«Δωσίλογοι πλούτισαν στην Κατοχή και στη συνέχεια πρωτοστάτησαν στην οικονομική ζωή της χώρας»


Ο ιστορικός-συγγραφέας Μενέλαος Χαραλαμπίδης μιλάει για το βιβλίο του «Οι Δωσίλογοι» και το σκοτεινό αυτό κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας. Οι συνεργάτες των κατακτητών οι οποίος ξεπλύθηκαν από τα εγκλήματα τους.

Πέρα από αυτό της αντίστασης, του ηρωισμού και της αυτοθυσίας η περίοδος της Κατοχής στην Ελλάδα έχει ένα ακόμα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο σκοτεινό το οποίο αποτελεί ταμπού για την ελληνική κοινωνία. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που όχι μόνο επέλεξαν να συνεργαστούν με τους κατακτητές αλλά έγιναν όργανα τους. Κατέδωσαν, βασάνισαν, δολοφόνησαν συμπατριώτες τους, είτε για λόγους συμφέροντος και εκδίκησης, είτε γιατί ασπάζονταν τη ναζιστική ιδεολογία.

Η ιστορία του δωσιλογισμού είναι ίσως το μεγάλο όνειδος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ακόμα μεγαλύτερη ντροπή είναι το πώς αντιμετωπίστηκαν οι δωσίλογοι μετά το τέλος της Κατοχής. Ξεπλύθηκαν μέσα στο εμφυλιακό κλίμα και φορώντας τον μανδύα του πατριώτη παρουσιάστηκαν σαν προστάτες του έθνους το οποίο είχαν προδώσει.

Ο ιστορικός και συγγραφέας Μενέλαος Χαραλαμπίδης, μετά από ενδελεχή έρευνα ετών, εξέδωσε το βιβλίο «Οι Δωσίλογοι» ρίχνοντας φως στο σκοτεινό αυτό ζήτημα. Με στοιχεία, ονόματα και γεγονότα ο κ.Χαραλαμπίδης παρουσιάζει εκείνους που επέλεξαν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς, τους Βουλγάρους, αλλά και τους Ιταλούς στην περίοδο της Κατοχής, πλούτισαν, έκαναν περιουσίες που διατήρησαν στα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά και για όσους κυβέρνησαν σε αυτά τα τρία χρόνια, δίνοντας άλλοθι στους κατακτητές για τις θηριωδίες τους. Το βιβλίο έχει ήδη φτάσει στην 4η έκδοση του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες έρευνες-παρουσιάσεις πάνω στο θέμα.

Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης μίλησε για τους «Δωσίλογους» στην ιστοσελίδα Parallaxi.gr. Αναφέρθηκε στις δυσκολίες που συνάντησε ώστε να βρει στοιχεία και μοιράστηκε τις σκέψεις του για το ζήτημα. Όλα όσα είπε:

-Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι υπάρχει μια σχετικά μεγάλη βιβλιογραφία αλλά και αρκετά δημοσιεύματα γι’ αυτό το θέμα, ωστόσο δεν είχε γραφτεί ποτέ κάτι αντίστοιχο; Μήπως είναι ένα θέμα ταμπού;

«Υπάρχουν συνάδελφοι που έχουν δει το θέμα της συνεργασίας, όπως ο Στράτος Δορδανάς για τα Τάγματα Ασφαλείας στη Θεσσαλονίκη, ο Δημήτρης Κουσουρής για τη Δίκη των Δωσίλογων, αλλά δεν έχουμε πληθώρα βιβλίων, όπως έχουμε για την περίοδο της κατοχής.  Αυτό οφείλεται και στο ότι οι πηγές δύσκολα εντοπίζονται ή ότι η πρόσβαση σε πολλές περιπτώσεις δεν ήταν δυνατή. Αυτό έκανε δύσκολη και την έρευνα και προφανώς λειτουργεί αποτρεπτικά για ένα τέτοιο θέμα. Έχουμε λίγες μελέτες. Ένα βιβλίο βέβαια κατά τη γνώμη μου δεν κλείνει ένα θέμα, αλλά το ανοίγει. Οπότε με αυτό το βιβλίο μπορεί να ανοίξει ακόμη περισσότερο το θέμα. Χρειαζόμαστε αρκετές μελέτες ακόμη για να έχουμε καλύτερη εικόνα και κατανόηση στο φαινόμενο της συνεργασίας Ελλήνων με τους Γερμανούς. Μας βοηθά να κατανοήσουμε τη δύσκολη αυτή περίοδο, θα έρθουν μελλοντικές έρευνες από συναδέλφους που θα μας το φωτίσουν περισσότερο. Η ενασχόλησή μου με το θέμα ήρθε εκ των πραγμάτων έχοντας γράψει για το αντιστασιακό κίνημα και τα Δεκεμβριανά της Αθήνας. Οι συνεργάτες ήταν συνέχεια μπροστά μου, έκλεισα έναν κύκλο μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον στους Δωσίλογους, είναι μια τριλογία για την περίοδο της κατοχής. Ναι ήταν πολύ δύσκολο το εγχείρημα. Βρήκα πάρα πολλές πηγές, πάρα πολύ μεγάλα σε όγκο αρχεία και ήταν μια πρόκληση για μένα η σωστή επεξεργασία για να παράξω άρτιο αφήγημα που δε θα είναι κουραστικό».

