ενώ στο κτίριο βρίσκονταν και η Λίβινγκστον και μια άλλη πόρνη.  Η Φράβελ ήταν κατά κύριο λόγο υπό την επήρεια ναρκωτικών αλλά κάποια στιγμή το φίμωτρο της λύθηκε και εκείνη φώναξε για βοήθεια. Οι δύο γυναίκες προσπάθησαν να την κάνουν να σταματησει, αλλά ο Σάλι έσφιξε περισσότερο τη θηλιά μέχρι που εκείνη έπεσε αναίσθητη. Νομίζοντας ότι ήταν νεκρή, τη φόρτωσαν στο αυτοκίνητο για να πετάξουν το πτώμα, αλλά συνειδητοποίησαν ότι ήταν ακόμα ζωντανή. Στη συνέχεια, ο Σάλι την χτύπησε επανειλημμένα με ένα τσεκούρι μέχρι να πεθάνει. Το πτώμα της βρέθηκε αργότερα και ο Σάλι κράτησε το άρθρο της εφημερίδας που περιγράφει λεπτομερώς την έρευνα, θεωρώντας… αστείο το γεγονός ότι η Φράβελ ανακαλύφθηκε από έναν χασάπη.

Δύο μήνες αργότερα, ο Σάλι σκότωσε μια άλλη πόρνη της Λίβινγκστον, την 19χρονη Μπρένταν Όκντεν πυροβολώντας την στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Μόνο που αυτή τη φορά, αποθήκευσε το πτώμα της σε ένα βαρέλι πριν το πετάξει. Ένα μήνα αργότερα, δολοφόνησε μια άλλη πόρνη και τον νταβατζή της, τη Φίλις Μελέντεζ και τον Μάικλ Τόμας πάλι με δύο σφαίρες στο κεφάλι. Και πάλι, αποθήκευσε τα πτώματά τους σε βαρέλια με τσιμέντο και τα πέταξε σε ένα κοντινό πάρκο όπου βρέθηκαν λίγες μέρες μετά. Μια τέταρτη πόρνη, ονόματι Μπάρμπαρα Σέρσι, ήταν το επόμενο θύμα του, ενώ το τελευταίο γνωστό θύμα του ήταν η Κάθριν Μπάρετ, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των θυμάτων του σε έξι.

Ο Σάλι συνελήφθη τον Αύγουστο του 1983, με ένα συντριπτικό όγκο αποδείξεων να στοιβάζονται εναντίον του. Όχι μόνο βρέθηκαν υλικά, που χρησιμοποιήθηκαν για τη φύλαξη των πτωμάτων τόσο στο φορτηγό όσο και στην αποθήκη του, αλλά το αποτύπωμά του βρέθηκε σε πλαστική μεμβράνη που χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει τα δύο τελευταία θύματά του. Τα δακτυλικά του αποτυπώματα βρέθηκαν επίσης στα βαρέλια που χρησιμοποιήθηκαν για να αποθηκεύσει τους Όκντεν, Μελέντεζ και Τόμας. Εκτός από τις πολυάριθμες μαρτυρίες των ιερόδουλων που κακοποιήθηκαν από τον Σάλι και η Λίβινγκστον κατέθεσε εναντίον του, η οποία έκανε συμφωνία με τις αρχές για τη δική της συμμετοχή στα εγκλήματα.

Ύστερα από μια δίκη επτά εβδομάδων, ο Σάλι καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε η θανατική ποινή τον Ιούνιο του 1986. Η έφεσή του, τόσο κατά των καταδικαστικών αποφάσεων, όσο και κατά της θανατικής ποινής, απορρίφθηκε το 2013, αφήνοντάς του λίγες επιλογές για ανατροπή. Μέχρι σήμερα περιμένει την εκτέλεσή του.

2. Γκενάντι Μιχασεβιτς

Ο Γκενάντι Μιχασεβιτς ήταν εθελοντής αστυνομικός για την Εθελοντική Λαϊκή Δρούζινα στην ΕΣΣΔ. Πολλές φορές, του ανατέθηκε να δουλέψει πάνω στις υποθέσεις των… δικών του δολοφονιών, διεξάγοντας συνεντεύξεις και συλλέγοντας αποδεικτικά στοιχεία. Αυτο μάλιστα του έδωσε το προβάδισμα καθώς έμαθε πώς εργάζονται οι ερευνητές για να τον εντοπίσουν και ήξερε τι να αποφύγει.

 Όπως υποστήριξε αργότερα, η δολοφονική του μανία ξέσπασε οταν επέστρεψε από το στρατό και ανακάλυψε ότι η κοπέλα του όχι μόνο τον είχε παρατήσει αλλά είχε ήδη παντρευτεί άλλον.

Από το 1971 έως το 1985, ο Μιχασεβιτς σκότωσε επιβεβαιωμένα 36 γυναίκες, αλλά ο συνολικός αριθμός θα μπορούσε στην πραγματικότητα να πλησιάζει τις 55.


