Ο άνθρωπος που αρνήθηκε να γίνει κατάσκοπος

 

 Οι ιρανικές αρχές τον συνέλαβαν χωρίς λόγο και τον ανάγκασαν να γίνει κατάσκοπος για να μην καταλήξει στην φυλακή. Αντί να κρυφτεί τρομαγμένος αποφάσισε να τα αποκαλύψει όλα.


Ο Μπεχντάντ Εσφαχμπόντ βρισκόταν στο σπίτι του στο Σιατλ στις 14 Ιουνίου όταν έλαβε ένα μήνυμα στον λογαριασμό του στο Instagram από έναν άγνωστο που παρουσιαζόταν ως «ο φίλος του γιου της θείας σου».

«Ήσουν προσκεκλημένος μας στην Τεχεράνη και φάγαμε κεμπάμπ, θυμάσαι;;; Συζητήσαμε για την Πορτογαλία και την δουλειά σου και το ταξίδι σου στην Πορτογαλία. Έχω μερικές ερωτήσεις για την διαμονή στην Πορτογαλία», έλεγε το μήνυμα. Ωστόσο, ο Μπεχντάντ ήξερε πολύ καλά ότι δεν υπήρχε κανένας τέτοιος άνθρωπος με τον οποίο να είχε συναντηθεί όταν βρισκόταν στην Τεχεράνη.

Στην πραγματικότητα ο «φίλος  του γιου της θείας του» ήταν ο κωδικός που περίμενε από το τμήμα μυστικών πληροφοριών του Στρατού των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (Islamic Revolutionary Guard Corps - IRGC) και σήμαινε ότι  ο Μπεχντάντ, ένας μηχανικός λογισμικού που εργαζόταν στο Facebook, θα έπρεπε να πιάσει δουλειά αμέσως για την υπηρεσία ως μυστικός πράκτορας στην Βόρεια Αμερική και να την ενημερώνει για όλα όσα μαθαίνει για τους Ιρανούς φίλους του στην διασπορά.

Ο Μπεχντάντ περίμενε αυτό το μήνυμα εδώ και καιρό και έτρεμε για την στιγμή που θα το λάμβανε. Ωστόσο είχε πάρει την απόφασή του για το πώς θα αντιδρούσε. Δεν έκανε τίποτα, δεν απάντησε ούτε μια λέξη. Μια μέρα μετά έλαβε ένα ακόμα μήνυμα: «Γεια σου κ. Μηχανικέ, με αναγνωρίζεις;». Αγνόησε κι αυτό το μήνυμα και ύστερα από αυτό άρχισε να δέχεται κατακλυσμό μηνυμάτων σε όλους τους λογαριασμούς του: στο WhatsApp, το Telegram και το Signal. Ο Μπεχντάντ είχε αποφασίσει όμως να έχει τον τελευταίο λόγο.

Έτσι, στις 17 Αυγούστου με ένα κείμενό του στην ιστοσελίδα Medium αποκάλυψε τα πάντα.

«Είχαν τον τρόπο τους να με πιέσουν μέσω της οικογένειάς μου χωρίς εγώ να μπορώ αντιδράσω. Έτσι, λέγοντας την ιστορία μου δημόσια είναι ο τρόπος μου για να ανταποδώσω την πίεσή τους», λέει ο ίδιος.

Η σύλληψη

Στις 7 Ιανουαρίου, ο Ιρανοκαναδός Μπεχντάντ ταξίδεψε ως την πατρίδα του το Ιράν με δύο εβδομάδες διακοπές, ώστε να επισκεφτεί την οικογένειά του που ζει στην Τεχεράνη. Τέσσερις μέρες πριν οι ΗΠΑ είχαν σκοτώσει τον Κασέμ Σουλεϊμανί, τον διοικητή των ειδικών δυνάμεων αλ-Κουντς των Φρουρών της Επανάστασης και η κατάσταση ήταν ήδη τεταμένη. Το βράδυ της άφιξής του το Ιράν εξαπέλυσε επίθεση σε μια στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στο Ιράκ. Το επόμενο πρωί μετά την άφιξή του ξύπνησε μαθαίνοντας για την πτώση του ουκρανικού αεροπλάνου από πυραύλους των Φρουρών που έπεσαν κατά λάθος σκοτώνοντας όμως 176 ανθρώπους.

