Η συγκλονιστική ιστορία της Λίζα ΜακΒέι η οποία κατάφερε να ξεφύγει από έναν κατά συρροή δολοφόνο και να βάλει τέλος στην δράση του
Τον Νοέμβριο του 1984 η Λίζα ΜακΒέι ήταν μόλις 17 ετών. Είχε περάσει εξαιρετικά δύσκολα παιδικά χρόνια με την μητέρα της να είναι εθισμένη σε ναρκωτικά και αλκοόλ. Αναγκάστηκε να ζήσει με τη γιαγιά της και εκεί βίωσε σεξουαλική κακοποίηση. «Ο σύντροφος της γιαγιάς μου, μου έβαζε ένα πιστόλι στο κεφάλι κάθε φορά που με κακοποιούσε. Αυτό γινόταν επί τρία χρόνια» θα πει.
Η ζωή της ήταν
τόσο δύσκολη που η Λίζα είχε αποφασίσει να βάλει τέλος. «Το βράδυ της 2ας
Νοεμβρίου 1984 κάθισα κι έγραψα ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα αυτοκτονίας.
Ένιωσα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω άλλο. Τελικά το επόμενο βράδυ θα έδινα μάχη
για τη ζωή μου. Μια κακή κατάσταση με οδήγησε σε μια άλλη και τελικά με έσωσε»
τονίζει.
Η απαγωγή
Τις πρώτες
πρωινές ώρες της 3ης Νοεμβρίου η Λίζα ολοκλήρωσε τη βάρδια της στο
κατάστημα με ντόνατ στο οποίο εργαζόταν, στην Τάμπα της Φλόριντα. Επέστρεφε με
το ποδήλατο της στο σπίτι όταν ένας άντρας, ο οποίος κρυβόταν πίσω από ένα βαν,
πετάχτηκε ξαφνικά και την γκρέμισε. Μέσα σε δευτερόλεπτα η Λίζα βρέθηκε στο έδαφος
με ένα πιστόλι στο αριστερό της κρόταφο. «Δεν ήταν κάτι καινούργιο για εμένα.
Το είχα ζήσει και με τον σύντροφο της γιαγιάς μου. Με έπιασε από τα μαλλιά και
με έβαλε μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Σκεφτόμουν ότι θα με σκοτώσει αλλά από την
πρώτη στιγμή είχα αποφασίσει ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να επιζήσω. Όταν
μπαίνεις σε μια κατάσταση εκπλήσσεις ακόμα και τον εαυτό σουτ με το τι μπορείς
να κάνεις» τονίζει.
Ο άγνωστος
άντρας της έδεσε τα μάτια και τη μετέφερε σε ένα διαμέρισμα. Εκεί την κράτησε
για 26 ολόκληρες ώρες και τη βίασε επανειλημμένα. Η Λίζα υπέμεινε στωικά τη φρίκη και επιχείρησε
να καταλάβει που βρίσκεται και να δει το πρόσωπο του απαγωγέα της. «Είχα
καταφέρει και το μαντήλι που μου έκλεινε τα μάτια είχε χαλαρώσει και μπορούσε
κι έβλεπα προς τα κάτω. Παράλληλα φρόντισα να αφήσω παντού αποτυπώματα και
σημάδια. Αν με σκότωνε ήθελα η αστυνομία να ξέρει ότι ήμουν εκεί, ήθελα να
ξέρουν ότι προσπάθησα».
Ο απαγωγέας φάνηκε σταδιακά να χαλαρώνει και η 17χρονη το εκμεταλλεύτηκε. Έπιασε κουβέντα μαζί του και του είπε πως ο πατέρας της είναι πολύ άρρωστος και δεν έχει άλλο παιδί να τον φροντίσει. Ο άντρας έδειξε ένα άλλο πρόσωπο και της μίλησε για τον εαυτό του. Της είπε ότι αντιμετώπιζε προβλήματα και ότι μετά από έναν άσχημο χωρισμό μισούσε τις γυναίκες. Η Λίζα προσποιήθηκε ότι τον συμπονά και του είπε: «Φαίνεσαι καλός. Ίσως θα μπορούσα να γίνω εγώ η κοπέλα σου». «Όχι, όχι δεν μπορώ να σε κρατήσω. Που μένεις;» της απάντησε.