Συχνά βίαζε και στραγγάλιζε τα θύματά του, αλλά πολύ συχνά άλλοι άνδρες κατηγορούνταν για τα εγκλήματά του. Κατά τραγικό τρόπο, στη θέση του καταδικάστηκαν 13 άτομα, 12 από τα οποία στάλθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας. Ένας από αυτούς εκτελέστηκε για τους φόνους που διέπραξε ο Μιχασεβιτς, αφού εξαναγκάστηκε να ομολογήσει με βασανιστήρια και απειλές.

Ωστόσο, οι ερευνητές συνειδητοποίησαν αργότερα ότι οι δολοφονίες πρέπει να διαπράχθηκαν από ένα άτομο, καθώς ήταν όλες παρόμοιες στον τρόπο δράσης. Όταν οι αρχές ξεκινησαν να αναζητούν έναν κατά συρροή δολοφόνο, ο Μιχασεβιτς άρχισε να ανησυχεί ότι θα συλληφθεί. Έτσι, έκανε ένα μοιραίο λάθος στέλνοντας μια ανώνυμη επιστολή στην αστυνομία, με την υπογραφή «Πατριώτης του Βίτεμπσκ», στην οποία ανέφερε ότι η διαφθορά της εποχής ήταν η αιτία των δολοφονιών.

Αυτό στην πραγματικότητα έδωσε στην αστυνομία ένα στοιχείο και, όταν ένα άλλο σημείωμα αφέθηκε δίπλα σε ένα νέο θύμα, η αστυνομία αποφάσισε να συγκρίνει την επιστολή με τον γραφικό χαρακτήρα πάνω από 556.000 ανδρών στην πόλη.

Μεταξύ άλλων έλεγξαν και το δείγμα του Μιχασεβιτς και σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτός ήταν ο κατά συρροή δολοφόνος.

Ενώ ομολόγησε και συνελήφθη το 1985, η τύχη του Μιχασεβιτς δεν είναι γνωστή. Ο Μιχάσεβιτς εκτελέστηκε από εκτελεστικό απόσπασμα το 1987.  Ήταν πάντως ο πρώτος κατά συρροή δολοφόνος, που αναγνωρίστηκε από τα ελεγχόμενα σοβιετικά μέσα ενημέρωσης.

1. Νόρμπερτ Πόλκε

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι κατά συρροή δολοφονίες του Νόρμπερτ Πόλκε από τη Δυτική Γερμανία ξεκινησαν απο την αγάπη του για την οικογένεια. Η κόρη του Πόλκε πέθανε από καρκίνο τον Μάρτιο του 1984 σε ηλικία τριών ετών και αυτό σε συνδυασμό με ένα σπίτι που είχε φτιάξει η οικογένεια τους δημιούργησαν χρέη ύψους περίπου 400.000 δολαρίων.

Αλλά ενώ ήθελε να προσφέρει στους αγαπημένους του, τα πράγματα γρήγορα ξέφυγαν από τον έλεγχο: Από τον Μάιο του 1984 έως τον Οκτώβριο του 1985, η αστυνομία παρατήρησε ένα μοτίβο στις ληστείες τραπεζών που συνέβαιναν στη Δυτική Γερμανία.


Ο δράστης έσπαγε το παράθυρο του ταμείου με μια βαριοπούλα. Αφού απαιτούσε χρήματα, στη συνέχεια διέφευγε με ένα κλεμμένο όχημα. Ο ιδιοκτήτης του οχήματος στη συνέχεια εντοπιζόταν νεκρός – πυροβολημένος στο κεφάλι – σε μια περιοχή κοντά στην τράπεζα. Αυτό συνέβη τουλάχιστον τρεις φορές και η αστυνομία αναζητούσε πλέον έναν κατά συρροή δολοφόνο.

Μετά την τελευταία ληστεία, η οποία ήταν ανεπιτυχής, η αστυνομία αναγνώρισε το όπλο ως ένα πιστόλι Walther P5, ένα όπλο που συνήθως χρησιμοποιείται στην αστυνομία. Στη συνέχεια, οι ερευνητές ανακάλυψαν την αστυνομική στολή του Πόλκε σε ένα ντουλάπι, στο σιδηροδρομικό σταθμό του Ludwigsburg.

Σε συνδυασμό με την πρόσφατη περίεργη συμπεριφορά του Πόλκε, τον θάνατο της κόρης του και τα μεγάλα χρέη του, η αστυνομία αποφάσισε να τον επισκεφθεί για να του κάνει μερικές ερωτήσεις.

Δυστυχώς, όμως, ήταν πολύ αργά. Φοβούμενος ότι η αστυνομία τον είχε καταλάβει, ο Πόλκε πήρε αναρρωτική άδεια, πήγε σπίτι του και πυροβόλησε τη γυναίκα του και έναν από τους γιους του. Στη συνέχεια, εξαφανίστηκε μαζί με το άλλο του αγόρι, αλλά η αστυνομία βρήκε σύντομα τα πτώματά τους στη βόρεια Ιταλία. Και οι δύο είχαν πυροβοληθεί στο κεφάλι με το Walther P5, σε μια υπόθεση που ήταν ξεκάθαρα δολοφονία-αυτοκτονία.

Η βαλλιστική θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο Πόλκε εμπλέκεται και στις τρεις ληστείες με τις δολοφονίες των οδηγών.  Η υπόθεση είχε κλείσει με τον χειρότερο τρόπο.