Ο σύντροφος του Μπεχντάντ από την Πορτογαλία τον είχε παρακαλέσει να μην πάει, ωστόσο ο ίδιος πίστευε ότι δεν είχε κάνει τίποτα κακό και δεν κινδύνευε. Τελικά, μια εβδομάδα μετά την άφιξή του στο Ιράν, στις 15 Ιανουαρίου τον είχαν βρει. Λίγα λεπτά νωρίτερα είχε συναντηθεί με τον πατέρα του. Θα τον είχαν εντοπίσει πιθανότατα πιο νωρίς, αλλά ως τότε επικοινωνούσε κυρίως μέσω του κρυπτογραφημένου WhatsApp με τους φίλους του. Ωστόσο, τον πατέρα του τον κάλεσε με το συμβατικό τηλέφωνο.

Ο Μπεχντάντ από τις ΗΠΑ όπου ζούσε είχε αναπτύξει ακτιβιστική δράση ύστερα από τις αμφιλεγόμενες εκλογές του 2009 στο Ιράν, όταν όλα έδειχναν ότι η νίκη του Αχμαντινετζάντ οφειλόταν σε νοθεία, και ήταν μέλος του «Green Movement», του κινήματος που ζητούσε την επανάληψη των εκλογών.

«Πήγαινα από την συνάντηση με τον μπαμπά μου σε μια συνάντηση με φίλους όταν τέσσερις άντρες με πολιτικά ρούχα με πλησίασαν με ένα ένταλμα σύλληψης με κατηγορίες για ενέργειες κατά της ασφάλειας του ιρανικού καθεστώτος, συνεργασία με εχθρικές δυνάμεις κλπ. Ανατρίχιασα ολόκληρος όταν ήδη ότι ήταν από τις Μυστικές Υπηρεσίες του IRGC. Είναι η πιο «φονική» υπηρεσία στο Ιράν και αυτή που δεν είχα συναντήσει ξανά στο παρελθόν και την έτρεμα», αναφέρει.

Όπως τονίζει κατάλαβε γρήγορα ότι ήταν μάταιο να αντισταθεί. Έτσι, ήταν συνεργάσιμος. Αρχικά τον πήγαν στο σπίτι της αδερφής του όπου κατέσχεσαν το λάπτοπ και το διαβατήριό του και με κλειστά μάτια τελικά τον οδήγησαν κάπου, όπου αποδείχθηκε ότι ήταν οι διάσημες φυλακές Εβίν. Εκεί κρατήθηκε για μια εβδομάδα. Αμέσως του ζήτησαν όλους τους κωδικούς για να έχουν πρόσβαση σε κάθε λογαριασμό του. Αν συνεργαζόταν δεν είχε να φοβάται τίποτα, του είπαν. Όπως λέει κατέβασαν όλα τα προσωπικά αρχεία του από κάθε λογαριασμό του.

Αν και όπως λέει έπαιζαν κυρίως το ρόλο του καλού μαζί του μιας και συνεργαζόταν, κάθε μέρα τον ανέκριναν για περισσότερες από έξι ώρες με κλειστά τα μάτια για τα κείμενα που βρήκαν στη συσκευή του, τα email και τις φωτογραφίες του. Σε κάποιες από αυτές μάλιστα πόζαρε με μερικά από τα ηγετικά μέλη κινημάτων της αντιπολίτευσης με τους οποίους ήταν φίλος. Δεν έχασαν πάντως την ευκαιρία να του δείξουν τι θα μπορούσε να συμβεί αν δεν συνεργαζόταν παίρνοντας μια γεύση σε δύο περιπτώσεις επεισοδίων ψυχολογικής βίας.