-Γιατί χρησιμοποιήσατε τη λέξη Δωσίλογοι και όχι κάποια άλλη, όπως συνεργάτες; Θέλετε να μας πείτε τι σχόλια δέχεστε για το βιβλίο; 

«Νομικά η λέξη δωσίλογος είναι πιο ελαφριά. Στην Ελλάδα έχει επικρατήσει ο όρος του δωσιλογισμού. Μέσα στο βιβλίο δεν χρησιμοποιώ τόσο τη λέξη δωσίλογος, αλλά το έβαλα στον τίτλο, γιατί αποτυπώνει το φαινόμενο. Τα σχόλια είναι πολύ θετικά για το βιβλίο. Είναι κάποιοι που μου έχουν στείλει περαιτέρω πληροφορίες από τις οικογένειες τους. Ένας από τους βασικούς στόχους που το έγραψα είναι  ότι ο σωστός δρόμος για να διαχειριζόμαστε αυτά τα θέματα είναι να συζητάμε και όχι να τα κρύβουμε κάτω από το χαλί. Αποτυπώνω αυτό που συνέβαινε. Είμαι ιστορικός, δεν είμαι δικαστής. Από τα στοιχεία προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι δικαστές δεν έκαναν καλή τη δουλειά τους, οπότε στόχος θα μπορούσε να είναι πως θέλει να αποκαταστήσει την αλήθεια, αλλά  και να κατανοήσουμε την εποχή».

-Είναι εύκολο να την κατανοήσουμε; Τελικά γιατί αυτοί οι άνθρωποι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, αλλά και δεν τιμωρήθηκαν γι΄αυτό; 

«Είναι βασικά ερωτήματα που με απασχόλησαν και μένα. Πρέπει να καταλάβουμε τις χρονικότητες της κατοχής. Είναι λάθος να βλέπεις την κατοχή ως ένα πράγμα, ή να τη βλέπεις από το τέλος, όπου όλοι ήξεραν ότι οι Γερμανοί θα χάσουν. Αν πάμε στην αρχική περίοδο τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μέσα από αυτή τη διαφορετική οπτική πρέπει να δούμε γιατί αποφάσισαν να συνεργαστούν όχι μόνο με τους Γερμανούς, αλλά και τους Βούλγαρους και τους Ιταλούς. Είναι πολλοί οι λόγοι, όλα αυτά τα κίνητρά τους, που προφανώς είναι πολλά, συγχωνεύονται στον τελευταίο χρόνο της κατοχής στον αντικομμουνιστικό αγώνα. Ανεξάρτητα αν κάποιοι το έκαναν για να βγάλουν λεφτά, για να εκδικηθούν το γείτονά τους ή γιατί πίστευαν στον εθνικοσοσιαλισμό, που οι τελευταίοι ήταν πολύ λίγοι, οι συνεργάτες είχαν ξεκάθαρο κίνητρο: Να πολεμήσουν τους κομμουνιστές και να αποφευχθεί η κατάληψη της εξουσίας από το ΕΑΜ. Γιατί αν συνέβαινε αυτό θα έπρεπε να λογοδοτήσουν για όσα απέκτησαν κατά τη διάρκεια  της Κατοχής, χρήματα, κλοπιμαία, πολιτική ανέλιξη, σταδιοδρομία στο δημόσιο. Πρέπει να ιστορικοποιήσουμε το παρελθόν για να καταλάβουμε την αλλαγή».