Ζωντανή
Στις 04:00
το πρωί της επόμενης μέρες της είπε να ντυθεί. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ο
άντρας άρχισε να οδηγεί. Η 17χρονη κατάφερε να δει το όνομα «magnum» στο ταμπλό του αυτοκινήτου και όταν
έκανε στάση κατάλαβε ότι έβγαζε χρήματα από ΑΤΜ.
Τελικά την
άφησε μπροστά σε μια εκκλησία και της είπε: «Πες στον πατέρα σου ότι είναι ο λόγος που δεν σε σκότωσα. Μην βγάλεις το μαντήλι για τα
επόμενα πέντε λεπτά αλλιώς θα σε σκοτώσω». Όταν πλέον το έλυσε κατάλαβε που
βρισκόταν και έτρεξε προς το σπίτι. «Με ρώτησαν γιατί δεν σταμάτησα κάποιο
αυτοκίνητο αλλά μετά από αυτό που μου είχε συμβεί δεν ήθελα να έχω επαφή με
κανέναν. Όταν γύρισα στο σπίτι και τους είπα τι συνέβη δεν με πίστεψαν και με
χτύπησαν. Έπρεπε να επιμείνω επί ώρες για να καλέσουν τελικά την αστυνομία»
τονίζει.
Ο δολοφόνος
Καταθέτοντας
όλα όσα είχαν συμβεί και όλα όσα είχε παρατηρήσει η Λίζα έλυσε για την
αστυνομία ένα μεγάλο μυστήριο. Με τη λέξη «magnum» εντόπισαν το μοντέλο του
αυτοκινήτου και από την κάμερα του ΑΤΜ εντόπισαν το όχημα και τελικά τον
ιδιοκτήτη του.
Ήταν ο 31χρονος
Μπόμπι Τζο Λονγκ ο οποίος συνελήφθη στις 16 Νοεμβρίου 1984. Η αστυνομία γνώριζε
πολύ καλά ότι η Λίζα δεν ήταν το μοναδικό θύμα του Λονγκ και τα στοιχεία που
είχε το επιβεβαίωσε. Είχαν στα χέρια τους έναν κατά συρροή δολοφόνο. Συνειδητοποιώντας
ότι είναι καταδικασμένος ομολόγησε τα πάντα.
Πάσχοντας
από μια παραλλαγή του συνδρόμου Κλινεφέλτερ ο Λονγκ είχε, μεταξύ άλλων γυναικομαστία
και πολύ ψιλή φωνή. Στο σχολείο έπεσε θύμα άγριου bulling ενώ η κατάσταση στο σπίτι ήταν πολύ
δύσκολη. Ζούσε με τη μητέρα του η οποία έφερνε πολύ συχνά συντρόφους πολύ αργά
το βράδυ.
Ο Λονγκ ανέπτυξε
μίσος για τις γυναίκες και ένιωθε ότι πρέπει να τις εξευτελίζει και να τις τιμωρεί.
Σταδιακά αυτό εξελίχθηκε σε δολοφονική μανία. Το modus operandi του να παίρνει στο αυτοκίνητο του
πόρνες, ναρκομανείς ή άλλες ευάλωτες γυναίκες. Τις χτυπούσε, τις έδενε και τις βίαζε.
Στη συνέχεια τις δολοφονούσε με διάφορούς τρόπους: Στραγγαλισμό, μαχαίρι ή πιστόλι.
Ομολόγησε συνολικά δέκα φόνους ενώ δεν είναι ξεκάθαρο αν η Λίζα είναι η μοναδική που γλίτωσε ή διέπραξε κι άλλους βιασμούς που είτε δεν καταγγέλθηκαν, είτε δεν συνδέθηκαν μαζί του. Και τα δέκα νεκρά θύματα του ήταν νεαρές κοπέλες από 18 έως 28 ετών.
Τον Ιούλιο
του 1986 καταδικάστηκε σε θάνατο. Αφού απορρίφθηκαν όλες οι εφέσεις του
εκτελέστηκε στις 23 Μαΐου 2019 με θανατηφόρα ένεση. Η Λίζα ΜακΒέι, η οποία
πλέον είχε γίνει αστυνομικός, ήταν παρούσα στην εκτέλεση.