Καθημερινά του υπόσχονταν ότι δεν έβρισαν κάτι επιβαρυντικό εναντίον του και θα τον άφηναν ελεύθερο, ωστόσο επί επτά μέρες αυτό δεν συνέβαινε. Την έβδομη μέρα η ελπίδα για ελευθερία φάνηκε να εξανεμίζεται. Ένας από τους ανακριτές εμφανίστηκε και του είπε ότι η μοίρα του βρισκόταν στα χέρια της δικαιοσύνης. Θα τον κρατούσαν μέχρι να δικαστεί και η ποινή του μπορεί να ήταν από δύο εβδομάδες έως δύο χρόνια. Ποιος ήξερε! Εκτός, όπως του είπε, αν συνεργαζόταν με το IRGC στέλνοντας πληροφορίες για τους Ιρανούς ακτιβιστές της αντιπολίτευσης που γνώριζε στη Δύση. Σε αυτήν την περίπτωση όλες οι κατηγορίες εναντίον του θα «χάνονταν».

«Απλώς θα συνεχίσεις τη ζωή σου και θα βγαίνεις με αυτούς τους ανθρώπους δίνοντας σε εμάς πληροφορίες για ό,τι κάνουν. Και τότε θα κρατήσουμε για πάντα τις κατηγορίες εναντίον σου στην άκρη και όταν έρθεις πίσω στο Ιράν όλα θα είναι καλά», του είπαν.

Ενημέρωσαν τον Μπεχντάντ με ποιον τρόπο θα επικοινωνούσαν μαζί του οι πράκτορες του IRGC και μπόρεσε να πετάξει ως την Ντόχα κι από εκεί πίσω στον σύντροφό του στην Πορτογαλία.

Επάγγελμα: Κατάσκοπος

«Συμφώνησα αναγκαστικά επειδή ήξερα ότι έπρεπε να βγω ζωντανός από την χώρα ώστε να έχω μια πιθανότητα να επιζήσω και να πω την ιστορία μου. Μου πήρε καιρό να αποκτήσω ξανά πρόσβαση στους λογαριασμούς κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι είχαν απενεργοποιηθεί, αφού ο εργοδότης μου το Facebook ειδοποιήθηκε. Οι καναδικές αρχές (των οποίων είναι υπήκοος) ενημερώθηκαν αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα καθώς είχα μπει στο Ιράν ως Ιρανός πολίτης».

Ωστόσο, η επιστροφή του στις ΗΠΑ αποδείχθηκε πιο δύσκολη. Μετά την σύλληψή του, όλα τα αρχεία του είχαν εξαφανιστεί και η αντικατάστασή τους ήταν δύσκολη. Παράλληλα, ο Μπεχντάντ φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να περάσει από τον έλεγχο της υπηρεσίας μετανάστευσης, η οποία συχνά ζητά να δει τους λογαριασμούς κοινωνικής δικτύωσης των ταξιδιωτών.

Όταν τελικά έφτασε μέσω του αεροδρομίου του Νιούαρκ τον ανέκριναν για λίγες ώρες σχετικά με την επίσκεψή του στο Ιράν. «Τότε, τους είπα τα πάντα και ήρθαν να με ρωτήσουν μερικοί ακόμα πράκτορες που φαίνεται να γνώριζαν καλά το IRGC. Άκουσαν την ιστορία μου και είχαμε μια πολύ καλή συζήτηση. Ήταν πολύ φιλικοί. Στο τέλος με καλωσόρισαν σπίτι και μου είπαν ότι κάποιος πράκτορας θα επικοινωνούσε μαζί  μου, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ», αφηγείται ο Μπεχντάντ στον Guardian.

Μόλις τελικά έφτασε σπίτι του στο Σιάτλ ξεκίνησε η πανδημία του κοροναϊού και ο ίδιος δεν μπορούσε να πάει ούτε στους συγγενείς του στον Καναδά, ούτε στον σύντροφο του στην Πορτογαλία. Καθώς περίμενε μόνος του οι επιπτώσεις της εμπειρίας του άρχισαν να εμφανίζονται. Την περασμένη χρονιά είχε διαγνωστεί με μέτρια διπολική διαταραχή και όσα έζησε στις φυλακές του Ιράν πυροδότησαν νέο επεισόδιο.