-Τελικά μήπως το κίνημα της Αντίστασης στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής δεν ήταν τόσο μεγάλο;

«Το ότι σύσσωμο το ελληνικό έθνος πολέμησε τους κατακτητές, δεν ισχύει. Σε όλη την Ευρώπη το πρώτο διάστημα της Κατοχής οι περισσότεροι άνθρωποι τηρούσαν στάση αναμονής. Στην Ελλάδα είχαμε και το φονικότερο λιμό στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ένα σημαντικό κομμάτι των Ελλήνων συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και ένα μικρό κομμάτι μπήκε ενεργά στην αντίσταση. Μετά τη μάχη του Στάλινγκραντ άρχισε να αλλάζει το κλίμα και όλο και περισσότεροι να πηγαίνουν στο μέτωπο της αντίστασης, ενώ νωρίτερα μεγάλο ποσοστό ήταν αδρανές. Ήταν άδικο για τους πρώτους αντιστασιακούς να λέμε ότι ήταν σύσσωμο το ελληνικό έθνος στην αντίσταση. Έδωσαν τεράστιο αγώνα για να πείσουν τους συνανθρώπους τους να συμμετέχουν στην αντίσταση».

-Μου έκανε μεγάλη εντύπωση διαβάζοντας το βιβλίο σας ότι μεγάλο μέρος της στρατιωτικής ηγεσίας του αλβανικού μετώπου, οι αντιστράτηγοι, συνεργάστηκαν λίγους μήνες αργότερα με τους Γερμανούς. Αυτό πιστεύετε το γνωρίζει η ελληνική κοινωνία και αν όχι γιατί;

«Μπορεί να τα γνωρίζαμε, αλλά δεν είχαμε εστιάσει την προσοχή μας. Ποτέ δεν τέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης του προβληματισμού μου. Με αφορμή την έρευνα αυτή, αναδείχθηκε αυτό και άλλα που δεν είναι γνωστά. Πράγματι, η πρώτη κυβέρνηση επί γερμανικής κατοχής ήταν αυτή των στρατηγών που ήταν διοικητές στις μεγάλες μονάδες του ελληνικού στρατού στον πόλεμο της Αλβανίας και στη μάχη των οχυρών. Είναι σημαντικό να έχουμε στο μυαλό μας γιατί το έκαναν αυτό. Οι ιστορικοί γράφουν με ερωτήματα, για να έχουμε και τις απαντήσεις. Κάποιοι εξ αυτών σκέφτηκαν ότι θα σφαγιαζόταν ο ελληνικός στρατός, πολεμώντας κατά δυο αυτοκρατοριών. Είχαν προβάλλει ότι πρέπει να προστατεύσουν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.  Βέβαια δεν τα κατάφεραν, γιατί ακολούθησε η προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, αλλά ένα ακόμη περίεργο γεγονός, η εκτέλεση Ελλήνων αναπήρων του μετώπου».

-Και φυσικά επικρατεί και το ότι ο Μεταξάς είπε το ΟΧΙ. Τι πιστεύετε πως θα γινόταν άραγε αν δεν πέθαινε τον Γενάρη του ΄41;

«Ο Μεταξάς δεν είπε ποτέ τη λέξη ΌΧΙ. Οι εφημερίδες το έγραψαν ως ΟΧΙ. Είχε πει, αυτό σημαίνει πως έχουμε πόλεμο. Φυσικά βλέπουμε την προσωπικότητά του μέσα από αυτό και ξεχνάμε το υπόλοιπο παρελθόν του, που είναι πολύ ενδιαφέρον, ήταν μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Δεν μπορώ να εκφέρω άποψη για το τι θα γινόταν αν δεν πέθαινε σε εκείνη τη φάση ο Μεταξάς. Παρά την ιδεολογική συγγένεια με τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, έβλεπε τη σύνδεση με τη Βρετανία και δεν ξέρω αν θα άλλαζε κάτι».