«Όλον τον Φεβρουάριο ήμουν απόλυτα παρανοϊκός και δεν μπορούσα να μιλήσω ή να βγω έξω, ενώ όλο τον Μάρτιο πήρα αναρρωτική άδεια», αναφέρει.

Τελικά, το καλοκαίρι άρχισαν τα μηνύματα από το Ιράν και έπρεπε να αποφασίσει τι θα κάνει. «Η εξέγερση του Black Lives Matter με επηρέασε βαθιά και άρχισα να συνειδητοποιώ όλες τις κακοποιήσεις που είχα υποστεί. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα μπορούσα να επανέλθω σε οποιαδήποτε κατάσταση ομαλότητας αν δεν αποκάλυπτα τους ανθρώπους που με είχαν συλλάβει», τονίζει.

Την ίδια στιγμή, αφου ο ίδιος δεν απαντούσε στα μηνύματα, η αδερφή του πίσω στην Τεχεράνη έλαβε ένα επίσημο γράμμα στο οποίο ο Μπεχντάντ καλούνταν στο δικαστήριο. Η υπόθεση του πλέον δεν βρισκόταν στην άκρη και τότε αποφάσισε να αποκαλύψει όλη την ιστορία του στο Medium.

Ο Μπεχντάντ γνώριζε ότι με αυτήν του την κίνηση έθετε σε κίνδυνο τον πατέρα και την αδερφή του που ζούσαν στην Τεχεράνη. Ωστόσο, ο κίνδυνος θα υπήρχε και πάλι σε περίπτωση που ο ίδιος δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στον ρόλο που του είχαν αναθέσει.

«Ήταν ξεκάθαρο για μένα ότι δεν θα με άφηναν να ζήσω μια κανονική ζωή, αν δεν έκανα αυτό που ήθελαν. Και ποιες ήταν οι επιλογές μου; Με το που απαντούσα σε οποιοδήποτε από αυτά τα μηνύματα θα γινόμουν αμέσως κατάσκοπος, ακόμα και αν δεν τους έδινα αληθινές πληροφορίες», τονίζει.

Τώρα ο Μπεχντάντ υποστηρίζει πως οι ιρανικές αρχές φαίνεται να υπολογίζουν τις επόμενες κινήσεις τους: αν θα τον κυνηγήσουν ή θα μείνουν σιωπηλοί, αν και ο ίδιος ελπίζει για το δεύτερο. Οι διώκτες του έχουν άλλωστε στα χέρια τους αρχεία και φωτογραφίες του Μπεχντάντ τουλάχιστον 15 ετών με τα οποία μπορούν να κάνουν πολλά. Ωστόσο, ο ίδιος λέει πως με την στάση του ελπίζει να εκφράσει όλους του Ιρανούς με διπλές υπηκοότητες που έχουν ζήσει παρόμοιες εμπειρίες.

«Ρίχνει περισσότερο φως σε αυτό που ήδη συμβαίνει επειδή ξέρουμε πάρα πολλούς ανθρώπους που έχουν βιώσει το ίδιο», αναφέρει.

«Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε την έκτασή του. Δεν ξέρουμε αν είναι δέκα άνθρωποι ή χιλιάδες κάθε χρόνο. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να πουν τι τους συνέβη, επειδή δεν το αντέχουν ψυχολογικά. Κι έχουν πολλούς λογικούς λόγους για να μην το κάνουν», τονίζει.

Ο Μπεχντάντ έχει πλέον παραιτηθεί από την δουλειά του. Η σχέση του με τον Πορτογάλο σύντροφό του διαλύθηκε κι ο ίδιος ζει πια στον Καναδά με συγγενείς του προσπαθώντας να χτίσει μια νέα ζωή.