-Θέλετε να αναφέρετε μερικά ονόματα που σας έκαναν εντύπωση ερευνώντας ότι εμπλέκονται ως δωσίλογοι στην κατοχή;

«Η δράση μου έκανε εντύπωση και όχι τα ονόματα, τόσο. Θα μπορούσαν να είναι κι άλλα, αλλά χρησιμοποίησα τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, αυτά που αναφέρω στα βιβλία. Τα ονόματα που αποκαλύπτονται έχουν να κάνουν περισσότερο με την οικονομική συνεργασία, τα ονόματα της πολιτικής συνεργασίας ήταν περισσότερο γνωστά. Μπορεί ο κόσμος να διαβάσει ποιοι έκαναν δουλειές με τους Γερμανούς και ποιοι αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τους κατακτητές».

-Ήταν και η οικονομική ελίτ που συνεργάστηκε σε μεγάλο βαθμό με τους κατακτητές. Μήπως όταν το κάνεις για τα χρήματα είναι ακόμη χειρότερο;

«Είναι σημαντικό να πούμε ότι η πολιτική συνεργασία πρόσφερε τότε το άλλοθι, άναψε το πράσινο φως σε όλη την κοινωνία και νομιμοποίησε τη συνεργασία. Απέτρεψε τη σκέψη για αντίσταση. Από τη στιγμή που συνεργάστηκε η ελληνική κυβέρνηση, τότε πλέον μπορούσαν να συνεργαστούν και οι πολίτες. Το χειρότερο είναι πως το κόστος της συνεργασίας δεν αφορά την περίοδο της κατοχής, οι συνέπειες της συνεργασίας είναι μακροχρόνιες. Πολλοί δημιούργησαν πλούτο στη διάρκεια της Κατοχής, πολλοί που και τα επόμενα χρόνια πρωτοστατούν στην οικονομική ζωή της χώρας, ή και στη διοίκηση. Αναφέρω τα ονόματά τους και τις εταιρίες τους. Τους βλέπουμε τα επόμενα χρόνια να είναι αρχηγοί της χωροφυλακής, της πυροσβεστικής, υπουργοί. Δεν υπήρξε απονομή δικαιοσύνης. Οι συνέπειες διαχύθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο. Όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν, αλλά είχαν και συμβολή στα πολιτικά πράγματα».

-Τα Δεκεμβριανά ήταν η ευκαιρία κάποιων να ξεπλύνουν τα εγκλήματά τους; Ο εμφύλιος έγινε για να αθωωθούν οι συνεργάτες των ΝΑΖΙ με πρόφαση τον κομμουνιστικό κίνδυνο;

«Τα Δεκεμβριανά είναι το καθοριστικό γεγονός. Το ελληνικό κράτος βρίσκεται σε σύγκρουση με τους κομμουνιστές και συγκροτείται το κράτος των εθνικοφρόνων. Είναι ένα καθοριστικό γεγονός. Ξέρουμε ότι οι δίκες των συνεργατών γίνεται το  διάστημα από το ’46 μέχρι το ’48, οπότε το πλαίσιο είναι αυτό. Από παλαιότερη έρευνα του Δημήτρη Κουσουρή ξέρουμε ότι η ελληνική δικαστική εξουσία λειτουργούσε τότε υπό διατεταγμένη υπηρεσία  κι αυτή ήταν να αθωώσει όσους κατηγορήθηκαν ως δωσίλογοι, γιατί αυτοί είχαν πολεμήσει στην όρεξη τους κομμουνιστές και τους είχε ανάγκη το εμφυλιακό κράτος. Ετσι, διέγραψε το στίγμα του συνεργάτη».

-Επίσης μου κάνει εντύπωση ότι οι συνεργάτες των Γερμανών έγιναν και στη συνέχεια συνεργάτες των Άγγλων, στην Ελλάδα…

«Έχουμε μάθει να βλέπουμε την ιστορία μας εθνικοκεντρικά, όμως πρέπει να βλέπουμε την μεγάλη εικόνα του πλαισίου. Είμαστε σε σημαντική γεωστρατηγική θέση και μοιραία είμαστε μέσα στο κομμάτι συσχετισμού δυνάμεων. Πρέπει συνεχώς να κατανοούμε το διεθνές περιβάλλον. Ανήκαμε στη βρετανική σφαίρα επιρροής που πέρασε στην αμερικανική, το ελληνικό κράτος βρήκε τη συνέχεια μέσα από την έννοια του αντικομμουνισμού και προσπάθησε να πείσει ότι πολεμά για να διασώσει το έθνος από τον κομμουνισμό. Κρύφτηκε πίσω από αυτό. Οι δικαστές δεν έβλεπαν τη συνεργασία με τους Γερμανούς, όσο τους κομμουνιστές».

-Ετυχε να μιλήσετε ποτέ με κάποιο πρόσωπο που υπήρχε δωσίλογος; Μπορεί να υπάρξει συγχώρεση; 

«Ήταν εν ζωή κάποιοι όσο έκανα την έρευνα. Ένας από Τάγμα Ασφαλείας και ένας που ήταν στην Ομάδα Χ. Μίλησα και με απογόνους ανθρώπων που έχουν συνεργαστεί. Πρέπει ίσως όμως να καταλάβουμε την περίοδο και να κατανοήσουμε την απόφαση. Προσέξτε, δεν λέω να δικαιολογήσουμε, αλλά να κατανοήσουμε.  Υπήρχαν πολλοί λόγοι που το έκαναν. Άλλοι απλά για να επιβιώσουν, πολλοί για να κάνουν την κρίση ευκαιρία πατώντας επί πτωμάτων και κάνοντας μεγάλες περιουσίες, άλλοι γιατί μισούσαν τους κομμουνιστές και λίγοι επειδή ήταν εθνικοσοσιαλαστές.  Οι απόγονοι όμως πρέπει να καταλάβουν πως δε φέρουν καμία ευθύνη αν έτυχε να είναι συγγενείς δωσίλογου. Θα έφταιγαν μόνο αν συνέχιζαν να έχουν ίδια στάση και οι ίδιοι. Δικός μου στόχος δεν είναι να απονείμω δικαιοσύνη».

-Το παράδειγμα του Β Παγκοσμίου πολέμου και όχι μόνο μας δείχνει ότι η εθνικοφροσύνη είναι το πέπλο για να κάνεις εγκλήματα;

«Οι άνθρωποι που επικαλούνται με επιμονή την πατρίδα και ο έθνος δεν είναι οι μεγαλύτεροι πατριώτες. Αυτοί που κάνουν κάτι καλό δεν το διατυμπανίζουν. Με την επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου έγιναν τεράστια εγκλήματα και κρύφτηκαν πίσω από την έννοια της εθνικοφροσύνης. Οι αριστεροί έπρεπε να είναι εκτός εθνικού σώματος κι αυτή η λογική κυριάρχησε μέχρι το 1974 και μπόλιασε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού». Μήπως η λέξη προδοσία θα ταίριαζε περισσότερο; «Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η προδοσία, έχει μια πιο απόλυτη έννοια, που ταιριάζει σε πολλούς που αναφέρω. Γιατί δείχνει και πολλά άλλα πράγματα».

*Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Έλαβε πτυχίο οικονομικών επιστημών από το Πανεπιστήμιο Πειραιά και στη συνέχεια εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο τομέα της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρθρογραφεί σε επιστημονικά περιοδικά και έχει διοργανώσει, ως ιδρυτικό μέλος του Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας, δύο συνέδρια για τη δεκαετία του 1940 και για την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και κυρίως στην περίοδο της Κατοχής. Ασχολείται επίσης με την τοπική και προφορική ιστορία και την ιστορία της Αθήνας. Έχει συνεπιμεληθεί τους συλλογικούς τόμους “Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940. Η εποχή των ρήξεων”, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2012 και “Δεκέμβρης 1944: Το παρελθόν και οι χρήσεις του” Αθήνα, Αλεξάνδρεια 2017.

**Η βασική εικόνα του άρθρου είναι και αυτή που επιλέχθηκε για το εξώφυλλο του βιβλίου «Οι Δωσίλογοι». Είναι βγαλμένη στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1943. Διακρίνονται από αριστερά: ο Υπουργός εσωτερικών Αναστάσιος Ταβουλάρης, ο πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης, ο διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Αθηνών υποστράτηγος Βασίλειος Ντερτιλής, άγνωστος διερμηνέας και Γερμανός αξιωματικός. Φωτογράφος: Walter Otto Luben.

Στη συνέχεια μπορείτε να παρακολουθήσετε μια συζήτηση με τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη για το βιβλίο του και το θέμα των συνεργατών: